tag:blogger.com,1999:blog-73133608656508262712024-03-13T18:23:43.693+02:00Η συνωμοσία του σύμπαντοςτο σύμπαν μου παίζει περίεργα παιχνίδια.Γελάω το ομολογώ, αλλά επειδή τίποτα δεν είναι τυχαίο....νομίζω ήρθε και η δική μου σειρά να γελάσω.....με το σύμπαν!
Είστε λοιπόν όλοι καλεσμένοι στο κάτι σαν stand up commedy μου!orestishttp://www.blogger.com/profile/07552020852243459284noreply@blogger.comBlogger221125tag:blogger.com,1999:blog-7313360865650826271.post-79599133124351219062015-01-26T23:52:00.002+02:002015-01-27T00:19:44.257+02:00Άνθρωποι και κοστούμια<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div align="justify">
<span style="color: black;"></span><br />
<span style="color: magenta;">Από τη μία είναι οι άνθρωποι με τα κοστούμια,</span></div>
<div align="justify">
από την άλλη είναι τα κοστούμια με τους ανθρώπους.</div>
<div align="justify">
</div>
<div align="justify">
Άλλοτε φοράει ο άνθρωπος το κοστούμι,</div>
<div align="justify">
άλλοτε φοράει το κοστούμι τον άνθρωπο.</div>
<div align="justify">
</div>
<div align="justify">
Εάν αφαιρέσεις ένα κομμάτι από το κοστούμι</div>
<div align="justify">
παραμένει κοστούμι.</div>
<div align="justify">
</div>
<div align="justify">
Εάν αφαιρέσεις ένα κομμάτι από τον άνθρωπο,</div>
<div align="justify">
παραμένει άνθρωπος;</div>
<div align="justify">
</div>
<div align="justify">
Εάν προσθέσεις ένα κομμάτι κοστούμι στον άνιρωπο,</div>
<div align="justify">
παραμένει κοστούμι.</div>
<div align="justify">
</div>
<div align="justify">
Εάν προσθέσεις ένα κομμάτι αθρώπου στο κοστούμι,</div>
<div align="justify">
παραμένει κοστούμι.</div>
<div align="justify">
</div>
<div align="justify">
Και μένουν να κοιτάζονται,</div>
<div align="justify">
άνθρωποι και κοστούμια...</div>
<div align="justify">
</div>
<div align="justify">
άλλοτε φορώντας οι άνθρωποι τα κοστούμια,</div>
<div align="justify">
μα πάντοτε φορώντας τα κοστούμια τους ανθρώπους.</div>
<div align="justify">
</div>
</div>
orestishttp://www.blogger.com/profile/07552020852243459284noreply@blogger.com2tag:blogger.com,1999:blog-7313360865650826271.post-35827953120632570522012-11-10T15:18:00.000+02:002012-11-10T15:18:21.640+02:00Πρωτομηνιά<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div style="text-align: justify;">
<span style="font-size: medium;"><br />Θυμάμαι το τότε<br /><br />που σήμαινε μαζί,<br /><br />στο δικό σου εκεί.<br /><br />Βιώνω το τώρα<br /><br />που σημαίνει εγώ<br /><br />στο δικό μου εδώ.<br /><br />Και αυτή η πρώτη του μηνός,<br /><br />που πλησιάζει,<br /><br />φαντάζει τώρα πιο τρομαχτική,<br /><br />όχι για το δικό σου εκεί,<br /><br />μα για το δικό μου εδώ.<br /><br /></span></div>
</div>
orestishttp://www.blogger.com/profile/07552020852243459284noreply@blogger.com2tag:blogger.com,1999:blog-7313360865650826271.post-30531897976424018492012-04-06T22:14:00.002+02:002012-11-10T15:12:27.917+02:00Το κάπνισμα βλάπτει σοβαρά τη υγεία<div align="justify"><span style="color: rgb(0, 204, 204);font-size:130%;" > Ο Μηνάς άργησε να γυρίσει σπίτι. Καθυστέρησε στη δουλειά και δεν μπόρεσε να αντισταθεί στην πρόσκληση των κολλητών για ένα γρήγορο καφεδάκι στο στέκι, στην πλατεία. Ο ήλιος που έκαιγε από το πρωί, πιστοποιώντας πως η άνοιξη είχε μπει για τα καλά, του έδιωξε κάθε δεύτερη σκέψη. Συγκεκριμένα τη δική της σκέψη. Με την κουβέντα πέρασε η ώρα και έπρεπε να βιαστεί εάν δεν ήθελε να χάσει την καθιερωμένη προπόνηση με τα άλλα φιλαράκια, αυτά της μπάλας. Κοίταξε το κινητό του όταν έφευγε από το γήπεδο. Είχε πάει ήδη 11.00. «Πώς περνάει η ώρα ρε γαμώτο.» σκέφτηκε και μπήκε γρήγορα στο αυτοκίνητο. Άνοιξε το ράδιο και ξεκίνησε. Στο πρώτο κόκκινο φανάρι, με την κίνηση να είναι εμφανής, η σκέψη του πήρε επιτέλους το σωστό δρόμο.<br /> Η Έλλη. Ποιος την άκουγε όταν θα γυρνούσε στο σπίτι. Δεν ήταν το ότι έλειπε όλη μέρα, αλλά το ότι δεν την είχε πάρει ούτε ένα τηλέφωνο. Και το χειρότερο είναι πως ούτε καν το σκέφτηκε. Κάτι που το γνώριζε βέβαια και η ίδια. Ήξερε καλά πως δεν μπορούσε να την ξεγελάσει. Θα έπρεπε να βρει κάτι πραγματικά πρωτότυπο αυτή τη φορά για να κατευνάσει το θυμό της. «Ειλικρίνεια.» σκέφτηκε και ανάβοντας ένα τσιγάρο ανακουφίστηκε.<br /> Έβαλε το κλειδί στην πόρτα σαν το παιδί που φοβάται μήπως το πάρουν είδηση οι γονείς του. Μπήκε ακροπατώντας μέχρι το χωλ, όταν διαπίστωσε πως τα φώτα ήταν κλειστά. Μόνο η λάμπα του γραφείου της ήταν αναμμένη, όπως και ο υπολογιστής της. Δεν μπήκε στον κόπο να τον κλείσει. Ελαχιστοποίησε τα παράθυρα, έσβησε τη λάμπα και χώθηκε στο μπάνιο. Αφού ετοιμάστηκε, λίγο πριν πέσει για ύπνο, έσκυψε δίπλα της και τη φίλησε στο μάγουλο.<br /> «Δεν κοιμάμαι. Πρέπει να μιλήσουμε. Εάν μπορέσεις να με βάλεις στο πρόγραμμά σου τις επόμενες μέρες θα το εκτιμούσα.» είπε με κοφτή, ειρωνική φωνή, που του επέτρεψε να απαντήσει απλά ένα ξερό ναι.<br /> Ο ίδιος άργησε να κοιμηθεί μετά τη σύντομη συνομιλία τους. Εκείνη πάλι βυθίστηκε σε έναν ύπνο βαθύ, από εκείνους που είχε καιρό να κάνει.<br /> Όταν ξύπνησε το πρωί, εκείνος είχε ήδη φύγει. Άνοιξε πρώτα τα παράθυρα, έπειτα το ράδιο και τελευταίο ετοίμασε τον καφέ της. Θα τον έπινε στο μπαλκόνι μιας και ο καιρός το επέτρεπε. Πήρε το φορητό υπολογιστή και κάθισε στη βεράντα. Ήταν μια όμορφη μέρα για να χαζέψει στο διαδίκτυο μία από τις αγαπημένες της ασχολίες, τα φυτά. Σταμάτησε απότομα την έρευνά της καθώς έπρεπε να ετοιμαστεί για τη δουλειά. Θα συνέχιζε το βράδυ. Εξάλλου, είχε χρόνο να ψάξει και να προετοιμαστεί εγκαίρως. Η άνοιξη μόλις είχε μπει. Θα είχαν χρόνο τα φυτά της να ανθίσουν.<br /> Το μήνυμα του το μεσημέρι την ξάφνιασε. Η πρότασή του ήταν να βγουν όπως παλιά και να συζητήσουν έξω με ποτό, τσιγάρα, χορό και κυρίως καλή διάθεση, όπως χαρακτηριστικά της έγραφε. Θεωρούσε ότι το περιβάλλον του σπιτιού θα επιδρούσε αρνητικά και για τους δυο τους. Το δέχτηκε απρόθυμα. Δεν ένιωθε άνετα εκτός του χώρου της. Εστίασε όμως στην σκέψη, πως ήταν μια συζήτηση που έπρεπε να γίνει, κι αυτό ήταν που τελικά μετρούσε.<br /> Το ραντεβού κλείστηκε για τις 10.00. Κανείς δεν ρώτησε τον άλλο που θα βρισκόταν μέχρι εκείνη την ώρα. Σίγουρα δεν θα συναντιόντουσαν νωρίτερα στο σπίτι. Ήταν σαν μια σιωπηλή συμφωνία μεταξύ τους ότι θα βρισκόντουσαν κατευθείαν το βράδυ. Ο καθένας θα είχε τον προσωπικό του χρόνο να προετοιμαστεί για αυτό που θα επακολουθούσε.<br /> Έφυγε από το γραφείο βιαστικά. Έπρεπε να περάσει και από το φίλο της, τον ανθοπώλη. Την είχε ειδοποιήσει ότι είχε βρει αυτό που του είχε ζητήσει. Άγγιξε το πόμολο με χέρια που έτρεμαν. Για μια στιγμή νόμισε πως δεν θα είχε τη δύναμη να την ανοίξει τελικά. Πήρε βαθιά ανάσα και ελάχιστα λεπτά μετά, βρισκόταν μπροστά στον πάγκο του ανθοπωλείου.<br />«Καλώς την.» είπε ο Νίκος με ήρεμη φωνή, έσκυψε πίσω από τον πάγκο και σηκώθηκε, απιθώνοντας μια σακούλα γεμάτη με φύλλα πικροδάφνης επάνω του. «Τι θα τα κάνεις αλήθεια τόσα φύλλα;» τη ρώτησε και στο πρόσωπό του σχηματίστηκε ένα σατανικό γελάκι.<br />«Κάποια θα τα αποξηράνω. Κάποια θα τα βράσω. Και κάποια θα τα κάψω για να δώσω χρησμούς σαν άλλη Πυθία.» απάντησε περιπαιχτικά.<br />«Κοίτα μην κάνεις καμιά βλακεία. Η πικροδάφνη είναι εξαιρετικά δηλητηριώδης. Οι αναθυμιάσεις και μόνο μπορεί να σε στείλουν.» είπε με στόμφο, τυλίγοντας τα χέρια του προστατευτικά γύρω από τη σακούλα, έτοιμος να την πάρει πίσω.<br />«Μην ανησυχείς. Δεν είμαι τόσο ηλίθια.» του απάντησε, αποφεύγοντας ωστόσο να διευκρινίσει γιατί ήθελε τόσα φύλλα.<br />Στο επικριτικό του ύφος απάντησε μελιστάλαχτα. Του εξήγησε πως ήταν ενημερωμένη για τις δράσεις του συγκεκριμένου φυτού. Πως είχε διαβάσει για την κοινή του χρήση με τη γλυκόριζα σαν «γιατροσόφι», αλλά πως δεν είχε καμία πρόθεση να κάνει πειράματα. Απλά σκόπευε να το χρησιμοποιήσει στο «έργο» που δούλευε και με το οποίο θα δήλωνε ξανά συμμετοχή στη Biennale. Ήξερε πως η συγκεκριμένη λέξη θα τον απέτρεπε από περιττές ερωτήσεις. Ήταν το όριο πριν την απαγορευμένη γραμμή.<br />Ο Νίκος άλλωστε την ήξερε χρόνια. Όταν έφευγε ως νέα φέρελπις καλλιτέχνης για τη σχολή καλών τεχνών της Βιέννης. Τον κόπο που είχε καταβάλει για να γίνει δεκτή. Το κόστος ήταν υψηλό, οπότε έδωσε εξετάσεις για μερική υποτροφία, την οποία, όταν ολοκλήρωσε το πρώτο έτος σπουδών, πήρε ολόκληρη εξαιτίας του ταλέντου της, το οποίο αναγνωρίστηκε από σύσσωμη την κοινότητα του πανεπιστημίου. Το μεταπτυχιακό στην Ιταλία, στην τέχνη της αναγέννησης που τόσο της άρεσε. Και έπειτα τη βίαιη επιστροφή στην Ελλάδα.<br />Μια επιστροφή που σε κανέναν δεν δικαιολόγησε ποτέ. Επέστρεψε ξαφνικά και όπως είχε πει στην αρχή για λίγο. Να ετοιμάσει κάποια έργα και να φύγει έπειτα για τη Βοστόνη. Θα έκανε την πρώτη της ατομική έκθεση και θα αναλάμβανε χρέη βοηθού στο μουσείο. Μια λαμπρή καριέρα ανοιγόταν μπροστά της. Μα εκείνη δεν ξαναέφυγε ποτέ.<br />«Δεν μπορώ να αποχωριστώ τον ήλιο.» είχε πει στον Νίκο, ένα μεσημέρι στο παγκάκι στην πλατεία Αβυσσηνίας, βουτηγμένη στο χρώμα από τα πινέλα της.<br /> Η αλήθεια αποκαλύφθηκε αρκετό καιρό μετά. Η γνωριμία της με τον Μηνά στη Βιέννη. Το πόσο τον έσπρωχνε να μην τα παρατήσει. Το πόσο ο ίδιος δεν ήθελε να ασχοληθεί με αυτό. Ανέκαθεν του άρεσε η τέχνη μέσα από την τεχνολογία. Οι κακές παρέες που μόνος του δημιούργησε για να τον οδηγήσουν στην καταστροφή και τελικά στα ναρκωτικά. Που δεν κατάφερε να τον συγκρατήσει. Που έντρομη πήρε τους γονείς του και ήρθαν για να τον πάρουν πίσω. Που μόνος του δεν άντεχε να περάσει την όλη φάση της αποτοξίνωσης. Που για χάρη του γύρισε και παρέμεινε στην Ελλάδα. Έκανε λίγα σεμινάρια στη γραφιστική και βρήκε δουλειά ως γραφίστρια για να είναι κοντά του. Που τον συντηρούσε όταν βγαίνοντας από την κλινική δεν είχε που αλλού να πάει.<br />Με τους γονείς του έπαψε να μιλάει όταν αρνήθηκε να επιστρέψει στη Βιέννη και τις σπουδές του. Βρήκε δουλειά ως μπάρμαν για να μπορεί να πληρώνει τη σχολή γραφιστικής. Η Έλλη του πρόσφερε κατάλυμα και στέγη, οπότε τα λιγοστά έσοδα από το μαγαζί του επέτρεπαν να πληρώνει τη σχολή, αλλά τίποτα παραπάνω.<br /> Ήταν μεσημέρι πάλι όταν ο Νίκος έμαθε την αλήθεια. Τους είχε βρει στον πεζόδρομο έξω από το ανθοπωλείο. Τότε δεν είχε πια λόγο να του το κρύψει. Είχε περάσει τόσος καιρός που είχε ξεχάσει και η ίδια τι όνειρα είχε. Το μόνο που την ένοιαζε τότε ήταν να ορθοποδήσει ο Μηνάς. Και να’ταν έρωτας, θα έλεγε κανείς πως ίσως περνούσε. Ήταν κάτι πιο βαθύ. Έμοιαζε λες κι ο ένας ήταν η προέκταση του άλλου. Μια προέκταση που για εκείνον είχε θετικές συνέπειες, ενώ για εκείνη ήταν ο δρόμος προς την καταστροφή. Σαν να υπήρχε ένα αόρατος δεσμός μεταξύ τους, που κανείς δεν ήταν ικανός να σπάσει. Και ήταν αλήθεια. Μόνο κάποιος από τους δυο τους μπορούσε να διαλύσει αυτό που είχαν.<br />Με το πέρασμα του χρόνου και την βοήθεια της Έλλης, ο Μηνάς ορθοπόδησε. Τελείωσε τη σχολή γραφιστικής και μέσω της Έλλης βρήκε δουλειά σε μια μεγάλη εταιρεία, αντίστοιχης εμβέλειας με εκείνη στην οποία εργαζόταν η ίδια. Με τη συμπαράσταση της ανέβηκε γρήγορα στην ιεραρχία της εταιρείας. Κι όταν τύχαινε να δυσκολεύεται σε κάποια δουλειά, η Έλλη πρόθυμα του πάσαρε τις δικές της ιδέες, αφήνοντας την ίδια σε μία μετριότητα, που επηρέαζε σε μεγάλο βαθμό τη δουλειά της και έθετε σε κίνδυνο το μέλλον της στην εταιρεία.<br />Δεν την ένοιαζε όμως. Αυτό που είχε σημασία ήταν που εκείνος ήταν και ένιωθε δυνατός. Άλλωστε, ουσιαστικά είχε αποσυρθεί, σχεδόν από τα πάντα, με την επιστροφή της στην Ελλάδα και είχε αφεθεί πια στο να είναι ο άνθρωπος πίσω από το Μηνά. Και χωρίς ποτέ να ζητήσει το οτιδήποτε σε αντάλλαγμα. Της αρκούσε που εκείνος ήταν καλά.<br />Ο Μηνάς από την άλλη, τυλιγόταν σαν το κουβάρι δίπλα της, γύρω της, μα κυρίως μέσα της. Είχε συνδέσει την ύπαρξή του με τη δική της. Του ήταν και κυρίως την έκανε να νιώθει απαραίτητη. Μέχρι τη στιγμή που συνήλθε. Είχε πλέον αποδεσμευτεί από τα ναρκωτικά, είχε μία καλή δουλειά, είχε εκείνη, φαινομενικά δεν του έλειπε τίποτα. Όμως αυτό δεν του ήταν αρκετό. Επιζητούσε την αλλαγή. Έτσι άρχισε να πιστεύει πως πρέπει να αποδεσμευτεί από εκείνη.<br />Έκανε καινούριες παρέες από τη δουλειά, ξαναβρέθηκε με παλιούς, αλλά καλούς και έμπιστους φίλους και άρχισε να πηγαίνει με κάθε γυναίκα που έβρισκε διαθέσιμη. Στην αρχή προσπαθούσε να το συγκαλύψει, έπειτα όμως το έκανε απροκάλυπτα, λες και το μόνο που ήθελε ήταν να την πληγώσει περισσότερο και πιο βαθιά.<br />Η Έλλη προσπαθώντας να διατηρήσει την ψυχραιμία της, έκανε αυτό που ήξερε καλύτερα, ζωγράφιζε. Διοχέτευε όλη της την ένταση στον καμβά και σιγά σιγά το ταλέντο της, που για χάρη του είχε καιρό χαραμίσει, βρήκε πάλι διέξοδο μέσω του χεριού της.<br />Ο Μηνάς αντίθετα άρχισε να φθίνει. Χωρίς την «παρέμβαση» της Έλλης η δουλειά του είχε χάσει αυτή την ιδιαίτερη ταυτότητα που εκείνη της είχε προσδώσει. Το κατάλαβε εγκαίρως και άρχισε να παίρνει τα μέτρα του. Ήξερε το χρονοδιάγραμμα της και έμπαινε στο χώρο που είχε διαμορφώσει ως ατελιέ πάντα λίγο πριν την ολοκλήρωση. Την έπειθε ότι τα έργα δεν ήταν αρκετά καλά και τα έπαιρνε στο δικό του δωμάτιο, για να μην την επηρεάζουν και να μπορεί ανενόχλητη και αδιάσπαστη να ξεκινήσει με κάποιο καινούριο.<br />Έτσι η Έλλη ήταν σε μία συνεχή κατάσταση δημιουργίας και εκείνος είχε μία πλούσια συλλογή από αξιόλογους πίνακες, που παρουσίαζε ως δικούς του. Η πρόταση για τη Biennale και την πρώτη του ατομική έκθεση δεν άργησε να γίνει. Το δύσκολο κομμάτι ήταν όχι το ότι έπρεπε να της το πει, αλλά το ότι έπρεπε άμεσα πια να απομακρυνθεί από εκείνη. Η αλήθεια θα αποκαλυπτόταν και ήταν σίγουρος ότι αν το μάθαινε δεν το άφηνε να περάσει έτσι απλά.<br />Σε θέματα ηθικής η Έλλη μετατρεπόταν σε πραγματική ύαινα. Ιδίως εάν σχετίζονταν με ζητήματα τέχνης. Πίστευε ότι το έργο του κάθε καλλιτέχνη ήταν η ταυτότητα της ίδιας του της ύπαρξης. Και είχε θυσιάσει ήδη μία φορά τη δική της.<br />Είχε αρχίσει να γίνεται αδιάφορος, να βγαίνει πιο συχνά με τους κολλητούς και να μιλάει για μια συγκεκριμένη κοπέλα. Θα την παρουσίαζε σαν μια σχέση που ήθελε να δοκιμάσει. Σκοπός του ήταν αρχικά να φύγει από το σπίτι. Μετά θα την ξέκοβε εύκολα. Ή τουλάχιστον έτσι πίστευε.<br />Η Έλλη είχε καταλάβει τι γινόταν. Δεν χρειαζόταν ιδιαίτερος κόπος. Το θεωρούσε θέμα χρόνου να φύγει από το σπίτι. Ο πραγματικός λόγος της φανερώθηκε τυχαία ένα βράδυ. Ήθελε έναν καμβά και πήγε στο δωμάτιο του Μηνά, που τελευταία είχε ξαναπιάσει κι εκείνος το πινέλο, το οποίο προς έκπληξή της βρήκε κλειδωμένο. Η μανία της να βγάζει αντικλείδια από όλες τις πόρτες του σπιτιού της επέτρεψε την είσοδο στο δωμάτιο και την αποκάλυψη της απάτης, που στηνόταν τόσο καιρό πίσω από την πλάτη της. Μια ματιά στην ηλεκτρονική αλληλογραφία του Μήνα, με τους τίτλους και τις εικόνες από τα έργα, ένωσε όλα τα κομμάτια του παζλ.<br />Ένιωσε συντετριμμένη. Δεν περίμενε ποτέ ότι ο Μηνάς θα της έκανε κάτι τέτοιο. Προσπάθησε να μην πειράξει τίποτε στο χώρο, κλείδωσε την πόρτα και κάθισε στο γραφείο της. Η ενασχόλησή της τελευταία με τα φυτά της πρόσφερε μια εύκολη λύση. Δεν χρειάστηκε να το σκεφτεί πολύ. Ήξερε άλλωστε πως εκείνος θα έκανε την πρώτη κίνηση.<br />Στις 10.00 βρισκόταν έξω από το στέκι τους. Ως συνήθως άργησε. «Σταμάτησα στο ψιλικατζίδικο για φιλτράκια.» χρησιμοποίησε σαν δικαιολογία και εκείνη απλά χαμογέλασε. Το ήξερε πως έλεγε ψέματα, άλλωστε που ακριβώς βρισκόταν οποιαδήποτε αλήθεια το τελευταίο διάστημα;<br />Κάθισαν δίπλα στο παράθυρο ως συνήθως. Μια τεκίλα και ένα ρούμι. Εκείνος να ανάβει τσιγάρο με την πρώτη γουλιά. Τίποτα φαινομενικά δεν είχε αλλάξει. «Δεν ήξερα ότι βάζεις τα φιλτράκια σου σε ειδική θήκη.» ρώτησε με βλέμμα που γυάλιζε. Της απάντησε με ύφος που έδειχνε ότι το είχε εκλάβει ως ένδειξη ζήλιας, ότι ήταν δώρο, γιατί η χάρτινη συσκευασία στην οποία πωλούνταν δεν ήταν βολική. Τον άφησε να ξεκινήσει τη συζήτηση. Δεν την ενδιέφερε να σχολιάσει κάτι. Θα αρκούνταν σε ένα συναινετικό ναι, όσο δύσκολο κι αν της φαινόταν να συγκρατήσει το θυμό της. Τον ρώτησε μόνο πότε σκόπευε να φύγει από το σπίτι. Θα του έπαιρνε κάποιες μέρες, γεγονός που την εξυπηρετούσε άψογα.<br />Γύρισαν σπίτι σχεδόν αμίλητοι. Εκείνος με ένα βλέμμα ενοχής, εκείνη με ένα βλέμμα ικανοποίησης. Θα είχε όσο χρόνο χρειαζόταν για να πραγματοποιήσει το σχέδιό της.<br />Ξύπνησε σχεδόν χαράματα, περίμενε να ακούσει να κλείνει η πόρτα και πετάχτηκε από το κρεβάτι της. Πήγε στην κουζίνα. «Στα γρήγορα ένας καφές και μετά δουλειά.» σκέφτηκε και άναψε ένα τσιγάρο. Πήγε στην ντουλάπα, πήρε την σακούλα με τις πικροδάφνες και επέστρεψε στην κουζίνα. Έβαλε νερό στην κατσαρόλα, φόρεσε γάντια, μάσκα στο πρόσωπο και άναψε το μάτι. Είχε ανοίξει το παράθυρο και είχε κλείσει την πόρτα της κουζίνας. Φοβήθηκε μήπως περάσουν οι αναθυμιάσεις στο υπόλοιπο σπίτι. Δεν ήξερε πόση ώρα έπρεπε να βράσει τα φύλλα για να απελευθερώσουν το δηλητήριό τους. Περίμενε μέχρι το νερό να πάρει ένα σκούρο καφέ χρώμα, κατέβασε την κατσαρόλα από η φωτιά και την ακούμπησε στο παράθυρο.<br />Άφησε το μείγμα να κρυώσει και έπειτα το στράγγισε και το έβαλε σε ένα πλαστικό μπουκαλάκι, που το έκρυψε στην ντουλάπα της. Πήρε στο γραφείο να δηλώσει ασθένεια και βγήκε να περπατήσει. Εκείνος θα γυρνούσε σπίτι πριν την μπάλα, ήταν άλλωστε η τελευταία του μέρα στο σπίτι, το επόμενο πρωινό, του Σαββάτου, θα έφευγε, οπότε είχε να τακτοποιήσει διάφορα θέματα, πριν ξεχυθεί στο γκαζόν. Θα άφηνε τα τσιγάρα του στο γραφείο του όπως πάντα. Τελευταία δεν τα έπαιρνε μαζί, όπως συνήθιζε άλλοτε, για να μην μπει στον πειρασμό να καπνίσει μετά την άσκηση. Θα ήταν σπίτι περίπου στις 11.00. Εκείνη θα είχε τελειώσει μέχρι τότε.<br />Περίμενε κρυμμένη στη γωνία της πολυκατοικίας. Όταν τον είδε να φεύγει μπήκε και ανέβηκε στο διαμέρισμα. Άνοιξε με τα δεύτερα κλειδιά όπως την πρώτη φορά το δωμάτιο και μπήκε μέσα. Ο καπνός του ήταν πάνω στο γραφείο. Η μεταλλική θήκη με τα φιλτράκια ακριβώς δίπλα. Την πήρε και πήγε γρήγορα στην κουζίνα. Ετοίμασε τα εργαλεία στον πάγκο, έβαλε πάλι γάντια και μάσκα, και πήγε στο δωμάτιό της να βγάλει το μπουκαλάκι με το μαγικό υγρό από την ντουλάπα. Το άνοιξε κρατώντας την σύριγγα στο χέρι της. Τράβηξε μια μικρή ποσότητα από το υγρό και τρυπώντας με τη βελόνα ένα φιλτράκι το εμπότισε με αυτό. Περίμενε λίγο να δει μήπως βαφόταν καφέ, γεγονός που θα της κατέστρεφε το σχέδιο. Ευτυχώς όπως αποδείχθηκε, η ποσότητα ήταν μικρή για να μην αλλοιώσει το άσπρο χρώμα που είχαν τα φιλτράκια, αλλά επαρκής για να προκαλέσει το αποτέλεσμα που ήθελε.<br />Αρκετή ώρα μετά είχε ολοκληρώσει το έργο της. Είχε μείνει η ανάλογη ποσότητα που θα της χρειαζόταν για την τελική φάση του σχεδίου της. Το μόνο που έλπιζε ήταν ο Μηνάς να μην δανείσει σε κανέναν από τα φιλτράκια του. Ακούμπησε τη θήκη εκεί που την είχε βρει, κλείδωσε το δωμάτιο και κοιμήθηκε χωρίς να τον περιμένει να γυρίσει.<br />Σύμφωνα με την έρευνά της, η ποσότητα που θα λάμβανε ο Μηνάς μέσω του φίλτρου ήταν αρκετή για να επιφέρει σταδιακά τα αποτελέσματα της δηλητηρίασης από την πικροδάφνη. Το μόνο που προσδοκούσε ήταν, βασιζόμενη στον ήδη επιβαρυμένο οργανισμό να εμφάνιζε τα συμπτώματα της αρρυθμίας –τον είχε δει να έχει ταχυκαρδίες και αρρυθμίες από χρήση ναρκωτικών- και όχι κάποια γαστρεντερική διαταραχή, που ενδεχομένως να τον έβαζε σε υποψίες και να τον ωθούσε στο γιατρό.<br />Το πρωί σηκώθηκε πριν από κείνον. Ήθελε να αποφύγει να ανάψει τσιγάρο μέσα στο σπίτι. Δεν ήξερε αν με τον καπνό θα απελευθερωνόταν και κάποια ουσία από την πικροδάφνη ή αν θα πήγαινε όλη στο δικό του σώμα. Ευτυχώς άργησε να ξυπνήσει και η μεταφορική θα πλησίαζε από στιγμή σε στιγμή. Τον είδε ανόρεχτο να μπαίνει στην κουζίνα. Προσφέρθηκε να του φτιάξει καφέ μέχρι να ντυθεί. Ήπιε την πρώτη γουλιά όταν χτύπησε το κουδούνι. Είχε ήδη στρίψει το πρώτο τσιγάρο της μέρας, αλλά δεν πρόλαβε να το ανάψει. «Δεν πειράζει. Ή κάντο στο δρόμο ή με το καλό στο καινούριο σου σπίτι.» του είπε με γλυκιά φωνή και τον οδήγησε μέχρι την πόρτα.<br />Τώρα έπρεπε απλά να περιμένει.<br />Της τηλεφώνησε μερικές μέρες αργότερα. Είχε αρχίσει να έχει τρέμουλο και αρρυθμίες. Νόμιζε πως υποτροπίαζε και ο οργανισμός του έδειχνε την ανάγκη για ναρκωτικές ουσίες. Δεν εμπιστευόταν κανέναν άλλο σε αυτό το θέμα, μόνο την Έλλη. Ντύθηκε γρήγορα, πήρε το δώρο που του είχε πάρει και σε λίγη ώρα βρισκόταν σπίτι του. Τον βρήκε σχεδόν σε άθλια κατάσταση στον καναπέ. Του είπε να μείνει ακίνητος και πήγε στην κουζίνα να φτιάξει ποτά. Θα τον χαλάρωνε ένα ποτάκι. Του έθεσε σαν όρο να μην ανάψει τσιγάρο και κάθισε δίπλα του.<br />Μίλησαν αρκετά. Τον έβλεπε όπως πολλά χρόνια πριν. Να προσπαθεί να τυλιχτεί δίπλα της, γύρω της, μα κυρίως μέσα της. Ήταν όμως ήδη αργά. Δυο τρία ποτά μετά, ήταν έτοιμος για ύπνο. Τον πήγε στο δωμάτιο. Τον ξάπλωσε και τον σκέπασε. Το ύφος του θύμιζε κουτάβι. «Μην φύγεις» της είπε. «Δεν μπορώ να μείνω, μα θα σου αφήσω κάτι για να με νιώθεις δίπλα σου.» του είπε και έφερε την τσάντα της από το σαλόνι. Έβγαλε την κεραμική συσκευή και την ακούμπησε στο κομοδίνο δίπλα του. Άναψε το ρεσώ και το έβαλε στην ειδική θήκη. «Θέλει και κάποιο έλαιο για να μυρίσει.» της είπε με φωνή που έσβηνε. «Το ξέρω.» είπε κοφτά. Έβγαλε το μπουκαλάκι από την τσάντα και τον κοίταξε. Λίγο πριν ρίξει το σκούρο καφέ υγρό στη συσκευή, έγειρε δίπλα του, τον φίλησε και τον ρώτησε που κρατούσε τα έργα της. Την κοίταξε έντρομος. Τον διαβεβαίωσε πως δεν την ένοιαζε, απλά ήθελε να ξέρει. «Στην αποθηκούλα, δίπλα στο μπάνιο. Φοβόμουν ότι αν τα έβαζα οπουδήποτε αλλού, μπορεί ερχόμενη κάποια στιγμή στο σπίτι να τα έβλεπες.» ψέλλισε και αρπάζοντας την σφιχτά από το χέρι την έφερε κοντά του. Την φίλησε στο μάγουλο και της ψιθύρισε συγγνώμη.<br />«Σε συγχωρώ.» του απάντησε και έριξε το υγρό.<br />Γύρισε σπίτι με μια ηρεμία πρωτόγνωρη. Το γνώριζε καλά πως από τις αναθυμιάσεις ήταν θέμα ωρών η καρδιακή προσβολή. Δεν θα ζούσε το επόμενο πρωί. Πήγε στο ατελιέ. Διέγραψε τη λίστα με τα έργα που δούλευε όλο αυτόν τον καιρό. Δημιούργησε μια καινούρια, με το όνομα «Μηνάς» και έστησε τον καμβά στο καβαλέτο. Δεν θα έπαιρνε τα έργα της πίσω, μα με κάποιο τρόπο θα έφερνε εκείνον, όπως ήταν κάποτε, όπως ήθελε να τον θυμάται. Τελείωσε το πορτρέτο του και πήγε για ύπνο. Βυθίστηκε σε έναν ύπνο βαθύ από εκείνους που είχε καιρό να κάνει.<br />Ξύπνησε μετά από καιρό στη Βοστόνη. Η πρώτη της έκθεση, μετά την Biennale, με τον τίτλο «Μηνάς» είχε σήμερα εγκαίνια. Κανείς δεν σχολίασε ότι η μεγάλη της επιτυχία ήταν συνδεδεμένη με τον χαμό του πιο αγαπημένου της προσώπου. Έναν χαμό που την οδήγησε πίσω εκεί από όπου ξεκίνησε, με μια συνέχεια που αυτή τη φορά τη διάλεξε η ίδια.<br />Ο Νίκος της στέλνει αραιά και που κανένα αποξηραμένο φύλλο πικροδάφνης। </span></div><div align="justify"><span style="color: rgb(0, 204, 204);font-size:130%;" >[....]<br /><br /><br /><br /> </span></div>orestishttp://www.blogger.com/profile/07552020852243459284noreply@blogger.com1tag:blogger.com,1999:blog-7313360865650826271.post-22319600295047390002010-12-01T00:46:00.001+02:002012-11-10T15:13:15.417+02:00Συνάντηση<div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;">Πάτησε το κουμπί να κλείσει την τηλεόραση. Έπρεπε να βιαστεί εάν δεν ήθελε να αργήσει. Όχι ότι η προετοιμασία θα της έπαιρνε ιδιαίτερο χρόνο. Έβαλε βιαστικά ένα τζιν και μια μπλούζα, πήρε το μπουφάν της και μπήκε στο αυτοκίνητο. Άναψε και κάπνισε ένα τσιγάρο πριν βάλει μπροστά τη μηχανή. Δεν της άρεσε να καπνίζει ενώ οδηγεί. Πάντα άναβε ένα πριν ξεκινήσει ή σταματούσε κατά τη διάρκεια της διαδρομής. Σήμερα όμως δεν ήθελε τίποτα να την αποσπάσει από τον δρόμο. Ήθελε να κάνει τη διαδρομή μονομιάς. Χωρίς στάσεις.<br />Έβαλε μπροστά και ξεκίνησε λίγο πριν αρχίσει να σουρουπώνει. Σίγουρα θα έφτανε νύχτα. Αυτός όμως ήταν και ο αρχικός σκοπός, διαφορετικά θα το είχε κανονίσει νωρίτερα.<br />Την απόλαυσε την διαδρομή. Δεν είχε κίνηση και το αυτοκίνητο κυλούσε ομαλά στο οδόστρωμα, γεγονός που την χαλάρωσε μιας και πάντα είχε μια φοβία με την παραλιακή. Για μια στιγμή σκέφτηκε να σταματήσει κοντά στα λιμανάκια να αγναντέψει το τοπίο. Είχε υποσχεθεί όμως στον εαυτό της πως θα πήγαινε κατευθείαν στο γνωστό σημείο. "Δεν είναι καιρός για παρεκκλίσεις" μονολόγησε και συνέχισε την πορεία της.<br />Άναψε τη μεσαία σκάλα στα φώτα λίγο πριν παρκάρει. Αναστέναξε με ανακούφιση. Η νύχτα είχε έρθει εγκαίρως για να κάνει τη δουλειά της, όπως ακριβώς και εκείνη, που είχε φροντίσει να βρεθεί στο συγκεκριμένο μέρος τη συγκεκριμένη στιγμή. Κλείδωσε και άρχισε να περπατά προς την παραλία. Δεν είχε κόσμο.<br />Περιπλανήθηκε λίγο κατά μήκος του μικρού λιμανιού και έπειτα κάθισε στο παγκάκι. Κοιτούσε τις μικρές βάρκες ενώ άναβε ένα ακόμα τσιγάρο. "Και τώρα περιμένουμε" σκέφτηκε και αναπάντεχα τις ήρθαν στο μυαλό οι μνήμες από την προηγούμενη φορά που είχε βρεθεί σε αυτό το μέρος.<br />Ήταν και πάλι μόνη. Και πάλι περίμενε. Έχοντας όμως συνοδεία μια θλίψη για αυτό που ήξερε πως θα επακολουθούσε. Τώρα είχε επίγνωση των πραγμάτων. Ήξερε πως δεν μπορούσε να αδειάσει άλλο. "Ότι ήταν να μου πάρει το πήρε. Δεν έμεινε τίποτε." σκέφτηκε και σε αυτήν την σκέψη αναθάρρησε. Στην τελική της είχε μείνει ο εαυτός της και αυτό ήταν όχι απλά σημαντικό, αλλά ο λόγος που καθόριζε πλέον την ύπαρξή της. Δεν είχε μάθει απλά να υπάρχει χωρίς εκείνον, είχε μάθει να υπάρχει για την ίδια. Και αυτό ήταν που μετρούσε.<br />Άκουσε τα βήματά του και κατάλαβε πως πλησίαζε. Τον χαιρέτησε με ένα νεύμα. Δεν τον άφησε καν να την ρωτήσει τι κάνει. "Γιατί εδώ;" τον ρώτησε και στο πρόσωπό του σχηματίστηκε μια έκφραση απορίας.<br />"Ήθελα να σε δω, σε έναν τόπο γνώριμο για μας." απάντησε με τρεμάμενη φωνή.<br />"Γιατί τώρα;" συνέχισε με την ίδια σταθερή φωνή εκείνη.<br />Εκείνος τότε ξέσπασε σε ένα παραλήρημα άνευ προηγουμένου. Άρχισε να εξιστορεί το πώς και το γιατί. Το πόσο λάθος ήταν και πως το μόνο που είχε σημασία ήταν το μαζί. Το μαζί της. Και εκείνη τον άκουγε, μόνο που δεν είχε την δυνατότητα να πατήσει το κουμπί και να κλείσει την τηλεόραση.<br />Τον άφησε να ολοκληρώσει και σηκώθηκε από το παγκάκι για να πλησιάσει τη θάλασσα.<br />"Φεύγοντας, με άφησες μόνη με μια θλίψη που δεν θέλησα ποτέ. Την αποδέχτηκα όμως και έμαθα να ζω μαζί της. Τώρα έχω εκείνη και εμένα και δεν χρειάζομαι κάτι άλλο." του απάντησε με ένα τρόπο που ήξερε πως δεν θα του άφηνε περιθώριο ελιγμών.<br />Του ζήτησε να φύγει, ενώ κοιτούσε ήρεμη το πέλαγος. Εκείνος αρνήθηκε λέγοντάς της πως θα έφευγαν μαζί γιατί φοβόταν να την αφήσει μόνη.<br />Γελώντας έβγαλε το σουγιαδάκι από την τσέπη της και το πέρασε κατά μήκος της παλάμης της.<br />"Τι πας να κάνεις;" της φώναξε.<br />"Μην τρομάζεις. Απλά δεν μπορείς να με πληγώσεις πια. Μόνο εγώ μπορώ να με πληγώσω και αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να πειστώ πως όλα αυτά συμβαίνουν στα αλήθεια." του απάντησε ενώ οι καυτές σταγόνες αίματος χύνονταν στη θάλασσα.<br />Ξύπνησε με το στόμα ξεραμένο από τη δίψα, νιώθοντας το χέρι της υγρό. Η πληγή στην παλάμη της είχε ανοίξει. Έτρεξε έντρομη στο δωμάτιο. Κοιτούσε μια την πληγή της και μια τη φωτογραφία τους στο λιμανάκι. Τη φωτογραφία από την τελευταία τους εκείνη συνάντηση.<br />Έβαλε μια γάζα στο χέρι της και ξάπλωσε στον καναπέ. Πατώντας το κουμπί για κλείσει την τηλεόραση, υποσχέθηκε στον εαυτό της πως θα πάψει να πηγαίνει στη θάλασσα. </span></div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;"></span> </div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;">[έτσι γιατί δεν με αρέσει να χρωστάω]</span></div>orestishttp://www.blogger.com/profile/07552020852243459284noreply@blogger.com3tag:blogger.com,1999:blog-7313360865650826271.post-2366085292516111482010-10-12T23:57:00.003+02:002012-11-10T15:13:15.419+02:00Ματίνα<div align="justify"><br /><br /><span style="font-size:130%;color:#ff0000;">"Ματίνα ξύπνα, θα αργήσουμε."<br /><br />Τώρα. Σε 5 λεπτά σηκώνομαι. Μη φωνάζεις."<br /><br />"Έτσι είπες και την τελευταία φορά και αργήσαμε στο μάθημα. Και τον ξέρεις τον Παπασταματίου. Δεν θα μας αφήσει πάλι να παρακολουθήσουμε. Εάν δεν σηκωθείς θα φύγω χωρίς εσένα."<br /><br />Ξύπνησε με την απορία εάν είχε ψελλίσει "φύγε" ή "τώρα έρχομαι" μέσα στον ύπνο της. Όχι ότι είχε καμία σημασία. Η Νόρα είχε φύγει χωρίς εκείνη. Πάλι θα έχανε το μάθημα και ήξερε πως αυτό μόνο κακό μπορεί να ήταν.<br />Μπορεί να ήταν καλή στο σχεδιασμό και τα χρώματα, αλλά στην κοπτική- ραπτική υστερούσε και το να χάνει ουσιώδη μαθήματα μόνο ανασταλτικός παράγοντας θα ήταν για τις σπουδές της. Ή τέλος πάντων αυτό που οι άλλοι είχαν ονομάσει σπουδές για εκείνη.<br />Έφτιαξε τον καφέ της και ενώ περίμενε να κρυώσει - πάντα τον έπινε κανά δεκάλεπτο αφότου τον κατέβαζε από το μάτι της κουζίνας- μπήκε στο δωμάτιο που χρησιμοποιούσαν με την Νόρα σαν εργαστήριο. Κοίταξε τα πατρόν που ήταν αραδιασμένα επάνω στο σχεδιαστήριο για εξάσκηση και ενστικτωδώς τα έσκισε και τα πέταξε στο πάτωμα. Τα έβαλε με επιμέλεια στον κουβά και πήγε στην κουζίνα να απολαύσει τον καφέ της.<br />Ένα τσιγάρο και αρκετές γουλιές καφέ μετά, αφού είχε ξυπνήσει και το μάτι έβλεπε πια καθαρά, πήρε τον κουβά και βγήκε στο μπαλκόνι. Άναψε τσιγάρο με ένα σπίρτο και πριν το σβήσει, το πέταξε στον κουβά, που λαμπάδιασε αμέσως. Χάζεψε για λίγη ώρα τη φωτιά που μαινόταν και αφού βεβαιώθηκε πως δεν προκαλούσε ζημιά, μπήκε στο σπίτι.<br />Κοίταξε το πρόγραμμα και είδε πως δεν είχαν άλλο μάθημα σήμερα. "Ωραία. Ρεπό." σκέφτηκε και το μυαλό της πήγε αμέσως στη Νόρα, που εκτός του ότι θα γύριζε εσπευσμένα να εφαρμόσει όλα όσα θα τους είχε πει ο Παπασταματίου, από φόβο μην τα ξεχάσει -στην πρακτική εφαρμογή τους, γιατί θεωρητικά είχε έναν τρόπο να στα εντυπώνει ο πούστης- θα της άρχιζε το κήρυγμα. Που είναι αμελής και ανεύθυνη. Που δεν υπολογίζει όλα όσα ξοδεύουν οι γονείς της για εκείνη.<br /><br />Ποιοι γονείς αλήθεια;<br /><br />Η Ματίνα δεν είχε πει ποτέ ξεκάθαρα στη Νόρα τίποτα για την οικογένειά της. Ακόμα και για τον ίδιο της εαυτό ελάχιστα είχε πει και εκείνη από τη δική της πλευρά ελάχιστα είχε ρωτήσει. Απορούσε ώρες ώρες πως την δέχτηκε για συγκάτοικο και δεν φοβήθηκε. Η άγνοια τρομάζει. Και αυτό η Ματίνα το ήξερε καλά.<br />Άφησε για λίγο κατά μέρος τις σκέψεις και επικεντρώθηκε στις λίγες ώρες ελευθερίας που της απέμειναν μέχρι να γυρίσει η Νόρα. Πόσο καιρό είχε να νιώσει αυτό το συναίσθημα.<br />Κι όμως τη στιγμή εκείνη που το είχε νιώσει δεν κράτησε πολύ. Ήταν πολύ μικρή. Θυμάται όμως τον εαυτό της να στέκεται στην αυλή του μικρού σπιτιού τους και να κοιτάζει το πεσμένο σώμα της μητέρας της, έξω από την αποθηκούλα, δίπλα στον κασμά που είχαν για τα παρτέρια. Τα χέρια της ήταν ελαφρώς λυγισμένα παράλληλα με το σώμα της. Τα μάτια της είχαν μείνει ορθάνοιχτα. Νόμιζε πως την άκουγε ακόμα να της φωνάζει και να την κυνηγάει.<br />Και εκείνη έμεινε να την κοιτάζει. Ήταν τότε που οι φωνές είχαν σωπάσει, που δεν φοβόταν μην την προλάβει και την δείρει. Τότε που πήρε βαθιά ανάσα για να αφουγκραστεί το αίσθημα της ελευθερίας. Μα δεν κράτησε. Ένιωσε δυο χέρια γύρω από το σώμα της. Το ένα να την τυλίγει και το άλλο να της κλείνει τα μάτια. Θυμάται τη θεία της να φωνάζει "Πάμε μέσα. Αυτά δεν είναι πράγματα να τα βλέπει ένα παιδί." και να την τραβάει κρατώντας της τα μάτια κλειστά.<br />Μα αυτό που η θεία της αγνοούσε, ήταν πως δεν χρειαζόταν να δει κάτι άλλο. Γιατί είχε δει τη μάνα της να σκοντάφτει και τρέχοντας επιμελώς πρόλαβε να σπρώξει τον κασμά προς το μέρος της. Προς το μέρος που προσγειώθηκε το δεξί μέρος του κεφαλιού της και η μία άκρη του κασμά μπήχτηκε κοντά στο δεξί μηνίγγι της. Και όλοι το θεώρησαν ατύχημα. Η Ματίνα από την άλλη ήταν σίγουρη πως επίτηδες έστρεψε το κεφάλι για να της ρίξει το τελευταίο θανατηφόρο βλέμμα της.<br />Και νόμισε πως γλίτωσε. Πως επιτέλους θα μπορούσε να ζήσει. Όμως ο πατέρας της δεν πήρε καλά τον χαμό της μάνας. Και από φόβο πως δεν θα μπορούσε να αντεπεξέλθει για τον ίδιο και κυρίως για την κόρη του, έδωσε στην αδερφή του -όντας χήρα- τη θέση της μητέρας. "Τα παιδιά χρειάζονται μάνα, περισσότερο από πατέρα." της είχε πει την ημέρα που η Τασούλα ήρθε να εγκατασταθεί στο σπίτι τους.<br />Στην αρχή δεν της κακοφάνηκε. Θεώρησε ότι σε μια δεύτερη απόπειρα να αποκτήσει μητέρα ίσως ήταν πιο τυχερή. Όμως η Τασούλα αποδείχτηκε χειρότερη. Ήταν κακιά, στριμμένη και αυταρχική. Οι μόνες λέξεις που πρόφερε με ευχαρίστηση ήταν το όχι, μη και δεν πρέπει. "Για να κρατάμε τα προσχήματα. Ο κόσμος είναι κακός." της έλεγε και την αγκάλιαζε και της φαινόταν τόσο φτηνό και υποκριτικό που αντί για προσευχή στον ύπνο της ψιθύριζε "Στο διάολο τα προσχήματα, στο διάολο και συ."<br />Και όσο μεγάλωνε η Ματίνα, μεγάλωναν και οι καυγάδες μεταξύ τους. Πλησίαζε τα δεκαοχτώ όταν κρυφάκουσε να λέει στον πατέρα της πως έπρεπε να την στείλουν στην Αθήνα να σπουδάσει. Πως το χωριό είναι μικρό και ο κόσμος κουτσομπόλης. Να γλιτώσουμε και εμείς και το παιδί από τις κακές γλώσσες, είχε πει. Και ο πατέρας πείστηκε πως ήταν για το καλό της.<br />Όχι ότι θα της έκανε κακό να φύγει. Για την ίδια όμως, όχι για το καπρίτσιο της Τασούλας. Την βόλευε όμως το αποτέλεσμα και δεν έφερε αντίρρηση. Βέβαια, αποφάσισαν να σπουδάσει αυτό που ήθελε η Τασούλα και της Ματίνας δεν της άρεσε. "Κποτική- ραπτική; Από πού και ως που; Κανονικά εγώ έπρεπε να ερωτηθώ για το τι θέλω να σπουδάσω." ούρλιαζε το βράδυ που της το ανακοίνωσαν, αλλά αποφάσισε να συμφωνήσει. Στο κάτω κάτω έπρεπε να ευχαριστεί για την καλή της τύχη. Τουλάχιστον θα έφευγε από το χωριό και την Τασούλα.<br />Έτσι βρέθηκε στην Αθήνα, έτσι συγκατοίκησε με την Νόρα. Το δωματιάκι εκείνης της γνωστής από το χωριό ήταν άθλιο και η Τασούλα θα είχε έναν άνθρωπο δικό της συνέχεια από κοντά. Κατάφερε και τους συμφώνησε πως εάν έβρισκε σπίτι αλλού με τα ίδια λεφτά θα μετακόμιζε. Όρος απαράβατος η Τασούλα να μην κατέβαινε ποτέ να δει το σπίτι. "Ξέρω εγώ πατέρα. Έχε μου εμπιστοσύνη και ξέρω εγώ." του είχε πει και ο άμοιρος, μιας και το κοριτσάκι του ποτέ δεν είχε φέρει αντίρρηση στο οτιδήποτε, δέχτηκε.<br />Κάπως έτσι ξεκίνησε την καινούρια της ζωή. Μακριά από δαίμονες, φαντάσματα και καταπιέσεις. Ή τουλάχιστον έτσι πίστευε. Μέχρι που γύρισε η Νόρα σπίτι με ένα γράμμα για τη Ματίνα από τον Παπασταματίου.<br />Το διάβασε για να καταλάβει πως είχε αποδειχτεί χειρότερος καταπιεστής και από την μάνα της και από την Τασούλα. Την απείλησε πως εάν δεν συμμορφωθεί με τους όρους της σχολής και τους δικούς του, θα στείλει γράμμα στους δικούς της και θα την διώξει από την σχολή. Και αυτό η Ματίνα δεν το ήθελε. Ήξερε τι θα σήμαινε κάτι τέτοιο. Επιστροφή στο χωριό με όσα αυτό συνεπαγόταν.<br />Την επόμενη κιόλας μέρα πήγε στη σχολή να τον βρει. Της άρχισε τα δικά του. Ότι έχει χάσει πολλά μαθήματα, ότι δύσκολα θα μπορέσει να συντονιστεί και διάφορα άλλα μέχρι να καταλήξει εκεί που πραγματικά ήθελε.<br />Γυρνώντας σπίτι δεν είπε λέξη στη Νόρα. Προφασίστηκε αδιαθεσία και δεν βγήκε μαζί της με τα άλλα παιδιά από τη σχολή. Μόνο όταν για πολλοστή φορά τη ρώτησε επιτακτικά τι της είπε ο Παπασταματίου, απάντησε "Θα το σκεφτεί." για να την καθησυχάσει. Όμως δεν ήταν τόσο απλό.<br />Ο Παπασταματίου της είχε πει εμμέσως πλην σαφώς πως έπρεπε να συμμορφωθεί με τους κανόνες τους , που σήμαινε πως εάν δεν περνούσε το σαββατοκύριακο μαζί του στο εξοχικό του, δεν θα της επέτρεπε να συνεχίσει τη σχολή. Η μάνα του ήταν καρδιακή φίλη της Τασούλας και ήξερε έτσι τα πάντα γι αυτήν. Και είχε πιστέψει η χαζή πως η επιλογή σχολής ήταν τυχαία. Τίποτα δεν ήταν τυχαίο για την Τασούλα. Ευτυχώς είχε κάποιες μέρες περιθώριο να το σκεφτεί. Το γεγονός ότι η Νόρα θα έφευγε εκείνο το ίδιο σαββατοκύριακο την διευκόλυνε στο να βρει μια λύση και να δώσει μια απάντηση.<br />Το αυτοκίνητό του σταμάτησε κάτω από το σπίτι αρκετή ώρα αφότου είχε φύγει η Νόρα. Ευτυχώς ο Ωρωπός δεν ήταν πολύ μακριά.<br />Το σπίτι ήταν όμορφο, αλλά από τη διακόσμηση η Ματίνα κατάλαβε πως προοριζόταν για τις περίεργες ορέξεις του δασκάλου της. Τακτοποιήθηκε στο δωμάτιο, προσπαθώντας να βρει τρόπο να κερδίσει χρόνο. Ένα ποτήρι κρασί μπροστά από το τζάκι θεώρησε ότι ήταν καλή ιδέα και εξυπηρετούσε το σκοπό της. Το δεύτερο όμως τον ζάλισε και άρχισε να γίνεται πιο διεκδικητικός.<br />"Μου υποσχέθηκες να μου δείξεις το σχεδιαστήριο." του είπε με φωνή προσποιητά λάγνα, που όμως τον έπεισε.<br />Πριν μπουν μέσα ήπιε το δικό της μονορούφι. Θα χρειαζόταν όλη της τη δύναμη και λίγο αλκοόλ στον οργανισμό θα της έκανε σίγουρα καλό.<br />Άρχισε να περιεργάζεται το χώρο. Η ραπτομηχανή δέσποζε στο κέντρο και γύρω της ένα τεράστιο τραπέζι που πάνω του ήταν αραδιασμένα κάθε λογής πατρόν. Έκανε πως τα κοιτάει με ενδιαφέρον, ώσπου τον ένιωσε να έρχεται από πίσω της με ορμή και να την ξαπλώνει πάνω στο τραπέζι, σαν αβυσσαλέο ζώο. Προσπάθησε να τον απομακρύνει με τα χέρια της αλλά ήταν πιο δυνατός. "Περίμενε. Πάνω στη ραπτομηχανή να πάμε." είπε και χαμογέλασε. Εκείνος νομίζοντας πως της άρεσαν τα περίεργα δέχτηκε.<br />Με δυο έξυπνες κινήσεις τον έριξε πάνω στη ραπτομηχανή και ξάπλωσε πάνω του. Του άρεσε που έπαιρνε το πάνω χέρι. Χαϊδεύοντας τον άρχισε να απομακρύνεται από το σώμα του και ακούμπησε στο πάτωμα. Συνέχισε να τον χαϊδεύει ενώ με το αριστερό της πόδι έψαχνε το πετάλι της ραπτομηχανής. Άπλωσε το δεξί του χέρι προς τη μεριά της βελόνας και πάτησε με δύναμη το πετάλι. Την κλώτσησε με μανία, ουρλιάζοντας από τον πόνο, καθώς τράβηξε το χέρι του αφήνοντας ένα μικρό κομματάκι σάρκα στην άκρη της βελόνας.<br />Δεν πτοήθηκε. Όσο καθόταν κοιτώντας το χέρι του μέσα στα αίματα, εκείνη άρπαξε το σίδερο από το τραπέζι και το προσγείωσε με ορμή στο κεφάλι του. Έπεσε αναίσθητος στο πάτωμα. Τον ξαναχτύπησε για να βεβαιωθεί πως δεν θα συνερχόταν και τον ξάπλωσε στο πάτωμα.<br />Έπειτα πήγε στο τραπέζι. Είχε δει ένα ύφασμα που της τράβηξε την προσοχή. Καρό μπλε. Μάλλον προοριζόταν για κουρτίνες.<br />Άρχισε να κόβει το ύφασμα σε λωρίδες. Μετά πήρε το ξυράφι και έκοψε σε λωρίδες το δέρμα από το θώρακά του. Πήρε την ραπτομηχανή, ήταν από εκείνες που μπορούσες να επιλέξεις την ταχύτητα γαζώματος και έραψε το ύφασμα πάνω στο δέρμα του.<br />Αφού είχε ετοιμάσει αρκετές λωρίδες σταμάτησε. Πήγε στο δωμάτιο που είχε την τσάντα της, πήρε τη σακοράφα που κουβαλούσε πάντα μαζί της -ενθύμιο από το χωρίο- και άρχισε να ράβει τα ανάμεικτα κομμάτια υφάσματος και σάρκας επάνω στο δέρμα του.<br />Η σκληρή επιφάνεια του δέρματός του την παίδεψε και κατάφερε να διακοσμήσει μόνο τον θώρακα και τα χέρια του. Οι μηροί του της φάνηκαν αρκετά γυμνασμένοι για να μπορέσει να περάσει τη βελόνα.<br />Έπειτα πήρε το κόκκινο νήμα, το πέρασε στη σακοράφα και άρχισε να ράβει τα χείλη του μεταξύ τους. Έτσι δεν θα μπορούσε να πει σε άλλες τις ίδιες ανοησίες που είχε ακούσει η ίδια.<br />Σηκώθηκε και τον κοίταζε. Ένιωσε και πάλι αυτό το, έστω και φευγαλέο, αίσθημα ελευθερίας που θυμόταν. Αυτή τη φορά θα προσπαθούσε να το κάνει να διαρκέσει παραπάνω.<br />Έκλεισε την πόρτα του σπιτιού αναστενάζοντας, σκεπτόμενη πως και η Τασούλα θα φαινόταν εξίσου ωραία. Πάντα της πήγαινε το κόκκινο. Ειδικά στα χείλη.<br /><br /><br /></div></span>orestishttp://www.blogger.com/profile/07552020852243459284noreply@blogger.com2tag:blogger.com,1999:blog-7313360865650826271.post-38936845351365760232010-08-31T21:39:00.001+02:002012-11-10T15:13:29.282+02:00Η φυγή<div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;">Οι κινήσεις της ήταν σχεδόν μηχανικές. Μπήκε αλαφιασμένη, τακτοποίησε τα πράγματα της και αφέθηκε στο κάθισμα. Δεν πρόλαβε να σκεφτεί παρά ελάχιστα, πριν πέσει σε έναν ύπνο βαθύ. Η φυγή είχε αρχίσει. Ή μήπως τώρα τελείωνε;<br /><br />Ξύπνησε ενστικτωδώς. Συνειδητοποιώντας πως πλησίαζε, άνοιξε ανόρεχτα τα μάτια της, φανερά ενοχλημένη για την διακοπή του ύπνου της και περίμενε υπομονετικά να φτάσει στον τελικό προορισμό της. Το καταπράσινο τοπίο την χαλάρωσε από την ένταση που ένιωθε να διατρέχει το κορμί της. Λίγο πριν την ανακοίνωση, η σκέψη της πλανήθηκε κοντά του. Δεν ήταν η καλύτερη στιγμή να συμβεί κάτι τέτοιο. Ευτυχώς ο ήχος του τρένου που σφύριζε πριν το τελικό φρενάρισμα την επέστρεψε στην πραγματικότητα.<br /><br />Κατέβηκε κουβαλώντας τα μπαγκάζια και κοιτώντας τριγύρω έως ότου το βλέμμα της τον συνάντησε. Η χαρωπή φιγούρα του κυρίου Στέλιου δεν της είχε αφήσει περιθώρια ελιγμών.<br />- «Καλώς το κορίτσι. Ήταν καλό το ταξίδι;» την ρώτησε, βάζοντάς την σε μία διαδικασία διαφορετική από εκείνη που είχε στο μυαλό της.<br />- «Μια χαρά.» απάντησε γελαστή, ξέροντας πως θα ακολουθούσε ένας διάλογος απλός και ανθρώπινος μεταξύ τους.<br /><br />Και η αλήθεια είναι πως καιρό τώρα είχε ξεχάσει όχι μόνο τι σημαίνει ανθρωπιά, αλλά ακόμα και αυτό το απλό, η ανθρώπινη επαφή.<br /><br />Μίλησαν αρκετά μέχρι να την πάει στο σπίτι. Διακριτικός όπως πάντα δεν ρώτησε τίποτα. Την άφησε στην πόρτα, την ρώτησε μήπως χρειαζόταν κάτι και μετά την αρνητική της απάντηση έφυγε, λέγοντάς της πως για οτιδήποτε χρειαζόταν να μην δίσταζε και εκείνος θα την βοηθούσε.<br /><br />Μπήκε στο σπίτι, με ένα αίσθημα όχι φόβου, αλλά με την ιδέα πως έμπαινε στο καταφύγιό της. Τακτοποίησε βιαστικά τις αποσκευές της και κάθισε στην κουνιστή πολυθρόνα της γιαγιάς. Ακούμπησε το κεφάλι της στο ξύλο και αφέθηκε στις αναμνήσεις. Δεν ήταν ξεκάθαρο εάν ονειρευόταν ή απλώς ονειροπολούσε. Πετάχτηκε όμως με την ηχώ μιας λέξης που νόμιζε πως αντηχούσε στα αυτιά της. «Μοναχική». Το ήξερε πως έτσι την αποκαλούσαν στο χωριό. Τους είχε ακούσει και η ίδια να το ψιθυρίζουν αγνοώντας πως τους ακούει. Ποτέ δεν της φάνηκε κακό. Τώρα όμως την τάραξε. Ούτε εκείνη μπόρεσε να καταλάβει το γιατί.<br /><br />Μερικά ποτά και τσιγάρα μετά, νόμιζε πως είχε την απάντηση. Όταν η σκέψη της πάλι πλανήθηκε σε εκείνον. Όταν η στιγμή ήταν η κατάλληλη.<br /><br />Θυμήθηκε τις προηγούμενες φορές που είχε έρθει. Μια απόδραση στο ύπαιθρο. Έτσι αποκαλούσε τις μέρες που περνούσε στο χωριό. Απόδραση από την καθημερινότητα και το άγχος της πόλης. Μια ευκαιρία να χαλαρώσει, να σκεφτεί και να γράψει. Και έπειτα με γεμάτες μπαταρίες επέστρεφε για να συνεχίσει, ακόμη και τις φορές που δεν ήθελε ή που νόμιζε πως δεν μπορούσε. Πάντα όμως επέστρεφε.<br /><br />Και μετά ήρθε ο Παύλος. Και οι ισορροπίες ανατράπηκαν. Ευχάριστη μεν, ανατροπή δε. Άλλαξαν και τα δεδομένα και οι συνθήκες. Αυτή τουλάχιστον έτσι το βίωνε. Και στην αρχή, και μετά. Στο μυαλό της. Όλα τελικά ήταν στο μυαλό της.<br /><br />Όχι πως ο Παύλος ήταν κακός. Διαφορετική αντίληψη είχαν. Το πίστευαν βέβαια το μαζί. Και οι δυο τους το πίστευαν. Και αγαπήθηκαν αληθινά, με όσα αυτό συνεπάγεται. Μα το δικό του μαζί, απείχε από το δικό της.<br /><br />Στην αρχή δεν το είχε καταλάβει. Της έφτανε που ένιωθε. «Είμαστε προορισμένοι να παράγουμε συναισθήματα. Να νιώθουμε επειδή αυτό μας συμβαίνει και όχι επειδή το θεωρούμε υποχρέωση ή επειδή περιμένουμε ανταπόδοση. Η αγάπη πηγάζει από μέσα μας και γι’ αυτό ακριβώς είναι ανιδιοτέλεια.» έλεγε και εκείνος συμφωνούσε.<br /><br />Στην αγάπη, στην ανιδιοτέλεια και στο μαζί. Μα το δικό του μαζί ήταν χαλαρό. Το ζω και μου φτάνει. Το δικό της μαζί ήταν πιο απαιτητικό. Μοιράζομαι, για να μπορώ να το ζήσω. Και κάπου έχασαν την επαφή. Και εκείνη ολοένα βυθιζόταν σε μια θλίψη που ο Παύλος αδυνατούσε να καταλάβει. Γιατί για κείνον ήταν αρκετό. Ζούσε το δικό του μαζί. Για εκείνη ήταν διαφορετικά. Αφού δεν μπορούσε να το μοιραστεί, θεωρούσε πως δεν μπορούσε και να το ζήσει.<br /><br />Ποτέ δεν του είπε τίποτα. Πίστευε πως καταλάβαινε. Εκείνος όμως ήταν αδύνατο να κατανοήσει κάτι που αγνοούσε. Και ένιωσε να πνίγεται. Μέσα στην χαλαρότητα με την οποία η ίδια του είχε επιτρέψει να την περιβάλει.<br /><br />Και η ανάγκη να αποδράσει έγινε πιο έντονη. Όχι πια μόνο από την καθημερινότητα και το άγχος. Μα απόδραση από εκείνον. Από τη θλίψη και την πίκρα με την όποια την πότιζε. Και εκείνος αδυνατώντας να καταλάβει, γινόταν πιο πιεστικός, μέσα στο χαλαρό μαζί που ο ίδιος είχε διαμορφώσει. Μα όχι διεκδικώντας αυτό το παραπάνω που εκείνη ήλπιζε, αλλά απαιτώντας όλα όσα συνέβαιναν όσο καιρό ήταν μαζί.<br /><br />Και ένα βράδυ σταμάτησαν όλα. Και εκείνος, και το μαζί και το άγχος. Βρέθηκε στο χωριό την επόμενη κιόλας μέρα. Κάθισε λίγες μέρες και έπειτα ξαναπήγε στην πόλη να τακτοποιήσει κάποιες εκκρεμότητες.<br /><br />Μα όλα αυτά ανήκαν στο παρελθόν. Τώρα ήταν εκεί. Στην κουνιστή της πολυθρόνα, στις σκέψεις της, σε όσα απέφευγε συστηματικά τόσο καιρό.<br /><br />Πήγε μια βόλτα από το καφενείο. Οι ψίθυροι και τα κουτσομπολιά της χάλασαν τη διάθεση. Έφυγε σχεδόν αμέσως για να γυρίσει στο σπίτι.<br /><br />Κάπνιζε και έπινε στη βεράντα. Οι αναμνήσεις ήταν έντονες σαν να τα έβλεπε όλα σαν ταινία. Να πηγαίνει σπίτι του, να λογομαχούν, να τσακώνονται, να τον χτυπάει με το τηγάνι. Θυμόταν το αίμα να τρέχει σαν ποτάμι και την ίδια ανήμπορη αρχικά να αντιδράσει.<br /><br />Την δύναμη που έδειξε. Να τον μαζεύει. Να καθαρίζει τα αίματα. Να τον μεταφέρει στο χωριό. Να περιμένει να πλησιάσει το σούρουπο. Να σκάβει στην αυλή, δίπλα στον παλιό αχυρώνα. Να τον σκεπάζει με χώμα. Να πηγαίνει τακτικά και πάντα να αφήνει ένα κερί αναμμένο δίπλα στον αχυρώνα.<br /><br />Να φεύγει και να ξαναέρχεται αναζητώντας τη λύτρωση. Τώρα όμως το είχε αποφασίσει. Όσο και να προσπαθούσε δεν μπορούσε να ξεφύγει από τον εαυτό της.<br />Έστειλε μήνυμα στον κύριο Στέλιο. Να ερχόταν να την έπαιρνε το επόμενο πρωί. Αυτή τη φορά όμως το είχε αποφασίσει. Δεν θα επέστρεφε.<br /><br />Την βρήκε ξαπλωμένη, δίπλα σε ένα αναμμένο κερί στον αχυρώνα. Είχε ένα γράμμα τυλιγμένο στο χέρι της. Το διάβασε. Φώναξε την αστυνομία. Έψαξαν, έσκαψαν, δεν βρήκαν τίποτα.<br /><br />Πηγαίνει ο κυρ Στέλιος και της ανάβει κανά κερί. Την θυμάται. Μόνο που δεν κατάλαβε ποτέ αν τελικά ο εκείνος ο Παύλος υπήρξε ή ήταν δημιούργημα της φαντασίας της. </span></div>orestishttp://www.blogger.com/profile/07552020852243459284noreply@blogger.com3tag:blogger.com,1999:blog-7313360865650826271.post-27726973047686906052010-08-31T20:24:00.001+02:002012-11-10T15:13:29.278+02:00Ο λαγός<div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#33cc00;">Καθόταν όπως πάντα στο δεύτερο σκαλί στην αριστερή πλευρά της κεντρικής εισόδου του μετρό στο Σύνταγμα. Κοίταζε επίμονα το μεγάλο καντράν του ρολογιού του και έπαιζε νευρικά το πόδι του. «Δεν θα προλάβω. Πρέπει να βιαστώ.» μονολόγησε και σηκώθηκε απότομα. Καβάλησε το πατίνι του και άρχισε να κατηφορίζει την Ερμού. Μέχρι που συνάντησε την οδό Αθηνάς και στρίβοντας δεξιά βρέθηκε στην πλατεία Ομονοίας. Περιεργαζόταν από απόσταση τον κόσμο και τις συναλλάγες που λάβαιναν χώρα μπροστά στα μάτια του.<br />Θυμήθηκε την πρώτη φορά που είχε κάνει αυτή, την ίδια διαδρομή, χωρίς τότε να ξέρει πως αυτό θα γινόταν μια ιεροτελεστία που θα κρατούσε χρόνια. Και τότε καθόταν στην ίδια θέση, ανέμελος όμως για τον χρόνο που περνούσε. Μέχρι που την είδε να περνάει από μπροστά του. Του φάνηκε βιαστική, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί. Όπως αποδείχτηκε για κανένα λόγο από όσους θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί. Ήταν ψιλόλιγνη, με μακριά ξανθά μαλλιά που έπεφταν ανέμελα στους ώμους. Αυτό που τον αιχμαλώτισε όμως ήταν το βλέμμα της. Μελαγχολικό και απόκοσμο, το ένιωσε να τον τραβάει σαν μαγνήτης. Και εκείνος πειθήνια την ακολούθησε.<br />Κρατήθηκε σε κάποια απόσταση και απόμεινε αμήχανος να κοιτάζει από την απέναντι πλευρά της πλατείας. Εκείνη πάλι, έμοιαζε να έχει εξοικείωση με τον χώρο. Κινήθηκε νωχελικά και πλησίασε τον τύπο με το περίεργο σκουφί. Του είπε κάτι στο αυτί και έβαλε το χέρι της στην τσέπη. Εκείνος απομακρύνθηκε για λίγο. Έπειτα επέστρεψε. Την περίμενε να βγάλει πρώτη το χέρι από την τσέπη, τύλιξε στο δεξί του τη δέσμη με τα χαρτονομίσματα και με το αριστερό της προέτεινε το σακουλάκι, που έκρυψε βιαστικά στο μπουφάν της. Ο Ηλίας σπρωγμένος από περιέργεια είχε πλησιάσει πολύ. «Τι συμβαίνει;» τον ρώτησε αγριεμένος ο τύπος. «Θέλω και εγώ.» απάντησε με τόνο που ευτυχώς για εκείνον προδιδε πρωτάρη και όχι κάποιον μπάτσο, ταυτότητα που θα τον έβαζε σε κίνδυνο. «Μόνο κουμπιά μου έχουν μείνει.» απάντησε και ο Ηλίας γνέφοντας θετικά πήρε το ένα και μοναδικό που μπορούσε να πληρώσει.<br />Το έβαλε στην τσέπη του και συνειδητοποιώντας ότι την είχε χάσει για ώρα από τα μάτια του, άρχισε σαν τρελός να την ψάχνει. Την εντόπισε λίγα μέτρα πιο πέρα να τον κοιτάει γελώντας. Την πλησίασε σχεδόν μηχανικά. «Μην τον φοβάσαι τον Λούκας. Κατά βάθος είναι καλός.» του είπε. «Πώς σε λένε;» τη ρώτησε αμήχανα. Εκείνη σκύβοντας στο αυτί του, του ψιθύρισε Αλίκη. Ήταν σίγουρος όμως πως του είπε ψέμματα φοβούμενη για το μέρος που γινόταν η γνωριμία τους. Στάθηκαν αμίλητοι για λίγα λέπτα, ωσπού την είδε έτοιμη να φύγει και δεν κρατήθηκε. «Θέλεις να πάμε να πιούμε ένα τσάι;» τη ρώτησε και η Αλίκη έσκασε στα γέλια. Λογικό, δεδομένου ότι δεν γνώριζε την μικρή ιδιαιτέροτητα του Ηλία. Δεν έπινε καφέ γιατί ήταν αλλεργικός, οπότε είχε καταφύγει στο τσάι. Εκείνη το απέφυγε με τρόπο και έκανε να φύγει. Έπρεπε να δοκιμάσει αυτό που αγόρασε. «Πες μου μόνο αυτό τότε. Γιατί είσαι εδώ;» τη ρώτησε. «Γιατί έπρεπε να βρω ένα τρόπο να μπω στη χώρα των θαυμάτων.» απάντησε με νάζι και εξαφανίστηκε.<br />Ήταν η πρώτη και τελευταία φορά στη ζωη του που δοκίμασε κουμπί ή οποιοδήποτε είδος ναρκωτικού. Συνέχισε όμως να πηγαίνει στην πλατεία με την προσμονή να την δει. Εκείνη όμως ήταν άφαντη. Και ο καιρός περνούσε και η επιθυμία να τη συναντήσει έγινε εμμονή. Το άλλοτε χαρούμενο παιδί που έπαιζε με το πατίνι του στην πλατεία Συντάγματος έγινε ένας τρελός που κοιτούσε επίμονα το ρολόι του, περιμένοντας να έρθει η ώρα για τη συνηθισμένη του βόλτα.<br />Και ο άλλοτε ανέμελος «λαγός» όπως τον αποκαλούσαν στην πλατεία εξαιτίας του σκίτσου που δέσποζε στο κέντρο του πατινιού του έγινε ένα μίζερο πλάσμα, που το μόνο που έκανε ήταν να κοιτάζει το ρολόι και το ημερόλογιο. «Θα ξανάρθει. Δεν μπορεί.» έλεγε στον εαυτό του, αλλά εδώ και καιρό ούτε αυτό μπορούσε να του δώσει παρηγοριά.<br />΄Ήταν ένα από τα πολλά ανιερά απογεύματα, που καθόταν και περίμενε ο μεγάλος δείκτης του ρολογιού να πάει στο έξι για να ξεκινήσει τη γνωστή διαδρομή, όταν την είδε να περνάει από μπροστά του. Τα μάτια του έλαμψαν και ενστικτωδώς πριν καν κοιτάξει το ρολόι του είχε καβαλήσει το πατίνι και κατέβαινε την Ερμού.<br />Η διαδρομή ήταν ακριβώς η ίδια. Όταν έφθασε στην Ομόνοια, στάθηκε στο ίδιο, γνώριμο σημείο απέναντι από την πλατεία, το μόνο κοινό που τους είχε μείνει μετά από εκείνη την μακρινή πρώτη τους συνάντηση, για να μπορεί να την παρακολουθεί και περίμενε. Το βλέμμα του περιεργάστηκε γρήγορα το χώρο, προσπαθώντας να μην την χάσει από τα μάτια του. Χρειάστηκε μόνο ένα ανοιγόκλεισμα των βλεφάρων, απόρροια του χτυπήματος στην πλάτη και το άκουσμα μιας γνώριμης φωνής να του λέει «Ρε λαγέ; Πάλι από τα μέρη μας;» για να τον εκνευρίσουν και να την χάσει από το οπτικό του πεδίο.<br />Στη θέα του Λούκας δεν χάρηκε, αλλά ήξερε πως έπρεπε έστω από ευγένεια να απαντήσει. «Ναι, πάλι από δω. Αλλά ήρθα επειδή ψάχνω κάποιον. Δεν ενδιαφέρομαι για το οτιδήποτε.» απάντησε με μια ανάσα, ελπίζοντας πως αυτό θα αποθάρρυνε τον Λούκας. Τον κοίταξε περίεργα. Έπειτα κούνησε το κεφάλι και έκανε να φύγει. Περνώντας δίπλα του, του ψιθύρισε στο αυτί «Η Αλική δεν είναι πια εδώ.» του έβαλε κάτι στην τσέπη και έφυγε.<br />Ο Ηλίας ξαφνιασμένος, την έψαξε με το βλέμμα του. Αφού δεν μπόρεσε να την εντοπίσει άρχισε να ψάχνει στα στενά γύρω από την Ομόνοια. Σε ένα από αυτά, που το φως έπεφτε ελάχιστα σε ένα κάδο σκουπιδιών, του φάνηκε πως την είδε. Να κάθεται πλάι στον κάδο με τα γόνατα λυγισμένα και το κεφάλι χωμένο μέσα τους. Χαμένη στον κόσμο της. Τον κόσμο των θαυμάτων όπως αποκαλούσε.<br />Την πλησίασε και κάθισε δίπλα της. Ήταν χαμένη για να τον καταλάβει. Της χάιδευε ώρα τα μάλλια, όταν γύρισε και τον κοίταξε. «Τι θες;» ρώτησε επιθετικά. «Να σε βηθήσω» της απάντησε σχεδόν απολογούμενος για την παρουσία του εκεί. «Εδώ και καιρό δεν χρειάζομαι βοήθεια. Μόνο ένα θάυμα. Και το έχω ήδη βρει.» του απάντησε.<br />Θόλωσε. Σε αυτή της φράση ένιωσε ότι περιεκλειόταν μια ολόκληρη ζωή. Η δική της, που τόσο αβίαστα την πέταγε στα σκούπιδια.<br />Έκλεισε το πρόσωπό της στο στήθος του. Η Αλίκη άρχισε να κλαίει. Δεν ήταν σίγουρος γιατί. Ίσως να καταλάβαινε τι γινόταν. Ίσως απλά να βυθιζόταν σε μια ακόμα ψευδαίσθηση. Δεν άντεχε να την βλέπει έτσι.<br />Τη φιλησε στο μάγουλο λέγοντας πως όλα θα πάνε καλά. Μα ήξερε πως δεν θα γινόταν έτσι. Εκείνη δεν αντέδρασε. Τα ναρκωτικά είχαν αρχίσει να ενεργούν. Το εκμεταλλεύτηκε. Την πήρε αγκαλιά, τύλιξε τα χέρια του στο λαιμό της και άρχισε να σφιγει με όλη του τη δύναμη. Οι πνιχτές κραυγές της δεν τον σταμάτησαν. Σε λίγη ώρα άφησε το αναίσθητο κορμί της να πέσει δίπλα στον κάδο. Σηκώθηκε, κοίταξε το πατίνι του που το είχε παρατήσει πιο δίπλα και έπειτα εκείνη. Δεν μπορούσε να την αφήσει έτσι. Θα ανακτούσε τις αισθήσεις της και θα συνέχιζε όπως πριν.<br />Έπαιξε μηχανικά με τις τσέπες του μπουφάν του. Τότε βρηκε το χαπάκι που του είχε βάλει ο Λούκας. Το μάσησε χωρίς δεύτερη σκέψη. Σύντομα τον είχε κυρίευσει. Άρχισε να κλωτσά τον κάδο. Μετά πήρε το πατίνι, το χτύπησε με μανία στον τοίχο σπάζοντας το στη μέση. Κρατούσε το μισό κομμάτι στα χέρια του όταν είδε το σώμα της να σαλεύει. Δεν το σκέφτηκε. Έπεσε πάνω της με δύναμη και κάρφωσε το πατίνι στο λαιμό της. Κρατούσε τα παγωμένα χέρια της με τα δικά του και το αίμα που έτρεχε ζεστό από το λαιμό της ήταν το μόνο σημάδι πως ήταν ζωντανή. Έστω κάποτε.<br />Όταν τα πόδια της σταμάτησαν να κλωτσάνε, κατάλαβε πως ήταν νεκρή. Ξάπλωσε δίπλα της και αποκοιμήθηκε. Όταν συνήλθε είχε αρχίσει να ξημερώνει. Το θέαμα του νεκρού σώματός της δίπλα του τον πάγωσε. Με μια γρήγορη ματιά στο σκηνικό κατάλαβε τι είχε κάνει. Έφυγε τρέχοντας.<br />Αφού συνειδητοποίησε τι είχε συμβεί, πήγε στο αστυνομικό τμήμα. Δήλωσε κλοπή για το πατίνι ελπίζοντας πως δεν θα τον συνέδεαν με τον αποτρόπαιο φόνο.<br />Για μέρες διάβαζε εφημερίδες και έβλεπε ειδήσεις μήπως ακούσει τίποτα. Για μέρες περίμενε μήπως η αστυνομία ερχόταν στο σπίτι του. Τίποτα δεν συνέβη. Και εκείνος συνέχιζε να πηγαίνει στο Σύνταγμα, όχι για να προποιηθεί πως όλα ήταν φυσιολογικά, αλλά μήπως μάθει κάτι.<br />Ένα βράδυ μετά από μπύρες με τα φιλαράκια, δεν άντεξε. Κατηφόρισε προς την Ομόνοια. Στάθηκα και πέριμενε να δει τον Λούκας. Όταν τον εντόπισε έτρεξε προς τα εκεί. Εκείνος δεν χάρηκε που τον είδε. «Τι θες εδώ; Νόμιζα πως τελείωσες με όλα αυτά, εάν υποτεθή ποτέ ότι είχες αρχίσει.» του είπε. «Να σου πω τι έκανα. Τι της έκανα.» φώναξε ξεσπώντας σε λυγμούς. «Ρε μαλάκα πάλι τα ίδια; Στο ξανάπα η Αλίκη έφυγε. Εκείνη την πρώτη φορά που την είδες. Νοθευμένη δόση. Την βρήκαν πλάι σε ένα κάδο. Εσύ δεν έκανες τίποτα παρά να παραλογίζεσαι μαζί της.» του απάντησε, τον σκούντησε στον ώμο και του έχωσε ένα χαπάκι στην τσέπη.<br />Πήγε στο ίδιο σημείο. Κάθισε δίπλα στον κάδο και προσπαθούσε να σκεφτεί αν ήταν αλήθεια ή απόρροια της φαντασίας του. Ενώ σκεφτόταν κρατούσε σφιχτά το χάπι στο χέρι του. Ώρα μετά και ενώ αμφιταλαντευόταν ανάμεσα στην πραγματικότητα και την φαντασία κατάπιε το χάπι.<br />Βρέθηκε στην ίδια σκηνή, με την ίδια ένταση, τους ίδιος φόβους, το ίδιος πάθος. Να τη σώσει. Μόνο που αυτή τη φορά δεν της κάρφωσε το πατίνι, αλλά ανέβηκαν μαζί και έφυγαν. Για τον δικό της κόσμο. Τον κόσμο των θαυμάτων.<br /></div></span>orestishttp://www.blogger.com/profile/07552020852243459284noreply@blogger.com1tag:blogger.com,1999:blog-7313360865650826271.post-27272887705447780402010-05-04T23:10:00.002+03:002012-11-10T15:13:29.276+02:00Βροχή<div align="justify"><br /><span style="font-size:130%;color:#ff0000;">Βρέχει, μα δεν με κινητοποίησε η βροχή. Μέρες τώρα σε νιώθω να τρέχεις μέσα μου. Σαν το αίμα στις φλέβες μου. Δίνεις το στίγμα σου πως υπάρχεις. Και προς θεού, ποτέ σου δεν δέχτηκες την αδιαφορία. Θα έκανες τα πάντα για να έχεις την αμέριστη προσοχή μου.<br />Σε κοιτώ στις φωτογραφίες. Βλέπω τα χέρια σου να ακουμπούν τα δικά μου. Να με κυκλώνουν απαλά και εγώ να χάνομαι μέσα τους. Ακόμα δεν ξέρω, ή μάλλον δεν μπορώ να καταλάβω αν το έκανες για να κοιμήσεις τη δική μου ανασφάλεια ή αν απλά τόνωνες τη δική σου κτητικότητα. Τις στιγμές που αποτύπωσε ο φακός σε κλάσματα του δευτερολέπτου, εμάς, μας πήρε αρκετό χρόνο για να τους επιτρέψουμε να συμβούν.<br />Ήταν τότε, που όλα φάνταζαν απλά. Εγώ, εσύ και ο χρόνος, κι ας μην ήταν πάντα με το μέρος μας. Έπειτα πάψαμε να είμαστε εμείς με το δικό του. Και παρόλο που κανείς δεν έδινε σημασία στην συγκεκριμένη μάχη, ήταν η σημαντικότερη όσων είχαμε να δώσουμε. Τώρα πια δεν έχει σημασία. Εκείνος πέρασε όπως όφειλε να πράξει και εμείς απομείναμε με τα κομμάτια ενός παζλ που αφήσαμε στη μέση. «Ποτέ μην υποτιμάς τους αντιπάλους σου.» μου έλεγες. Μα δεν καταλάβαινα. Όχι ότι ήμουν μικρή, απλά αφελής.<br />Ο καιρός και τα γεγονότα με έναν τρόπο που μπορούσα να κατανοήσω αλλά όχι να δεχτώ, είχαν γίνει το δέρμα μας και τελικά η ίδια η ζωή μας. «Πρέπει να παλέψουμε..» επαναλάμβανες. Και δεν ήταν αυτό που έλεγες, αλλά εκείνα τα χέρια σου, που τύλιγαν απαλά τα δικά μου, που μ’ έμαθαν να μετράω τα πράγματα και να τα βλέπω θετικά, ακόμα και εκείνα που αδυνατούσα να διαχειριστώ. Τα περικύκλωνε όλα το μαζί, το μαζί σου και αυτό μου έδινε τότε την ψευδαίσθηση ότι μπορώ να αντέξω τα πάντα. Και έτσι η μάχη είχε ξεκινήσει μέσα μου, χωρίς να το σκεφτώ, χωρίς να το καταλαβαίνω και χωρίς καμία διάθεση να πράξω αλλιώς.<br />Η δύναμη και το θάρρος με τα οποία με είχες οπλίσει δεν μου ήταν όμως αρκετά. Σε έβλεπα να αλλάζεις μέρα με τη μέρα. Ήξερα πως δεν είχες παραιτηθεί, απλά είχες κουραστεί. Και εγώ απλός παρατηρητής να σε διαβεβαιώνω πως όλα θα πάνε καλά, όχι χωρίς να το πιστεύω, μα χωρίς πια να το ελπίζω. Αυτό ήταν που πονούσε. Αυτό ήταν που με αλλοίωνε. Και εσύ να μου λες: «Εσύ πρέπει να συνεχίσεις. Πρέπει να ζήσεις.» με χείλη σφιχτά και φωνή αδύναμη, χωρίς τα χέρια σου να ακουμπάνε πια τα δικά μου, μα αδύναμα να πέφτουν στα σκεπάσματα. Όχι γιατί δεν ήθελες, μα γιατί δεν μπορούσες. Και το μαζί, το μαζί σου χάθηκε κάπου εκεί.<br />Όταν τα χέρια σου αδυνατούσαν πια να κρατήσουν τα δικά μου. Όταν τα άφησα παγωμένα να πέσουν στο πλάι του κορμιού σου. Τότε, που εσύ ξεκίνησες το ταξίδι σου χωρίς εμένα.<br />Δεν ήταν που δεν με ήθελες μαζί, ήταν που εγώ έπρεπε να μείνω πίσω. Να συνεχίσω. Και κάθε φορά που αποζητώ εκείνο το μαζί σου, έστω για στιγμή, το συναντώ με μάτια κλαμένα, χείλη σφιγμένα και πόδια να τρέμουν, ακουμπώντας σε ένα μάρμαρο κρύο και από τον καιρό κιτρινισμένο. Όπως την τελευταία φορά που άγγιξα τα χέρια σου. Σηκώνομαι με μια ανάσα, μια απόφαση που την παίρνω εδώ και καιρό.<br />Παγωμένη γυρίζω σπίτι. Μα δεν σε ψάχνω πια, γιατί υπάρχεις. Σε εκείνες τις φωτογραφίες, σε εκείνα τα μικρά κλάσματα του δευτερολέπτου που αποτύπωσε ο φακός. Μόνο που τώρα, ξέρω, έχω καταλάβει, πως ο χρόνος που χρειάστηκαν για να συμβούν είναι δικός μου, γιατί ήταν ο χρόνος που είχα μαζί σου. </span></div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;"></span></div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;"></span></div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;">[Γιατί είναι καλό μερικές φορές να θυμόμαστε.]</span></div>orestishttp://www.blogger.com/profile/07552020852243459284noreply@blogger.com4tag:blogger.com,1999:blog-7313360865650826271.post-42248101319796711062010-01-20T00:42:00.002+02:002012-11-10T15:13:29.283+02:00ΘεσσαλονίκηΣτεκόταν όπως πάντα με το πρόσωπο στο τζάμι, ατενίζοντας προς τα έξω, σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής προς τη δουλειά. Χάζευε τους ανθρώπους να τρέχουν, να συνομιλούν και να κινούνται στους δικούς τους ρυθμούς μέσα στην πόλη. «Πόσοι άνθρωποι συνυπάρχουμε μέσα στις πολύβουες πόλεις;» αναρωτήθηκε «Ξεκινάμε όλοι με την ίδια επιθυμία, να ζήσουμε και καταλήγουμε να χαθούμε στην προσπάθεια.» σκέφτηκε και το πρόσωπό της μελαγχόλησε Καιρό διαχώριζε τον εαυτό της από τους άλλους, αλλά σύντομα διαπίστωσε πως απλώς έτσι ήθελε να πιστεύει. Η πραγματικότητα ήταν άλλη. Και μέρα με τη μέρα τη βιώνει στο πετσί της. Την προσέγγισε αγόγγυστα και μετά έγινε δέρμα της. Παρ όλες τις προσπάθειες της να έλθουν αλλιώς τα πράγματα. <br />Είχε καταλήξει όπως όλοι αυτοί που παρατηρούσε. Νόμιζε πως ναι μεν θα συμβιβαζόταν, αλλά θα κρατούσε την ουσία και θα ζούσε. Κατέληξε όμως να χαθεί μέσα στην διαδικασία. Κάπου ανάμεσα σε δουλειά, συναισθηματικά ζητήματα και ψυχονευρωτικά που έβγαιναν με ορμή στην επιφάνεια, είχε ξεχάσει γιατί ζούσε. Είχε γίνει όμοια με τους ανθρώπους των δρόμων. Να τρέχει αλαφιασμένη να τα προλάβει όλα, χωρίς να αισθάνεται την παραμικρή ανάγκη να το κάνει και κυρίως χωρίς να νιώθει ότι εισπράττει έστω την παραμικρή ανταμοιβή για όλο αυτό.<br />Σκούπισε το δάκρυ που πήγε να κυλήσει και κατέβηκε αφού είχε φτάσει στη στάση της. «Ως εδώ ήταν.» είπε φωναχτά και πήρε το δρόμο για το γραφείο. Δεν μίλησε παρά ελάχιστα στη διάρκεια της μέρας. «Πες μας καμιά κουβέντα ρε συ.» άκουσε τη φωνή της συναδέλφου που την έκοψε από το σερφάρισμα στο ίντερνετ. «Δεν έχω κάτι να πω...ακεφιές.» συμπλήρωσε ξέροντας πως δεν θα ξεμπέρδευε εύκολα από μια συζήτηση. <br />Στον δρόμο της επιστροφής το μυαλό της έπαιρνε πολλές και περίεργες στροφές. Θυμήθηκε την τελευταία φορά που είχε θεωρήσει τον εαυτό της ελεύθερο και αναπόλησε εκείνο που την είχε κάνει να αισθανθεί έτσι. <br />Ήταν ένα βράδυ που πειθήνια ακολούθησε τους φίλους της σε μια παράσταση κάποιας εναλλακτικής μπάντας. Τους αρχικούς της δισταγμούς είχαν αντικαταστήσει η διασκέδαση και η αίσθηση της ελευθερίας που ένιωθε ακούγοντας αυτά τα εναλλακτικά τυπάκια να δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό επί σκηνής. Και η δική του παρουσία που είχε υπερισχύσει με τη μία. <br />Τον έλεγαν Ηλία και ήταν ένας ταλαντούχος κιθαρίστας που αποτελούσε και τη μασκότ του συγκροτήματος Με μια αμεσότητα που σε κέρδιζε αμέσως και έναν θεατρινισμό που σε άφηνε με ένα ηλίθιο χαμόγελο, κατάφερε να τη μαγέψει. Και εκείνος όμως τη συμπάθησε από την πρώτη στιγμή. Του φαινόταν πολύ διαφορετική, σε σχέση με τις κοπέλες που συναναστρεφόταν Κύλησε έτσι καιρός. Με εκείνον να υμνεί τη διαφορετικότητά της και εκείνη να πέφτει μέρα με τη μέρα όλο και πιο πολύ στα δίχτυα του. <br />Φίλους όμως δεν τους έλεγες, ή τουλάχιστον κανείς δεν τους θεωρούσε έτσι. Και η Εύα νιώθοντας τον χρόνο να τρέχει ένιωσε να μην αντέχει. Έπρεπε να κάνει κάτι. Η εμφάνιση τους στη Θεσσαλονίκη την προέτρεψε. Θα πήγαινε και εκείνη. Ήξερε την πόλη καλά και η ίδια δεν θα μπορούσε να σκεφτεί καλύτερο μέρος να του αποκαλύψει τα αισθήματά της. Η διαμονή της εκεί κατά τη διάρκεια των φοιτητικών της χρόνων φάνταζε αν όχι βοηθός σίγουρα οιωνός στα μάτια της. Εκεί στην πόλη της, όπως την αποκαλούσε, θεώρησε πως τα αισθήματα που ένιωθε να την καίνε και να την πνίγουν θα μπορούσαν να βρουν διέξοδο και ανταπόκριση, <br />Ένα κρύο βράδυ του Νοεμβρίου λοιπόν κατέβηκε από το σπίτι της, όπως συνήθιζε χρόνια πριν, στον λευκό πύργο, κάθισε για λίγο στα σκαλάκια ατενίζοντας τη θάλασσα και έπειτα περπάτησε στην παραλία. Όχι όμως δίχως προορισμό όπως άλλοτε. Το βράδυ εκείνο ο δρόμος την έβγαλε στην πόρτα του μαγαζιού που θα εμφανιζόταν ο Ηλίας.<br />Το ξημέρωμα τους βρήκε να περπατούν κατά μήκος της παραλίας συζητώντας. Μια αγκαλιά και ένα φιλί τους ένωσε με την προσμονή της επόμενης μέρας. Και εκείνη ήρθε, με χαρά και αμηχανία, με ελπίδα και όνειρα για το μετά. Ένα μετά που τους βρήκε 500 χιλιόμετρα μακριά. Εκείνη να σκέφτεται τρόπους να ξαναζήσουν το μαζί και εκείνον απλά να το αναπολεί σαν μια ωραία ανάμνηση. Γεγονός που της έγινε κατανοητό αρκετό καιρό μετά και με επώδυνο τρόπο.<br />Με την επάνοδό τους στην Αθήνα ο Ηλίας άλλαξε. Σταδιακά και μεθοδευμένα άρχισε να απομακρύνεται Εκείνη έμεινε να γεμίζει με ερωτηματικά και αμφιβολίες. Δεν πτοήθηκε. Έπαιζε πάντα καλά το παιχνίδι, αρκεί να της ξεκαθάριζαν τους όρους. Και αυτός το έκανε. Καθυστερημένα αλλά το έκανε. Και θεώρησε ότι το ζάρι ήταν πλέον στο δικό της χέρι. Το μόνο που έμενε ήταν να ρίξει τη ζαριά της.<br />Εμφανίστηκε μετά από καιρό στο μαγαζί που έπαιζε. Συγκαλυμμένη αμηχανία θεώρησε το ότι την είδε μπροστά της. Εκείνη είχε την χαρά του γνωστού προσώπου μέσα σε ένα πλήθος άγνωστα, αλλά δεν της βγήκε. Η χαρούμενη μορφή της κοπέλας που τον πλησίασε, ελάχιστα λεπτά μετά τη συνάντηση τους, κατέστησε σαφές ότι ή δεν ήταν πλέον μόνος ή ότι δεν είχε υπάρξει ποτέ, γεμίζοντάς την με περισσότερες απορίες, πόνο και θυμό. Ειδικά μετά την αμήχανη δήλωση εκείνου «Με την Κατερίνα είμαστε καιρό, απλά κάποιες φορές το χάνουμε και έπειτα το ξαναβρίσκουμε»<br />Γύρισε σπίτι και έκλαψε, έκλαψε με λυγμούς. Ίσως όχι τόσο για εκείνον, μα για όσα είχαν γκρεμιστεί εκείνο το βράδυ. Ξέσπασε σε θρήνο και αφού ηρέμησε, σκέφτηκε τι ήθελε να κάνει, παραγκωνίζοντας το κομμάτι του πρέπει. <br />Εκεί η σκέψη της διεκόπη. Είχε φτάσει στον προορισμό της και έπρεπε να κατέβει. Έφτασε σχεδόν σερνάμενη στην είσοδο του σπιτιού. Ετοίμασε τα πράγματα, κάθισε στον υπολογιστή και αποκαμωμένη έπεσε για ύπνο. <br />Την άλλη μέρα έφτασε χαρούμενη στο γραφείο. Παρέδωσε την παραίτησή της στον προϊστάμενο και αφού τους χαιρέτισε όλους πήρε το δρόμο για το σπίτι. Έκλεισε όπως όταν έφευγε για διακοπές και αναχώρησε για το αεροδρόμιο Λίγο μετά τον έλεγχο, κάνοντας βόλτες στα αφορολόγητα, άκουσε μα γνώριμη φωνή. Έμεινε σαν άγαλμα στη μέση του διαδρόμου. «Εύα τι κάνεις εδώ;» άκουσε τη φωνή του να τη ρωτά. «Ηλία;» απάντησε ανίκανη για οποιαδήποτε άλλη αντίδραση.<br />Στη διάρκεια του καφέ πριν την πτήση, της είπε ότι πέταγε και εκείνος για Θεσσαλονίκη. Είχαν εμφανίσεις με την μπάντα. «Για σένα δεν ρωτάω. Ταξιδάκι σε γνώριμα εδάφη.» της πέταξε χαμογελώντας «Δεν θα το λεγα Πάω να τακτοποιήσω εκκρεμότητες» απάντησε κοφτά. Το δε ύφος της δεν του άφησε κανένα περιθώριο να συνεχίσουν την κουβέντα. Αποχωρίστηκαν με αμοιβαίες ευχές για καλό ταξίδι και ευχάριστη διαμονή.<br />Άλλωστε εκείνη περισσότερες πληροφορίες δεν είχε να μάθει. Ήξερε για τις εμφανίσεις, καθώς φρόντιζε να παρακολουθεί τα βήματά του. Το ότι η εμφάνιση στην Θεσσαλονίκη συνέπεσε με τη φυγή της, που ούτως ή άλλως θα ακολουθούσε, το θεώρησε απλώς ευτυχή συγκυρία. Την απουσία της Κατερίνας παραπάνω από τύχη.<br />Έφτασε στην άνω Τούμπα ευτυχώς γρήγορα. Το σπίτι που της παραχωρούσε η φίλη της ήταν ιδανικό, κυρίως επειδή εκείνη έλειπε τον περισσότερο καιρό και η Εύα έμενε μόνη της μέσα σε απόλυτη ησυχία. Στην προκειμένη όμως περίπτωση βόλευε καθώς ήταν κοντά στην Πυλαία που θα εμφανιζόταν ο Ηλίας και η ίδια είχε μπροστά της ελάχιστες ώρες για να ετοιμαστεί.<br />Έκανε ένα μπάνιο. Χαλάρωσε λίγο και άρχισε να ετοιμάζεται. Ντύθηκε όμορφα, φόρεσε και το πιο καλό της χαμόγελο και ξεκίνησε για το μαγαζί που γινόταν το live. Κάθισε σε μια γωνιά και παρακολουθούσε χωρίς να αφήσει την παρουσία της να γίνει αντιληπτή. Μόνο στο διάλειμμα τον πλησίασε, για να του γνωστοποιήσει ότι ήταν εκεί και να του ζητήσει μια τελευταία βόλτα στην πόλη της. Να του δείξει όμως μόνο εκείνη ήξερε τη μαγεία της. Δέχτηκε όχι με ευκολία, αλλά με μεγάλη προθυμία. <br />Μετά το τέλος της παράστασης, χαιρέτισαν τα άλλα μέλη του γκρουπ και έφυγαν. Σταμάτησαν με το ταξί στην Εγνατία στο ύψος της Αγίας Σοφίας και από εκεί άρχισε η περιπλάνηση. Ανέβηκαν όλη την Αγίας Σοφίας, έφτασαν στα σκαλάκια στην αρχή της Άνω πόλης και χάθηκαν μέσα στα στενά. Παρ όλη την κούραση του δεν εξέφρασε την παραμικρή διαμαρτυρία. Άλλωστε η στάση στο ψιλικατζίδικο για κρασί και τσιγάρα τους είχε εφοδιάσει με όλα τα απαιτούμενα.<br />Κάποια στιγμή το δρομάκι έγινε εξαιρετικά έρημο και σκοτεινό. Ο Ηλίας κοντοστάθηκε Η Εύα συνέχισε απτόητη κι έκανε να στρίψει αριστερά σε ένα στενό που δεν είχε καθόλου φως. «Που πας; Δεν φοβάσαι; Φαίνεται κάπως επικίνδυνο» τη σταμάτησε πιάνοντας την από το μπράτσο. «Μη φοβάσαι. Οδηγεί σε αδιέξοδο αλλά δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας.» τον καθησύχασε η Εύα. <br />Όντως βρέθηκαν σε αδιέξοδο. Εκεί δίπλα στον κάδο που έστεκε ξεχασμένος ακούμπησε το κρασί και κάθισε οκλαδόν σε κάτι που έμοιαζε με πεζουλάκι. Του έκανε νόημα και κάθισε δίπλα της. Έπιναν, μιλούσαν και ενίοτε γελούσαν, καθισμένοι εκεί, φωτισμένοι μόνο από το αχνό φως του φεγγαριού. Δεν τον ρώτησε τίποτα για εκείνους. Γνώριζε μέσα της πως το μαζί, το δικό της μαζί, είχε χαθεί προ πολλού. Ένιωσε όμως την ανάγκη να τον ευχαριστήσει για τις όμορφες στιγμές που είχε ζήσει έστω για λίγο κοντά του και την αίσθηση της μοναδικότητας που της είχε προσφέρει.<br />Ξαφνιάστηκε. Δεν περίμενε αυτή την αντίδραση. «Περίμενα να θες τουλάχιστον να με βρίσεις.» απολογήθηκε εκείνος εξηγώντας της με λεπτομέρεια το πως η Κατερίνα υπήρχε στη ζωή του. Απλά ήταν περίεργα τα πράγματα τη στιγμή που γνώρισε την Εύα. Έδειξε μεγάλη κατανόηση. «Είσαι τόσο ήρεμη. Γιατί;» ρώτησε με ένταση στον τόνο της φωνής του. «Δεν θέλω να χαλάσω αυτό το τελευταίο βράδυ.» απάντησε ήρεμα εκείνη. <br />Η επόμενη ώρα τους βρήκε να έχουν μοιραστεί αποκαλύψεις, σκέψεις και όνειρα. Το μπουκάλι είχε τελειώσει και ο Ηλίας θεώρησε πως ήταν καιρός να πηγαίνουν. «Πίσω στην πραγματικότητα» είπε χαριτολογώντας Μα η δική του πραγματικότητα δεν περιελάμβανε την Εύα. Τα μάτια της άστραψα ν. Δεν πρόλαβε να τη ρωτήσει τίποτα. Αστραπιαία άρπαξε το μπουκάλι και το προσγείωσε στο κεφάλι του. Έπεσε αναίσθητος στο πλάι με μια μικρή αμυχή στο κεφάλι του. <br />Η Εύα κοίταξε το μπουκάλι στα χέρια της. Το πέταξε και έπεσε προς τα πίσω. Ένιωσε κάτι αιχμηρό να μπήγεται στο χέρι της. Γύρισε και είδε κομμάτια από σπασμένο καθρέφτη πεταμένα διάσπαρτα δίπλα από τον κάδο. Πήρε τότε ένα κομμάτι και άρχισε να το μπήγει στο κορμί του Ηλία. Τα ρούχα του την εμπόδιζαν. Του έβγαλε το μπουφάν και τη μπλούζα και συνέχισε σαν μανιασμένη. Είχε γεμίσει τα χέρια της με αίμα και κομμάτια σάρκας. Το πέταξε και ξέσπασε σε λυγμούς. <br />Έλυσε τα μακριά μαλλιά του και τα άφησε να χυθούν στο πρόσωπο του. Πόσο ωραίος της φαινόταν ακόμα και τότε, ακόμα και έτσι. Πήρε ένα άλλο κομμάτι καθρέφτη και το πέρασε με μια κίνηση στην ευθεία του λαιμού του. Το αίμα πότισε το λαιμό και τα μαλλιά του. Τύλιξε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του, τον χάιδεψε στο πρόσωπο και τον φίλησε απαλά στα χείλη. Η γεύση του αίματος ενδυνάμωσε την αίσθηση της πίκρας με την όποια ούτως ή άλλως την είχε γεμίσει.<br />Τον κοίταζε για ώρα. Δεν κουνιόταν. Άνοιξε τότε την τσάντα της και έβγαλε το νυχοκόπτη της. Πήρε το δεξί του χέρι, το κράτησε στα δικά της και άρχισε να κόβει λίγο λίγο τα πετσάκια γύρω από τα δάκτυλα του. Συνέχισε να κόβει μέχρι που μάτωσαν, αλλά δεν αρκέστηκε σε αυτό. Του έφαγε όλη τη σάρκα, μεθοδικά και ήρεμα μέχρι που έφτασε στο κόκκαλο. <br />Τότε θεώρησε πως του είχε κάνει αρκετή ζημιά και σταμάτησε. Όχι ότι θα ζούσε για να ξαναπαίξει κιθάρα, αλλά ήταν και αυτό μια ικανοποίηση, που θεώρησε πως έπρεπε να πάρει για τον εαυτό της. Το αριστερό χέρι το άφησε ανέπαφο. Δεν είχε ούτε χρόνο, μα κυρίως αντοχή για να ακολουθήσει την ίδια διαδικασία. <br />Κάθισε για λίγο εκεί, ανάμεσα σε κομμάτια καθρέφτη, σάρκας και αίματος και σκεφτόταν. Το μάτι εστίασε στο μωβ σαλβάρι που φορούσε. «Καλά δεν κρύωνε;» αναρωτήθηκε, τη στιγμή που έκοβε ένα κομμάτι από το δεξί μπατζάκι του, τυλιγοντάς το στο ματωμένο χέρι της. <br />Έπειτα σκούπισε τα χέρια της από τα αίματα, έψαξε στην τσάντα της και βρηκε το ψαλιδάκι της. Έκοψε μερικές μπούκλες των μαλλιών του, τις έβαλε στην τσέπη της, μαζί με το κομμάτι από το σαλβάρι και άρχισε να κατηφορίζει προς την παραλία. <br />Εκεί κάνοντας την αγαπημένη της διαδρομή, κατά μήκος της παραλίας άρχισε να σκορπά τις μπούκλες του στον θερμαϊκό. Όταν έφτασε στο ύψος της Τούμπας, που έπρεπε να αρχίσει την ανάβαση προς το σπίτι κοντοστάθηκε. Κράτησε για λίγο μια τούφα στην παλάμη της. Την πλησίασε στη μύτη της και αφού έβγαλε το κομμάτι από το σαλβάρι, την τύλιξε μέσα κι το έδεσε κόμπο. Το έβαλε στην τσέπη και άρχισε να ανεβαίνει, σκεπτόμενη πως και η ίδια ήταν όμοια με αυτό το κομμάτι υφάσματος. <br />Έτσι την είχε αφήσει ο Ηλίας, ανάμεικτη από χαρά και πίκρα, όπως το αίμα και τα μαλλιά του, τυλιγμένα στην μικρή ανάμνηση πως κάποτε υπήρξε, αφήνοντας στην σκέψη την απόχρωση του μωβ.orestishttp://www.blogger.com/profile/07552020852243459284noreply@blogger.com4tag:blogger.com,1999:blog-7313360865650826271.post-27733032354732116502009-11-24T23:40:00.002+02:002012-11-10T15:13:29.279+02:00Έρωτας α λα κουραμπιέ<div align="justify"><br /><span style="font-size:130%;"><span style="color:#33ff33;">Ήταν 7.30 το απόγευμα. Το θερμόμετρο ήταν για μέρες κολλημένο στους 39 βαθμούς κελσίου, αλλά αυτό δεν μου είχε επιτρέψει να παρεκλίνω από το αρχικό μου σχέδιο. Έτσι βρισκόμουν εκεί, με τα μαύρα γυαλιά μου, να ακουμπώ στον κορμό ενός δέντρου. Ήμουν διαγώνια από την έκκλησια, σε σημείο που είχα καλή θέα, χωρίς όμως η δική μου παρουσία να γίνεται αντιληπτή. Τη σκιά που έριχνε το δέντρο τη θεώρησα απλώς ευτυχή σύμπτωση. Θα έμενα ακόμα κι αν κίνδυνευα με θερμοπληξία.<br />Είχα πάει αρκετά νωρίς για να είμαι σίγουρη πως θα τον πετύχαινα εκεί. Περίμενα αρκετή ώρα μέχρι να κάνει την εμφάνισή του στην είσοδο της εκκλησίας. Ταράχτηκα. Όχι ότι είχα καιρό να τον δω, αλλά φάνταζε ιδιαίτερα όμορφος και κομψός στο μπεζ κοστούμι του. Με εκείνη την πρόσθετη νότα από κάτι το απόκοσμο που ούτως ή άλλως τον χαρακτήριζε. Τα μάτια μου κόλλησαν για δευτερόλεπτα στην ανθοδέσμη που κρατούσε στα χέρια του, αλλά δεν τους επέτρεψα να κλάψουν. Είχαν ρίξει ήδη αρκετό κλάμα για τον συγκεκριμένο κύριο.<br />Έβλεπα τον Παύλο να χαμογελάει μηχανικά χωρίς προσπάθεια να κρύψει το άγχος του. Όταν το χέρι του κινήθηκε μηχανικά προς την ραφή του παντελονιού του μειδίασα. Πάντα η ίδια κίνηση όταν ένιωθε αγχωμένος ή πιεσμένος. Πάντα τα ακροδάχτυλά του να παίζουν αμήχανα και νευρικά με την ραφή. Την εικόνα γρήγορα συμπλήρωσε το πλήθος του κόσμου που άρχισε να συρρέει στην εκκλησία. Οι φίλοι του τον πείραζαν. Δεν άκουγα, αλλά καταλάβαινα από τις εκφράσεις των προσώπων τους. Είχαν συγκεντρωθεί όλοι. Η ώρα πλησίαζε. Καθυστέρησε περίπου ένα τέταρτο. Με ηρέμησε η αναμονή. Η ιδέα, πως κάποια τον είχε κάνει έστω για λίγο να την περιμένει. Με μόνη διαφορά πως ήταν για λίγο και με αποτέλεσμα, ενώ εγώ τον περίμενα για χρόνια χωρίς κανένα.<br />Στο άκουσμα της κόρνας πάγωσα. Είδα το αυτοκίνητο να σταματάει και εκείνη να βγαίνει. Νόμιζα πως δεν μπορoύσα να αναπνεύσω. Τα πόδια μου είχαν ήδη ετοιμαστεί για φυγή. Έσφιξα τα δόντια και κρατήθηκα γερά από το δέντρο. Είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου πως θα αντέξει. Ανέβαινε με άνεση και χάρη τα σκαλιά. Όλα τα βλέμματα ήταν καρφωμένα πάνω της. Για μια στιγμή σκέφτηκα να με ξαμολύσω πάνω της, αλλά συγκρατήθηκα.<br />Όταν βρέθηκε κοντά του, ο τρόπος που την κοίταζε δεν μου άφησε περιθώριο επιλογής. Όχι ότι μου είχε αφήσει ποτέ εκείνος. Απόμεινα βουβή να τους κοιτάζω μέχρι να μπουν στο ναό. Έφυγα αφού τελείωσε η τελετή. Ο κύκλος πλέον είχε κλείσει.<br />Έφτασα σπίτι με ένα περίεργο συναίσθημα. Έβαλα χαμηλή μουσική, έφτιαξα ένα ποτό και άναψα τσιγάρο. Οι σκέψεις έφευγαν μαζί με τον καπνό μου. Είχα καιρό να νιώσω έτσι. Θυμήθηκα την τελευταία φορά. Ήταν όταν είχα αποφασίσει να βγάλω τον Γιώργο από τη ζωή μου. Ήταν τόσο έντονες οι μνήμες. Εκείνος απεναντί μου να υπερασπίζεται ένα μέλλον κοινό και όλα όσα ένιωθε για μένα. Εμένα σιωπηλή να ακούω και την απάντηση βαθιά ριζωμένη μέσα μου. Θα μπορούσα να κουρνιάσω δίπλα του σαν σπουργίτι που ζητάει προστασία, αλλά ποτέ δεν ήμουν έτσι. Είχα μετατραπεί σε αρπακτικό και σαν τέτοιο του χάραξα το μάγουλο, με μια πληγή όχι βαθιά αλλά εμφανή, όπως εκείνες που μου είχε αφήσει ο Παύλος.<br />Εκείνο το βράδυ έφυγα χωρίς να κοιτάξω πίσω. Αποφασίζοντας να μείνω με τις παλιές πληγές μου και την πεποίθηση πως ο Παύλος θα γυρνούσε. Και τώρα βρισκόμουν στον καναπέ όχι μόνο με μια αίσθηση κενού, αλλά με την ελπίδα μιας επιστροφής που είχε χαθεί λίγες ώρες πριν στα σκαλιά της εκκλησίας.<br />Θύμωσα με τον εαυτό μου. Το μυαλό μου θόλωσε και έσπασα το μουκάλι με το κρασί που είχα ανοίξει. Κράτησα το σπασμένο μπουκάλι στα χέρια μου και ξαφνικά βρέθηκα να χαρακώνω το μπάτσο μου. Μάλλον χτύπησα κάποια φλέβα. Στις πρώτες σταγόνες που πότισαν τη μοκέτα τρόμαξα. Έτρεξα στο μπάνιο, άνοιξα τη βρύση της μπανιέρας και έβαλα το χέρι μου από κάτω. Δεν ξέρω αν κοιμήθηκα ή αν λιπυθύμησα, αλλά όταν συνήλθα πρέπει να είχε περάσει αρκετή ώρα. Η αιμμοραγία είχε σταματήσει αλλά ένιωθα το χέρι μου μουδιασμένο. Σηκώθηκα και το έδεσα με έναν επίδεσμο.<br />Επέστρεψα στη ζεστασιά του καναπέ αλλά η διάθεσή μου δεν είχε καλυτερέψει. Είχα συνηθίσει να με πληγώνει ο Παύλος, ακόμα και να το προκαλώ εγώ στον εαυτό μου, αλλά με αυτόν τον τρόπο ξεπερνούσε κάθε λογικό όριο. Έπινα και άναβα το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. Ώρες ποτού και τσιγάρων μετά τα είχα ξεκαθαρίσει.<br />Μου χρωστούσε μια τελευταία συνάντηση και θα την διεκδικούσα. Ευτυχώς είχα άψογη ενημέρωση για τις κινήσεις του μέσω κάποιου κοινού φίλου. Έτσι ήξερα ότι θα έφευγαν για μήνα του μέλιτος το βράδυ της μεθεπόμενης μέρας του γάμου. Είχα μπροστά μου μια ολόκληρη μέρα και ένα απόγευμα να το οργανώσω.<br />Η συνάντηση κλείστηκε μέσω μηνυμάτων. Στην αρχή ήταν όπως πάντα διστακτικός. Όταν όμως του διηγήθηκα τι είχα κάνει υπέκυψε. Μου είχε αδυναμία, γεγονός που εκμεταλλεύτηκα.<br />Δεν είχα καταλήξει τι θα έλεγα και πως. Περιφερόμουν στο σπίτι σαν ψυχωτική γυρεύοντας λύσεις. Ανοιγόντας το νουλάπι προς ανεύρευση κάποιου φαγώσιμου μου ήρθε η ιδέα. Τρελαινόταν για κουλουράκια. Τα δικά μου κουλουράκια που επέμενα να φτιάχνω με τις φόρμες που κανονικά χρησιμοποιούμε για τους κουραμπιέδες. Ένιωσα να χαλαρώνω και αποφάσισα να επιβραβεύσω τον εαυτό μου με ένα ποτήρι κρασί. Ήταν από τις αγαπημένες μου συνήθειες να πίνω ενώ μαγειρεύω.<br />Αρκετή ώρα μετά, δεν ήμουν σίγουρη αν τα είχα φτιάξει όλα όπως επιθυμούσα. Ίσως στην πράξη να δικαιωνόμουν. Ακούμπησα τις φόρμες προσεκτικά στο τραπέζι και πήγα να ετοιμαστώ. Ντύθηκα, άναψα τα κεριά μου, έβαλα μουσική να παίζει και κάθισα στον καναπέ. Δεν θα αργούσε. Πάντα ήταν συνεπής. Όμως τη στιγμή που στεκόμουν στην πόρτα έτοιμη να του ανοίξω, ένιωθα τους χτύπους της καρδιάς μου να ανέβαινουν. Δεν ήξερα αν θα κατάφερνα αυτή τη συνάντηση μέχρι τέλους.<br />Μπήκε μέσα με ένα ύφος καχυποψίας και επιφύλαξης. Κάθισε με το ζόρι και μιλούσε γρήγορα σαν να επρόκειτο να διεκπεραιώσει κάτι, παρά να συνομιλήσει. Για πρώτη φορά δεν χρησιμοποίησε τα τετριμμένα. Ήταν λακωνικός και απότομος. Ήθελε να βάλει το οριστικό τέλος. Δεν άκουγα από ένα σημείο και μετά. Στο τρίτο ποτήρι σηκώθηκε να φύγει. Έπρεπε να κινηθώ άμεσα. Τον έπεισα να μείνει για λίγο ακόμη. Πήγα κοντά του και του έδειξα το κασκόλ που μου είχε χαρίσει. Δεν κατάλαβε την κίνησή μου. Το έδεσα γύρω από το λαιμό του.<br />Μου έπιασε τον καρπό λέγοντάς μου πως δεν το ήθελε πίσω. «Μα δεν έχω σκοπό να στο επιστρέψω.» του είπα, κοιτάζοντάς τον με μάτια που έβγαζαν φλόγες, Η τρομαγμένη του έκφραση μου έδωσε θάρρος. Άρχισα να σφίγγω σφιχτά τις άκρες του κασκόλ. Αντίσταθηκε, αλλά η μανία μου ήταν τόσο μεγάλη που δεν μπορούσε να σταματήσει. Σε λίγη ώρα έπεσε αναίσθητος στο πάτωμα. Δεν ήθελα να τον σκοτώσω. Τουλάχιστον όχι με αυτόν τον τρόπο.<br />Τον ξάπλωσα στο πάτωμα και πήγα στην κουζίνα να φέρω τις φόρμες. Η μία μου έσκισε λίγο χέρι. Πόνεσα στιγμιαία, αλλά χάρηκα που τελικά τις είχα λιμάρει όσο έπρεπε. Γονάτισα δίπλα του. Του έβγαλα προσεκτικά τη μπλούζα, έπιασα το μπράτσο του, το κράτησα στο δεξί μου χέρι και με το αριστερό πίεσα τη φόρμα σε σχήμα ρόμβου στο δέρμα του. Ρυάκια αίματος άρχισαν να διαγράφουν το χέρι του. Συνέχισα να μπήγω τη φόρμα σε διάφορα σημεία, δημιουργώντας ακανόνιστα σχήματα.<br />Κάποιια στιγμή άρχισε να δυσκολεύει. Η κολλημένη σάρκα με εμπόδιζε να την εφαρμόσω σωστά και βαθιά στο επόμενο σημείο που ήθελα. Ο εκνευρισμός μου ανέβασε την αδρεναλίνη. Είχα τελειώσει με τα χέρια αλλά άρχισα σαν μανιακή να επεκτείνομαι στο υπόλοιπο σώμα. Ώρα μετά είχα γεμίσει με αίματα και κομμάτια σκισμένης σάρκας. Το μόνο που είχε μείνει άθικτο ήταν το πρόσωπο και ο θώρακας. Αυτόν όμως τον είχα αφήσει επίτηδες για το τέλος.<br />Πήρα τη φόρμα σε σχήμα καρδιάς και την έμπηξα γερά στην καρδιά του. Το αίμα ξεχύθηκε σαν πήδακας γεμίζοντας το πρόσωπό μου. Η καυτή αίσθηση μου ξύπνησε ένα αίσθημα ζεστασιάς που είχα καιρό να νιώσω. Πέταξα τη φόρμα και ακούμπησα στο στέρνο του κλαίγοντας με λυγμούς.<br />Άρχισα να σκέφτομαι εκείνον, το γάμο του, τη γυναίκα του και έπειτα εμένα. Λυπήθηκα γι’ αυτήν, αλλά για μένα δεν με ένοιαξε. Τίποτα. Ούτε πως θα τον έβρισκαν, ούτε τι θα γινόταν μετά. Ήξερα πως όπου κι αν με έβρισκε η επόμενη μέρα και οι υπόλοιπες μετά από αυτήν, θα ήμουν όπως με θυμόμουν τα τελευταία χρόνια. Μόνη, με την ελπίδα της επιστροφής του, όχι χαμένη, αλλά πεθαμένη από δική μου αυτή τη φορά επιλογή.<br /></span></div></span>orestishttp://www.blogger.com/profile/07552020852243459284noreply@blogger.com2tag:blogger.com,1999:blog-7313360865650826271.post-12367991867919973932009-11-09T00:24:00.000+02:002012-11-10T15:13:58.697+02:00Αρχή<span style="font-size:130%;color:#ff6600;"><br /> Με θυμάμαι να κάθομαι στα παγωμένα σκαλιά της εισόδου, να κοιτάζω τα καυτά μου χέρια και να βυθίζω το πρόσωπό μου σε αυτά. Την όμορφη αίσθηση που ένιωσα, χωρίς να έχω συναίσθηση του τι είχε συμβεί. Έκλαψα πολύ. Κάποια στιγμή πήρα μια βαθιά ανάσα και αποφάσισα πως έπρεπε να μπω στο σπίτι και να αντικρίσω την αλήθεια. Ακόμα και αν μου ήταν παραπάνω από οδυνηρή.<br /> Άνοιξα με τα κλειδιά μου, μα μπήκα διστακτικά σαν τον κλέφτη. Κάρφωσα το βλέμμα μου στον καναπέ. Μου ήρθαν εικόνες από τα ήσυχα βράδια που τα περνούσαμε αγκαλιασμένοι στον καναπέ. Πλησίασα στην αριστερή γωνία του. Εκεί κούρνιαζα συνήθως. Μέχρι που ερχόταν εκείνος. Με έχωνε στην αγκαλιά του και ένιωθα την ανάσα του καυτή. Μετά την ζεστή του γλώσσα να περιτρέχει το λαιμό μου και να κατεβαίνει αργά προς το στήθος. Τα χέρια του να περιεργάζονται τα δικά μου, μέχρι που έφτανε στο ύψος του αφαλού μου. Δεν είχε κουράγιο να πάει παρακάτω. Η έξαψή του άγγιζε πάντα σε εκείνο το σημείο τα όρια του. Μετατρεπόταν σε ζώο μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου. Μου έβγαζε τα ρούχα με μανία και με έπαιρνε εκεί στον καναπέ. Το πρόσωπό του ήταν χωμένο στο δικό μου και τον άκουγα να βαριανασαίνει στο αυτί μου. Μέχρι το τέλος, μέχρι τον τελευταίο και πιο βαθύ στεναγμό του.<br /> Ξαφνικά η εικόνα θόλωσε. Με θυμήθηκα στην ίδια θέση, χωρίς εκείνον, χωρίς ένταση και χωρίς καμία ηδονή. Μόνο ένα παράπονο κάθε φορά που αργούσε και ένα πόνο για κάθε φορά που δεν ερχόταν. Και δεν ήταν ότι σταμάτησα να περιμένω. Που κουράστηκα να μην είναι εκείνος που ήταν, είναι που με ενοχλούσε.<br /> Τον ήξερα περισσότερο από ότι νόμιζε για να μην καταλάβω την διαφορά. Δεν ήταν που ξαφνικά δούλευε πιο πολύ και έμενε μέχρι αργά στο γραφείο. Ήταν που είχε σταματήσει να με επιθυμεί. Εκεί κατάλαβα πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Δεν είχα όμως το σθένος να κάνω μια κουβέντα μαζί του. Δεν ξέρω και γω τι περίμενα τελικά. Ήταν δεδομένο πως αυτή η κατάσταση δεν θα τραβούσε για καιρό. Οι σκηνές ζηλοτυπίας από μεριάς μου είχαν γίνει καθημερινή ρουτίνα. Δεν θα άντεχε σε αυτή την πίεση για καιρό. Και δεν ήταν ότι ήθελα να τον ζορίσω, απλά δεν ήξερα πώς να το χειριστώ. Ένιωθα πως μου είχε κόψει όλες τις διεξόδους επικοινωνίας. Και έμεινα να περιμένω μία κίνηση από εκείνον για να ακολουθήσω.<br /> Δεν άργησε να την κάνει. Είχε μέρες να φανεί από το σπίτι. Ήμουν σε κατάσταση αποσύνθεσης. Όχι πως φοβόμουν μην τον χάσω, αυτό μπορούσα να το προβλέψω. Που θα έφευγε χωρίς εξήγηση ήταν που δεν μπορούσα να διαχειριστώ, γεμίζοντας με αναπάντητα γιατί. Και είχα αρκετά πριν τον γνωρίσω. Μα μου είχε υποσχεθεί πως δεν θα προσθέσει άλλα. Και γω τον πίστεψα. Και τώρα είχα μείνει με μια κενή γωνία στον καναπέ και την σκιά του.<br /> Δεν μπορώ να προσδιορίσω πόσες μέρες βρισκόμουν στην ίδια θέση σε άθλια κατάσταση στον καναπέ. Όταν άκουσα τα κλειδιά στην πόρτα νόμισα πως έχω παραισθήσεις. Μόνο όταν τον είδα μπροστά μου βεβαιώθηκα πως δεν τα είχα χάσει τελείως. Στεκόταν εκεί με το ατσαλάκωτο κοστούμι του και με κοίταζε. Το βλέμμα του είχε ένα ίχνος λύπησης αλλά δεν είχα κουράγιο να το αντιταχθώ. «πρέπει να μιλήσουμε» μου πέταξε κοφτά, πήγε στην κουζίνα, ετοίμασε ποτά και για τους δυο μας και επέστρεψε. Είχα έστω τον ελάχιστο να ανασκουμπωθώ για να τον αντιμετωπίσω.<br /> «Έχω θέμα με τους γονείς μου.» στο άκουσμα αυτής της φράσης μπορούσα με άνεση να μαντέψω τη συνέχεια. Τον πίεζαν να παντρευτεί, να κάνει οικογένεια, παιδιά και να υπερασπισθεί το καλούπι που οι ίδιοι χρόνια προσπαθούσαν να του χτίσουν. Και φυσικά εγώ δεν ανταποκρινόμουν με τίποτα σε αυτό το στυλάκι. Εμένα δεν μπορούσε καν να με εμφανίσει στις οικογενειακές συγκεντρώσεις.<br /> Δεν ήταν όμως αυτό που με πείραξε. Με ενόχλησε που στις δικές τους πιέσεις υπέκυψε στο δικό τους θέλω, ενώ σε ανάλογη δική μου πίεση είχε αρχίσει να τρέπεται να άτακτη φυγή. Ίσως τελικά να μην είχα επίδραση πάνω του. Προσπάθησα να δείξω πως το δέχτηκα αξιοπρεπώς, περιμένοντας να φύγει για να ξεσπάσω σε θρήνο. Μου στέρησε και αυτό το δικαίωμα. Μέσες άκρες μου πρότεινε να μείνουμε μαζί, αλλά να ακολουθήσει το τρυπάκι των γονιών του. Θα παντρευόταν, θα άνοιγε το ωραίο σπιτικό του και εγώ θα έπαιρνα το ρόλο του παράνομου έρωτα. Το παρουσίασε πολύ ωραία. Λες και δεν θα άλλαζε τίποτα, παρά μόνο το ότι δεν θα κοιμόμασταν μαζί κάθε μέρα. Δεν ξέρω ποιόν προσπαθούσε να κοροϊδέψει. Εμένα ή τον εαυτό του. <br /> Δεν μπορούσα να δεχτώ κάτι τέτοιο κι ας ήξερα πως δεν μπορούσα να τον αποχωριστώ τόσο εύκολα. Έφυγε και έμεινα σε ένα έρημο σπίτι με την προοπτική του ότι θα βρισκόμαστε. Το σε ποια βάση είχε μείνει ασαφές και από τους δυο μας. Δεν τον ενόχλησα για αρκετό καιρό. Τον άφησα να με αναζητήσει εκείνος, με πολύ κλάμα διότι θεωρούσα δεδομένο πως δεν θα το έκανε. Διαψεύσθηκα. Το έκανε και αρχικά με γέμισε με μεγαλύτερη χαρά από όση μπορούσα να θυμηθώ όσον καιρό ήμασταν μαζί. Σύντομα όμως διαπίστωσα τις πραγματικές διαστάσεις των πράξεων του.<br /> Η συζυγική ζωή είτε δεν του πήγαινε είτε δεν την ήθελε. Ερχόταν και αφού κάναμε έρωτα, με την ίδια ένταση και το ίδιο πάθος όπως πάντα, κούρνιαζε σαν γατί πλάι μου και έκλαιγε για το πόσο άσχημα περνάει. Ένιωσα ο απόλυτος κυρίαρχος. «Επιτέλους, κατάλαβε το λάθος του.» έλεγα στον εαυτό μου. Μα δεν ήταν έτσι. Με είχε βρει σαν μια διέξοδο στην δική του άσχημη κατάσταση και με χρησιμοποιούσε για πολλοστή φορά. Δυστυχώς δεν το κατάλαβα έγκαιρα. Μου πήρε καιρό να τραβήξω την κουρτίνα της αλήθειας. Μόνο όταν άρχισα να τον ρωτάω για το πώς είχε σκοπό να βγει από αυτήν την κατάσταση κατάλαβα πως δεν είχε καμία πρόθεση να το κάνει.<br /> Το σκέφτηκα πολύ και καλά. Απλά περίμενα πότε θα ερχόταν από το σπίτι. Καθίσαμε και ήπιαμε το ποτάκι μας συζητώντας όπως κάναμε πάντα. «τι γίνεται με μας;» ρώτησα. «Τι εννοείς; Απλά περνάμε καλά. Όπως κάναμε πάντα.» μου απάντησε. «Και εκείνη; Θα είναι για πάντα ανάμεσά μας;» ανταπάντησα με νεύρο. «Δεν είναι ανάμεσα μας. Δεν ήταν ποτέ. άλλο εμείς.» μου είπε με ηρεμία ψυχρού εκτελεστή. Δεν χρειαζόμουν να ακούσω κάτι άλλο. Κατάλαβα τι εννοούσε, όπως και το τι θα γινόταν από δω και πέρα. Αλλά δεν είχα σκοπό να παίξω αυτό το ρολάκι.<br /> Κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. «Τι έπαθες;» με ρώτησε. Δεν απάντησα. Άρχισα να τον φιλάω παθιασμένα. Τον ξάπλωσα στον καναπέ και συνέχισα να του προσφέρω μια ηδονή, που ήξερα πως την επιθυμούσε. Τον φιλούσα στο αυτί ενώ με το χέρι μου πίεζα το λαιμό του. Όταν ένιωσα ότι είχε ανάψει αρκετά σταμάτησα. Κράτησα το κεφάλι στα χέρια μου και έμεινα να τον κοιτάζω. Του έδινα έτσι τη δυνατότητα να πάρει τα ηνία. Πάντα του άρεσε άλλωστε. Μου έβγαλε τη μπλούζα και με πέταξε με δύναμη στην άλλη άκρη του καναπέ.<br /> Λίγο πριν πέσει πάνω μου με δύναμη, του ζήτησα να πάμε στο δωμάτιο. Συμφώνησε σιωπηλά. Βρεθήκαμε στο διπλό κρεβάτι που για καιρό στέγαζε τον έρωτά μας. Αναζητήσαμε ο ένας τον άλλο χωρίς βιασύνη, προτάσσοντας μόνο την επιθυμία. Υπήρχε μόνο ένα πάθος συνδυασμένο με άγχος να προλάβουμε να κάνουμε όλα όσα θέλαμε. Εκείνος δεν ήξερα γιατί το είχε. Για τον εαυτό μου ήξερα πολύ καλά. Ανέβηκα πάνω του και άρχισα να τον φιλάω και να τον δαγκώνω με μανία. Τύλιξα τη ρώγα του στα δόντια μου και δεν σταμάτησα μέχρι να ματώσει. Ξαφνιάστηκε. Ποτέ δεν είχαμε ξεπεράσει τα όρια. Δεν αντέδρασε όμως. Ίσως είχε διαισθανθεί ότι αυτό ήταν το τελευταίο μας βράδυ μαζί.<br /> Τότε έγινε πιο επιθετικός. Με ξάπλωσε ανάσκελα και μπήκε μέσα μου με βία. Ένιωθα το χέρι του να πιέζει την πλάτη μου. Μέχρι που άπλωσε και τα δυο του χέρια στην πλάτη μου και με πίεσε με δύναμη στο στρώμα καθώς τελείωνε. Μείναμε έτσι για ώρα. Εγώ όμως έπρεπε να κάνω αυτό που είχα εξαρχής στο μυαλό μου. Τον ξάπλωσα ανάσκελα και άρχισα να του φιλάω το λαιμό πηγαίνοντας προς τα κάτω. «δεν μπορώ άλλο.» μου είπε, αλλά εγώ δεν άκουγα. Ήξερα πως μπορούσα να τον καυλώσω ξανά.<br />Όταν ανταποκρίθηκε είχα περάσει σε άλλη διάσταση. Λικνιζόμουν επάνω στο κορμί του. Εκείνος ένιωθε την ηδονή αλλά δεν είχε τρόπο να αντιδράσει. Έγειρα τον κορμό μου στη δεξιά πλευρά του κρεβατιού. Άρπαξα το ψαλίδι που είχα κρύψει κάτω από το κρεβάτι και το κράτησα μπροστά του. Πριν προλάβει να ρωτήσει το οτιδήποτε άρχισα να το καρφώνω με μανία στο κορμί του. Στο στήθος του, στα πλευρά του και τελικά στην καρδιά του. Το αίμα άρχισα να χύνεται καυτό στα σεντόνια μου. Δεν μπορούσα να σταματήσω. Το κρατούσα κλειστό και συνέχισα να το μπήγω πάνω του. Είχε όμως ακόμη τις αισθήσεις του. «Χρήστο γιατί;» κατάφερε να ψελλίσει πριν λιποθυμήσει. «γιατί ποτέ δεν με υπερασπίστηκες ως επιλογή σου.» απάντησα κλαίγοντας.<br />Συνήλθα και μπήκα στο δωμάτιο με δάκρυα στα μάτια. Το μόνο που μου έμενε να κάνω ήταν να εξαφανίσω κάθε ίχνος όχι του ότι ήταν εδώ, αλλά του ότι υπήρξε.</span>orestishttp://www.blogger.com/profile/07552020852243459284noreply@blogger.com10tag:blogger.com,1999:blog-7313360865650826271.post-25384112716041053122009-10-14T23:24:00.001+02:002012-11-10T15:14:22.257+02:00Για σένα και μόνο<span style="font-size:130%;"></span><br /><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#33ff33;">Άνοιξα τα μάτια με μια παράξενη αίσθηση ευφορίας. Νόμιζα πως κοιμόμουν για αιώνες. Και τότε έντρομη κοίταξα το ρολόι. Το γαμημένο δεν χτύπησε. Με είχε πάρει ο ύπνος, για τα καλά. Φοβήθηκα πως δεν θα προλάβαινα. Την ώρα που έφτιαχνα τον καφέ μου ξέπσασα σε γέλια. Για πόσα πράγματα φοβόμουν τον τελευταίο καιρό; Τα περισσότερα χωρίς καν αφορμή. Απλά έτσι για να λέω πως φοβάμαι. Ο σημερινός όμως φόβος είχε αφορμή, όπως είχε και αιτία.<br />Με έλουζε κρύος ιδρώτας στην προοπτική να μην προλάβω να σου μιλήσω. Να σου πω όλα εκείνα που ήθελα. Ρούφηξα τον κάφε σε δυο γουλιές. Έπρεπε να ετοιμαστώ. Γαμώτο. Δεν είχα καν καταλήξει στο τι θα φορόυσα. Δεν πτοήθηκα. Πήγα μηχανικά στο δωμάτιο. Άνοιξα την ντουλάπα και κοκκάλωσα. Πόσα χρόνια είχα να έρθω σε αυτό το σπίτι; Και γιατί αντί για την βαλίτσα άνοιξα την ντουλάπα; Τι νόμιζα ότι θα έβρισκα; Εκνευρίστηκα με τις σκέψεις μου. Δεν έπρεπε να τις αφησω να με εξουσιάζουν. Το έκανα με επιτυχία στο παρελθόν, αλλά είχαμε χαλάσει τις φιλικές μας σχέσεις προ πολλού.<br />Την έκλεισα με ορμή και βρέθηκα στη βαλίτσα μου. Ευτυχώς είχα μαζί μου ελάχιστα οπότε αυτό περιόριζε την επιλογή και συνακόλουθα και τη σκέψη μου. Ντύθηκα βιαστηκά και ξαναπήγα στην κουζίνα. Παλιότερα προσευχόμουν για ένα πρωινό μόνη μου σε αυτήν. Και τώρα που το είχα δεν άντεχα την ώρα να φύγω, μάλλον όχι να φύγω να εξαφανιστώ. Σύντομα όμως θα γινόταν και αυτό. Χρειαζόμουν απλά λίγο χρονο. Είχα σπαταλήσει χρόνο και ενέργεια σκεπτόμενη τι θα σου πω. Δεν μπορούσα ξαφνικά να το πάρω αψήφιστα. Έπρεπε κάπως να προετοιμαστώ.<br />Μα οι λέξεις μέσα μου έμοιαζαν να βουλιάζουν. Με έπιασε φρίκη. Την προηγούμενη στιγμή πάλευαν να βγουν στο φως και τώρα δεν μπορούσα να τις βάλω σε τάξη. Πήρα μια βαθιά ανάσα και προσπάθησα να σκεφτώ τι ήθελα να σου πω. Έκλεισα τα μάτια και φαντάστηκα τη μορφή σου. «Μα, δεν τα ξέρεις όλα;» σε ρώτησα και εσύ σιώπησες. Σαν να μην είχες απάντηση. Σαν να ήθελες να τα ακούσεις. Όχι για επιβεβαίωση, μα για να τα κρατήσεις τελευταία στη μνήμη σου. Και ξέρω πως δουλεύει ετούτη η κυρία. Μπορεί να σε προδώσει με τον πιο ανελέητο τρόπο. Αν της πεις κάτι μια φορα, ισχύριζεται πως δεν το άκουσε. Από την επανάληψη όμως δεν μπορεί να κρυφτεί.<br />Άλλωστε και εγώ γι’ αυτό είχα έρθει. Για μια επανάληψη. Εγώ να θυμήθω το παρελθόν που νοστάλγησα και εσύ να ακούσεις όλα εκείνα που έκρυβα για χρόνια. Ή καλυτερα όλα εκείνα που νόμιζα πως έκρυβα. Γιατί ποτέ δεν μπόρεσα να σου κρυφτώ. Πάντα ήξερες. Πάντα καταλάβαινες. Μα σπάνια μιλούσες. Άφηνες την παρουσία σου να αιωρείται σε πράγματα και καταστάσεις. Και απλά άπλωνες το χέρι, άνοιγες την αγκαλιά σου και εγώ χανόμουν μέσα της. Σε αυτό το αίσθημα ασφάλειας που μου εξασφάλιζες.<br />Θυμήθηκα τότε όλες τις φορές που νόμιζα πως ΕΣΥ δεν φοβόσουν. Και τότε μου ήρθε η εικόνα από το τρεμάμενο χέρι σου μέσα στο δικό να φοβάται. Για το τώρα, το μετά, για όλα. Και γέλασα. Μήπως και συ δεν είσαι άνθρωπος; Κι όμως πολλές φορές με ξεγέλασες.<br />Μπήκα στο αυτοκίνητο και έβαλα μπροστά. Πάτησα τέρμα το γκάζι. Δεν είχα σκεφτεί ακόμα τι θα σου πω. Αλλά παρόλα αυτά βιαζόμουν να βρεθώ δίπλα σου. Πάρκαρα και ένιωθα τον ήλιο να μου χτενίζει το πρόσωπο. Περπάτησα προς το μέρος σου και αφέθηκα στη ζεστασιά του. Με ηρέμησε. Αρκετά μέχρι να φτάσω στο σημείο που έπρεπε να σε αντιμετωπίσω.<br />Κάθισα πλάι σου. Άρχισα να γελάω, γιατί δεν είπα τίποτα. Καθόμουν εκεί, χωρίς να μιλάω. Όχι γιατί δεν ήθελα ή γιατί δεν είχα τίποτα να πω. Αλλά, δεν υπήρχε λόγος. Όλα όσα σκεφτόμουν, που δεν είχα πει ή σου είχα αποκρύψει, όλα εμπεριέχονταν σε μια λέξη που δεν τσιγκουνεύτηκα ποτέ. Ίσως είχα καιρό να στην πω. Μα από φόβο μην γίνω κουραστική.<br />Και τότε πάγωσε το γέλιο μου. Με πλημμύρισαν δάκρυα και σκύβοντας κοντά σου, σου ψιθύρισα «Σ’ αγαπώ».<br />Ακούμπησα το ζεστό μου χέρι στο παγωμένο μάρμαρο, φίλησα τη φωτογραφία σου, φόρεσα τα γυαλιά μου και έφυγα. </span></div>orestishttp://www.blogger.com/profile/07552020852243459284noreply@blogger.com5tag:blogger.com,1999:blog-7313360865650826271.post-7998534800401165182009-10-13T21:48:00.004+02:002009-10-13T22:43:40.953+02:00Αυτό για μένα<div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;">Χάνομαι σε άγνωστους δρόμους</span></div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;"></span> </div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;"></span></div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;"></span></div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;">περπατώ σε καινούριες οδούς</span></div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;"></span> </div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;"></span></div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;"></span></div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;">ξένα διαμερίσματα</span></div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;"></span> </div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;"></span></div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;"></span></div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;">ξύλινα πατώματα</span></div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;"></span> </div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;"></span></div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;"></span></div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;">ψυχρά σώματα</span></div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;"></span> </div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;"></span></div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;"></span></div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;">που δίνονται με άνεση</span></div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;"></span> </div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;"></span></div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;"></span></div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;">προσφέροντας εφήμερες</span></div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;"></span> </div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;"></span></div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;"></span></div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;">όχι όχι απολαύσεις....</span></div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;"></span></div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;"></span></div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;">στιγμές....</span></div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;"></span> </div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;"></span></div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;"></span></div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;">δεν θέλω να τις κρίνω</span></div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;"></span> </div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;"></span></div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;"></span></div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;">μα ούτε νομίζω πως μπορώ</span></div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;"></span> </div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;"></span></div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;"></span></div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;">τους φέρομαι σαν ν' ανήκουν σε άλλον</span></div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;"></span> </div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;"></span></div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;"></span></div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;">κοιμάμαι και θυμάμαι</span></div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;"></span> </div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;"></span></div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;"></span></div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;">πετιέμαι ιδρωμένη</span></div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;"></span> </div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;"></span></div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;"></span></div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;">όχι που δεν ξέχασα </span></div><div align="justify"> </div><div align="justify"></div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;"></span></div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;">μα που η μνήμη τις έντυσε οικείες</span></div><div align="justify"></div><div align="justify"></div>orestishttp://www.blogger.com/profile/07552020852243459284noreply@blogger.com5tag:blogger.com,1999:blog-7313360865650826271.post-19117039872445458282009-10-04T19:43:00.003+02:002009-10-04T19:47:38.920+02:00Πανσέληνος<span style="font-size:130%;color:#ff0000;"></span><br /><span style="font-size:130%;color:#ff0000;">Είναι αυτές οι νύχτες</span><br /><span style="font-size:130%;color:#ff0000;"></span><br /><span style="font-size:130%;color:#ff0000;">που μια επιθυμία έχω.</span><br /><span style="font-size:130%;color:#ff0000;"></span><br /><span style="font-size:130%;color:#ff0000;">Να πάρω το σκαρί μου,</span><br /><span style="font-size:130%;color:#ff0000;"></span><br /><span style="font-size:130%;color:#ff0000;">αυτό που δεν θέλει κουπιά.</span><br /><span style="font-size:130%;color:#ff0000;"></span><br /><span style="font-size:130%;color:#ff0000;">Του φτάνει ένα ζευγάρι φτερά....</span><br /><span style="font-size:130%;color:#ff0000;"></span><br /><span style="font-size:130%;color:#ff0000;">μα τα δικά μου είναι τσακισμένα.</span><br /><span style="font-size:130%;color:#ff0000;"></span><br /><span style="font-size:130%;color:#ff0000;">Γυρίζω στο κρεβάτι,</span><br /><span style="font-size:130%;color:#ff0000;"></span><br /><span style="font-size:130%;color:#ff0000;">αγκαλιάζω το κενό,</span><br /><span style="font-size:130%;color:#ff0000;"></span><br /><span style="font-size:130%;color:#ff0000;">όχι για να παρηγορηθώ,</span><br /><span style="font-size:130%;color:#ff0000;"></span><br /><span style="font-size:130%;color:#ff0000;">μα για να σε ταυτίσω!</span><br /><span style="font-size:130%;color:#ff0000;"></span><br /><span style="font-size:130%;color:#ff0000;">Και αγκάλιαζω εκείνο το όνειρο,</span><br /><span style="font-size:130%;color:#ff0000;"></span><br /><span style="font-size:130%;color:#ff0000;">το ίδιο που ντύνεται εφιάλτης</span>orestishttp://www.blogger.com/profile/07552020852243459284noreply@blogger.com4tag:blogger.com,1999:blog-7313360865650826271.post-70590778412262006222009-08-18T00:15:00.002+03:002012-11-10T15:13:58.713+02:00Η κοπέλα που δεν είχε μνήμη<span style="color:#ff0000;"><br /><span style="font-size:130%;">Του ζήτησα να με κάνει μια μικρή βόλτα πριν με οδηγήσει στον τελικό προορισμό μου. Άνοιξα ελαφρώς το παράθυρο και αφέθηκα στη δροσιά του αέρα της καλοκαιρινής νύχτας. Έπαιζα αμήχανα, σχεδόν νευρικά με τα κλειδιά που κρατούσα στα χέρια μου. Σύντομα θα είχα, αν όχι απαντήσεις, στην καλύτερη αναμνήσεις, που ήλπιζα να ξυπνήσουν. Αφέθηκα στο δερμάτινο κάθισμα και περίμενα να φθάσουμε. Κοιτάζοντας την πόλη ντυμένη στα βραδινά της δεν κατάφερα να μην σκεφτώ το πως βρισκόμουν εκεί που βρισκόμουν.<br />Είχα ξυπνήσει ένα ανοιξιάτικο μεσημέρι. Έχοντας πλήρη άγνοια του που ήμουν και με εντυπωμένο το ένστικτο του φόβου, ξέσπασα σε λυγμούς. Δύο ηρεμιστικές ενέσεις, με είχαν αφήσει και πάλι στην ασφαλή αγκαλιά του Μορφέα. Το σκηνικό επαναλήφθηκε αρκετές φορές. Μόνο στο γαλήνιο πρόσωπο του Παύλου, που παρά την άσπρη του ποδιά για κάποιο λόγο το ένιωθα οικείο, ηρέμησα κάπως.<br />Και τότε άρχισαν οι ερωτήσεις. Το φόβο διαδέχθηκε η περιέργεια. Ο Παύλος όχι μόνο ως γιατρός μου, αλλά και σαν άνθρωπος ήθελε να με βοηθήσει. Δυστυχώς όμως δεν υπήρχαν σύμμαχοι σε αυτόν του τον αγώνα. Τα στοιχεία που είχα επάνω μου την μέρα του ατυχήματος ήταν παραπάνω από ελλιπή και η δική μου μνήμη ανύπαρκτη. Ούτε καν ασύνδετα κομμάτια και εικόνες από κάποια ζωή περασμένη. Με είχε σώσει η καλοσύνη ενός άντρα εντελώς άγνωστου, που αν και δεν είχε καταφέρει να πάρει τις πινακίδες του αυτοκινήτου που με χτύπησε, εντούτοις είχε φροντίσει για την μεταφορά μου στο νοσοκομείο. Το μόνο που είχα ήταν μια ακατανίκητη επιθυμία να αναρρώσω για να φύγω. Ο προορισμός μου ήταν φυσικά άγνωστος, αλλά πίστευα πως το ένστικτό μου θα με οδηγούσε. Αν όχι σωστά, τουλάχιστον εκεί που όφειλα να πάω.<br />Κάπως έτσι κύλησαν αρκετοί μήνες. Και έφτασε η στιγμή που σωματικά είχα αναρρώσει πλήρως και δεν υπήρχε τίποτα που να δικαιολογεί την παραμονή μου στο κέντρο αποκατάστασης. Στο άκουσμα αυτού από τον Παύλο τα μάτια μου άστραψαν από χαρά. ‘Έπειτα βυθίστηκα πάλι στο σκοτάδι. Να έφευγα, ναι, Αλλά να πήγαινα πού; Παρ’ όλες τις ανακοινώσεις και δημοσιοποιήσεις φωτογραφιών μου στα δελτία ειδήσεων, δεν είχαμε μέχρι τότε το παραμικρό στοιχείο, που θα μπορούσε να πιστοποιήσει την ταυτότητα μου.<br />Έτσι, πήρα μια μικρή παράταση χρόνου και μια καινούρια ταυτότητα. Άννα με ονόμασαν. Ιδέα του Παύλου. Έλεγαν έτσι την αδερφή του. Είχε φύγει ένα βράδυ ξαφνικά δίχως μια λέξη. «Όπως έχασα μια Άννα, έτσι ξαναβρήκα μια άλλη.» έλεγε και εγώ απλά χαμογελούσα. Δεν ήταν ότι δεν μου άρεσε το όνομά, αλλά μέσα μου ήξερα πως δεν μου ταίριαζε. Είχε κάνει όμως τόσα πολλά για μένα, που το θεώρησα μικρό αντάλλαγμα. Έτσι το δέχτηκα και άφησα τις τελευταίες μου μέρες εκεί να κυλήσουν ήρεμα στον απόηχο του καινούριου μου ονόματος.<br />Όταν ήρθε η μέρα να φύγω δεν τρόμαξα. Ο Παύλος τα είχε κανονίσει όλα. Μου είχε βρει σπίτι και δουλειά, με τα λίγα πράγματα που μου είχαν διδάξει στο κέντρο και την βαθιά πίστη πως όταν ενσωματωθώ στην κοινωνία θα επανέλθουν όλα μου τα υποτιθέμενα προσόντα.<br />Ήταν ένα αρκετά ζεστό πρωινό του Μαΐου όταν έκλεισα πίσω μου την πόρτα του ιδρύματος. Μου πήρε κάποιες μέρες να μάθω να κινούμαι στην πόλη. Δεν φοβήθηκα λεπτό. Το διασκέδαζα να νιώθω επισκέπτρια σε μια πόλη, που αν είχαν δίκιο σε όσα πίστευαν, έμενα χρόνια.<br />Εναρμονίστηκα γρήγορα στο νέο μου περιβάλλον. Ο Παύλος με επισκέπτονταν τακτικά. Δεν μου έκανε εντύπωση που κατάλαβε γρήγορα την αλλαγή. Ίσως σε ένα βαθμό να την κατάλαβε και πριν από εμένα την ίδια. Διακριτικός όπως πάντα όμως δεν έκανε κάποια νύξη. Περίμενε να θίξω το ζήτημα μόνη μου.<br />Δεν είχα σκοπό να του πω τίποτα. Είχα μέρες, που πήγαινα μετά τη δουλειά βόλτα στα αξιοθέατα της πόλης, Χωνόμουν στα γραφικά σοκάκια και έκανα βόλτες μέχρι να αδειάσει το μυαλό μου. Εκείνο όμως δεν άδειαζε. Απεναντίας, έμοιαζε να του ξυπνάνε μνήμες. Γυρνούσα σπίτι με το μυαλό μου γεμάτο εικόνες από ένα παζλ του οποίου τα κομμάτια δεν μπορούσα να συνδέσω. Σκόρπια πρόσωπα και λόγια, αναμειγμένα με κάθε λογής χρώματα. Δεν μπορούσα να διακρίνω αν ήταν μνήμες της περασμένης μου ζωής ή πρόσφατες εικόνες εκείνων των αγνώστων που έμενα να παρατηρώ για ώρες στις βόλτες μου.<br />Ούτε είχα σκοπό να αναφέρω κάτι στον Παύλο. Τα όνειρα μου όμως με πρόλαβαν. Κι ως ένα βαθμό με πρόδωσαν. Ο ύπνος μου, που τόσο καιρό μου πρόσφερε καταφύγιο ξαφνικά έγινε εχθρός μου. Ξυπνούσα ιδρωμένη, με μια έκφραση φόβου αποτυπωμένη στο πρόσωπο μου. Έβλεπα το ίδιο όνειρο για μέρες. Μορφές που είτε τις είχα συναντήσει τυχαία, είτε τις ήξερα από πριν, με επισκέπτονταν καθημερινά σε ένα έντονο κόκκινο φόντο. Και πάντα ξύπναγα με την ίδια αίσθηση τρόμου, πάντα με την ίδια μυρωδιά αίματος. Νόμιζα πως ο Παύλος ήταν ο μόνος που μπορούσε να με βοηθήσει.<br />Δεν είχε απαντήσεις. Μόνο εικασίες. Πως μάλλον το υποσυνείδητο μου, έχοντας επιστρέψει σε καθημερινές συνθήκες προσπαθούσε να επικοινωνήσει με το συνειδητό. Άρα, το μόνο που είχα στα χέρια μου, πέρα από το κουτί με τα πράγματα που είχα πάνω μου την μέρα του ατυχήματος, στην ουσία κάτι κλειδιά που δεν ήξερα καν τι ανοίγουν, ήταν η πεποίθηση του Παύλου πως σύντομα θα ανακτούσα κάποιες από τις μνήμες μου.<br />Φυσικά δεν μου ήταν αρκετό. Πέρασα αρκετά βράδια στην αγκαλιά του ποτού, που είχε αντικαταστήσει τον Μορφέα για να καταλήξω στο τι ήθελα να κάνω. Η αλήθεια είναι πως δεν το σκέφτηκα πολύ. Ένα βράδυ, μετά από το πολλοστό ποτό, με κυρίευσε η επιθυμία να σκαλίσω το παρελθόν μου. Γέλασα με την ειρωνεία εκείνης της στιγμής. Δεν είχα καλά καλά παρόν και ήθελα και παρελθόν. Δάκρυσα για λίγο, ώσπου σκέφτηκα το κουτί με τα πράγματα μου, που μου είχαν δώσει όταν έφυγα από το κέντρο. Δεν καταλάβαινα και πολλά. Κάτι σκόρπια χαρτιά και ένα ζευγάρι κλειδιά. «Καλά ούτε κινητό δεν είχα;» αναρωτήθηκα, αλλά μετά από λίγο ζαλισμένη από το ποτό και αποθαρρημένη από αυτό που δεν είχα ανακαλύψει έπεσα για ύπνο.<br />Ξύπνησα αξημέρωτα από ένα ακόμη περίεργο όνειρο. Ενστικτωδώς πήγα πάλι στο κουτί. Κοίταζα τα χαρτάκια όταν ξαφνικά τα μάτια μου στυλώθηκαν σε μια κάρτα ανθοπωλείου. Στην πίσω πλευρά της κάρτας διάβασα μια διεύθυνση. Δεν ήξερα αν σήμαινε κάτι, αλλά ήξερα ότι θα το έψαχνα.<br />Την επόμενη πήγα όπως πάντα στη δουλειά. Μετά ακολούθησε η καθιερωμένη βόλτα. Την ακολούθησε ένα ποτό σε ένα μαγαζί που συνήθιζα να πηγαίνω από όταν άρχισαν τα όνειρα. Λίγο τα ποτά, λίγο η «ψυχανάλυση» με τον μπάρμαν, είχα πάρει την απόφαση μου.<br />Έτσι βρέθηκα να ατενίζω την Αθήνα τη νύχτα, καθισμένη σε ένα ταξί, του οποίου ο ιδιοκτήτης ήταν αρκετά ευγενικός να με κάνει μια βόλτα πριν με αφήσει στον τελικό μου προορισμό.<br />Με άφησε στην είσοδο της πολυκατοικίας. Τον καληνύχτισα και κατέβηκα. Άνοιξα την πόρτα με το κλειδί που είχα βρει στο κουτί. Περπάτησα και βρέθηκα στο ασανσέρ. Μπήκα μέσα χωρίς να ξέρω ποιόν όροφο να πατήσω. Το χέρι μου αυτόματα πάτησε το δεύτερο. Βγήκα χωρίς να ξέρω προς ποιο διαμέρισμα να κατευθυνθώ ή τι μπορεί να έβρισκα εκεί που πήγαινα. Άναψα το φως του διαδρόμου. Κινήθηκα προς την εξώπορτα που είχε μαζεμένα τα πιο πολλά διαφημιστικά. Μου φάνηκε η πιο λογική επιλογή. Αν υπήρχε οποιαδήποτε λογική εκείνη τη στιγμή.<br />Έβαλα το κλειδί στην πόρτα και ταίριαξε. Με έπιασε κρύος ιδρώτας. Δεν πτοήθηκα. Γύρισα το κλειδί και σε δευτερόλεπτα βρέθηκα στο εσωτερικό του διαμερίσματος. Έκλεισα την πόρτα πίσω μου και ακούμπησα ασθμαίνοντας στον τοίχο. Πήρα λίγες γρήγορες ανάσες και προχώρησα στα ενδότερα. Το σπίτι έμοιαζε βομβαρδισμένο. Σκόρπια ρούχα, έπιπλα και βιβλία. Λες και κάποιος είχε φύγει βιαστικά από κει μέσα, έπειτα από μάχη.<br />Στο τραπεζάκι του σαλονιού βρήκα ένα πακέτο τσιγάρα και μηχανικά άναψα ένα. Με ηδόνησε η αίσθηση του καπνού στα σωθικά μου. Είχα καπνίσει το μισό όταν βρέθηκα στην πόρτα του μπάνιου. Την έσπρωξα με το πόδι και έμεινα άφωνη. Ένα μπουρνούζι μέσα στα αίματα βρισκόταν στο κέντρο του. Το ντουλαπάκι ήταν ανοικτό και τα φάρμακα ήταν χυμένα στο πάτωμα. Πήγα να πέσω και στηρίχτηκα στην πόρτα με τα δυο μου χέρια, όταν κάτι τράβηξε το βλέμμα μου. Στην τσέπη του μπουρνουζιού γυάλιζε αστραφτερά μια λίμα. Γονάτισα και πήγα να την πιάσω, όταν παρατήρησα ότι ήταν και εκείνη βουτηγμένη στα αίματα.<br />Έκλεισα τα μάτια, γιατί νόμισα ότι ήθελα να κλάψω. Αντ’ αυτού, με πλημμύρισαν εικόνες. Εκείνον να ετοιμάζει τα πράγματα του για να φύγει. Εμένα με την πίστη ότι δεν μπορούσα να υπάρξω χωρίς εκείνον. Μετά την πλάτη του, ενώ έκανε να βγει από το μπάνιο. Μετά εμένα ντυμένη με το μπουρνούζι να χαζεύω τους υδρατμούς στο ντουλαπάκι. Έπειτα να το ανοίγω και να πιάνω τη λίμα. Έπειτα πάλι εκείνον με τη λίμα χωμένη στην πλάτη του και το δικό μου χέρι να την καρφώνει με μανία ξανά και ξανά και ξανά. Και μετά εικόνες ανάμεικτες. Συναισθήματα ανακατεμένα.<br />Σηκώθηκα και έτρεξα προς την κουζίνα. Το ίδιο θέαμα είχα αντίκρισει και τότε. Μόνο που επέλεξα να το λύσω όχι μόνη, αλλά με τη βοήθεια κάποιου άγνωστου. Έτσι έτρεξα στο δρόμο και βρέθηκα στις ρόδες του πρώτου περαστικού αυτοκινήτου. Τώρα, αν ήθελα ακόμη να το κάνω έπρεπε να το κάνω μόνη, εντελώς μόνη όπως ένιωθα και ήμουν.<br />Ακούμπησα στα κάγκελα του μπαλκονιού. Έκλαψα γοερά για ώρα. Συνέφερα τον εαυτό μου και ξαναμπήκα στο σπίτι. Έψαξα και βρήκα κάτι να πιω. Έκανα και ένα τσιγάρο. Μετά κοίταζα έξω τον δρόμο από την ασφάλεια του πάγκου της κουζίνας. Ήταν μια απόφαση που έπρεπε να πάρω. Θα μπορούσα να συνεχίσω να ζω ως Άννα. Δεν ξέρω όμως αν θα μπορούσα να θυμηθώ πως με έλεγαν πριν, πριν που ένιωθα πως ζούσα. Ούτε τη συνέβη μετά τα αίματα, μετά που σταμάτησα να ζω.<br />Θα μπορούσα όμως να θέσω ένα τέλος, όπως επιχείρησα τότε, χωρίς όμως να εμπλέξω τρίτους. Σηκώθηκα, άνοιξα την μπαλκονόπορτα και στηρίχθηκα στον πάγκο της κουζίνας. Έσπρωξα ελαφρά το δεξί μου πόδι προς τα πίσω και πήρα φόρα.<br />Λίγο πριν αγγίξω το έδαφος άκουσα τη φωνή του να μου φωνάζει «Έλλη όχι.» δεν ξέρω αν ήταν ανάμνηση ή αληθινή στιγμή, αλλά ξέρω πως ακούμπησα πλήρης, γνωρίζοντας ποια είμαι και γιατί. </span></span>orestishttp://www.blogger.com/profile/07552020852243459284noreply@blogger.com6tag:blogger.com,1999:blog-7313360865650826271.post-22018491408811336072009-07-22T23:33:00.003+03:002009-07-22T23:36:01.548+03:00Ευτυχία<span style="font-size:130%;"><span style="color:#ff0000;"></span></span><br /><span style="font-size:130%;"><span style="color:#ff0000;">Η ευτυχία που περιμέναμε</span><br /><span style="color:#ff0000;"></span><br /><span style="color:#ff0000;">σαν άλλοτε</span><br /><span style="color:#ff0000;"></span><br /><span style="color:#ff0000;">ξεθωριασμένα χρώματα</span><br /><span style="color:#ff0000;"></span><br /><span style="color:#ff0000;">σε σπασμένα γυαλιά.</span><br /><span style="color:#ff0000;"></span><br /><span style="color:#ff0000;">Κι αν κάποτε</span><br /><span style="color:#ff0000;"></span><br /><span style="color:#ff0000;">αγγίξαμε το όνειρο</span><br /><span style="color:#ff0000;"></span><br /><span style="color:#ff0000;">είναι που έτσι νομίσαμε </span><br /><span style="color:#ff0000;"></span><br /><span style="color:#ff0000;">συνεπαρμένοι</span><br /><span style="color:#ff0000;"></span><br /><span style="color:#ff0000;">από το γλυκό μεθύσι</span><br /><span style="color:#ff0000;"></span><br /><span style="color:#ff0000;">εκείνης της νιότης.</span><br /><span style="color:#ff0000;"></span><br /><br /><br /></span><span style="font-size:130%;"><span style="color:#ff0000;"></span></span>orestishttp://www.blogger.com/profile/07552020852243459284noreply@blogger.com2tag:blogger.com,1999:blog-7313360865650826271.post-38352734123293125222009-06-28T13:09:00.002+03:002012-11-10T15:13:58.707+02:00Μπρίτζετ<div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;"></span></div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;">Είναι ένα από τα όμορφα ανοιξιάτικα πρωινά στο Άμστερνταμ. Είναι από τα πρωινά εκείνα, που προσπερνώ την ιεροτελεστία του πρώτου καφέ και φτιάχνοντάς τον βιαστικά, ανυπομονώ να βυθιστώ στην πολυθρόνα του γραφείου μου. Εκεί, χωμένος στις στοίβες από τα γραπτά μου, το μυαλό μου δεν χάνεται στο γκρίζο των τοίχων. Αρκεί μια ματιά έξω, ανάμεσα στο άνοιγμα από τις κουρτίνες, στη θέα των καναλιών και του ήλιου που διαγράφει πορείες επάνω τους, για να γαληνέψω. Να κλείσω τα μάτια και να σκεφτώ κάτι όμορφο.<br />Σκέψεις και αναμνήσεις αρχίζουν έναν αέναο χορό στο κεφάλι μου. Η θύμιση τους άλλοτε ολοκάθαρη, άλλοτε θολή. Η δική της ισχυρή και δυσάρεστα έντονη. Ακόμα και τώρα, που διανύω την πέμπτη δεκαετία της ζωής μου, η μορφή της μητέρας μου με εξουσιάζει ή τουλάχιστον έτσι νιώθω. Αν και ποτέ της δεν θέλησε να με κάνει μαμάκια, με έναν τρόπο, επωμίστηκα αυτόν τον ρόλο και τον υποστήριξα σε όλη τη διάρκεια της κοινής μας συνύπαρξης.<br />Κάπως έτσι βρέθηκα κοντά στα 30 μου παντρεμένος με τη Φλώρα. Ήταν γυναίκα της αρεσκείας της. Εμένα με άφηνε παγερά αδιάφορο. Το ίδιο και εκείνη, που απλά υπάκουσε στις υποταγές του πατέρα της. Τα βρήκαμε όμως. Ήταν κάτι σαν μια συμφωνία αμοιβαίας απέχθειας μεταξύ μας. Απογόνους φυσικά δεν απέδωσε. Και η αλήθεια είναι πως αν δεν το υποκινούσε η Φλώρα, εγώ δεν θα έβρισκα το θάρρος να πάρω το διαζύγιο και να στεναχωρήσω τη μητέρα.<br />Το ότι έπρεπε να το παίζω κατηφής και να απομακρύνω όποια γυναίκα με πλησίαζε μετά το χωρισμό μου, γιατί δεν μπορούσε να καλύψει το κενό της, ευχαριστούσε τη μητέρα, αλλά δεν απείχε πολύ από την αλήθεια. Τις απομάκρυνα γιατί πάντα δέσποζε στο μυαλό και τη ζωή μου, η ηρωίδα που γεννιόταν στις σελίδες μου. Όχι ότι της απέδιδα υπερφυσικά χαρακτηριστικά. Απλά την είχα τελειοποιήσει τόσο στο μυαλό μου, που καμία δεν μπορούσε να την συναγωνιστεί. Και αυτές όσο τις έδιωχνα, τόσο να προσπαθούν να πλησιάσουν. Και εγώ τόσο μεγαλύτερο κενό να νιώθω, χωρίς να ξέρω γιατί. Δεν έχω βρει ακόμα απάντηση σε αυτό μου το ερώτημα. Και να πει κανείς πως δεν αγαπήθηκα....<br />Αγαπήθηκα με πάθος, αλλά δεν μπόρεσα ποτέ να αγαπήσω έτσι ή τουλάχιστον έτσι το αναβιώνω μέσα στη μνήμη μου. Όμως όχι, ψέματα. Αγάπησα. Ναι, αγάπησα με πάθος. Μια ηρωίδα, της οποίας την ιστορία ενώ ολοκλήρωσα, δεν μπόρεσα ωστόσο να γίνω κάτοχος. Μαζί της είχα παθιαστεί. Πάντα δημιουργούσα χαρακτήρες επιρρεπείς στα πάθη και τη μοίρα. Μα σκληρούς. Όπως ακριβώς ήμουν και εγώ, απέναντι σε όλους, εκτός από τη μητέρα.<br />Εκείνη ήταν ή μάλλον έπρεπε να είναι διαφορετική. Την ήθελα να πονάει, βαθιά και ουσιαστικά. Να το ζει με όλο της το είναι και να το δείχνει. Μα πώς να το κατορθώσω, όταν ο ίδιος ήμουν ανάξιος ακόμα και να κλάψω; Είχα βουλιάξει σε μελαγχολία, που οι γύρω μου όμως την αντιλαμβάνονταν σαν επιθετικότητα και αποξένωση.<br />Τότε μπήκε στη ζωή μου η Μπρίτζετ. Ψηλή, λεπτοκαμωμένη και τόσο αέρινη. Ό,τι ένιωθε καθρεφτιζόταν στα μάτια της. Αυτά τα μάτια της. Σαν όχημα προορισμένο μόνο για ταξίδια, κι ας ήταν νοσταλγίας. Με πλησίασε και με άγγιξε με έναν τρόπο, που ποτέ πριν δεν είχα νιώσει. Μα ήμουν τόσο ανέτοιμος για την παρουσία της στη ζωή μου. Δεν ξέρω γιατί τη δέχτηκα, μα τότε θεώρησα πως δεν είχα άλλη επιλογή. Λες και είχε απλώσει τον ιστό της γύρω μου και δεν μπορούσα να ξεφύγω. Δεν ήθελα να της κάνω κακό. Είναι το μόνο πλάσμα, που αγάπησα. Το άγχος μου όμως, ο διακαής μου πόθος να ολοκληρώσω την ηρωίδα μου και η αδυναμία να γράψω, με έκαναν επιθετικό και κακό απέναντί της. Συχνά την έπιανα να κλαίει στα σκοτάδια και έπρεπε να μου το εξηγήσει για να καταλάβω πως η αιτία ήμουν εγώ.<br />Όχι ότι άλλαζε κάτι. Η ηρωίδα μου ήταν πάνω από όλα και η Μπρίτζετ αρεσκόταν σε μια γωνιά στο κρεβάτι μου και μια σκιά να την καλύπτει. Αθόρυβη, όπως και η ύπαρξή της. Δεν ξέρω αν τα πράγματα χειροτέρεψαν με τον καιρό. Τότε δεν το καταλάβαινα. Ξέρω πως έβλεπα στα μάτια της, να διαγράφεται ο πόνος. Βουβός και βαθύς. Και τότε σαν μια έκλαμψη, η έμπνευσή μου επανήλθε. Έγραφα σαν τρελός. Την παρατηρούσα για ώρα και έπειτα χωνόμουν στο γραφείο και έγραφα. Την κατακρεουργούσα καθημερινά και όσο και να θέλω να δικαιολογηθώ πως ήταν αθελά μου, η ευθύνη εξακολουθεί να με βαραίνει.<br />Μόνο όταν τελείωσε το βιβλίο συνειδητοποίησα τι είχε συμβεί. Όταν γύρισα σπίτι ένα βράδυ και το βρήκα άδειο, με εκείνη άφαντη και το χειρόγραφό μου ανοιχτό σε μία σελίδα, με υπογραμμισμένη μια ολόκληρη παράγραφο. Ήταν το κομμάτι, που η ηρωίδα μου είχε φτάσει στο αποκορύφωμα του πόνου. Ήταν η στιγμή που πονούσε όσο ποτέ ψυχικά και σωματικά. Σωματικά γιατί ο άνθρωπος που αγαπούσε την βασάνίζε. Της χάραζε άγρια το σώμα με το ξυραφάκι και έπειτα της το σκούπιζε απαλά με ένα βαμβάκι ποτισμένο με οινόπνευμα. Ψυχικά, για την ίδια, που τον άφηνε. Πόσο έξοχη περιγραφή. Πόσο διάχυτο το αίσθημα του πόνου και του ανήμπορου. Πόσο δική μου την ένιωθα.<br />Τότε μόνο κατάλαβα. Ασυνείδητα και όχι συνειδητά, όπως μέχρι σήμερα θέλω και εμμένω να πιστεύω, τις είχα ταυτίσει. Η ηρωίδα μου είχε γίνει η Μπρίτζετ ή η Μπρίτζετ είχε γίνει η ηρωίδα μου, δεν μπορώ να πω με σιγουριά. Και ίσως το λάθος μου να’ ταν αυτό. Μα, το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο. Έτσι έφυγα για το Άμστερνταμ. Και παρόλο που κουβαλώ μαζί την ηρωίδα μου, που θυμίζει κάτι από την Μπρίτζετ μου, αυτή δεν θα μπορέσει ποτέ να αποκτήσει τα μάτια της. </span></div>orestishttp://www.blogger.com/profile/07552020852243459284noreply@blogger.com6tag:blogger.com,1999:blog-7313360865650826271.post-25387905338735196222009-06-15T23:13:00.000+03:002012-11-10T15:13:58.701+02:00Φόνος στο Ζούμπερι<span style="font-size:130%;color:#33cc00;"><br /> Ξύπνησε γύρω στις 9. Έφτιαξε ένα ζεστό καφέ και κάθισε στη βεράντα. Έκανε ψύχρα, αλλά δεν την ενοχλούσε. Ακούμπησε στην πλάτη της πλαστικής καρέκλας και άπλωσε τα πόδια της στο κάγκελο. «Θα αργήσει ακόμα να σηκωθεί.» σκέφτηκε και βγάζοντας τις παντόφλες της ένιωσε την κρύα αίσθηση στο πέλμα της. Έμεινε στην ίδια στάση για ώρα, μέχρι που κατάλαβε ότι ο Μάνος είχε ξυπνήσει. Μπήκε μέσα, άνοιξε την τηλεόραση και έκανε αδιάφορα πως παρακολουθεί. Θα της έκανε σκηνή αν την έβρισκε να κάθεται στο κρύο και ο καυγάς δεν ήταν ο ιδανικός τρόπος να ξεκινήσει η μέρα τους.<br /> Γι’ αυτό άλλωστε πήγαιναν τα σαββατοκύριακα στο Ζούμπερι, για να διώξουν το άγχος της εβδομάδας. Το μέρος ήταν ιδανικό. Η θέα της θάλασσας και η έλλειψη πολυκοσμίας, μιας και δεν είχε έρθει ακόμα το καλοκαίρι, καθιστούσαν το σπίτι παράδεισο. Ένα άγχος που είχε οξυνθεί όταν η Άννα πήρε προαγωγή ως προϊσταμένη στο δημιουργικό τμήμα της διαφημιστικής που δούλευε. Γεγονός που μείωσε το χρόνο που διέθετε για το Μάνο, αλλά σε καμία περίπτωση την εξουσία που ασκούσε πάνω της. Μια εξουσία, της οποίας τον πλήρη έλεγχο η ίδια τον είχε αφήσει να πάρει..<br /> Ακομα και τις φορές που αισθανόταν υποχείριό του και έλεγε στον εαυτό της ότι δεν μπορεί να το ανεχτεί άλλο, κατέληγε στο συμπέρασμα ότι την κρατούσε σε ισορροπία κι αυτό την έκανε να νιωθεί ασφαλής. Κυρίως από τον ίδιο της τον εαυτό. Τον χαρακτηρισμό τύραννο, που του απέδιδαν κάποιοι φίλοι της δεν τον αποδεχόταν. Ήθελε βέβαια να έχει λόγο σε όλα. Πως θα ντυθεί, που θα πάει, τι θα φάει, πως θα κινηθεί, αλλά η Άννα υποστήριζε με σθένος, πως αυτό της έκανε καλό, καθώς η ίδια ήταν λίγο φτερό στον άνεμο.<br /> «Και η δική σου συμμετοχή σε όλα αυτά; Εκτός από το να κάνεις ακριβώς ότι σου λέει ο Μάνος. Το δικό σου θέλω που είναι;». Σε αυτήν την ερώτηση η Άννα δεν είχε απάντηση.<br /> Την βρήκε ένα βράδυ, που ο Μάνος θα έμενε σπίτι του και εκείνη, αφού έμεινε μέχρι αργά στο γραφείο, πήγε για ποτό με τους υπόλοιπους συναδέλφους. Είχε πιει αρκετά και το αλκοόλ ελευθέρωσε τη σκέψη της. «Δεν με πείθεις.» φώναξε μέσα στο μαγαζί, συνοδεύοντας το ομώνυμο τραγούδι του Μαραβέγια που έπαιζε εκείνη τη στιγμή. Και είχε δίκιο. Δεν την έπειθε πλέον ούτε η δουλειά της, που την ανάγκαζε να ασχολείται με πράγματα που δεν ανήκαν στην αρμοδιότητά της, ούτε ο Μάνος, που ποτέ δεν ρώτησε τι ήθελε εκείνη, μα κυρίως δεν την έπειθε ο εαυτός της, που από το ανεκτικό πλάσμα που ήταν για χρόνια, την είχε μετατρέψει σε παθητικό αποδέκτη καταστάσεων που κάποιοι άλλοι διάλεγαν για εκείνη.<br /> «Τέλος.» σκέφτηκε και έπεσε για ύπνο, ελπίζοντας ο πονοκέφαλος να μην ήταν το μοναδικό πράγμα που θα θυμόταν από το προηγούμενο βράδυ.<br /> Όταν έφτασε η Πέμπτη, που συνήθως προγραμμάτιζαν πότε θα έφευγαν για το Ζούμπερι, η Άννα ανακοίνωσε στο Μάνο πως θα έφευγε νωρίς το απόγευμα της Παρασκευής για επαγγελματικό ταξίδι, με επιστροφή το βράδυ της Κυριακής. Αφού έβαλε λίγο τις φωνές, που ανέχεται να της αναστατώνουν το πρόγραμμα τελευταία στιγμή, ηρέμησε. Ήταν μια καλή ευκαιρία να χαλαρώσει. Άλλωστε χωρίς την Άννα θα είχε τη δυνατότητα να γυρίσει Δευτέρα μεσημέρι στην ΑΘήνα και να πάει κατευθείαν για δουλειά.<br /> Καθόταν μόνος του στο σαλόνι πίνοντας κρασί, ακούγοντας μουσική και χαζεύοντας τη θάλασσα. Κοίταγε που και που το ρολόι. Θα έπρεπε να είχε φτάσει και περίμενε να χτυπήσει το κινητό του. Αντί γι’ αυτό χτύπησε η πόρτα. Παραξενεύτηκε. Δεν περίμενε κανέναν. Άνοιξε όπως πάντα χωρίς να ρωτήσει. Στη θέα της Άννας χαμογέλασε με απορία. «Τι κάνεις εδώ; Δεν θα έπρεπε να βρίσκεσαι στο Λονδίνο τώρα;» ρώτησε. «Έκπληξη.» απάντησε εύθυμα εκείνη, τον άρπαξε και τον φίλησε για να αποφύγει άλλες ερωτήσεις.<br /> Εκείνο το βράδυ, ήταν σαν να γνωρίστηκαν για πρώτη φορά. Εκείνο το βράδυ η Άννα, ήταν εκείνη που ήθελε να είναι. Εκείνη, που πάντα ήταν, αλλά για κάποιο λόγο αποφάσιζε να μένει στην αφάνεια. Νόμζε πως του άρεσε. Πως είχαν βρει τρόπο να επικοινωνήσουν ξανά. Η ατάκα του την επανέφερε στην πραγματικότητα. «Άντε, να πάμε για ύπνο. Το ποτό σε χαλάει λίγο.»<br /> «Μα δεν σου έδειξα ακόμα την έκπληξη.» είπε και έφερε το βαλιτσάκι της από το χωλ. «Νόμιζα εσύ ήσουν η έκπληξη.» απάντησε σχεδόν κοιμισμένος. Ήξερε πως έπρεπε να βάλει τα δυνατά της για να τον πείσει. «Όχι, άλλη είναι η έκπληξη.» του είπε κραδαίνοντας ένα ζευγάρι χειροπέδες. Όταν συνέχισε βγάζοντας και φορώντας ένα ζευγάρι χειρουργικά γάντια, τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα. Είχε πιάσει το σαφές σεξουαλικό υποννοούμενο και το γεγονός οτί αυτό ξεπερνούσε τα συνηθισμένα μεταξύ τους αγγίζόντας τα όρια του φετίχ του κίνησε την περιέργεια.<br /> Τον έβαλε να καθίσει σε μια καρέκλα, απέναντι από το τζάκι. Πήρε το αριστερό του χέρι και το πέρασε στη μία χειροπέδα. Το έφερε πίσω πό την πλάτη της καρέκλας και κάνοντας το ίδιο και με το δεξί, τον έδεσε σε αυτή. Ένιωθε ανήμπορος, αλλά αυτό του προκαλούσε ηδονή. Το έβλεπε στο πρόσωπό του. Ήταν η μοναδική φορά που την άφηνε να κινεί τα νήματα. Άρεσε και στην ίδια αυτό.<br /> Πήγε για λίγο στην κουζίνα και γύρισε κρατώντας μια λεκάνη. Την τοποθέτησε μπροστά στα πόδια του. «Σε λίγο θα είναι έτοιμο και το νερό.» είπε με λάγνα φωνή. «Τι ετοιμάζεσαι να κάνεις;» ρώτησε παθιασμένα. «Περιποιήση ποδιών καλέ μου.» είπε με φωνή, που υπόσχονταν πολλά, κατευθυνόμενη και πάλι προς τη κουζίνα. Γύρισε με ένα κατσαρολάκι γεμάτο με καυτό νερό. Το έριξε μέσα στη λεκάνη. Έπειτα έπιασε το αριστερό του πόδι. Το έδεσε με ένα μαντήλι στο αριστερό κάτω άκρο της καρέκλας. Πήρε μετά το δεξί, έβγαλε το παπούτσι και την κάλτσα και το βύθισε στην λεκάνη.<br /> Το μούλιασε για λίγο. Έπειτα κάθισε στα γόνατα, έβγαλε την ειδική ξύστρα απολέπισης και άρχισε να την κουνάει πάνω κάτω στην πατούσα του Μάνου. Γαργαλήθηκε λίγο, αλλά προσπάθησε να συγκρατηθεί. Εκείνη έγινε πιο επιθετική. Χρησιμοποιούσε την ξύστρα με τέτοια ένταση και τόση δύναμη, που οι πρώτες σταγόνες αίματος δεν άργησαν να πέσουν στην λεκάνη με το ζεστό νερό. Ο Μάνος προφανώς με ένα ανάμεικτο συνάισθημα πόνου και γαργαλητού, αντέδρασε ενστικτωδώς και την κλώτσησε στο πρόσωπο, ρίχνοντας τη στο πάτωμα.<br /> Σηκώθηκε σχεδόν αμέσως και αρπάζοντας ένα κηροπήγιο που βρισκόταν στο τραπέζακι δίπλα της, τον χτύπησε στο μέτωπο προκαλώντας του μια μικρή πληγή που αιμορραγούσε. Τη φίλησε ευλαβικά, σκουπίζοντας το αίμα με τη γλώσσα της. Τον κοίταξε για λίγο, όπως είχε πέσει αναίσθητος και συνέχισε το έργο της. Είχε σχεδόν τελείωσει όταν κοίταξε την λεκάνη. Το νερό είχε γεμίσει με αίμα και κομμάτια από τη σάρκα του ποδιού του. Του άφησε και τα δύο πόδια μέσα στη λεκάνη να στραγγίσουν από τα αίματα.<br /> Έβαλε ένα ποτήρι κρασί ακόμα και άναψε ένα τσιγάρο. Η άκρη του ματιού της έπεσε στις παντόφλες που της είχε κάνει δώρο στην δεύτερη επίσκεψη της στο σπίτι στο Ζούμπερι και βρίσκονταν δίπλα στον καναπέ. Θα της είχε φέρει όταν εκείνη πήγε στο μπάνιο. Ήταν από εκείνες σε σχήμα ζώου, που κάλυπταν ολόκληρο το πόδι, ακόμα και τη φτέρνα. Τα μάτια της έλαμψαν. Γονάτισε και πάλι δίπλα του. Έστρωσε μια πετσέτα στα πόδια της, έβγαλε το ένα του πόδι, το σκούπισε και προσπάθησε να του φορέσει την παντόφλα της. Το μεγάλο του πόδι όμως δεν χωρούσε στην χαριτωμένη, κατά δική του άποψη, παντόφλα. Ανάστεναξε, ενοχλημένη. Έπειτα έβγαλε την πένσα από το βαλιτσάκι και κρατώντας το πόδι του άρχισε να του κόβει ένα ένα τα δάχτυλα. <br /> Τρόμαξε λίγο μπροστά στην ποσότητα αίματος που άρχισε να τρέχει. Ίσως τελικά να έπρεπε να είχε αδειάδσει τη λεκάνη. Ήξερε όμως πως η αιμορραγία κάποια στιγμή θα σταματούσε. Πριν ή μετά την καρδιά του Μάνου δεν τον γνώριζε, αλλά το αποτέλεσμα ήταν εκείνο που μετρούσε. Όταν βεβαιώθηκε πως δεν έτρεχε άλλο αίμα, του φόρεσε τις παντόφλες, που πλέον ταίριαζαν άψογα στα πόδια του.<br /> Τον άφησε εκεί, δεμένο και σηκώθηκε. Παρατήρησε το χώρο. Είχαν ξεφύγει κάποιες κηλίδες αίματος. Έφερε τη σφουγγαρίστρα από το μπάνιο και εξαφάνισε κάθε ίχνος, που θα πιστοποιούσε ότι ήταν εκεί. Κοίταξε το ρολόι της. Σύντομα θα ξημέρωνε. Παρόλο που ένιωθε κουραμένη δεν κοιμήθηκε. Έπρεπε να φύγει όσο το σκοτάδι ήταν ακόμα ικανό να καλύψει τις κινήσεις της.<br /> Στα μισά της διαδρομής, σταμάτησε το αυτοκίνητο στην άκρη του δρόμου. Έκανε δυο τρεις κλήσεις στο κινητό του. Μετά πήρε στο σταθερό. Ευτυχώς ο Μάνος δεν είχε αντικαταστήσει ακόμα τον τηλεφωνητή και είχε από εκείνους τους παλιούς με την κασέτα, οπότε δεν θα φαινόταν η ώρα της κλήσης. Άφησε το μήνυμα της. «Αγάπη μου ο καιρός στο Λονδίνο είναι καλός. Είμαι στο ξενοδοχείο και σε λίγο θα πέσω για ύπνο. Φοράω τις παντόφλες σου για να σε νιώθω κοντά μου. Ελπίζω να κάνεις και εσύ το ίδιο.» Έκλεισε το τηλέφωνο και χαμογέλασε.<br /> Έφυγε από το ξενοδοχείο την ώρα που θα προσγειωνόταν η πτήση της. Έφτασε την ώρα που θα την άφηνε το ταξί στην είσοδο της πολυκατοικίας. Πήρε τον Μάνο να του πει ότι έφτασε στην Αθήνα. Δεν απάντησε, αλλά η κούραση δεν της άφησε περιθώρια να σκεφτεί. Την Δευτέρα το βράδυ, που ο Μάνος παρέμενε άφαντος άρχισε να ανησυχεί. Κλήσεις στο κινητό και μηνύματα στο σταθερό. Την Τρίτη το αποφάσισε. Θα πήγαινε στο Ζούμπερι. Άνοιξε με το εφεδρικό κλειδί, που έκρυβε στη γλάστρα.<br /> Στο θέαμα που αντίκρυσε έβαλε τις φωνές και έντρομη πήρε την αστυνομία. Αφού ξεπέρασε κάπως το σοκ, έπρεπε να απαντήσει σε κάποιες ερωτήσεις του υπεύθυνου υπαστυνόμου. «Γνωρίζετε αν είχε κάποιους εχθρούς ή κάποιον που να ήθελε να του κάνει κακό;» Έμεινε λίγο άφωνη. Δευτερόλεπα μετά απάντησε ένα «Όχι» τρεμάμενο, σαν να υποννοούσε το ναι. Προσποιήθηκε, πως μάλλον ήταν άνευ σημασίας. Ο υπαστυνόμος επέμενε ότι και η πραμικρή λεπτομέρεια θα μπορούσε να βοηθήσει.<br /> Άρχισε να μιλάει για την περίεργη πρώην κοπέλα του Μάνου, που είχε εμμονή μαζί του. Δεν ήξερε βέβαια πολλά. Τον ενοχλούσε καιρό και όταν έμαθε για την Άννα, άρχισε να γίνεται απειλητική. Ο Μάνος φοβήθηκε και άλλαξε αριθμό τηλεφώνου. Έκτοτε έχασαν τα ίχνη της ή τουλάχιστον έτσι νόμιζαν. «Γνωρίζετε πως την έλεγαν;» ρώτησε ο υπαστυνόμος. «Νομίζω....Μιρέλα, αλλά δεν είμαι βέβαιη. Ο Μάνος δεν μίλαγε γι’ αυτήν. Αλλά δεν νομίζω πως έχει σχέση.» είπε με ήρεμη φωνή.<br /> «Και όμως, ταιριάζει στην υπόθεση. Μια πρώην κοπέλα, που τον θέλει ακόμα, ααφηνιάζει μόλις ακούει το μήνυμα σας στον τηλεφωνητή και γίνεται παρανοϊκή.» είπε εκείνος, σχεδόν σίγουρος πλέον για το κίνητρο του αποτρόπαιου εγκλήματος. Την εικόνα της Άννας που χαμογέλασε, ακολούθησε η ερώτηση γιατί. «Πάντα έλεγε ότι προσέλκυε τις περίεργες κοπέλες και πόσο τυχερός ένιωθε, που επιτέλους είχα βρεθεί εγώ στο δρόμο του.» </span>orestishttp://www.blogger.com/profile/07552020852243459284noreply@blogger.com3tag:blogger.com,1999:blog-7313360865650826271.post-41359641700101325952009-05-30T15:12:00.002+03:002012-11-10T15:13:58.711+02:00Μάνος<span style="color:#ff0000;"></span><br /><div align="justify"><span style="font-size:130%;"><span style="color:#ff0000;">Εκείνη είχε ξυπνήσει από ώρα και τον χάζευε ενώ εκείνος κοιμόταν. Τα χέρια του απλωμένα προς τα επάνω αγκάλιαζαν νωχελικά το μαξιλάρι αφήνοντας το κεφάλι του να βυθίιστεί στο άνοιγμα που δημιουργούσαν. Το δέρμα του ήταν λευκό και η επιδερμίδα του λεία. Οι καστανοξάνθοι βόστρυχοι του έπεφταν ανέμελα καλύπτοντας το πρόσωπο και τον αγκώνα του. Της έκρυβαν τη θέα του, αλλά χρειαζόταν μόνο μια απαλή μετακίνηση κάποιας τούφας για να αποκαλυφθεί η γαλήνια έκφραση του, που τόνιζε αυτό το απόκοσμο που σαν μαγνήτης την είχε τραβήξει κοντά του. Τότε χαμογελούσε, καθσμένη σταυροπόδι, γυμνή, επάνω στο κρεβάτι. Τότε τα θυμόταν όλα από την αρχή.<br />Την μέρα που τον γνώρισε πήγαινε για τον καθιερώμενο καφέ με τα παιδιά. Όπως κάθε Παρασκευή, μαζεύονταν στο στέκι τους αργά το απόγευμα. Ξεκινούσαν με καφέ και συνέχιζαν με ποτά και συζητήσεις για την εβδομάδα που πέρασε. Τον είχε δει όρθιο να μιλάει έξω από το μαγαζί. Το ύψος του, που ερχόταν σε αντιδιαστολή με τα κιλά του, ήταν κάτι παραπάνω από αρκετό για να την κάνει να τον προσέξει. Σε συνδυασμό με τα μακριά μαλλιά του, συμπλήρωσαν ιδανικά την εικόνα για εκείνο που η Άννα θεωρούσε ωραίο άντρα. Η συναισθηματική και ρομαντική Άννα, που συνήθως ήταν η ψυχή της παρέας, αλλά στη θέα του κούκλου, που ήρθε και κάθισε στο τραπέζι τους, έχασε την μιλιά της.<br />Φίλος, φίλου, γνωστός δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία. Αυτό που μετρούσε ήταν πως ήταν εκεί. Κούρνιασε στη γωνιά της πίνοντας τον ζεστό καφέ και τον παρατηρούσε ενώ μιλούσε με τους άλλους. Το πρόσωπό του ήταν μακρόστενο κι γωνιώδες, αλλά τα μεγάλα, ελαφρώς αμυγδαλωτά μάτια του, τόνιζαν όμορφα αυτές τις γωνίες, προσδίδοντας του κάτι το εξωτικό. Τα πλούσια μαλλιά του, πλαισίωναν συμμετρικά το πρόσωπό του πέφτοντας μέχρι τους ώμους, με εξαίρεση μερικές τούφες που ξέφυγαν από την αλογοουρά του. Πόσο ήθεελ να χαιδέψει αυτάτα μαλλιά, να νιώσει τη στιλπνάδα τους. Μιλούσε ήρεμα και αργά, με κάποια αμηχανία στον τόνο της φωνής του, που αργότερα κατάλαβε, πως πήγαζε από το γεγονός ότι δεν γνώριζε καλά τους συνομιλητές του. . Ήταν ευγενικός, διακριτικός και μετρημένος, με μόνη εξαίρεση τις έντονες κινήσεις που έκανε με τα χέρια και το σώμα του ενώ μιλούσε. Όχι ότι μιλούσε πολύ. Κάποια στιγμή που διασταυρώθηκαν τα βλέμματά τους, εκείνος απότομα το τράβηξε αλλού και για αρκετή ώρα απόμεινε να παρατήρει τους άλλους, με ένα απόκοσμο, ύφος που στα μάτια της Άννας φάνταζε θλιμμένο, αλλά ταυτόχρονα θελκτικό.<br />Είχε κάτι το άυλο πάνω του και της έδινε την εντύπωση, πως ενώ βρισκόταν στη γη, φαινόταν να αιωρείται μέτρα πάνω της, χωρίς μάλιστα ο ίδιος να προσπαθεί καν να υπερασπίσει κάτι τέτοιο. Η δε δουλειά του ήταν ίσως το μόνο γήινο στοιχείο, που βρήκε η Άννα πάνω του. Καθηγητής μαθηματικών σε νυχτερινό λύκειο. «Δεν ταιριάζει καθόλου με αυτό το κατά τα άλλα αέρινο πλάσμα» σκέφτηκε και έσκασε ένα χαμόγελο. Ένα χαμόγελο, που τράβηξε την προσοχή όλων. Δεν πτοήθηκε. Πήρε το όμορφο σαγηνευτικό της βλέμμα και χώθηκε στη συζήτηση, το τέλος της οποίας την είχε βρει να έχει κανονίσει με τον Μάνο να επισκεφτούν την επόμενη μια έκθεση ζωγραφικής. Ήταν κοινή επιθυμία, με τη διαφορά ότι για την Άννα την συμπλήρωνε το μαζί.<br />Ακολούθησαν πολλές εκθέσεις, βόλτες, σινεμά και εν γένει κοινές δραστηριότητες, που οδήγησαν μετά από κάποιο εύλογο χρονικό διάστημα, στο μαζί, που τώρα πια δεν αποτελούσε επιθυμία μόνο της Άννας, αλλά και του Μάνου. Όλα κυλούσαν ομαλά. Έμοιαζε λες και τίποτα δεν μπορούσε να σκιάσει αυτό το κοντσέρτο για δύο. Κανένας δεν είχε κάποια παράλογη απαίτηση από τον άλλο και οι υποχωρήσεις, όταν χρειάζονταν, ήταν αμοιβαίες. Ακόμα και η εμμονή του Μάνου, όταν του έβαζε τις παντόφλες μακριά από το κρεβάτι, να σηκώνεται εκείνη να τις πηγαίνει κοντά του, γιατί δεν ήθελε να ακουμπήσει ξυπόλητος στο πάτωμα, της φαινόταν μια χαριτωμένη ιδιοτροπία. Ήταν βέβαια ανεκτική κι πειθήνια από τα γενοφάσκια της.<br />Ήταν μία Παρασκεύη που πήγαν μαζί στο στέκι. Μία Παρασκεύη που θα ακολούθουσε το πρώτο σαββατοκύριακο, που η Άννα θα περνούσε στο σπίτι του Μάνου. Είχε εξοικειωθεί με το χώρο του, αλλά δεν τον είχε ζήσει σε αυτόν, ούτε είχαν περάσει ποτέ ένα ολόκληρο σαββατοκύριακο μαζί, σαν ζευγάρι. Θα ήταν ένα καλό πείραμα και για τους δύο, να συνυπάρξουν δυο ολόκληρες μέρες. Όλα ήταν όμορφα, αέρινα και απόκοσμα, όπως τα φανταζόταν η Άννα.<br />Ήταν αργά το απόγευμα του Σαββάτου, όταν σηκώθηκε από το μεσημεριανό υπνάκο κι πήγε στην κουζίνα να φτιάξει καφέ, φορώντας μόνο μια μακριά κοντομάνικη μπλούζα του Μάνου. «Καλησπέρα» είπε ενώ χασμουριόταν. «Είσαι ξυπόλητη.» ούρλιαξε ο Μάνος, με τέτοια ένταση, που δεν θα πίστευε ποτέ ότι μπορούσε να βγάλει. Η Άννα σάστισε. «Είσαι ξυπόλητη.» ξαναείπε, κοφτά και απότομα, καλύπτοντας τα μάτια με τα χέρια του.<br />Δεν την άφησε να πει τίποτα. «Πήγαινε σε παρακαλώ να βάλεις παντόφλες.» είπε σε πιο ήρεμο τόνο μεν, διαταγής δε. Όταν επέστρεψε στην κουζίνα την περίμενε χαμογελαστός με δυο κούπες καφέ. Δεν σχολίασε τίποτα. Σε άσχετη χρονική στιγμή, με αδιάφορο ύφος της πέταξε πως δεν του αρέσει να βλέπει τους άλλους να περπατάνε ξυπόλητοι, ειδικά στα πλακάκια. Η Άννα δεν απάντησε. Είχε καταλάβει ότι ο ίδιος είχε θέμα με αυτό, αλλά δεν είχε σκεφτεί ποτέ, ότι αυτή του η συνήθεια, αφορούσε ή θα επηρέαζε και άλλους.<br />Παρόλο που της είχε εντυπωθεί το απότομο ύφος του με άσχημο τρόπο, δεν έδωσε παραπάνω σημασία. Είχε μάθει να αγαπά τους πλησίον της με τα ελαττώματά τους, ακόμα και αν οι ίδιοι δεν τα θεωρούσαν τέτοια. Μήπως δεν είχε και εκείνη αρκετά από δαύτα;<br />Ήταν στο ντους όταν μπήκε ο Μάνος σπίτι της, με τα κλειδιά που του είχε δώσει. Είχε βάλει ποτάκια και την περίμενε στο σαλόνι. Η Άννα δεν τον είχε καταλάβει. Λίγο ο ήχος του νερού, λίγο η συνήθεια της να τραγουδάει στο μπάνιο, δεν είχαν αφήσει την παρουσία του να γίνει αντιληπτή. Τον κατάλαβε όμως για τα καλά όταν βγήκε από το μπάνιο και κατευθυνόταν προς το υπνοδωμάτιο. «Πάλι τα ίδια; Τι είπαμε;» φώναξε, χύνοντας το κρασί στο πάτωμα, βρέχοντας τα γυμνά της πόδια.<br />Δεν έμεινε να τον δει να καλύπτει πάλι τα μάτια του. Έφυγε γρήγορα και γύρισε ντυμένη, φορώντας τις παντόφλες της.<br />Την ενόχλησε που επαναλήφθηκε το σκηνικό. Ειδικά στο σπίτι της, στο χώρο της. Αλλά δεν ήθελε να το σχολιάσει. Την τρόμαζε η συμπεριφόρα του. Γινόταν άλλος άνθρωπος. Ο Μάνος μάλλον το κατάλαβε και πήρε το απολογητικό του ύφος. Τον ενοχλούσαν τα γυμνά πόδια και την παρακάλεσε να το σταματήσει. «Για το δικό μου κομμάτι ούτε λόγος. Ούτε νύξη, αν μ’ αρέσει ή όχι. Με ενοχλεί, σταμάτα το και τέλος.» σκεφτόταν, αλλά δεν θα μίλαγε. Εκτός του ότι το έκανε σπάνια, όποτε το είχε τολμήσει την είχαν χωρίσει και μάλιστα για περισσότερο σοβαρούς λόγους, γκόμενοι για τους οποίους ένιωθε λιγότερα πράγματα. Ίσως έτσι είχε καλύτερη τύχη.<br />Η κατάσταση αναμεσά τους ήταν περίεργη τις επόμενες μέρες. Ο Μάνος σκέφτηκε πως θα ήταν καλή ιδέα να πάνε στο εξοχικό του για σαββατοκύριακο. «Μια εκδρομή θα μας χαλαρώσει.» έλεγε και τελικά την έπεισε την Άννα. Άργησε την Παρασκευή στη δουλειά και την πήρε τηλέφωνο, να πάει από το σπίτι του να πάρει τα κλειδιά του εξοχικού, γιατί τα είχε ξεχάσει. «Στο κλειδωμένο συρτάρι του γραφείου. Το κλειδί είναι μέσα στην μολυβοθήκη.» έλεγε και ξαναέλεγε στον εαυτό της πηγαίνωντας προς τα εκεί. Πρώτη φορά άκουγε για κλειδωμένα συρτάρια και ενδεχομένως στην προέκταση της φαντασίας της κλειδωμένα πράγματα της ζωής του Μάνου.<br />Βρέθηκε καθισμένη στο γραφείο, έχοντας περασμένα τα κλειδιά στο δάχτυλό της, να κρατάει ένα γράμμα. Στο φάκελο έγραφε «Να μην ξεχάσω.» και της είχε κεντρίσει την περίεργεια να το διαβάσει. Άλλωστε αν ήθελε όντως κάτι να κρύψει, δεν θα της έλεγε να πάει. Τα επόμενα λεπτά την βρήκαν με το γράμμα ανοιχτό να διαβάζει.<br />«.Δεν γράφω γιατί θέλω να θυμάμαι, αλλά από φόβο μήπως ξεχάσω. Δεν έχει όμως σημασία. Έχει περάσει καιρός μα δεν έχει καμία σημασία πλέον. Το μόνο που μετράει είναι εκείνη η πρωτόγνωρη, ηδονική και ταυτόχρονα τρομαχτική εμπειρία. Ήθελα να γίνει γρήγορα, ανώδυνα. Τη θεωρούσα το άλλο μου μισό. Δεν ήθελα να νιώσει πόνο, για να μην πονέσω και εγώ. Απλά της έδωσα καφέ. Έπεσε στο πάτωμα της κουζίνας σχεδόν αμέσως.<br />Την κοίταζα ακίνητη και για κάποιο ανεξήγητο λόγο, είχα την επιθυμία να ξαπλώσω δίπλα της. Έγειρα το κορμί μου πάνω της και μείναμε έτσι για ώρα. Δεν με ενοχλούσε το παγωμένο πλακάκι. Η σάρκα της ήταν καυτή και αυτό μου έφτανε. Τρόμαξα. Τρόμαξα πολύ. Δεν είχα νιώσει καμιά έλξη, τόσο έντονη, για κανένα, ίσως ούτε καν για την ίδια μέχρι τότε. Στοργή, θυμό, λύπη, ίσως ναι, αλλά έλξη ποτέ. Νευρίασα με τον εαυτό μου. Ήμουν ή τουλάχιστον ένιωθα ανήμπορος απέναντι της. Σηκώθηκα βιαστικά, είχε αρχίσει να συνέρχεται. Θόλωσα, δεν ήξερα πως να αντιδράσω. Όλα έγιναν σχεδόν ενστικτωδώς. Θυμάμαι αμυδρά το κεφάλι της στα χέρια μου, να το χτυπάω με μανία στο πάτωμα.<br />Τα χέρια μου πλεγμένα στα ξανθά της μαλλιά γέμισαν με αίμα. Ακούμπησα το κεφάλι της στο πλακάκι και το αίμα άρχισε να χύνεται παντού. Στάθηκα λίγη ώρα να την κοιτάζω. Ήθελα να δω και άλλο αίμα. Πήρα το μαχαίρι από το συρτάρι και άρχισα να την μαχαιρώνω. Σταμάτησα μόνο όταν είχα τυλιχτεί ολόκληρος στο αίμα, στο αίμα της Μιρέλας. Το κόκκινο ποτάμι της είχε αρχίσει να πλημμυρίζει όλο το σπίτι. Πέταξα το μαχαίρι, έβγαλα τα παπούτσια μου και άρχισα να περπατάω με τα πόδια γυμνά στα πλακάκια. Η αίσθηση του κρύου με ενοχλούσε ελαφρώς , αλλά το πηχτό, καυτό της αίμα έμοιαζε με λάβα κάτω από τα πόδια μου και με γέμιζε με μια αίσθηση ευφορίας. Άφησα τα ίχνη από το πέλμα μου σε όλο το σπίτι, προσπαθώντας να πατάω στο κέντρο του πλακακιού και όχι στους αρμούς του.<br />Μετά από αρκετές βόλτες, το σπίτι θύμιζε έργο τέχνης, που έφερε την σφραγίδα της, αναμειγμένη με την δική μου. Δεν μου έφτανε όμως. Ήθελα να αφήσω και αλλού τα σημάδια της. Να βγω στο δρόμο όπως ήμουν και να αρχίσω να περπατάω. Έκλαψα γοερά. Από την αρχή μαζί της ήταν διαφορετικά. Μου δημιούργησε την αίσθηση ότι έπρεπε να την μοιραστώ με όλο τον κόσμο. Με κυρίευσε τρόμος. Κάποια αισθήματα δεν θέλεις να τα μοιράζεσαι με κανέναν. Εκείνη είχε καταφέρει το αντίθετο, να με κάνει να θέλω να μοιραστώ την ηδονή της ύπαρξης της με όλους. Μα εγωιστικά την κράτησα για μένα. Η θύμηση των όσων έγιναν θα μείνει μόνο δική μου. Τα γράφω όμως, για να θυμάμαι, αυτό που βαθιά πιστεύω, πως απλά ήμουν μπλεγμένος στον ιστό που αυτό το ηδονικό πλάσμα, είχε πλέξει, άθελα ή ηθελημένα επιφέροντας τέτοια επίδραση επάνω μου»<br />Ταλαντεύητκε λίγα λεπτά ανάμεσα στο ψέμα και την αλήθεια. Έπειτα έσκασε στα γέλια. «Και ευρηματικός. Κοίτα τι σκέφτηκε, για να με κάνει να φοράω παντόφλες.» μονολόγησε. Πήρε το σάκο της και πριν κλειδώσει την πόρτα τον ακουμπήσε στο πάτωμα. Βεβαιώθηκε ότι είχε βάλει μέσα ένα ζευγάρι παντόφλες, κλείδωσε κι έφυγε.</span> </span></div><span style="font-size:130%;"></span><br /><p><span style="font-size:130%;">[Μετά από απαίτηση των αναγνωστών επέστρεψα. Είναι σεντόνι, σας το είπα, αλλά αφού το θέλατε.....Παπαστρουμφ, το επόμενο θα είναι εξαιρετικά αφιερωμενο.......]</p><div align="justify"><br /><br /></div></span>orestishttp://www.blogger.com/profile/07552020852243459284noreply@blogger.com12tag:blogger.com,1999:blog-7313360865650826271.post-86605122755877855042009-02-17T00:14:00.003+02:002012-11-10T15:14:58.385+02:00Απρόσμενα<p align="justify"> </p><p align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff6666;">Απρόσμενα ξύπνησε η μνήμη της εκείνο το βράδυ. Απρόσμενα εύκολα και βίαια. Με μια βία που νόμιζε πως είχε αφήσει πίσω της από καιρό. Μα όπως φάνηκε απλά κοιμόταν ήρεμα μέχρι να χορτάσει ύπνο και να γυρίσει πίσω. Πιο γεμάτη και πιο αχόρταγη.</span></p><p align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff6666;">Δεν είχε καταλάβει τίποτα εκείνο το πρωί. Μόνο μια περίεργη αίσθηση, που πάντα την απέδιδε στα όνειρα που δεν θυμόταν. Μα το όνειρο της προηγούμενης νύχτας ήρθε καθαρά μπροστά της σαν εικόνα. Σε μια στιγμή. Όταν έχοντας γυρίσει σπίτι από μια μέρα γεμάτη ένταση έβαλε ένα κόκκινο κρασί και κάθισε με το μπουρνούζι της μετά το μπάνιο στον καναπέ. Όταν το κρασί χύθηκε στο μπωλ με τα φυστίκια. Όταν ενστικτωδώς έβαλε το χέρι της μέσα στο μπωλ. Τότε ξεκίνησαν όλα.</span></p><p align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff6666;">Θυμήθηκε τη ζωή στην Ολλανδία. Το Άμστερνταμ και το πόσο ήθελε να πάει εκεί. Όλα όσα την είχαν οδηγήσει εκεί. Ο πόνος, ο θυμός και τελικά η οργή της, το μοναδικό συναίσθημα που η πόλη δεν είχε καταφέρει να κατευνάσει. Έπειτα τον Κάρστεν. Θυμήθηκε πόσο της άρεσε που στα λατινικά σήμαινε χριστιανός. Πόσο οικείο τον ένιωθε. Όχι μόνο λόγο ονόματος αλλά και γι αυτό που ήταν ως άνθρωπος. Τις όμορφες μέρες που μοιράστηκαν. Τη μετάλλαξη του λίγο καιρό αργότερα. Τότε που "ο έρωτας τα άλλαξε όλα" όπως χαρακτηριστικά έλεγε. Την φαινομενικά ήρεμη ζωή της εκεί μαζί του, που την βίωνε στην ουσία της σαν ρουτίνα. Μια ρουτίνα φρικιαστική, όταν εκείνος άρχισε τις ζήλιες.</span></p><p align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff6666;">Τα μάτια της δάκρυσαν όταν έφερε στη μνήμη της το πρόσωπό του. Τόσο όμορφο και γαλήνιο. Ούτε που κατάλαβε πότε μετατράπηκε στον τύραννο που τόσο είχε μισήσει. Τον ίδιο τύραννο που εξαιτίας του άφησε τα πάντα πίσω της, με σκοπό να μην τον ξανασυναντήσει. Και βρέθηκε να τον έχει δίπλα της, γύρω της και κυρίως μέσα της. </span></p><p align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff6666;">Σχεδόν αυτόματα και δίχως σκέψη πήρε ένα τσιγάρο και το άναψε. Έπιασε το μπουκάλι και άρχισε να κατεβάζει το κρασί. Η σκέψη της είχε πάρει μπροστά και δεν ήταν στο χέρι της να την σταματήσει.</span></p><p align="justify"><span style="color:#ff6666;"><span style="font-size:130%;">Είδε ξανά την νύχτα εκείνη. Που αποφάσισε να αφήσει το μόνο πράγμα που πήρε τελικά μαζί της να ξεχυθεί σαν χείμαρρος ενάντια, όχι πλέον στον Κάρστεν, μα στον τύραννο από τον οποίο τόσο ήθελε να ξεφύγει και άφησε την οργή να τα κανονίσει όλα. Πράγμα που έκανε ξανά και ξανά. Ενάντια σε όλους εκείνους που έκτοτε πρόσπαθησαν να τη βάλουν στο οποιοδήποτε καλούπι. Και ανάμεσα σε εκείνη τη μοναδική ευχάριστη στιγμή της ανάμνησης, ήρθε μια αναλαμπή να ανατρέψει τα πάντα.<br /></span><span style="font-size:130%;">Και απόμεινε μετέωρη στον καναπέ κοιτώντας τα χέρια της. Παρατηρώντας τα μάλλον, για αρκετή ώρα. Αυτή η λευκή σάρκα με το περιποιημένο μανικιούρ, που ενώ φαινόταν τέλεια, περίμενε τη στιγμή εκείνη που θα βεβαίωνε την τελειότητα της. Θα πιστοποιούσε την ταυτότητα της, όχι όμως και την ύπαρξη της. Πάντα αυτό σκεφτόταν όταν τα βύθιζε στο μπολάκι με τη δική τους ύπαρξη. Πάντα τη ρουφούσε όλη. Έχωνε τα δάχτυλα της στο μπωλ και έπαιρνε κάθε ίνα τους, κάθε φλέβα του κορμιού τους, αφουγκραζόταν κάθε απόκρυφη πτυχή της σκέψης τους, βίωνε την ουσία τους και μετά την έκανε δική της, προσπαθώντας να πιστοποιήσει την δική της ταυτότητα. Και πάντα παρούσα η ίδια ηρεμία. Σαν ιεροτελεστία, αφού τους είχε "κοιμήσει" συνήθως με κάποιον ήρεμο τρόπο. Μετά την έπιανε η μανία. Μετά ήθελε να χύσουν και άλλο αίμα. Μετά τους κατακρεουργούσε για να το αποκτήσει. Και το όνομα. Ποιο αστείο όνομα για εκείνη την περίοδο δεν θα μπορούσε να βρει. Κι ας ένιωθε μέσα της πως απέπνεεε κάτι το ηγετικό.</span></span></p><p align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff6666;">Και τώρα ενώ νόμιζε πως φεύγοντας από την Ολλανδία, είχε ξεμπερδέψει με τις ταυτότητες ήθελε να τη ζήσει ξανά αυτή την εμπειρία. Παρόλο που πίστευε πως πλέον δεν είχε ανάγκη από ταυτότητες. Σβήνοντας το τσιγάρο άφησε ένα τρανταχτό γέλιο. Δεν τολμούσε να πιστέψει πως τόσα χρόνια ζούσε σε μια πλάνη. Μα το ένστικτο της δεν της είχε πει ποτέ ψέματα. Ντύθηκε και ξεκίνησε για το σπίτι του. Εκεί πίστευε πως θα τα ξεδιάλυνε όλα. </span></p><p align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff6666;">Όταν έφτασε, ο Χριστόφορος, ήταν αραχτός στον καναπέ. Έκανε μια προσπάθεια να κατευνάσει τον εαυτό της με το σεξ. Δεν της έφτασε. Ήθελε την ύπαρξη του, ήθελε να νιώσει την ουσία του και αυτό μόνο με έναν τρόπο ήξερε να το κάνει.</span></p><p align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff6666;">Πήρε νωχελικά το μαντήλι, μα δεν του έδεσε τα χέρια όπως εκείνος περίμενε. Το έδεσε χαλαρά γύρω από το λαιμό του, κρατώντας τις δυο άκρες του στα δικά της. Όταν είδε πως ήταν αρκετά παθιασμένος άρχισε να τις σφίγει. Όταν ένιωσε την ηδονή να γίνεται πόνος, συνέχισε να τις σφίγει μανιασμένα, μέχρι που ο Χριστόφορος σταμάτησε να αντιδρά. Τον κοίταξε λίγο έτσι όπως είχε πέσει ακούνητος στον καναπέ. Τώρα ήξερε. Τώρα δεν υπήρχε περιθώριο λάθους.</span></p><p align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff6666;">Πήρε ήρεμα τον χαρτοκόπτη του και άρχισε να του κόβει το σώμα και να συλλέγει το αίμα του. Περίμενε χρόνια γι' αυτή τη στιγμή, της απόλυτης βίωσης, της απόλυτης ολοκλήρωσης. Γιατί τώρα κατείχε κάτι που δεν είχε πριν. Τώρα είχε την γνώση όλου αυτού.</span></p><p align="justify"><span style="color:#ff6666;"><span style="font-size:130%;">Έβαλε τα δάχτυλα της μέσα στο μπωλ με το αίμα, που ήταν ακόμα ζεστό. Τα έπαιξε μέσα στο υγρό, σαν δεξιοτέχνης. Τα άφησε να ποτίσουν από εκείνον. Πόσο όμορφη ήταν αυτή η αίσθηση τώρα που είχε πλήρη επίγνωση. Σηκώθηκε έπειτα από ώρα. Έφτιαξε ένα ποτό και κάθισε στον καναπέ, χαμογελώντας. Για χρόνια νόμιζε πως όλο αυτό ήταν μια ταυτότητα, που ίσως η ίδια να ήθελε να αποδώσει στον εαυτό της. Τελικά ήταν η ίδια η ύπαρξη της, από την οποία όσο και αν ήθελε δεν μπορούσε να ξεφύγει. </span><span style="font-size:130%;">Μια ύπαρξη από την οποία δεν χρειαζόταν να ξεφύγει, αλλά την οποία χρειαζόταν να θρέψει. Τότε σηκώθηκε με το ποτήρι στο χέρι και κοιτώντας τον Χριστόφορο έκανε μια πρόποση.</span></span></p><p align="justify"><span style="font-size:130%;"><span style="color:#ff6666;">"Μετά από χρόνια μπορώ να πω, πως με λένε Παπαστρουμφ και σκοτώνω για να "ταίσω" την ύπαρξη μου με όσους ηθελημένα ή μη έχουν την πρόθεση να δώσουν τη δική τους."</span> </span> </p>orestishttp://www.blogger.com/profile/07552020852243459284noreply@blogger.com3tag:blogger.com,1999:blog-7313360865650826271.post-87676570660606152322009-02-09T21:56:00.008+02:002012-11-10T15:16:38.858+02:00Θα γίνει σεισμός- θα γίνει πανικός<div align="justify"></div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#33ff33;">Ο Άκης ήταν άνθρωπος από τη φύση του ήρεμος και γαλήνιος. Χαμένος στα βιβλία του και στις μουσικές του. Και στην πεποίθηση του ιδανικού σνυτρόφου, που τον κυνήγαγε από νεαρή ηλικία. Η πραγματικότητα βέβαια δεν τον είχε δικαιώσει στον συγκεκριμένο τομέα. Έπεφτε σε τύπισες που ή τους έδινε πολλά, αλλά εκείνες είχαν ξεχάσει να πάρουν ψιλά για να τα κουβαλήσουν με το καρότσι ή του έδιναν πολλά, σε μια υλική όμως διάσταση που δεν του επέτρεπε να πάρει το αερόστατο για τον έβδομο ουρανό.</span></div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#33ff33;">Η Άννα από την άλλη ήταν φύση πληθωρική. Κοινωνική με πολλούς φίλους και άποψη για όλα. Κυρίως για το χρώμα που θα είχε το αερόστατο. Κι όμως δεν ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά. Αντίθετα χρειάστηκαν πολλές ματιές και ακόμα περισσότερες ατάκες. Το αποτέλεσμα όμως ήταν πως το αερόστατο απογειώθηκε. Ο Άκης είχε πεισθεί με ποιόν ήθελε να κάνει την βόλτα. Η Άννα ξεκίνησε αρχικά για το ταξίδι. Παρόλη την έντονη προσωπικότητα της, στις σχέσεις της, ήθελε να αφήνει τον άλλο να την οδηγεί.</span></div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#33ff33;">Για χρόνια το χρησιμοποιούσε σαν πείραμα, για να δει αν της κάνει ο άλλος, μετά κατάλαβε ότι αυτή ήταν και έπαψε να μπλέκει με τύπους που συνεχώς ρωτούσαν ποιο πόδι μπαίνει πρώτο στο χορό. Αν ήξεραν καλώς, αλλιώς τους έστελνε να μάθουν. "Και οι σχολές χορού, να πεινάσουν; Δεν γίνεται." έλεγε με νάζι στη φίλη της. Και ενώ με τον Άκη ήταν κάπως επιφυλακτική, τον έβλεπε να οδηγεί και άρχισε να γουστάρει.</span></div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#33ff33;">Οι βόλτες τους και οι συζητήσεις τους πολλές και περιεκτικές. Έπρεπε όμως να περάσουν από τη θεωρία στην πράξη. </span></div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#33ff33;">Εκείνη τα είχε ετοιμάσει όλα. Φαγητό, κρασάκι ,κεριά, το μόνο που έλειπε η ανδρική παρέμβαση του Άκη, που θα αναλάμβανε το επιδόρπιο. Την ώρα που μάζευε τα πιάτα για το γλυκό, ήταν πεπεισμένη πως όλα πήγαιναν κατ' ευχήν. Η συνέχεια τη δικαίωσε. Άρχισαν να ανταλλάσσουν παθιασμένα φιλιά πάνω από τα αναμμένα κηροπήγια, δίπλα στα πιατάκια του γλυκού. Μα το γλυκό θα τρωγόταν στην κρεβατοκάμαρα.</span></div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#33ff33;">Την οδήγησε εκεί με μικρές νωχελικές κινήσεις στην αρχή, ενώ με μια βίαιη την πέταξε επάνω στο κρεβάτι. Εκείνη προσπαθούσε να μην σκέφτεται τίποτα και να αφήσει τα αρχέγονα ένστικτα να την οδηγήσουν. Ένστικτα που μετά από λίγη ώρα την είχαν φέρει ξαπλωμένη με τα προκλητικά της εσώρουχα στο σιδερένιο κρεβάτι της να κοιτάζει με πάθος τον κάπως αμήχανο Άκη. Τον έβλεπε να γδύνεται και να την κοιτάει με ένα βλέμμα γεμάτο υποσχέσεις. Χωρίς να το σκεφτεί ιδιαίτερα άπλωσε τα χέρια της και έπιασε το σίδερο του κρεβατιού. Ήταν σίγουρη πως εκείνος είχε λάβει το μήνυμα. </span></div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#33ff33;">"Μαααα...." ψέλλισε με χαμηλή φωνή. "Δεν γίνεται να σε δέσω. Και αν γίνει σεισμός; Πώς θα μας βρουν;" απάντησε ενώ την ίδια ώρα σκεφτόταν πως τελικά έπρεπε να είχε βάλει το τέλειο Calvin Klein κολλητό μποξεράκι του, που πάντα τον έβγαζε ασπροπρόσωπο σε τέτοιες καταστάσεις., που μπορούσε να επιτρέψει στον ανδρισμό του να μεταμφιεστεί σε ευρώ. Όμως το μόνο που κατάφερε ήταν να κάνει τον ανδρισμό του σκόνη. Και ως γνωστόν η Άννα έβαζε σκούπα κάθε Σάββατο και ήταν ακόμα Τρίτη.</span></div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#33ff33;">Το αποτέλεσμα, η Άννα να μην τον ξαναδεί από τότε. Για αρκετό καιρό μετά επέλεγε άντρες, ανάλογα με τη γραβάτα που φορούσαν. Όχι με βάση το πόσο τους πήγαινε, αλλά πόσο όμορφοι έδειχαν οι καρποί της τυλιγμένοι γύρω από αυτήν σε συνδυασμό με το σίδερο του κρεβατιού. Ήταν ο δικός της τρόπος να εξαγνιστεί για τον Άκη.</span></div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#33ff33;">Ο Άκης πάλι δεν κατάφερε να εξαγνιστεί. Έκανε μια δυο εμφανίσεις με το Calvin Klein αλλά δεν του ήταν αρκετό. Η Άννα είχε γίνει απωθημένο. Σε μια προσπάθεια να το εξαγνίσει, έμπλεξε με μια τύπισα από εκείνες που δεν έπαιρναν ψιλά για το καρότσι. Τον έβαλε να βάλει το στρινγκ της και φοβούμενος μην γίνει ότι με την Άννα το έκανε. "Τι άλλο να πάει στραβά;" σκεφτόταν όταν λικνιζόταν μπροστά της.</span></div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#33ff33;">Η Άννα τυχαία πήρε εφημερίδα εκείνο το πρωί. Η είδηση του σεισμού την είχε σοκάρει. Στην φωτογραφία στην πρώτη σελίδα έμεινε άφωνη. Πήγε στη σελίδα να διαβάσει το άρθρο. "Επίπονες προσπάθειες των διασωστών να σώσουν ένα νεαρό, που βρέθηκε ημίγυμνος ανάμεσα στα συντρίμια, φορώντας μόνο ένα στρινγκ." που συνοδευόταν από μια γελοία φωτογραφία του Άκη, ενώ αντιστεκόταν στη διάσωση. Έσκασε στα γέλια. </span></div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#33ff33;">"Τι χαζός. Αν το μόνο που ήθελε ήταν να φοράει εκείνος το στρινγκ θα μπορούσε να μου το πει. Θα είχαμε περάσει τόσο ωραία." σκέφτηκε ενώ δίπλωνε την εφημερίδα και την έβαζε στην τσάντα της.</span></div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#33ff33;">[Αφιερωμένο...ξέρει ποιός....σχόλιο του δημιουργού: πρώτη φορά ξαναδούλεψα κείμενο τόσο πολυ.....οπότε....δεν θέλω αηδίες!]</span></div>orestishttp://www.blogger.com/profile/07552020852243459284noreply@blogger.com6tag:blogger.com,1999:blog-7313360865650826271.post-11502267745660994412009-01-10T22:41:00.003+02:002009-01-10T22:49:55.938+02:00Κενό<span style="color:#33ff33;"><span style="font-size:130%;">Θα ονειρευτώ τίποτα </span><br /><span style="font-size:130%;"></span><br /><span style="font-size:130%;">και κανέναν.</span><br /><span style="font-size:130%;"></span><br /><span style="font-size:130%;">Θα κοιμηθώ με το κενό,</span><br /><span style="font-size:130%;"></span><br /><span style="font-size:130%;">το ίδιο, </span><br /><span style="font-size:130%;"></span><br /><span style="font-size:130%;">εκείνο</span><span style="font-size:130%;"> που αντικρύζω όταν ξυπνάω.</span><br /><span style="font-size:130%;"></span><br /><span style="font-size:130%;">Με τον καφέ μου σκούρο</span><br /><span style="font-size:130%;"></span><br /><span style="font-size:130%;">και πικρό.</span><br /><span style="font-size:130%;"></span><br /><span style="font-size:130%;">Στο διάβα του κόσμου </span><br /><span style="font-size:130%;"></span><br /><span style="font-size:130%;">θα αλλάζω πρόσωπα,</span><br /><span style="font-size:130%;"></span><br /><span style="font-size:130%;">και όχι προσωπεία</span><br /><span style="font-size:130%;"></span><br /><span style="font-size:130%;">και θα καταθέτω τη γύμνια μου</span><br /><span style="font-size:130%;"></span><br /><span style="font-size:130%;">στο χαλί της ζωής.</span><br /><span style="font-size:130%;"></span><br /><span style="font-size:130%;">Και αυτές που θα ακούγονται</span><br /><span style="font-size:130%;"></span><br /><span style="font-size:130%;">χωρίς να φαίνονται</span><br /><span style="font-size:130%;"></span><br /><span style="font-size:130%;">θα είναι οι πατημασιές,</span><br /><span style="font-size:130%;"></span><br /><span style="font-size:130%;">εκείνων,</span><br /><span style="font-size:130%;"></span><br /><span style="font-size:130%;">που υπήρξαν φαντάσματα</span><br /><span style="font-size:130%;"></span><br /><span style="font-size:130%;">τούτης της ψυχής.</span></span>orestishttp://www.blogger.com/profile/07552020852243459284noreply@blogger.com9tag:blogger.com,1999:blog-7313360865650826271.post-7454627029737366422009-01-08T00:00:00.003+02:002009-01-08T00:45:24.412+02:00Όλα ή τίποτα<div align="justify"><span style="font-size:130%;"></span></div><br /><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;">Τίποτα δεν μετράει</span></div><br /><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;"></span></div><br /><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;">και όλα πονάνε σαν καρφιά.</span></div><br /><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;"></span></div><br /><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;">Το όχι, που κανείς μας δεν λέει</span></div><br /><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;"></span></div><br /><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;">μα δεν παραδέχεται το ναι</span></div><br /><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;"></span></div><br /><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;">αφήνεται στο ίσως,</span></div><br /><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;"></span></div><br /><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;">που γίνεται γρασίδι στην κοιλάδα του ποτέ.</span></div><br /><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;"></span></div><br /><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;">Και απομένει το τότε</span></div><br /><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;"></span></div><br /><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;">να θέλει να αγγίξει το πάντα,</span></div><br /><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;"></span></div><br /><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;">μα επιστρέφει στη στιγμή που το γέννησε,</span></div><br /><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;"></span></div><br /><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;">την μοναδική που το γέμισε,</span></div><br /><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;"></span></div><br /><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;">εκείνη, </span></div><br /><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#ff0000;"></span></div><br /><div align="justify"><span style="font-size:130%;"><span style="color:#ff0000;">που δεν θέλησε τίποτα</span>.</span></div><br /><div align="justify"><span style="font-size:130%;"></span></div><br /><div align="justify"><span style="font-size:130%;"></span></div><br /><div align="justify"><span style="font-size:130%;"></span></div><br /><div align="justify"><span style="font-size:130%;"></span></div>orestishttp://www.blogger.com/profile/07552020852243459284noreply@blogger.com4tag:blogger.com,1999:blog-7313360865650826271.post-76733918975934258432009-01-05T22:56:00.004+02:002009-01-05T23:45:38.380+02:00Νέα αρχή (?)<div align="justify"><span style="font-size:130%;"></span></div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#33ff33;">Ώρες ολόκληρες καθόταν ανάμεσα σε σκόρπια χαρτιά και τετράδια, μπροστά από τη βιβλιοθήκη του παρελθόντος, όπως έλεγε. Γράμματα από φίλους και εραστές, μάρτυρες μιας ζωής που είχε καιρό τώρα αφήσει πίσω της. Πρόσωπα και καταστάσεις από το παρελθόν. Για πόσους δεν είχε ιδέα τι είχαν απογίνει. Πόσων είχε χάσει τα ίχνη και για πόσους είχε αφήσει να χαθούν τα δικά της. Και πάντα η ίδια, γλυκιά νοσταλγία να την οδηγεί να τα θυμηθεί, να τα σκαλίσει. Νοσταλγία που γινόταν θρήνος όταν έφτανε στα δικά τους. </span></div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#33ff33;">Του Μάνου τα διάβαζε όλα. Ήταν ο πρώτος που έφυγε και είχε φροντίσει να αφήνει πάντα κάποιο ίχνος, κάποιο σημάδι ζωής. Ώσπου ένα πρωινό, αποφάσισε να σβήσει μόνη της και το παραμικρό σημάδι της ύπαρξης του. Του Γιάννη δεν άντεχε. Κάπου στη μέση την έπνιγαν τα δάκρυα και έκλεινε το τετράδιο σαν τρελή. Έτρεχε στο δωμάτιο του Άρη, βεβαιωνόταν ότι κοιμόταν σκεπασμένος και τον αγκάλιαζε σαν να ήταν η τελευταία φορά που τον έβλεπε. Πολλές φορές την έπαιρνε ο ύπνος εκεί και ξύπναγε με την ερώτηση του στα αυτιά της "Ρε μαμά, τι έπαθες πάλι;". Εκείνη τον κοίταζε βουβή και ευτυχισμένη, τον φιλούσε και σηκωνόταν να φτιάξει πρωινό.</span></div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#33ff33;">Παρόλο που πλησίαζε τα 40, ποτέ δεν είχε σκεφτεί έτσι. Πάντα νοσταλγούσε αυτούς που έφυγαν, αλλά πάντα έβρισκε παρηγοριά στο γιό της. Το κειμείλιο ένος έρωτα όπως έλεγε. Τώρα όμως που είχε φύγει και αυτός-γιατί το παιδί ήθελε να σπουδάσει- ένιωθε αλλιώς. Το βάρος όλων αυτών που είχαν φύγει έμοιαζε αβάσταχτο. Η μοναξιά τώρα είχε άλλη μορφή, ακριβώς επειδή δεν είχε η ίδια επιλέξει. Τότε θυμήθηκε την Ελένη.</span></div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#33ff33;">Πήρε το κουτί της. Γέλασε, επειδή το είχε στη βιβλιοθήκη με τα πρόσωπα του παρόντος, παρόλο που εκείνη την είχε διώξει, για χάρη του Άρη. Θυμήθηκε εκείνο, το τελευταίο βράδυ στο σπίτι της Ελένης, με μάτια υγρά, να της λέει, πως προέχει ο γιος της και πως δεν μπορεί να υποστηρίξει αυτό που γινόταν μεταξύ τους. Μετά να τρέχει σπίτι και να τον αγκαλιάζει και να νιώθει πως ο κόσμος σταματά εκεί, με το γιο της στην αγκαλιά της.</span></div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#33ff33;">Μα ο κόσμος δεν σταμάτησε. Και βρισκόταν εκεί, με την αγκαλιά άδεια και την καρδιά κενή. Μέσα στα κλάματα, άπλωσε το χέρι και έπεσε σε έναν φάκελο. Είχε ένα γράμμα της Ελένης και ένα ζευγάρι κλειδιά. Δεν ήξερε αν θα την περίμενε, αν τα κλειδιά θα άνοιγαν την πόρτα. Ήξερε μόνο πως ήθελε να βρεθεί, εκεί δίπλα της, να ξαπλώσει, να ακουμπήσει το κεφάλι στον ώμο της και να νιώσει, ασφάλεια, πως δεν φεύγουν όλοι. Πως υπάρχουν άνθρωποι που μένουν, για τον πολύ απλό λόγο, επειδή αυτό είναι που θέλουν.</span></div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#33ff33;">Δεν ήξερε αν το ζούσε, αλλά κοιμήθηκε με την αίσθηση της Ελένης δίπλα της. Μόνο το πρωί, που την ξύπνησε, κατάλαβε πως όλα ήταν αληθινά. Και το τηλέφωνο του Άρη, απλά μεγάλωσε την ευτυχία της και δεν την καθόρισε, αυτή τη φορά.</span></div>orestishttp://www.blogger.com/profile/07552020852243459284noreply@blogger.com4tag:blogger.com,1999:blog-7313360865650826271.post-68585062353779399042008-12-25T23:38:00.003+02:002008-12-26T00:50:37.376+02:00Εναλλακτικά Χριστούγεννα 2<div align="justify"> </div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#33ff33;">"Περπάτησε αρκετά μέσα στο κρύο. Δεν ήταν παρά λίγες μέρες στην πολή και δεν ήξερε ακόμα τα στέκια. Όχι ότι είχε και πολλά. Κάποια στιγμή βρέθηκε μπορστά στην πόρτα από το μπαράκι. Δεν ήταν σίγουρη πως ήταν αυτό που της είχαν πει, ήταν όμως σίγουρη πως σε αυτό θα έμπαινε. Το κρύο δεν της επέτρεπε άλλες περιπλανήσεις. Μπήκε και κάθισε στη γωνία του μπαρ και περίμενε να παραγγείλει. Δεν είχε πολύ κόσμο, αλλά δεν της προξένησε εντύπωση. "Χριστούγεννα είναι, θα τα περάσουν με τους δικούς τους." σκέφτηκε, αλλά γρήγορα τη διέκοψε ο μπάρμαν, που ήρθε για παραγγελία. Δεν πήρε πόρτο αυτή τη φορά. Παρήγγειλε ένα ουίσκι με πάγο. Ο Μπάρμαν μάλλον κατάλαβε πως ήταν ξένη, αφού μόλις της έφερε το ποτό της είπε Καλά Χριστούγεννα.</span></div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#33ff33;">Εκείνη απάντησε πως προτιμούσε το σκέτο χρόνια πολλά γιατί -για να τον προλάβει- ήταν τα γενεθλιά της. Χαμογέλασε σε αυτό. Πάντα χρησιμοποιούσε αυτή τη δικαιολογία, για όλες τις γιορτές που την έβρισκαν μόνη να τα πίνει σε κάποιο μπαρ. Εκείνος την κέρασε το δέυτερο και δεν έκανε άλλες ερωτήσεις. Ξαφνικά ένιωσε να κάθεται δίπλα της ένας τύπος που μέχρι εκείνη την στιγμή καθόταν στην άλλη μεριά του μαγαζιού. Ήταν έτοιμη για το τι θα έλεγε, όμως περίμενε να την ρωτήσει. Πράγματι τη ρώτησε τι έκανε εκεί. Δεν μπορούσε να καταλάβει πως όλοι καταλάβαιναν αμέσως ότι ήταν ξένη. Της είχαν πει όμως, πως το Αβέιρο, όντας καθαρά βιομηχανική πολή δεν προσφέρεται για τουρισμό και πως ίσως τέτοιες μέρες να συναντούσε δυσκολίες από τους ντόπιους. </span></div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#33ff33;">Η επιθυμία της όμως να πάει στην Πορτογαλία και μάλιστα σε αυτή την πόλη κοντά στην ακτή του ατλαντικού ωκεανού είχε υπερνικήσει όλες τις φοβίες. Αν και ο συγκεκριμένος ντόπιος δεν της έφερε καμία δυσκολία. Τα ήπιαν και τα είπαν σαν δυο καλά φιλαράκια. Του έκανε εντύπωση που, όπως του είπε είχε σηκωθεί ένα πρωί και είχε φύγει. Μέσα της το ετοίμαζε καιρό, αλλά όπως του είπε οι καλύτερες αποφάσεις είναι εκείνες που παίρνει η καρδιά στα ξαφνικά....."</span></div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#33ff33;">Κάπου εκεί η Νεφέλη αποφάσισε πως η ιστορία έπαιρνε άλλη τροπή από αυτή που ήθελε να της δώσει και δεν κάθισε να την περιεργαστεί. Άφησε τα χαρτιά ανοιχτά στο γραφείο της και πήγε στην κουνιστή πολυθρόνα της. Μέσα της το πίστευε πλέον, αφού δεν είχε καταγράψει εγκαίρως όσα ήθελε να θυμάται τώρα ήταν αργά. Είχε φτάσει σχεδόν τα 90 και η μνήμη εξασθενούσε μέρα με τη μέρα. Η απόσταση που εκείνοι είχαν βάλει ανάμεσα τώρα γινόταν πραγματικότητα και για την ίδια. Παρόλο που πίστευε πως ειδικά εκείνη, την τελευταία μέρα, όχι απλά θα την θυμόταν, αλλά θα μπορούσε να την αποδώσει λεκτικά. </span></div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#33ff33;">Δεν πτοήθηκε. Κατέληξε πως ήταν πιο σημαντικό να κρατάει μέσα της την ανάμνηση του το ότι για μία φορά, αλλά ουσιαστική, είχε αποφασίσει εκείνη να φύγει από αυτούς που αγαπούσε, αντί να περιμένει να την αφήσουν εκείνοι πρώτοι. Και ότι είχε περάσει σχεδόν όλα τα χρόνια της ζωής της με αυτό, της ήταν περισσότερο αν όχι αρκετό,από μια ίσως ανόητη και συναισθηματική ιστορία με όχι happy end, για μια ζωή, που η ίδια είχε επιλέξει να αφήσει πίσω της.</span></div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#33ff33;">Γύρισε στο γραφείο κι έσκισε ό,τι είχε γράψει. "Αφού πλέον δεν υπάρχει ούτε στο μυαλό, καλύτερα να μην υπάρχει ούτε στο χαρτί. Μου φτάνει, που έζησα με αυτή την απόφαση και την υπερασπίστηκα ως το τέλος."</span></div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#33ff33;"></span> </div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#33ff33;">[Θα ήθελα πάρα πολύ να πω, πως φέτος αποφάσισα να κάνω γιορτές μακριά από αυτούς που αγαπώ.....μα υπάρχουν ενστάσεις στο αποφάσισα....αποφάσισα όμως, για λόγους που δεν μπορώ να αναφέρω, πως αποφάσισα να κάνω γιορτές με τον εαυτό μου, και αυτό είναι πιο σημαντικό και στην ουσία του, πιο ειλικρινές]</span></div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#33ff33;"></span> </div><div align="justify"><span style="font-size:130%;color:#33ff33;">...Για σένα...που ξέρεις πως πάντα σε κουβαλάω όπου κι αν πάω όπου κι αν βρεθώ.</span></div>orestishttp://www.blogger.com/profile/07552020852243459284noreply@blogger.com8