Δευτέρα 26 Ιανουαρίου 2015

Άνθρωποι και κοστούμια


Από τη μία είναι οι άνθρωποι με τα κοστούμια,
από την άλλη είναι τα κοστούμια με τους ανθρώπους.
 
Άλλοτε φοράει ο άνθρωπος το κοστούμι,
άλλοτε φοράει το κοστούμι τον άνθρωπο.
 
Εάν αφαιρέσεις ένα κομμάτι από το κοστούμι
παραμένει κοστούμι.
 
Εάν αφαιρέσεις ένα κομμάτι από τον άνθρωπο,
παραμένει άνθρωπος;
 
Εάν προσθέσεις ένα κομμάτι κοστούμι στον άνιρωπο,
παραμένει κοστούμι.
 
Εάν προσθέσεις ένα κομμάτι αθρώπου στο κοστούμι,
παραμένει κοστούμι.
 
Και μένουν να κοιτάζονται,
άνθρωποι και κοστούμια...
 
άλλοτε φορώντας οι άνθρωποι τα κοστούμια,
μα πάντοτε φορώντας τα κοστούμια τους ανθρώπους.


Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2012

Πρωτομηνιά


Θυμάμαι το τότε

που σήμαινε μαζί,

στο δικό σου εκεί.

Βιώνω το τώρα

που σημαίνει εγώ

στο δικό μου εδώ.

Και αυτή η πρώτη του μηνός,

που πλησιάζει,

φαντάζει τώρα πιο τρομαχτική,

όχι για το δικό σου εκεί,

μα για το δικό μου εδώ.

Παρασκευή 6 Απριλίου 2012

Το κάπνισμα βλάπτει σοβαρά τη υγεία

Ο Μηνάς άργησε να γυρίσει σπίτι. Καθυστέρησε στη δουλειά και δεν μπόρεσε να αντισταθεί στην πρόσκληση των κολλητών για ένα γρήγορο καφεδάκι στο στέκι, στην πλατεία. Ο ήλιος που έκαιγε από το πρωί, πιστοποιώντας πως η άνοιξη είχε μπει για τα καλά, του έδιωξε κάθε δεύτερη σκέψη. Συγκεκριμένα τη δική της σκέψη. Με την κουβέντα πέρασε η ώρα και έπρεπε να βιαστεί εάν δεν ήθελε να χάσει την καθιερωμένη προπόνηση με τα άλλα φιλαράκια, αυτά της μπάλας. Κοίταξε το κινητό του όταν έφευγε από το γήπεδο. Είχε πάει ήδη 11.00. «Πώς περνάει η ώρα ρε γαμώτο.» σκέφτηκε και μπήκε γρήγορα στο αυτοκίνητο. Άνοιξε το ράδιο και ξεκίνησε. Στο πρώτο κόκκινο φανάρι, με την κίνηση να είναι εμφανής, η σκέψη του πήρε επιτέλους το σωστό δρόμο.
Η Έλλη. Ποιος την άκουγε όταν θα γυρνούσε στο σπίτι. Δεν ήταν το ότι έλειπε όλη μέρα, αλλά το ότι δεν την είχε πάρει ούτε ένα τηλέφωνο. Και το χειρότερο είναι πως ούτε καν το σκέφτηκε. Κάτι που το γνώριζε βέβαια και η ίδια. Ήξερε καλά πως δεν μπορούσε να την ξεγελάσει. Θα έπρεπε να βρει κάτι πραγματικά πρωτότυπο αυτή τη φορά για να κατευνάσει το θυμό της. «Ειλικρίνεια.» σκέφτηκε και ανάβοντας ένα τσιγάρο ανακουφίστηκε.
Έβαλε το κλειδί στην πόρτα σαν το παιδί που φοβάται μήπως το πάρουν είδηση οι γονείς του. Μπήκε ακροπατώντας μέχρι το χωλ, όταν διαπίστωσε πως τα φώτα ήταν κλειστά. Μόνο η λάμπα του γραφείου της ήταν αναμμένη, όπως και ο υπολογιστής της. Δεν μπήκε στον κόπο να τον κλείσει. Ελαχιστοποίησε τα παράθυρα, έσβησε τη λάμπα και χώθηκε στο μπάνιο. Αφού ετοιμάστηκε, λίγο πριν πέσει για ύπνο, έσκυψε δίπλα της και τη φίλησε στο μάγουλο.
«Δεν κοιμάμαι. Πρέπει να μιλήσουμε. Εάν μπορέσεις να με βάλεις στο πρόγραμμά σου τις επόμενες μέρες θα το εκτιμούσα.» είπε με κοφτή, ειρωνική φωνή, που του επέτρεψε να απαντήσει απλά ένα ξερό ναι.
Ο ίδιος άργησε να κοιμηθεί μετά τη σύντομη συνομιλία τους. Εκείνη πάλι βυθίστηκε σε έναν ύπνο βαθύ, από εκείνους που είχε καιρό να κάνει.
Όταν ξύπνησε το πρωί, εκείνος είχε ήδη φύγει. Άνοιξε πρώτα τα παράθυρα, έπειτα το ράδιο και τελευταίο ετοίμασε τον καφέ της. Θα τον έπινε στο μπαλκόνι μιας και ο καιρός το επέτρεπε. Πήρε το φορητό υπολογιστή και κάθισε στη βεράντα. Ήταν μια όμορφη μέρα για να χαζέψει στο διαδίκτυο μία από τις αγαπημένες της ασχολίες, τα φυτά. Σταμάτησε απότομα την έρευνά της καθώς έπρεπε να ετοιμαστεί για τη δουλειά. Θα συνέχιζε το βράδυ. Εξάλλου, είχε χρόνο να ψάξει και να προετοιμαστεί εγκαίρως. Η άνοιξη μόλις είχε μπει. Θα είχαν χρόνο τα φυτά της να ανθίσουν.
Το μήνυμα του το μεσημέρι την ξάφνιασε. Η πρότασή του ήταν να βγουν όπως παλιά και να συζητήσουν έξω με ποτό, τσιγάρα, χορό και κυρίως καλή διάθεση, όπως χαρακτηριστικά της έγραφε. Θεωρούσε ότι το περιβάλλον του σπιτιού θα επιδρούσε αρνητικά και για τους δυο τους. Το δέχτηκε απρόθυμα. Δεν ένιωθε άνετα εκτός του χώρου της. Εστίασε όμως στην σκέψη, πως ήταν μια συζήτηση που έπρεπε να γίνει, κι αυτό ήταν που τελικά μετρούσε.
Το ραντεβού κλείστηκε για τις 10.00. Κανείς δεν ρώτησε τον άλλο που θα βρισκόταν μέχρι εκείνη την ώρα. Σίγουρα δεν θα συναντιόντουσαν νωρίτερα στο σπίτι. Ήταν σαν μια σιωπηλή συμφωνία μεταξύ τους ότι θα βρισκόντουσαν κατευθείαν το βράδυ. Ο καθένας θα είχε τον προσωπικό του χρόνο να προετοιμαστεί για αυτό που θα επακολουθούσε.
Έφυγε από το γραφείο βιαστικά. Έπρεπε να περάσει και από το φίλο της, τον ανθοπώλη. Την είχε ειδοποιήσει ότι είχε βρει αυτό που του είχε ζητήσει. Άγγιξε το πόμολο με χέρια που έτρεμαν. Για μια στιγμή νόμισε πως δεν θα είχε τη δύναμη να την ανοίξει τελικά. Πήρε βαθιά ανάσα και ελάχιστα λεπτά μετά, βρισκόταν μπροστά στον πάγκο του ανθοπωλείου.
«Καλώς την.» είπε ο Νίκος με ήρεμη φωνή, έσκυψε πίσω από τον πάγκο και σηκώθηκε, απιθώνοντας μια σακούλα γεμάτη με φύλλα πικροδάφνης επάνω του. «Τι θα τα κάνεις αλήθεια τόσα φύλλα;» τη ρώτησε και στο πρόσωπό του σχηματίστηκε ένα σατανικό γελάκι.
«Κάποια θα τα αποξηράνω. Κάποια θα τα βράσω. Και κάποια θα τα κάψω για να δώσω χρησμούς σαν άλλη Πυθία.» απάντησε περιπαιχτικά.
«Κοίτα μην κάνεις καμιά βλακεία. Η πικροδάφνη είναι εξαιρετικά δηλητηριώδης. Οι αναθυμιάσεις και μόνο μπορεί να σε στείλουν.» είπε με στόμφο, τυλίγοντας τα χέρια του προστατευτικά γύρω από τη σακούλα, έτοιμος να την πάρει πίσω.
«Μην ανησυχείς. Δεν είμαι τόσο ηλίθια.» του απάντησε, αποφεύγοντας ωστόσο να διευκρινίσει γιατί ήθελε τόσα φύλλα.
Στο επικριτικό του ύφος απάντησε μελιστάλαχτα. Του εξήγησε πως ήταν ενημερωμένη για τις δράσεις του συγκεκριμένου φυτού. Πως είχε διαβάσει για την κοινή του χρήση με τη γλυκόριζα σαν «γιατροσόφι», αλλά πως δεν είχε καμία πρόθεση να κάνει πειράματα. Απλά σκόπευε να το χρησιμοποιήσει στο «έργο» που δούλευε και με το οποίο θα δήλωνε ξανά συμμετοχή στη Biennale. Ήξερε πως η συγκεκριμένη λέξη θα τον απέτρεπε από περιττές ερωτήσεις. Ήταν το όριο πριν την απαγορευμένη γραμμή.
Ο Νίκος άλλωστε την ήξερε χρόνια. Όταν έφευγε ως νέα φέρελπις καλλιτέχνης για τη σχολή καλών τεχνών της Βιέννης. Τον κόπο που είχε καταβάλει για να γίνει δεκτή. Το κόστος ήταν υψηλό, οπότε έδωσε εξετάσεις για μερική υποτροφία, την οποία, όταν ολοκλήρωσε το πρώτο έτος σπουδών, πήρε ολόκληρη εξαιτίας του ταλέντου της, το οποίο αναγνωρίστηκε από σύσσωμη την κοινότητα του πανεπιστημίου. Το μεταπτυχιακό στην Ιταλία, στην τέχνη της αναγέννησης που τόσο της άρεσε. Και έπειτα τη βίαιη επιστροφή στην Ελλάδα.
Μια επιστροφή που σε κανέναν δεν δικαιολόγησε ποτέ. Επέστρεψε ξαφνικά και όπως είχε πει στην αρχή για λίγο. Να ετοιμάσει κάποια έργα και να φύγει έπειτα για τη Βοστόνη. Θα έκανε την πρώτη της ατομική έκθεση και θα αναλάμβανε χρέη βοηθού στο μουσείο. Μια λαμπρή καριέρα ανοιγόταν μπροστά της. Μα εκείνη δεν ξαναέφυγε ποτέ.
«Δεν μπορώ να αποχωριστώ τον ήλιο.» είχε πει στον Νίκο, ένα μεσημέρι στο παγκάκι στην πλατεία Αβυσσηνίας, βουτηγμένη στο χρώμα από τα πινέλα της.
Η αλήθεια αποκαλύφθηκε αρκετό καιρό μετά. Η γνωριμία της με τον Μηνά στη Βιέννη. Το πόσο τον έσπρωχνε να μην τα παρατήσει. Το πόσο ο ίδιος δεν ήθελε να ασχοληθεί με αυτό. Ανέκαθεν του άρεσε η τέχνη μέσα από την τεχνολογία. Οι κακές παρέες που μόνος του δημιούργησε για να τον οδηγήσουν στην καταστροφή και τελικά στα ναρκωτικά. Που δεν κατάφερε να τον συγκρατήσει. Που έντρομη πήρε τους γονείς του και ήρθαν για να τον πάρουν πίσω. Που μόνος του δεν άντεχε να περάσει την όλη φάση της αποτοξίνωσης. Που για χάρη του γύρισε και παρέμεινε στην Ελλάδα. Έκανε λίγα σεμινάρια στη γραφιστική και βρήκε δουλειά ως γραφίστρια για να είναι κοντά του. Που τον συντηρούσε όταν βγαίνοντας από την κλινική δεν είχε που αλλού να πάει.
Με τους γονείς του έπαψε να μιλάει όταν αρνήθηκε να επιστρέψει στη Βιέννη και τις σπουδές του. Βρήκε δουλειά ως μπάρμαν για να μπορεί να πληρώνει τη σχολή γραφιστικής. Η Έλλη του πρόσφερε κατάλυμα και στέγη, οπότε τα λιγοστά έσοδα από το μαγαζί του επέτρεπαν να πληρώνει τη σχολή, αλλά τίποτα παραπάνω.
Ήταν μεσημέρι πάλι όταν ο Νίκος έμαθε την αλήθεια. Τους είχε βρει στον πεζόδρομο έξω από το ανθοπωλείο. Τότε δεν είχε πια λόγο να του το κρύψει. Είχε περάσει τόσος καιρός που είχε ξεχάσει και η ίδια τι όνειρα είχε. Το μόνο που την ένοιαζε τότε ήταν να ορθοποδήσει ο Μηνάς. Και να’ταν έρωτας, θα έλεγε κανείς πως ίσως περνούσε. Ήταν κάτι πιο βαθύ. Έμοιαζε λες κι ο ένας ήταν η προέκταση του άλλου. Μια προέκταση που για εκείνον είχε θετικές συνέπειες, ενώ για εκείνη ήταν ο δρόμος προς την καταστροφή. Σαν να υπήρχε ένα αόρατος δεσμός μεταξύ τους, που κανείς δεν ήταν ικανός να σπάσει. Και ήταν αλήθεια. Μόνο κάποιος από τους δυο τους μπορούσε να διαλύσει αυτό που είχαν.
Με το πέρασμα του χρόνου και την βοήθεια της Έλλης, ο Μηνάς ορθοπόδησε. Τελείωσε τη σχολή γραφιστικής και μέσω της Έλλης βρήκε δουλειά σε μια μεγάλη εταιρεία, αντίστοιχης εμβέλειας με εκείνη στην οποία εργαζόταν η ίδια. Με τη συμπαράσταση της ανέβηκε γρήγορα στην ιεραρχία της εταιρείας. Κι όταν τύχαινε να δυσκολεύεται σε κάποια δουλειά, η Έλλη πρόθυμα του πάσαρε τις δικές της ιδέες, αφήνοντας την ίδια σε μία μετριότητα, που επηρέαζε σε μεγάλο βαθμό τη δουλειά της και έθετε σε κίνδυνο το μέλλον της στην εταιρεία.
Δεν την ένοιαζε όμως. Αυτό που είχε σημασία ήταν που εκείνος ήταν και ένιωθε δυνατός. Άλλωστε, ουσιαστικά είχε αποσυρθεί, σχεδόν από τα πάντα, με την επιστροφή της στην Ελλάδα και είχε αφεθεί πια στο να είναι ο άνθρωπος πίσω από το Μηνά. Και χωρίς ποτέ να ζητήσει το οτιδήποτε σε αντάλλαγμα. Της αρκούσε που εκείνος ήταν καλά.
Ο Μηνάς από την άλλη, τυλιγόταν σαν το κουβάρι δίπλα της, γύρω της, μα κυρίως μέσα της. Είχε συνδέσει την ύπαρξή του με τη δική της. Του ήταν και κυρίως την έκανε να νιώθει απαραίτητη. Μέχρι τη στιγμή που συνήλθε. Είχε πλέον αποδεσμευτεί από τα ναρκωτικά, είχε μία καλή δουλειά, είχε εκείνη, φαινομενικά δεν του έλειπε τίποτα. Όμως αυτό δεν του ήταν αρκετό. Επιζητούσε την αλλαγή. Έτσι άρχισε να πιστεύει πως πρέπει να αποδεσμευτεί από εκείνη.
Έκανε καινούριες παρέες από τη δουλειά, ξαναβρέθηκε με παλιούς, αλλά καλούς και έμπιστους φίλους και άρχισε να πηγαίνει με κάθε γυναίκα που έβρισκε διαθέσιμη. Στην αρχή προσπαθούσε να το συγκαλύψει, έπειτα όμως το έκανε απροκάλυπτα, λες και το μόνο που ήθελε ήταν να την πληγώσει περισσότερο και πιο βαθιά.
Η Έλλη προσπαθώντας να διατηρήσει την ψυχραιμία της, έκανε αυτό που ήξερε καλύτερα, ζωγράφιζε. Διοχέτευε όλη της την ένταση στον καμβά και σιγά σιγά το ταλέντο της, που για χάρη του είχε καιρό χαραμίσει, βρήκε πάλι διέξοδο μέσω του χεριού της.
Ο Μηνάς αντίθετα άρχισε να φθίνει. Χωρίς την «παρέμβαση» της Έλλης η δουλειά του είχε χάσει αυτή την ιδιαίτερη ταυτότητα που εκείνη της είχε προσδώσει. Το κατάλαβε εγκαίρως και άρχισε να παίρνει τα μέτρα του. Ήξερε το χρονοδιάγραμμα της και έμπαινε στο χώρο που είχε διαμορφώσει ως ατελιέ πάντα λίγο πριν την ολοκλήρωση. Την έπειθε ότι τα έργα δεν ήταν αρκετά καλά και τα έπαιρνε στο δικό του δωμάτιο, για να μην την επηρεάζουν και να μπορεί ανενόχλητη και αδιάσπαστη να ξεκινήσει με κάποιο καινούριο.
Έτσι η Έλλη ήταν σε μία συνεχή κατάσταση δημιουργίας και εκείνος είχε μία πλούσια συλλογή από αξιόλογους πίνακες, που παρουσίαζε ως δικούς του. Η πρόταση για τη Biennale και την πρώτη του ατομική έκθεση δεν άργησε να γίνει. Το δύσκολο κομμάτι ήταν όχι το ότι έπρεπε να της το πει, αλλά το ότι έπρεπε άμεσα πια να απομακρυνθεί από εκείνη. Η αλήθεια θα αποκαλυπτόταν και ήταν σίγουρος ότι αν το μάθαινε δεν το άφηνε να περάσει έτσι απλά.
Σε θέματα ηθικής η Έλλη μετατρεπόταν σε πραγματική ύαινα. Ιδίως εάν σχετίζονταν με ζητήματα τέχνης. Πίστευε ότι το έργο του κάθε καλλιτέχνη ήταν η ταυτότητα της ίδιας του της ύπαρξης. Και είχε θυσιάσει ήδη μία φορά τη δική της.
Είχε αρχίσει να γίνεται αδιάφορος, να βγαίνει πιο συχνά με τους κολλητούς και να μιλάει για μια συγκεκριμένη κοπέλα. Θα την παρουσίαζε σαν μια σχέση που ήθελε να δοκιμάσει. Σκοπός του ήταν αρχικά να φύγει από το σπίτι. Μετά θα την ξέκοβε εύκολα. Ή τουλάχιστον έτσι πίστευε.
Η Έλλη είχε καταλάβει τι γινόταν. Δεν χρειαζόταν ιδιαίτερος κόπος. Το θεωρούσε θέμα χρόνου να φύγει από το σπίτι. Ο πραγματικός λόγος της φανερώθηκε τυχαία ένα βράδυ. Ήθελε έναν καμβά και πήγε στο δωμάτιο του Μηνά, που τελευταία είχε ξαναπιάσει κι εκείνος το πινέλο, το οποίο προς έκπληξή της βρήκε κλειδωμένο. Η μανία της να βγάζει αντικλείδια από όλες τις πόρτες του σπιτιού της επέτρεψε την είσοδο στο δωμάτιο και την αποκάλυψη της απάτης, που στηνόταν τόσο καιρό πίσω από την πλάτη της. Μια ματιά στην ηλεκτρονική αλληλογραφία του Μήνα, με τους τίτλους και τις εικόνες από τα έργα, ένωσε όλα τα κομμάτια του παζλ.
Ένιωσε συντετριμμένη. Δεν περίμενε ποτέ ότι ο Μηνάς θα της έκανε κάτι τέτοιο. Προσπάθησε να μην πειράξει τίποτε στο χώρο, κλείδωσε την πόρτα και κάθισε στο γραφείο της. Η ενασχόλησή της τελευταία με τα φυτά της πρόσφερε μια εύκολη λύση. Δεν χρειάστηκε να το σκεφτεί πολύ. Ήξερε άλλωστε πως εκείνος θα έκανε την πρώτη κίνηση.
Στις 10.00 βρισκόταν έξω από το στέκι τους. Ως συνήθως άργησε. «Σταμάτησα στο ψιλικατζίδικο για φιλτράκια.» χρησιμοποίησε σαν δικαιολογία και εκείνη απλά χαμογέλασε. Το ήξερε πως έλεγε ψέματα, άλλωστε που ακριβώς βρισκόταν οποιαδήποτε αλήθεια το τελευταίο διάστημα;
Κάθισαν δίπλα στο παράθυρο ως συνήθως. Μια τεκίλα και ένα ρούμι. Εκείνος να ανάβει τσιγάρο με την πρώτη γουλιά. Τίποτα φαινομενικά δεν είχε αλλάξει. «Δεν ήξερα ότι βάζεις τα φιλτράκια σου σε ειδική θήκη.» ρώτησε με βλέμμα που γυάλιζε. Της απάντησε με ύφος που έδειχνε ότι το είχε εκλάβει ως ένδειξη ζήλιας, ότι ήταν δώρο, γιατί η χάρτινη συσκευασία στην οποία πωλούνταν δεν ήταν βολική. Τον άφησε να ξεκινήσει τη συζήτηση. Δεν την ενδιέφερε να σχολιάσει κάτι. Θα αρκούνταν σε ένα συναινετικό ναι, όσο δύσκολο κι αν της φαινόταν να συγκρατήσει το θυμό της. Τον ρώτησε μόνο πότε σκόπευε να φύγει από το σπίτι. Θα του έπαιρνε κάποιες μέρες, γεγονός που την εξυπηρετούσε άψογα.
Γύρισαν σπίτι σχεδόν αμίλητοι. Εκείνος με ένα βλέμμα ενοχής, εκείνη με ένα βλέμμα ικανοποίησης. Θα είχε όσο χρόνο χρειαζόταν για να πραγματοποιήσει το σχέδιό της.
Ξύπνησε σχεδόν χαράματα, περίμενε να ακούσει να κλείνει η πόρτα και πετάχτηκε από το κρεβάτι της. Πήγε στην κουζίνα. «Στα γρήγορα ένας καφές και μετά δουλειά.» σκέφτηκε και άναψε ένα τσιγάρο. Πήγε στην ντουλάπα, πήρε την σακούλα με τις πικροδάφνες και επέστρεψε στην κουζίνα. Έβαλε νερό στην κατσαρόλα, φόρεσε γάντια, μάσκα στο πρόσωπο και άναψε το μάτι. Είχε ανοίξει το παράθυρο και είχε κλείσει την πόρτα της κουζίνας. Φοβήθηκε μήπως περάσουν οι αναθυμιάσεις στο υπόλοιπο σπίτι. Δεν ήξερε πόση ώρα έπρεπε να βράσει τα φύλλα για να απελευθερώσουν το δηλητήριό τους. Περίμενε μέχρι το νερό να πάρει ένα σκούρο καφέ χρώμα, κατέβασε την κατσαρόλα από η φωτιά και την ακούμπησε στο παράθυρο.
Άφησε το μείγμα να κρυώσει και έπειτα το στράγγισε και το έβαλε σε ένα πλαστικό μπουκαλάκι, που το έκρυψε στην ντουλάπα της. Πήρε στο γραφείο να δηλώσει ασθένεια και βγήκε να περπατήσει. Εκείνος θα γυρνούσε σπίτι πριν την μπάλα, ήταν άλλωστε η τελευταία του μέρα στο σπίτι, το επόμενο πρωινό, του Σαββάτου, θα έφευγε, οπότε είχε να τακτοποιήσει διάφορα θέματα, πριν ξεχυθεί στο γκαζόν. Θα άφηνε τα τσιγάρα του στο γραφείο του όπως πάντα. Τελευταία δεν τα έπαιρνε μαζί, όπως συνήθιζε άλλοτε, για να μην μπει στον πειρασμό να καπνίσει μετά την άσκηση. Θα ήταν σπίτι περίπου στις 11.00. Εκείνη θα είχε τελειώσει μέχρι τότε.
Περίμενε κρυμμένη στη γωνία της πολυκατοικίας. Όταν τον είδε να φεύγει μπήκε και ανέβηκε στο διαμέρισμα. Άνοιξε με τα δεύτερα κλειδιά όπως την πρώτη φορά το δωμάτιο και μπήκε μέσα. Ο καπνός του ήταν πάνω στο γραφείο. Η μεταλλική θήκη με τα φιλτράκια ακριβώς δίπλα. Την πήρε και πήγε γρήγορα στην κουζίνα. Ετοίμασε τα εργαλεία στον πάγκο, έβαλε πάλι γάντια και μάσκα, και πήγε στο δωμάτιό της να βγάλει το μπουκαλάκι με το μαγικό υγρό από την ντουλάπα. Το άνοιξε κρατώντας την σύριγγα στο χέρι της. Τράβηξε μια μικρή ποσότητα από το υγρό και τρυπώντας με τη βελόνα ένα φιλτράκι το εμπότισε με αυτό. Περίμενε λίγο να δει μήπως βαφόταν καφέ, γεγονός που θα της κατέστρεφε το σχέδιο. Ευτυχώς όπως αποδείχθηκε, η ποσότητα ήταν μικρή για να μην αλλοιώσει το άσπρο χρώμα που είχαν τα φιλτράκια, αλλά επαρκής για να προκαλέσει το αποτέλεσμα που ήθελε.
Αρκετή ώρα μετά είχε ολοκληρώσει το έργο της. Είχε μείνει η ανάλογη ποσότητα που θα της χρειαζόταν για την τελική φάση του σχεδίου της. Το μόνο που έλπιζε ήταν ο Μηνάς να μην δανείσει σε κανέναν από τα φιλτράκια του. Ακούμπησε τη θήκη εκεί που την είχε βρει, κλείδωσε το δωμάτιο και κοιμήθηκε χωρίς να τον περιμένει να γυρίσει.
Σύμφωνα με την έρευνά της, η ποσότητα που θα λάμβανε ο Μηνάς μέσω του φίλτρου ήταν αρκετή για να επιφέρει σταδιακά τα αποτελέσματα της δηλητηρίασης από την πικροδάφνη. Το μόνο που προσδοκούσε ήταν, βασιζόμενη στον ήδη επιβαρυμένο οργανισμό να εμφάνιζε τα συμπτώματα της αρρυθμίας –τον είχε δει να έχει ταχυκαρδίες και αρρυθμίες από χρήση ναρκωτικών- και όχι κάποια γαστρεντερική διαταραχή, που ενδεχομένως να τον έβαζε σε υποψίες και να τον ωθούσε στο γιατρό.
Το πρωί σηκώθηκε πριν από κείνον. Ήθελε να αποφύγει να ανάψει τσιγάρο μέσα στο σπίτι. Δεν ήξερε αν με τον καπνό θα απελευθερωνόταν και κάποια ουσία από την πικροδάφνη ή αν θα πήγαινε όλη στο δικό του σώμα. Ευτυχώς άργησε να ξυπνήσει και η μεταφορική θα πλησίαζε από στιγμή σε στιγμή. Τον είδε ανόρεχτο να μπαίνει στην κουζίνα. Προσφέρθηκε να του φτιάξει καφέ μέχρι να ντυθεί. Ήπιε την πρώτη γουλιά όταν χτύπησε το κουδούνι. Είχε ήδη στρίψει το πρώτο τσιγάρο της μέρας, αλλά δεν πρόλαβε να το ανάψει. «Δεν πειράζει. Ή κάντο στο δρόμο ή με το καλό στο καινούριο σου σπίτι.» του είπε με γλυκιά φωνή και τον οδήγησε μέχρι την πόρτα.
Τώρα έπρεπε απλά να περιμένει.
Της τηλεφώνησε μερικές μέρες αργότερα. Είχε αρχίσει να έχει τρέμουλο και αρρυθμίες. Νόμιζε πως υποτροπίαζε και ο οργανισμός του έδειχνε την ανάγκη για ναρκωτικές ουσίες. Δεν εμπιστευόταν κανέναν άλλο σε αυτό το θέμα, μόνο την Έλλη. Ντύθηκε γρήγορα, πήρε το δώρο που του είχε πάρει και σε λίγη ώρα βρισκόταν σπίτι του. Τον βρήκε σχεδόν σε άθλια κατάσταση στον καναπέ. Του είπε να μείνει ακίνητος και πήγε στην κουζίνα να φτιάξει ποτά. Θα τον χαλάρωνε ένα ποτάκι. Του έθεσε σαν όρο να μην ανάψει τσιγάρο και κάθισε δίπλα του.
Μίλησαν αρκετά. Τον έβλεπε όπως πολλά χρόνια πριν. Να προσπαθεί να τυλιχτεί δίπλα της, γύρω της, μα κυρίως μέσα της. Ήταν όμως ήδη αργά. Δυο τρία ποτά μετά, ήταν έτοιμος για ύπνο. Τον πήγε στο δωμάτιο. Τον ξάπλωσε και τον σκέπασε. Το ύφος του θύμιζε κουτάβι. «Μην φύγεις» της είπε. «Δεν μπορώ να μείνω, μα θα σου αφήσω κάτι για να με νιώθεις δίπλα σου.» του είπε και έφερε την τσάντα της από το σαλόνι. Έβγαλε την κεραμική συσκευή και την ακούμπησε στο κομοδίνο δίπλα του. Άναψε το ρεσώ και το έβαλε στην ειδική θήκη. «Θέλει και κάποιο έλαιο για να μυρίσει.» της είπε με φωνή που έσβηνε. «Το ξέρω.» είπε κοφτά. Έβγαλε το μπουκαλάκι από την τσάντα και τον κοίταξε. Λίγο πριν ρίξει το σκούρο καφέ υγρό στη συσκευή, έγειρε δίπλα του, τον φίλησε και τον ρώτησε που κρατούσε τα έργα της. Την κοίταξε έντρομος. Τον διαβεβαίωσε πως δεν την ένοιαζε, απλά ήθελε να ξέρει. «Στην αποθηκούλα, δίπλα στο μπάνιο. Φοβόμουν ότι αν τα έβαζα οπουδήποτε αλλού, μπορεί ερχόμενη κάποια στιγμή στο σπίτι να τα έβλεπες.» ψέλλισε και αρπάζοντας την σφιχτά από το χέρι την έφερε κοντά του. Την φίλησε στο μάγουλο και της ψιθύρισε συγγνώμη.
«Σε συγχωρώ.» του απάντησε και έριξε το υγρό.
Γύρισε σπίτι με μια ηρεμία πρωτόγνωρη. Το γνώριζε καλά πως από τις αναθυμιάσεις ήταν θέμα ωρών η καρδιακή προσβολή. Δεν θα ζούσε το επόμενο πρωί. Πήγε στο ατελιέ. Διέγραψε τη λίστα με τα έργα που δούλευε όλο αυτόν τον καιρό. Δημιούργησε μια καινούρια, με το όνομα «Μηνάς» και έστησε τον καμβά στο καβαλέτο. Δεν θα έπαιρνε τα έργα της πίσω, μα με κάποιο τρόπο θα έφερνε εκείνον, όπως ήταν κάποτε, όπως ήθελε να τον θυμάται. Τελείωσε το πορτρέτο του και πήγε για ύπνο. Βυθίστηκε σε έναν ύπνο βαθύ από εκείνους που είχε καιρό να κάνει.
Ξύπνησε μετά από καιρό στη Βοστόνη. Η πρώτη της έκθεση, μετά την Biennale, με τον τίτλο «Μηνάς» είχε σήμερα εγκαίνια. Κανείς δεν σχολίασε ότι η μεγάλη της επιτυχία ήταν συνδεδεμένη με τον χαμό του πιο αγαπημένου της προσώπου. Έναν χαμό που την οδήγησε πίσω εκεί από όπου ξεκίνησε, με μια συνέχεια που αυτή τη φορά τη διάλεξε η ίδια.
Ο Νίκος της στέλνει αραιά και που κανένα αποξηραμένο φύλλο πικροδάφνης।
[....]



Τετάρτη 1 Δεκεμβρίου 2010

Συνάντηση

Πάτησε το κουμπί να κλείσει την τηλεόραση. Έπρεπε να βιαστεί εάν δεν ήθελε να αργήσει. Όχι ότι η προετοιμασία θα της έπαιρνε ιδιαίτερο χρόνο. Έβαλε βιαστικά ένα τζιν και μια μπλούζα, πήρε το μπουφάν της και μπήκε στο αυτοκίνητο. Άναψε και κάπνισε ένα τσιγάρο πριν βάλει μπροστά τη μηχανή. Δεν της άρεσε να καπνίζει ενώ οδηγεί. Πάντα άναβε ένα πριν ξεκινήσει ή σταματούσε κατά τη διάρκεια της διαδρομής. Σήμερα όμως δεν ήθελε τίποτα να την αποσπάσει από τον δρόμο. Ήθελε να κάνει τη διαδρομή μονομιάς. Χωρίς στάσεις.
Έβαλε μπροστά και ξεκίνησε λίγο πριν αρχίσει να σουρουπώνει. Σίγουρα θα έφτανε νύχτα. Αυτός όμως ήταν και ο αρχικός σκοπός, διαφορετικά θα το είχε κανονίσει νωρίτερα.
Την απόλαυσε την διαδρομή. Δεν είχε κίνηση και το αυτοκίνητο κυλούσε ομαλά στο οδόστρωμα, γεγονός που την χαλάρωσε μιας και πάντα είχε μια φοβία με την παραλιακή. Για μια στιγμή σκέφτηκε να σταματήσει κοντά στα λιμανάκια να αγναντέψει το τοπίο. Είχε υποσχεθεί όμως στον εαυτό της πως θα πήγαινε κατευθείαν στο γνωστό σημείο. "Δεν είναι καιρός για παρεκκλίσεις" μονολόγησε και συνέχισε την πορεία της.
Άναψε τη μεσαία σκάλα στα φώτα λίγο πριν παρκάρει. Αναστέναξε με ανακούφιση. Η νύχτα είχε έρθει εγκαίρως για να κάνει τη δουλειά της, όπως ακριβώς και εκείνη, που είχε φροντίσει να βρεθεί στο συγκεκριμένο μέρος τη συγκεκριμένη στιγμή. Κλείδωσε και άρχισε να περπατά προς την παραλία. Δεν είχε κόσμο.
Περιπλανήθηκε λίγο κατά μήκος του μικρού λιμανιού και έπειτα κάθισε στο παγκάκι. Κοιτούσε τις μικρές βάρκες ενώ άναβε ένα ακόμα τσιγάρο. "Και τώρα περιμένουμε" σκέφτηκε και αναπάντεχα τις ήρθαν στο μυαλό οι μνήμες από την προηγούμενη φορά που είχε βρεθεί σε αυτό το μέρος.
Ήταν και πάλι μόνη. Και πάλι περίμενε. Έχοντας όμως συνοδεία μια θλίψη για αυτό που ήξερε πως θα επακολουθούσε. Τώρα είχε επίγνωση των πραγμάτων. Ήξερε πως δεν μπορούσε να αδειάσει άλλο. "Ότι ήταν να μου πάρει το πήρε. Δεν έμεινε τίποτε." σκέφτηκε και σε αυτήν την σκέψη αναθάρρησε. Στην τελική της είχε μείνει ο εαυτός της και αυτό ήταν όχι απλά σημαντικό, αλλά ο λόγος που καθόριζε πλέον την ύπαρξή της. Δεν είχε μάθει απλά να υπάρχει χωρίς εκείνον, είχε μάθει να υπάρχει για την ίδια. Και αυτό ήταν που μετρούσε.
Άκουσε τα βήματά του και κατάλαβε πως πλησίαζε. Τον χαιρέτησε με ένα νεύμα. Δεν τον άφησε καν να την ρωτήσει τι κάνει. "Γιατί εδώ;" τον ρώτησε και στο πρόσωπό του σχηματίστηκε μια έκφραση απορίας.
"Ήθελα να σε δω, σε έναν τόπο γνώριμο για μας." απάντησε με τρεμάμενη φωνή.
"Γιατί τώρα;" συνέχισε με την ίδια σταθερή φωνή εκείνη.
Εκείνος τότε ξέσπασε σε ένα παραλήρημα άνευ προηγουμένου. Άρχισε να εξιστορεί το πώς και το γιατί. Το πόσο λάθος ήταν και πως το μόνο που είχε σημασία ήταν το μαζί. Το μαζί της. Και εκείνη τον άκουγε, μόνο που δεν είχε την δυνατότητα να πατήσει το κουμπί και να κλείσει την τηλεόραση.
Τον άφησε να ολοκληρώσει και σηκώθηκε από το παγκάκι για να πλησιάσει τη θάλασσα.
"Φεύγοντας, με άφησες μόνη με μια θλίψη που δεν θέλησα ποτέ. Την αποδέχτηκα όμως και έμαθα να ζω μαζί της. Τώρα έχω εκείνη και εμένα και δεν χρειάζομαι κάτι άλλο." του απάντησε με ένα τρόπο που ήξερε πως δεν θα του άφηνε περιθώριο ελιγμών.
Του ζήτησε να φύγει, ενώ κοιτούσε ήρεμη το πέλαγος. Εκείνος αρνήθηκε λέγοντάς της πως θα έφευγαν μαζί γιατί φοβόταν να την αφήσει μόνη.
Γελώντας έβγαλε το σουγιαδάκι από την τσέπη της και το πέρασε κατά μήκος της παλάμης της.
"Τι πας να κάνεις;" της φώναξε.
"Μην τρομάζεις. Απλά δεν μπορείς να με πληγώσεις πια. Μόνο εγώ μπορώ να με πληγώσω και αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να πειστώ πως όλα αυτά συμβαίνουν στα αλήθεια." του απάντησε ενώ οι καυτές σταγόνες αίματος χύνονταν στη θάλασσα.
Ξύπνησε με το στόμα ξεραμένο από τη δίψα, νιώθοντας το χέρι της υγρό. Η πληγή στην παλάμη της είχε ανοίξει. Έτρεξε έντρομη στο δωμάτιο. Κοιτούσε μια την πληγή της και μια τη φωτογραφία τους στο λιμανάκι. Τη φωτογραφία από την τελευταία τους εκείνη συνάντηση.
Έβαλε μια γάζα στο χέρι της και ξάπλωσε στον καναπέ. Πατώντας το κουμπί για κλείσει την τηλεόραση, υποσχέθηκε στον εαυτό της πως θα πάψει να πηγαίνει στη θάλασσα.
[έτσι γιατί δεν με αρέσει να χρωστάω]

Τρίτη 12 Οκτωβρίου 2010

Ματίνα



"Ματίνα ξύπνα, θα αργήσουμε."

Τώρα. Σε 5 λεπτά σηκώνομαι. Μη φωνάζεις."

"Έτσι είπες και την τελευταία φορά και αργήσαμε στο μάθημα. Και τον ξέρεις τον Παπασταματίου. Δεν θα μας αφήσει πάλι να παρακολουθήσουμε. Εάν δεν σηκωθείς θα φύγω χωρίς εσένα."

Ξύπνησε με την απορία εάν είχε ψελλίσει "φύγε" ή "τώρα έρχομαι" μέσα στον ύπνο της. Όχι ότι είχε καμία σημασία. Η Νόρα είχε φύγει χωρίς εκείνη. Πάλι θα έχανε το μάθημα και ήξερε πως αυτό μόνο κακό μπορεί να ήταν.
Μπορεί να ήταν καλή στο σχεδιασμό και τα χρώματα, αλλά στην κοπτική- ραπτική υστερούσε και το να χάνει ουσιώδη μαθήματα μόνο ανασταλτικός παράγοντας θα ήταν για τις σπουδές της. Ή τέλος πάντων αυτό που οι άλλοι είχαν ονομάσει σπουδές για εκείνη.
Έφτιαξε τον καφέ της και ενώ περίμενε να κρυώσει - πάντα τον έπινε κανά δεκάλεπτο αφότου τον κατέβαζε από το μάτι της κουζίνας- μπήκε στο δωμάτιο που χρησιμοποιούσαν με την Νόρα σαν εργαστήριο. Κοίταξε τα πατρόν που ήταν αραδιασμένα επάνω στο σχεδιαστήριο για εξάσκηση και ενστικτωδώς τα έσκισε και τα πέταξε στο πάτωμα. Τα έβαλε με επιμέλεια στον κουβά και πήγε στην κουζίνα να απολαύσει τον καφέ της.
Ένα τσιγάρο και αρκετές γουλιές καφέ μετά, αφού είχε ξυπνήσει και το μάτι έβλεπε πια καθαρά, πήρε τον κουβά και βγήκε στο μπαλκόνι. Άναψε τσιγάρο με ένα σπίρτο και πριν το σβήσει, το πέταξε στον κουβά, που λαμπάδιασε αμέσως. Χάζεψε για λίγη ώρα τη φωτιά που μαινόταν και αφού βεβαιώθηκε πως δεν προκαλούσε ζημιά, μπήκε στο σπίτι.
Κοίταξε το πρόγραμμα και είδε πως δεν είχαν άλλο μάθημα σήμερα. "Ωραία. Ρεπό." σκέφτηκε και το μυαλό της πήγε αμέσως στη Νόρα, που εκτός του ότι θα γύριζε εσπευσμένα να εφαρμόσει όλα όσα θα τους είχε πει ο Παπασταματίου, από φόβο μην τα ξεχάσει -στην πρακτική εφαρμογή τους, γιατί θεωρητικά είχε έναν τρόπο να στα εντυπώνει ο πούστης- θα της άρχιζε το κήρυγμα. Που είναι αμελής και ανεύθυνη. Που δεν υπολογίζει όλα όσα ξοδεύουν οι γονείς της για εκείνη.

Ποιοι γονείς αλήθεια;

Η Ματίνα δεν είχε πει ποτέ ξεκάθαρα στη Νόρα τίποτα για την οικογένειά της. Ακόμα και για τον ίδιο της εαυτό ελάχιστα είχε πει και εκείνη από τη δική της πλευρά ελάχιστα είχε ρωτήσει. Απορούσε ώρες ώρες πως την δέχτηκε για συγκάτοικο και δεν φοβήθηκε. Η άγνοια τρομάζει. Και αυτό η Ματίνα το ήξερε καλά.
Άφησε για λίγο κατά μέρος τις σκέψεις και επικεντρώθηκε στις λίγες ώρες ελευθερίας που της απέμειναν μέχρι να γυρίσει η Νόρα. Πόσο καιρό είχε να νιώσει αυτό το συναίσθημα.
Κι όμως τη στιγμή εκείνη που το είχε νιώσει δεν κράτησε πολύ. Ήταν πολύ μικρή. Θυμάται όμως τον εαυτό της να στέκεται στην αυλή του μικρού σπιτιού τους και να κοιτάζει το πεσμένο σώμα της μητέρας της, έξω από την αποθηκούλα, δίπλα στον κασμά που είχαν για τα παρτέρια. Τα χέρια της ήταν ελαφρώς λυγισμένα παράλληλα με το σώμα της. Τα μάτια της είχαν μείνει ορθάνοιχτα. Νόμιζε πως την άκουγε ακόμα να της φωνάζει και να την κυνηγάει.
Και εκείνη έμεινε να την κοιτάζει. Ήταν τότε που οι φωνές είχαν σωπάσει, που δεν φοβόταν μην την προλάβει και την δείρει. Τότε που πήρε βαθιά ανάσα για να αφουγκραστεί το αίσθημα της ελευθερίας. Μα δεν κράτησε. Ένιωσε δυο χέρια γύρω από το σώμα της. Το ένα να την τυλίγει και το άλλο να της κλείνει τα μάτια. Θυμάται τη θεία της να φωνάζει "Πάμε μέσα. Αυτά δεν είναι πράγματα να τα βλέπει ένα παιδί." και να την τραβάει κρατώντας της τα μάτια κλειστά.
Μα αυτό που η θεία της αγνοούσε, ήταν πως δεν χρειαζόταν να δει κάτι άλλο. Γιατί είχε δει τη μάνα της να σκοντάφτει και τρέχοντας επιμελώς πρόλαβε να σπρώξει τον κασμά προς το μέρος της. Προς το μέρος που προσγειώθηκε το δεξί μέρος του κεφαλιού της και η μία άκρη του κασμά μπήχτηκε κοντά στο δεξί μηνίγγι της. Και όλοι το θεώρησαν ατύχημα. Η Ματίνα από την άλλη ήταν σίγουρη πως επίτηδες έστρεψε το κεφάλι για να της ρίξει το τελευταίο θανατηφόρο βλέμμα της.
Και νόμισε πως γλίτωσε. Πως επιτέλους θα μπορούσε να ζήσει. Όμως ο πατέρας της δεν πήρε καλά τον χαμό της μάνας. Και από φόβο πως δεν θα μπορούσε να αντεπεξέλθει για τον ίδιο και κυρίως για την κόρη του, έδωσε στην αδερφή του -όντας χήρα- τη θέση της μητέρας. "Τα παιδιά χρειάζονται μάνα, περισσότερο από πατέρα." της είχε πει την ημέρα που η Τασούλα ήρθε να εγκατασταθεί στο σπίτι τους.
Στην αρχή δεν της κακοφάνηκε. Θεώρησε ότι σε μια δεύτερη απόπειρα να αποκτήσει μητέρα ίσως ήταν πιο τυχερή. Όμως η Τασούλα αποδείχτηκε χειρότερη. Ήταν κακιά, στριμμένη και αυταρχική. Οι μόνες λέξεις που πρόφερε με ευχαρίστηση ήταν το όχι, μη και δεν πρέπει. "Για να κρατάμε τα προσχήματα. Ο κόσμος είναι κακός." της έλεγε και την αγκάλιαζε και της φαινόταν τόσο φτηνό και υποκριτικό που αντί για προσευχή στον ύπνο της ψιθύριζε "Στο διάολο τα προσχήματα, στο διάολο και συ."
Και όσο μεγάλωνε η Ματίνα, μεγάλωναν και οι καυγάδες μεταξύ τους. Πλησίαζε τα δεκαοχτώ όταν κρυφάκουσε να λέει στον πατέρα της πως έπρεπε να την στείλουν στην Αθήνα να σπουδάσει. Πως το χωριό είναι μικρό και ο κόσμος κουτσομπόλης. Να γλιτώσουμε και εμείς και το παιδί από τις κακές γλώσσες, είχε πει. Και ο πατέρας πείστηκε πως ήταν για το καλό της.
Όχι ότι θα της έκανε κακό να φύγει. Για την ίδια όμως, όχι για το καπρίτσιο της Τασούλας. Την βόλευε όμως το αποτέλεσμα και δεν έφερε αντίρρηση. Βέβαια, αποφάσισαν να σπουδάσει αυτό που ήθελε η Τασούλα και της Ματίνας δεν της άρεσε. "Κποτική- ραπτική; Από πού και ως που; Κανονικά εγώ έπρεπε να ερωτηθώ για το τι θέλω να σπουδάσω." ούρλιαζε το βράδυ που της το ανακοίνωσαν, αλλά αποφάσισε να συμφωνήσει. Στο κάτω κάτω έπρεπε να ευχαριστεί για την καλή της τύχη. Τουλάχιστον θα έφευγε από το χωριό και την Τασούλα.
Έτσι βρέθηκε στην Αθήνα, έτσι συγκατοίκησε με την Νόρα. Το δωματιάκι εκείνης της γνωστής από το χωριό ήταν άθλιο και η Τασούλα θα είχε έναν άνθρωπο δικό της συνέχεια από κοντά. Κατάφερε και τους συμφώνησε πως εάν έβρισκε σπίτι αλλού με τα ίδια λεφτά θα μετακόμιζε. Όρος απαράβατος η Τασούλα να μην κατέβαινε ποτέ να δει το σπίτι. "Ξέρω εγώ πατέρα. Έχε μου εμπιστοσύνη και ξέρω εγώ." του είχε πει και ο άμοιρος, μιας και το κοριτσάκι του ποτέ δεν είχε φέρει αντίρρηση στο οτιδήποτε, δέχτηκε.
Κάπως έτσι ξεκίνησε την καινούρια της ζωή. Μακριά από δαίμονες, φαντάσματα και καταπιέσεις. Ή τουλάχιστον έτσι πίστευε. Μέχρι που γύρισε η Νόρα σπίτι με ένα γράμμα για τη Ματίνα από τον Παπασταματίου.
Το διάβασε για να καταλάβει πως είχε αποδειχτεί χειρότερος καταπιεστής και από την μάνα της και από την Τασούλα. Την απείλησε πως εάν δεν συμμορφωθεί με τους όρους της σχολής και τους δικούς του, θα στείλει γράμμα στους δικούς της και θα την διώξει από την σχολή. Και αυτό η Ματίνα δεν το ήθελε. Ήξερε τι θα σήμαινε κάτι τέτοιο. Επιστροφή στο χωριό με όσα αυτό συνεπαγόταν.
Την επόμενη κιόλας μέρα πήγε στη σχολή να τον βρει. Της άρχισε τα δικά του. Ότι έχει χάσει πολλά μαθήματα, ότι δύσκολα θα μπορέσει να συντονιστεί και διάφορα άλλα μέχρι να καταλήξει εκεί που πραγματικά ήθελε.
Γυρνώντας σπίτι δεν είπε λέξη στη Νόρα. Προφασίστηκε αδιαθεσία και δεν βγήκε μαζί της με τα άλλα παιδιά από τη σχολή. Μόνο όταν για πολλοστή φορά τη ρώτησε επιτακτικά τι της είπε ο Παπασταματίου, απάντησε "Θα το σκεφτεί." για να την καθησυχάσει. Όμως δεν ήταν τόσο απλό.
Ο Παπασταματίου της είχε πει εμμέσως πλην σαφώς πως έπρεπε να συμμορφωθεί με τους κανόνες τους , που σήμαινε πως εάν δεν περνούσε το σαββατοκύριακο μαζί του στο εξοχικό του, δεν θα της επέτρεπε να συνεχίσει τη σχολή. Η μάνα του ήταν καρδιακή φίλη της Τασούλας και ήξερε έτσι τα πάντα γι αυτήν. Και είχε πιστέψει η χαζή πως η επιλογή σχολής ήταν τυχαία. Τίποτα δεν ήταν τυχαίο για την Τασούλα. Ευτυχώς είχε κάποιες μέρες περιθώριο να το σκεφτεί. Το γεγονός ότι η Νόρα θα έφευγε εκείνο το ίδιο σαββατοκύριακο την διευκόλυνε στο να βρει μια λύση και να δώσει μια απάντηση.
Το αυτοκίνητό του σταμάτησε κάτω από το σπίτι αρκετή ώρα αφότου είχε φύγει η Νόρα. Ευτυχώς ο Ωρωπός δεν ήταν πολύ μακριά.
Το σπίτι ήταν όμορφο, αλλά από τη διακόσμηση η Ματίνα κατάλαβε πως προοριζόταν για τις περίεργες ορέξεις του δασκάλου της. Τακτοποιήθηκε στο δωμάτιο, προσπαθώντας να βρει τρόπο να κερδίσει χρόνο. Ένα ποτήρι κρασί μπροστά από το τζάκι θεώρησε ότι ήταν καλή ιδέα και εξυπηρετούσε το σκοπό της. Το δεύτερο όμως τον ζάλισε και άρχισε να γίνεται πιο διεκδικητικός.
"Μου υποσχέθηκες να μου δείξεις το σχεδιαστήριο." του είπε με φωνή προσποιητά λάγνα, που όμως τον έπεισε.
Πριν μπουν μέσα ήπιε το δικό της μονορούφι. Θα χρειαζόταν όλη της τη δύναμη και λίγο αλκοόλ στον οργανισμό θα της έκανε σίγουρα καλό.
Άρχισε να περιεργάζεται το χώρο. Η ραπτομηχανή δέσποζε στο κέντρο και γύρω της ένα τεράστιο τραπέζι που πάνω του ήταν αραδιασμένα κάθε λογής πατρόν. Έκανε πως τα κοιτάει με ενδιαφέρον, ώσπου τον ένιωσε να έρχεται από πίσω της με ορμή και να την ξαπλώνει πάνω στο τραπέζι, σαν αβυσσαλέο ζώο. Προσπάθησε να τον απομακρύνει με τα χέρια της αλλά ήταν πιο δυνατός. "Περίμενε. Πάνω στη ραπτομηχανή να πάμε." είπε και χαμογέλασε. Εκείνος νομίζοντας πως της άρεσαν τα περίεργα δέχτηκε.
Με δυο έξυπνες κινήσεις τον έριξε πάνω στη ραπτομηχανή και ξάπλωσε πάνω του. Του άρεσε που έπαιρνε το πάνω χέρι. Χαϊδεύοντας τον άρχισε να απομακρύνεται από το σώμα του και ακούμπησε στο πάτωμα. Συνέχισε να τον χαϊδεύει ενώ με το αριστερό της πόδι έψαχνε το πετάλι της ραπτομηχανής. Άπλωσε το δεξί του χέρι προς τη μεριά της βελόνας και πάτησε με δύναμη το πετάλι. Την κλώτσησε με μανία, ουρλιάζοντας από τον πόνο, καθώς τράβηξε το χέρι του αφήνοντας ένα μικρό κομματάκι σάρκα στην άκρη της βελόνας.
Δεν πτοήθηκε. Όσο καθόταν κοιτώντας το χέρι του μέσα στα αίματα, εκείνη άρπαξε το σίδερο από το τραπέζι και το προσγείωσε με ορμή στο κεφάλι του. Έπεσε αναίσθητος στο πάτωμα. Τον ξαναχτύπησε για να βεβαιωθεί πως δεν θα συνερχόταν και τον ξάπλωσε στο πάτωμα.
Έπειτα πήγε στο τραπέζι. Είχε δει ένα ύφασμα που της τράβηξε την προσοχή. Καρό μπλε. Μάλλον προοριζόταν για κουρτίνες.
Άρχισε να κόβει το ύφασμα σε λωρίδες. Μετά πήρε το ξυράφι και έκοψε σε λωρίδες το δέρμα από το θώρακά του. Πήρε την ραπτομηχανή, ήταν από εκείνες που μπορούσες να επιλέξεις την ταχύτητα γαζώματος και έραψε το ύφασμα πάνω στο δέρμα του.
Αφού είχε ετοιμάσει αρκετές λωρίδες σταμάτησε. Πήγε στο δωμάτιο που είχε την τσάντα της, πήρε τη σακοράφα που κουβαλούσε πάντα μαζί της -ενθύμιο από το χωρίο- και άρχισε να ράβει τα ανάμεικτα κομμάτια υφάσματος και σάρκας επάνω στο δέρμα του.
Η σκληρή επιφάνεια του δέρματός του την παίδεψε και κατάφερε να διακοσμήσει μόνο τον θώρακα και τα χέρια του. Οι μηροί του της φάνηκαν αρκετά γυμνασμένοι για να μπορέσει να περάσει τη βελόνα.
Έπειτα πήρε το κόκκινο νήμα, το πέρασε στη σακοράφα και άρχισε να ράβει τα χείλη του μεταξύ τους. Έτσι δεν θα μπορούσε να πει σε άλλες τις ίδιες ανοησίες που είχε ακούσει η ίδια.
Σηκώθηκε και τον κοίταζε. Ένιωσε και πάλι αυτό το, έστω και φευγαλέο, αίσθημα ελευθερίας που θυμόταν. Αυτή τη φορά θα προσπαθούσε να το κάνει να διαρκέσει παραπάνω.
Έκλεισε την πόρτα του σπιτιού αναστενάζοντας, σκεπτόμενη πως και η Τασούλα θα φαινόταν εξίσου ωραία. Πάντα της πήγαινε το κόκκινο. Ειδικά στα χείλη.


Τρίτη 31 Αυγούστου 2010

Η φυγή

Οι κινήσεις της ήταν σχεδόν μηχανικές. Μπήκε αλαφιασμένη, τακτοποίησε τα πράγματα της και αφέθηκε στο κάθισμα. Δεν πρόλαβε να σκεφτεί παρά ελάχιστα, πριν πέσει σε έναν ύπνο βαθύ. Η φυγή είχε αρχίσει. Ή μήπως τώρα τελείωνε;

Ξύπνησε ενστικτωδώς. Συνειδητοποιώντας πως πλησίαζε, άνοιξε ανόρεχτα τα μάτια της, φανερά ενοχλημένη για την διακοπή του ύπνου της και περίμενε υπομονετικά να φτάσει στον τελικό προορισμό της. Το καταπράσινο τοπίο την χαλάρωσε από την ένταση που ένιωθε να διατρέχει το κορμί της. Λίγο πριν την ανακοίνωση, η σκέψη της πλανήθηκε κοντά του. Δεν ήταν η καλύτερη στιγμή να συμβεί κάτι τέτοιο. Ευτυχώς ο ήχος του τρένου που σφύριζε πριν το τελικό φρενάρισμα την επέστρεψε στην πραγματικότητα.

Κατέβηκε κουβαλώντας τα μπαγκάζια και κοιτώντας τριγύρω έως ότου το βλέμμα της τον συνάντησε. Η χαρωπή φιγούρα του κυρίου Στέλιου δεν της είχε αφήσει περιθώρια ελιγμών.
- «Καλώς το κορίτσι. Ήταν καλό το ταξίδι;» την ρώτησε, βάζοντάς την σε μία διαδικασία διαφορετική από εκείνη που είχε στο μυαλό της.
- «Μια χαρά.» απάντησε γελαστή, ξέροντας πως θα ακολουθούσε ένας διάλογος απλός και ανθρώπινος μεταξύ τους.

Και η αλήθεια είναι πως καιρό τώρα είχε ξεχάσει όχι μόνο τι σημαίνει ανθρωπιά, αλλά ακόμα και αυτό το απλό, η ανθρώπινη επαφή.

Μίλησαν αρκετά μέχρι να την πάει στο σπίτι. Διακριτικός όπως πάντα δεν ρώτησε τίποτα. Την άφησε στην πόρτα, την ρώτησε μήπως χρειαζόταν κάτι και μετά την αρνητική της απάντηση έφυγε, λέγοντάς της πως για οτιδήποτε χρειαζόταν να μην δίσταζε και εκείνος θα την βοηθούσε.

Μπήκε στο σπίτι, με ένα αίσθημα όχι φόβου, αλλά με την ιδέα πως έμπαινε στο καταφύγιό της. Τακτοποίησε βιαστικά τις αποσκευές της και κάθισε στην κουνιστή πολυθρόνα της γιαγιάς. Ακούμπησε το κεφάλι της στο ξύλο και αφέθηκε στις αναμνήσεις. Δεν ήταν ξεκάθαρο εάν ονειρευόταν ή απλώς ονειροπολούσε. Πετάχτηκε όμως με την ηχώ μιας λέξης που νόμιζε πως αντηχούσε στα αυτιά της. «Μοναχική». Το ήξερε πως έτσι την αποκαλούσαν στο χωριό. Τους είχε ακούσει και η ίδια να το ψιθυρίζουν αγνοώντας πως τους ακούει. Ποτέ δεν της φάνηκε κακό. Τώρα όμως την τάραξε. Ούτε εκείνη μπόρεσε να καταλάβει το γιατί.

Μερικά ποτά και τσιγάρα μετά, νόμιζε πως είχε την απάντηση. Όταν η σκέψη της πάλι πλανήθηκε σε εκείνον. Όταν η στιγμή ήταν η κατάλληλη.

Θυμήθηκε τις προηγούμενες φορές που είχε έρθει. Μια απόδραση στο ύπαιθρο. Έτσι αποκαλούσε τις μέρες που περνούσε στο χωριό. Απόδραση από την καθημερινότητα και το άγχος της πόλης. Μια ευκαιρία να χαλαρώσει, να σκεφτεί και να γράψει. Και έπειτα με γεμάτες μπαταρίες επέστρεφε για να συνεχίσει, ακόμη και τις φορές που δεν ήθελε ή που νόμιζε πως δεν μπορούσε. Πάντα όμως επέστρεφε.

Και μετά ήρθε ο Παύλος. Και οι ισορροπίες ανατράπηκαν. Ευχάριστη μεν, ανατροπή δε. Άλλαξαν και τα δεδομένα και οι συνθήκες. Αυτή τουλάχιστον έτσι το βίωνε. Και στην αρχή, και μετά. Στο μυαλό της. Όλα τελικά ήταν στο μυαλό της.

Όχι πως ο Παύλος ήταν κακός. Διαφορετική αντίληψη είχαν. Το πίστευαν βέβαια το μαζί. Και οι δυο τους το πίστευαν. Και αγαπήθηκαν αληθινά, με όσα αυτό συνεπάγεται. Μα το δικό του μαζί, απείχε από το δικό της.

Στην αρχή δεν το είχε καταλάβει. Της έφτανε που ένιωθε. «Είμαστε προορισμένοι να παράγουμε συναισθήματα. Να νιώθουμε επειδή αυτό μας συμβαίνει και όχι επειδή το θεωρούμε υποχρέωση ή επειδή περιμένουμε ανταπόδοση. Η αγάπη πηγάζει από μέσα μας και γι’ αυτό ακριβώς είναι ανιδιοτέλεια.» έλεγε και εκείνος συμφωνούσε.

Στην αγάπη, στην ανιδιοτέλεια και στο μαζί. Μα το δικό του μαζί ήταν χαλαρό. Το ζω και μου φτάνει. Το δικό της μαζί ήταν πιο απαιτητικό. Μοιράζομαι, για να μπορώ να το ζήσω. Και κάπου έχασαν την επαφή. Και εκείνη ολοένα βυθιζόταν σε μια θλίψη που ο Παύλος αδυνατούσε να καταλάβει. Γιατί για κείνον ήταν αρκετό. Ζούσε το δικό του μαζί. Για εκείνη ήταν διαφορετικά. Αφού δεν μπορούσε να το μοιραστεί, θεωρούσε πως δεν μπορούσε και να το ζήσει.

Ποτέ δεν του είπε τίποτα. Πίστευε πως καταλάβαινε. Εκείνος όμως ήταν αδύνατο να κατανοήσει κάτι που αγνοούσε. Και ένιωσε να πνίγεται. Μέσα στην χαλαρότητα με την οποία η ίδια του είχε επιτρέψει να την περιβάλει.

Και η ανάγκη να αποδράσει έγινε πιο έντονη. Όχι πια μόνο από την καθημερινότητα και το άγχος. Μα απόδραση από εκείνον. Από τη θλίψη και την πίκρα με την όποια την πότιζε. Και εκείνος αδυνατώντας να καταλάβει, γινόταν πιο πιεστικός, μέσα στο χαλαρό μαζί που ο ίδιος είχε διαμορφώσει. Μα όχι διεκδικώντας αυτό το παραπάνω που εκείνη ήλπιζε, αλλά απαιτώντας όλα όσα συνέβαιναν όσο καιρό ήταν μαζί.

Και ένα βράδυ σταμάτησαν όλα. Και εκείνος, και το μαζί και το άγχος. Βρέθηκε στο χωριό την επόμενη κιόλας μέρα. Κάθισε λίγες μέρες και έπειτα ξαναπήγε στην πόλη να τακτοποιήσει κάποιες εκκρεμότητες.

Μα όλα αυτά ανήκαν στο παρελθόν. Τώρα ήταν εκεί. Στην κουνιστή της πολυθρόνα, στις σκέψεις της, σε όσα απέφευγε συστηματικά τόσο καιρό.

Πήγε μια βόλτα από το καφενείο. Οι ψίθυροι και τα κουτσομπολιά της χάλασαν τη διάθεση. Έφυγε σχεδόν αμέσως για να γυρίσει στο σπίτι.

Κάπνιζε και έπινε στη βεράντα. Οι αναμνήσεις ήταν έντονες σαν να τα έβλεπε όλα σαν ταινία. Να πηγαίνει σπίτι του, να λογομαχούν, να τσακώνονται, να τον χτυπάει με το τηγάνι. Θυμόταν το αίμα να τρέχει σαν ποτάμι και την ίδια ανήμπορη αρχικά να αντιδράσει.

Την δύναμη που έδειξε. Να τον μαζεύει. Να καθαρίζει τα αίματα. Να τον μεταφέρει στο χωριό. Να περιμένει να πλησιάσει το σούρουπο. Να σκάβει στην αυλή, δίπλα στον παλιό αχυρώνα. Να τον σκεπάζει με χώμα. Να πηγαίνει τακτικά και πάντα να αφήνει ένα κερί αναμμένο δίπλα στον αχυρώνα.

Να φεύγει και να ξαναέρχεται αναζητώντας τη λύτρωση. Τώρα όμως το είχε αποφασίσει. Όσο και να προσπαθούσε δεν μπορούσε να ξεφύγει από τον εαυτό της.
Έστειλε μήνυμα στον κύριο Στέλιο. Να ερχόταν να την έπαιρνε το επόμενο πρωί. Αυτή τη φορά όμως το είχε αποφασίσει. Δεν θα επέστρεφε.

Την βρήκε ξαπλωμένη, δίπλα σε ένα αναμμένο κερί στον αχυρώνα. Είχε ένα γράμμα τυλιγμένο στο χέρι της. Το διάβασε. Φώναξε την αστυνομία. Έψαξαν, έσκαψαν, δεν βρήκαν τίποτα.

Πηγαίνει ο κυρ Στέλιος και της ανάβει κανά κερί. Την θυμάται. Μόνο που δεν κατάλαβε ποτέ αν τελικά ο εκείνος ο Παύλος υπήρξε ή ήταν δημιούργημα της φαντασίας της.

Ο λαγός

Καθόταν όπως πάντα στο δεύτερο σκαλί στην αριστερή πλευρά της κεντρικής εισόδου του μετρό στο Σύνταγμα. Κοίταζε επίμονα το μεγάλο καντράν του ρολογιού του και έπαιζε νευρικά το πόδι του. «Δεν θα προλάβω. Πρέπει να βιαστώ.» μονολόγησε και σηκώθηκε απότομα. Καβάλησε το πατίνι του και άρχισε να κατηφορίζει την Ερμού. Μέχρι που συνάντησε την οδό Αθηνάς και στρίβοντας δεξιά βρέθηκε στην πλατεία Ομονοίας. Περιεργαζόταν από απόσταση τον κόσμο και τις συναλλάγες που λάβαιναν χώρα μπροστά στα μάτια του.
Θυμήθηκε την πρώτη φορά που είχε κάνει αυτή, την ίδια διαδρομή, χωρίς τότε να ξέρει πως αυτό θα γινόταν μια ιεροτελεστία που θα κρατούσε χρόνια. Και τότε καθόταν στην ίδια θέση, ανέμελος όμως για τον χρόνο που περνούσε. Μέχρι που την είδε να περνάει από μπροστά του. Του φάνηκε βιαστική, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί. Όπως αποδείχτηκε για κανένα λόγο από όσους θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί. Ήταν ψιλόλιγνη, με μακριά ξανθά μαλλιά που έπεφταν ανέμελα στους ώμους. Αυτό που τον αιχμαλώτισε όμως ήταν το βλέμμα της. Μελαγχολικό και απόκοσμο, το ένιωσε να τον τραβάει σαν μαγνήτης. Και εκείνος πειθήνια την ακολούθησε.
Κρατήθηκε σε κάποια απόσταση και απόμεινε αμήχανος να κοιτάζει από την απέναντι πλευρά της πλατείας. Εκείνη πάλι, έμοιαζε να έχει εξοικείωση με τον χώρο. Κινήθηκε νωχελικά και πλησίασε τον τύπο με το περίεργο σκουφί. Του είπε κάτι στο αυτί και έβαλε το χέρι της στην τσέπη. Εκείνος απομακρύνθηκε για λίγο. Έπειτα επέστρεψε. Την περίμενε να βγάλει πρώτη το χέρι από την τσέπη, τύλιξε στο δεξί του τη δέσμη με τα χαρτονομίσματα και με το αριστερό της προέτεινε το σακουλάκι, που έκρυψε βιαστικά στο μπουφάν της. Ο Ηλίας σπρωγμένος από περιέργεια είχε πλησιάσει πολύ. «Τι συμβαίνει;» τον ρώτησε αγριεμένος ο τύπος. «Θέλω και εγώ.» απάντησε με τόνο που ευτυχώς για εκείνον προδιδε πρωτάρη και όχι κάποιον μπάτσο, ταυτότητα που θα τον έβαζε σε κίνδυνο. «Μόνο κουμπιά μου έχουν μείνει.» απάντησε και ο Ηλίας γνέφοντας θετικά πήρε το ένα και μοναδικό που μπορούσε να πληρώσει.
Το έβαλε στην τσέπη του και συνειδητοποιώντας ότι την είχε χάσει για ώρα από τα μάτια του, άρχισε σαν τρελός να την ψάχνει. Την εντόπισε λίγα μέτρα πιο πέρα να τον κοιτάει γελώντας. Την πλησίασε σχεδόν μηχανικά. «Μην τον φοβάσαι τον Λούκας. Κατά βάθος είναι καλός.» του είπε. «Πώς σε λένε;» τη ρώτησε αμήχανα. Εκείνη σκύβοντας στο αυτί του, του ψιθύρισε Αλίκη. Ήταν σίγουρος όμως πως του είπε ψέμματα φοβούμενη για το μέρος που γινόταν η γνωριμία τους. Στάθηκαν αμίλητοι για λίγα λέπτα, ωσπού την είδε έτοιμη να φύγει και δεν κρατήθηκε. «Θέλεις να πάμε να πιούμε ένα τσάι;» τη ρώτησε και η Αλίκη έσκασε στα γέλια. Λογικό, δεδομένου ότι δεν γνώριζε την μικρή ιδιαιτέροτητα του Ηλία. Δεν έπινε καφέ γιατί ήταν αλλεργικός, οπότε είχε καταφύγει στο τσάι. Εκείνη το απέφυγε με τρόπο και έκανε να φύγει. Έπρεπε να δοκιμάσει αυτό που αγόρασε. «Πες μου μόνο αυτό τότε. Γιατί είσαι εδώ;» τη ρώτησε. «Γιατί έπρεπε να βρω ένα τρόπο να μπω στη χώρα των θαυμάτων.» απάντησε με νάζι και εξαφανίστηκε.
Ήταν η πρώτη και τελευταία φορά στη ζωη του που δοκίμασε κουμπί ή οποιοδήποτε είδος ναρκωτικού. Συνέχισε όμως να πηγαίνει στην πλατεία με την προσμονή να την δει. Εκείνη όμως ήταν άφαντη. Και ο καιρός περνούσε και η επιθυμία να τη συναντήσει έγινε εμμονή. Το άλλοτε χαρούμενο παιδί που έπαιζε με το πατίνι του στην πλατεία Συντάγματος έγινε ένας τρελός που κοιτούσε επίμονα το ρολόι του, περιμένοντας να έρθει η ώρα για τη συνηθισμένη του βόλτα.
Και ο άλλοτε ανέμελος «λαγός» όπως τον αποκαλούσαν στην πλατεία εξαιτίας του σκίτσου που δέσποζε στο κέντρο του πατινιού του έγινε ένα μίζερο πλάσμα, που το μόνο που έκανε ήταν να κοιτάζει το ρολόι και το ημερόλογιο. «Θα ξανάρθει. Δεν μπορεί.» έλεγε στον εαυτό του, αλλά εδώ και καιρό ούτε αυτό μπορούσε να του δώσει παρηγοριά.
΄Ήταν ένα από τα πολλά ανιερά απογεύματα, που καθόταν και περίμενε ο μεγάλος δείκτης του ρολογιού να πάει στο έξι για να ξεκινήσει τη γνωστή διαδρομή, όταν την είδε να περνάει από μπροστά του. Τα μάτια του έλαμψαν και ενστικτωδώς πριν καν κοιτάξει το ρολόι του είχε καβαλήσει το πατίνι και κατέβαινε την Ερμού.
Η διαδρομή ήταν ακριβώς η ίδια. Όταν έφθασε στην Ομόνοια, στάθηκε στο ίδιο, γνώριμο σημείο απέναντι από την πλατεία, το μόνο κοινό που τους είχε μείνει μετά από εκείνη την μακρινή πρώτη τους συνάντηση, για να μπορεί να την παρακολουθεί και περίμενε. Το βλέμμα του περιεργάστηκε γρήγορα το χώρο, προσπαθώντας να μην την χάσει από τα μάτια του. Χρειάστηκε μόνο ένα ανοιγόκλεισμα των βλεφάρων, απόρροια του χτυπήματος στην πλάτη και το άκουσμα μιας γνώριμης φωνής να του λέει «Ρε λαγέ; Πάλι από τα μέρη μας;» για να τον εκνευρίσουν και να την χάσει από το οπτικό του πεδίο.
Στη θέα του Λούκας δεν χάρηκε, αλλά ήξερε πως έπρεπε έστω από ευγένεια να απαντήσει. «Ναι, πάλι από δω. Αλλά ήρθα επειδή ψάχνω κάποιον. Δεν ενδιαφέρομαι για το οτιδήποτε.» απάντησε με μια ανάσα, ελπίζοντας πως αυτό θα αποθάρρυνε τον Λούκας. Τον κοίταξε περίεργα. Έπειτα κούνησε το κεφάλι και έκανε να φύγει. Περνώντας δίπλα του, του ψιθύρισε στο αυτί «Η Αλική δεν είναι πια εδώ.» του έβαλε κάτι στην τσέπη και έφυγε.
Ο Ηλίας ξαφνιασμένος, την έψαξε με το βλέμμα του. Αφού δεν μπόρεσε να την εντοπίσει άρχισε να ψάχνει στα στενά γύρω από την Ομόνοια. Σε ένα από αυτά, που το φως έπεφτε ελάχιστα σε ένα κάδο σκουπιδιών, του φάνηκε πως την είδε. Να κάθεται πλάι στον κάδο με τα γόνατα λυγισμένα και το κεφάλι χωμένο μέσα τους. Χαμένη στον κόσμο της. Τον κόσμο των θαυμάτων όπως αποκαλούσε.
Την πλησίασε και κάθισε δίπλα της. Ήταν χαμένη για να τον καταλάβει. Της χάιδευε ώρα τα μάλλια, όταν γύρισε και τον κοίταξε. «Τι θες;» ρώτησε επιθετικά. «Να σε βηθήσω» της απάντησε σχεδόν απολογούμενος για την παρουσία του εκεί. «Εδώ και καιρό δεν χρειάζομαι βοήθεια. Μόνο ένα θάυμα. Και το έχω ήδη βρει.» του απάντησε.
Θόλωσε. Σε αυτή της φράση ένιωσε ότι περιεκλειόταν μια ολόκληρη ζωή. Η δική της, που τόσο αβίαστα την πέταγε στα σκούπιδια.
Έκλεισε το πρόσωπό της στο στήθος του. Η Αλίκη άρχισε να κλαίει. Δεν ήταν σίγουρος γιατί. Ίσως να καταλάβαινε τι γινόταν. Ίσως απλά να βυθιζόταν σε μια ακόμα ψευδαίσθηση. Δεν άντεχε να την βλέπει έτσι.
Τη φιλησε στο μάγουλο λέγοντας πως όλα θα πάνε καλά. Μα ήξερε πως δεν θα γινόταν έτσι. Εκείνη δεν αντέδρασε. Τα ναρκωτικά είχαν αρχίσει να ενεργούν. Το εκμεταλλεύτηκε. Την πήρε αγκαλιά, τύλιξε τα χέρια του στο λαιμό της και άρχισε να σφιγει με όλη του τη δύναμη. Οι πνιχτές κραυγές της δεν τον σταμάτησαν. Σε λίγη ώρα άφησε το αναίσθητο κορμί της να πέσει δίπλα στον κάδο. Σηκώθηκε, κοίταξε το πατίνι του που το είχε παρατήσει πιο δίπλα και έπειτα εκείνη. Δεν μπορούσε να την αφήσει έτσι. Θα ανακτούσε τις αισθήσεις της και θα συνέχιζε όπως πριν.
Έπαιξε μηχανικά με τις τσέπες του μπουφάν του. Τότε βρηκε το χαπάκι που του είχε βάλει ο Λούκας. Το μάσησε χωρίς δεύτερη σκέψη. Σύντομα τον είχε κυρίευσει. Άρχισε να κλωτσά τον κάδο. Μετά πήρε το πατίνι, το χτύπησε με μανία στον τοίχο σπάζοντας το στη μέση. Κρατούσε το μισό κομμάτι στα χέρια του όταν είδε το σώμα της να σαλεύει. Δεν το σκέφτηκε. Έπεσε πάνω της με δύναμη και κάρφωσε το πατίνι στο λαιμό της. Κρατούσε τα παγωμένα χέρια της με τα δικά του και το αίμα που έτρεχε ζεστό από το λαιμό της ήταν το μόνο σημάδι πως ήταν ζωντανή. Έστω κάποτε.
Όταν τα πόδια της σταμάτησαν να κλωτσάνε, κατάλαβε πως ήταν νεκρή. Ξάπλωσε δίπλα της και αποκοιμήθηκε. Όταν συνήλθε είχε αρχίσει να ξημερώνει. Το θέαμα του νεκρού σώματός της δίπλα του τον πάγωσε. Με μια γρήγορη ματιά στο σκηνικό κατάλαβε τι είχε κάνει. Έφυγε τρέχοντας.
Αφού συνειδητοποίησε τι είχε συμβεί, πήγε στο αστυνομικό τμήμα. Δήλωσε κλοπή για το πατίνι ελπίζοντας πως δεν θα τον συνέδεαν με τον αποτρόπαιο φόνο.
Για μέρες διάβαζε εφημερίδες και έβλεπε ειδήσεις μήπως ακούσει τίποτα. Για μέρες περίμενε μήπως η αστυνομία ερχόταν στο σπίτι του. Τίποτα δεν συνέβη. Και εκείνος συνέχιζε να πηγαίνει στο Σύνταγμα, όχι για να προποιηθεί πως όλα ήταν φυσιολογικά, αλλά μήπως μάθει κάτι.
Ένα βράδυ μετά από μπύρες με τα φιλαράκια, δεν άντεξε. Κατηφόρισε προς την Ομόνοια. Στάθηκα και πέριμενε να δει τον Λούκας. Όταν τον εντόπισε έτρεξε προς τα εκεί. Εκείνος δεν χάρηκε που τον είδε. «Τι θες εδώ; Νόμιζα πως τελείωσες με όλα αυτά, εάν υποτεθή ποτέ ότι είχες αρχίσει.» του είπε. «Να σου πω τι έκανα. Τι της έκανα.» φώναξε ξεσπώντας σε λυγμούς. «Ρε μαλάκα πάλι τα ίδια; Στο ξανάπα η Αλίκη έφυγε. Εκείνη την πρώτη φορά που την είδες. Νοθευμένη δόση. Την βρήκαν πλάι σε ένα κάδο. Εσύ δεν έκανες τίποτα παρά να παραλογίζεσαι μαζί της.» του απάντησε, τον σκούντησε στον ώμο και του έχωσε ένα χαπάκι στην τσέπη.
Πήγε στο ίδιο σημείο. Κάθισε δίπλα στον κάδο και προσπαθούσε να σκεφτεί αν ήταν αλήθεια ή απόρροια της φαντασίας του. Ενώ σκεφτόταν κρατούσε σφιχτά το χάπι στο χέρι του. Ώρα μετά και ενώ αμφιταλαντευόταν ανάμεσα στην πραγματικότητα και την φαντασία κατάπιε το χάπι.
Βρέθηκε στην ίδια σκηνή, με την ίδια ένταση, τους ίδιος φόβους, το ίδιος πάθος. Να τη σώσει. Μόνο που αυτή τη φορά δεν της κάρφωσε το πατίνι, αλλά ανέβηκαν μαζί και έφυγαν. Για τον δικό της κόσμο. Τον κόσμο των θαυμάτων.

Τρίτη 4 Μαΐου 2010

Βροχή


Βρέχει, μα δεν με κινητοποίησε η βροχή. Μέρες τώρα σε νιώθω να τρέχεις μέσα μου. Σαν το αίμα στις φλέβες μου. Δίνεις το στίγμα σου πως υπάρχεις. Και προς θεού, ποτέ σου δεν δέχτηκες την αδιαφορία. Θα έκανες τα πάντα για να έχεις την αμέριστη προσοχή μου.
Σε κοιτώ στις φωτογραφίες. Βλέπω τα χέρια σου να ακουμπούν τα δικά μου. Να με κυκλώνουν απαλά και εγώ να χάνομαι μέσα τους. Ακόμα δεν ξέρω, ή μάλλον δεν μπορώ να καταλάβω αν το έκανες για να κοιμήσεις τη δική μου ανασφάλεια ή αν απλά τόνωνες τη δική σου κτητικότητα. Τις στιγμές που αποτύπωσε ο φακός σε κλάσματα του δευτερολέπτου, εμάς, μας πήρε αρκετό χρόνο για να τους επιτρέψουμε να συμβούν.
Ήταν τότε, που όλα φάνταζαν απλά. Εγώ, εσύ και ο χρόνος, κι ας μην ήταν πάντα με το μέρος μας. Έπειτα πάψαμε να είμαστε εμείς με το δικό του. Και παρόλο που κανείς δεν έδινε σημασία στην συγκεκριμένη μάχη, ήταν η σημαντικότερη όσων είχαμε να δώσουμε. Τώρα πια δεν έχει σημασία. Εκείνος πέρασε όπως όφειλε να πράξει και εμείς απομείναμε με τα κομμάτια ενός παζλ που αφήσαμε στη μέση. «Ποτέ μην υποτιμάς τους αντιπάλους σου.» μου έλεγες. Μα δεν καταλάβαινα. Όχι ότι ήμουν μικρή, απλά αφελής.
Ο καιρός και τα γεγονότα με έναν τρόπο που μπορούσα να κατανοήσω αλλά όχι να δεχτώ, είχαν γίνει το δέρμα μας και τελικά η ίδια η ζωή μας. «Πρέπει να παλέψουμε..» επαναλάμβανες. Και δεν ήταν αυτό που έλεγες, αλλά εκείνα τα χέρια σου, που τύλιγαν απαλά τα δικά μου, που μ’ έμαθαν να μετράω τα πράγματα και να τα βλέπω θετικά, ακόμα και εκείνα που αδυνατούσα να διαχειριστώ. Τα περικύκλωνε όλα το μαζί, το μαζί σου και αυτό μου έδινε τότε την ψευδαίσθηση ότι μπορώ να αντέξω τα πάντα. Και έτσι η μάχη είχε ξεκινήσει μέσα μου, χωρίς να το σκεφτώ, χωρίς να το καταλαβαίνω και χωρίς καμία διάθεση να πράξω αλλιώς.
Η δύναμη και το θάρρος με τα οποία με είχες οπλίσει δεν μου ήταν όμως αρκετά. Σε έβλεπα να αλλάζεις μέρα με τη μέρα. Ήξερα πως δεν είχες παραιτηθεί, απλά είχες κουραστεί. Και εγώ απλός παρατηρητής να σε διαβεβαιώνω πως όλα θα πάνε καλά, όχι χωρίς να το πιστεύω, μα χωρίς πια να το ελπίζω. Αυτό ήταν που πονούσε. Αυτό ήταν που με αλλοίωνε. Και εσύ να μου λες: «Εσύ πρέπει να συνεχίσεις. Πρέπει να ζήσεις.» με χείλη σφιχτά και φωνή αδύναμη, χωρίς τα χέρια σου να ακουμπάνε πια τα δικά μου, μα αδύναμα να πέφτουν στα σκεπάσματα. Όχι γιατί δεν ήθελες, μα γιατί δεν μπορούσες. Και το μαζί, το μαζί σου χάθηκε κάπου εκεί.
Όταν τα χέρια σου αδυνατούσαν πια να κρατήσουν τα δικά μου. Όταν τα άφησα παγωμένα να πέσουν στο πλάι του κορμιού σου. Τότε, που εσύ ξεκίνησες το ταξίδι σου χωρίς εμένα.
Δεν ήταν που δεν με ήθελες μαζί, ήταν που εγώ έπρεπε να μείνω πίσω. Να συνεχίσω. Και κάθε φορά που αποζητώ εκείνο το μαζί σου, έστω για στιγμή, το συναντώ με μάτια κλαμένα, χείλη σφιγμένα και πόδια να τρέμουν, ακουμπώντας σε ένα μάρμαρο κρύο και από τον καιρό κιτρινισμένο. Όπως την τελευταία φορά που άγγιξα τα χέρια σου. Σηκώνομαι με μια ανάσα, μια απόφαση που την παίρνω εδώ και καιρό.
Παγωμένη γυρίζω σπίτι. Μα δεν σε ψάχνω πια, γιατί υπάρχεις. Σε εκείνες τις φωτογραφίες, σε εκείνα τα μικρά κλάσματα του δευτερολέπτου που αποτύπωσε ο φακός. Μόνο που τώρα, ξέρω, έχω καταλάβει, πως ο χρόνος που χρειάστηκαν για να συμβούν είναι δικός μου, γιατί ήταν ο χρόνος που είχα μαζί σου.
[Γιατί είναι καλό μερικές φορές να θυμόμαστε.]