Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Επετειακές εκδόσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Επετειακές εκδόσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2008

Ένα παιχνίδι ακόμα


Ο φίλος μου ο Μορφέας με προσκάλεσε σε ένα παιχνίδι και μου δίνει έτσι την ευκαιρία να αφήσω για λίγο τον μπαλτά μου και να πιάσω την πένα (όχι τη δική μου, αλλά αγαπημένων ποιητών)
.

Κιθάρες- Καρυωτάκης

Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες

κιθάρες. Ο άνεμος όταν περνάει,

στίχους, ήχους παράξενους ξυπνάει

στις χορδές που κρέμονται σαν καδένες.

Είμαστε κάτι απίστευτες αντένες.

Υψώνονται σαν δάχτυλα στα χάη,

στην κορυφή τους τ' άπειρο αντηχάει,

μα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένες.

Είμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις,

χωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμε.

Στα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσις.

Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.

Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις

είναι το καταφύγιο που φθονούμε.


Μοναξιά- Ουράνης

Σα νύχτα αγρύπνιας πένθιμη και ατέλειωτη, σα νύχτα

γεμάτη από μυστήριο και σιωπή η ζωή μου.

Αμίλητοι και σκεφτικοί στην τρομερή ησυχία,

τι, που δεν έρχεται, να' ρθει προσμένουμε, ψυχή μου;

Περνάν βαριές από κενό και προσδοκία οι ώρες,

στ' αυτιά μου, που αφογκράζουνται, καμιά ηχώ δε σβήνει

και μόνο, σα σε κάμαρα νεκρού ένα ρολόγι,

χτυπάει η καρδιά μου ηχερά στην παγερή γαλήνη.

Στους διαδρόμους του καιρού κανένα πλέον βήμα

δεν αντηχεί και μοιάζουμε σα ζωντανοί σε μνήμα,

που γύρω τους η ανθρώπινη ζωή αποτραβιέται....

Χαρές, αγάπες, χίμαιρες, πόσο μακρυά είστε τώρα!

Στη νύχτα την απέραντη το πόσο είμαι μόνος!

Όλα μας απαράτησαν, ψυχή μου, ως κι ο πόνος.


Μadame M- Madame M

Tι κάνετε, γλυκά μου;

Είμαι η Μαντάμ Μ

της φρίκης αφέντρα

που χάος προκαλεί.



Δεν ικανοποιούμαι εύκολα

σαν κάθε κακομοίρα

κάποιοι με λεν μυστήρια

και κάποιοι μαύρη χήρα.


Τις μολυσμένες σκέψεις μου

συνήθως καταγράφω

μ' ένα μελάνι σκοτεινό

που στάζει από τάφο


Γνέθω τις ιστορίες μου

μ' ιστό από αράχνη

και κάθε μία από αυτές

τον ύπνο σας αδράχνει.

Τα νανουρίσματα αυτά

έχουνε βίους τεράτων

και ιστορίες τρομαχτικές

δαιμονικών πλασμάτων.

Σας εφιστώ την προσοχη

όσο κι αν φοβηθείτε

το τρομερό βιβλίο μου

δε θ' αποχωριστείτε.


Με ψυχραιμία πάρτε το

τίποτα δε σας μένει

από τις μαύρες λέξεις μου

είστε πια μαγεμένοι!

[Αυτό με χιουμοριστική διάθεση και για να μην ξεχνάμε τίνος το μπλογκ διαβάζουμε....]


Θα ήθελα να δώσω την μπάλα στους : Black rose, Koykos, Wrong guy και Apsoy.




Τρίτη 13 Νοεμβρίου 2007

Τρίτη και 13

Ξύπνησα σχεδόν χαράματα. Προσπάθησα να ξανακοιμηθώ, μα στάθηκε αδύνατο. Με ξύπνησε μια αίσθηση, που είχα-καιρό τώρα η αλήθεια- ξεχάσει. Η αίσθηση της δίψας για αίμα, συνοδευόμενη από έναν φόβο. Έναν φόβο πως σήμερα έπρεπε να μείνω ήσυχη και άπραγη στο σπίτι. Τελικά σηκώθηκα. Δεν άντεξα την οριζόντια στάση του σώματος μου. Πήγα μηχανικά στην κουζίνα και έβαλα το νερό να ζεσταίνεται. Κοίταξα το ημερολόγιο. "Σύμπτωση θα είναι." σκέφτηκα και πήγα στο μπάνιο.
Με κοίταζα στο μεγάλο καθρέφτη. Οι αναγεννησιακές μου μπούκλες έπεφταν ανέμελα στους ώμους, τονίζοντας το ήρεμο και αθώο μου πρόσωπο. Έβγαλα τα γυαλιά μου, έπιασα τα μαλλιά σε ένα σφιχτό κότσο και ξανακοίταξα στον καθρέφτη, μέχρι να εμφανιστεί η μορφή, που πεισματικά, ήθελα να αντικρύσω. Τότε είδα εκείνο το πλάσμα, με το θολό βλέμμα και τη δίψα να διαγράφεται στο πρόσωπο του. Δίψα να νιώσει τη φοβισμένη σάρκα και το φρέσκο αίμα. Χαμογέλασα με αρκετή δόση ικανοποίησης και πήγα να πιω τον καφέ μου.
Η ημερομηνία εξακολουθούσε να με προβληματίζει. Και αυτό το ρημάδι το ένστικτο, χρόνια συμπαραστάτης μου, μα τώρα είχε έρθει αντιμέτωπο με το πάθος. Πώς να το νικήσει; Ειδικά σήμερα. Ειδικά όταν κατάλαβα ότι το πάθος μου είχε αντικείμενο. Δεν ήθελα να γευτώ οποιδήποτε αίμα, ήθελα το δικό του. Και τίποτα δεν θα με εμπόδιζε. Θα πήγαινα σπίτι του και θα εξαφάνιζα και αυτόν και κάθε συναίσθημα που μου είχε προκαλέσει.
Δεν θα τηλεφωνούσα. Θα ήταν σπίτι. Είχε περάσει το τριήμερο, θα επέστρεφε. Θα γυρνούσε ο Μάνος να θαυμάσει τα έργα του. Πάντα έτσι έκανε. Δημιουργούσε με τα λάδια του και έπειτα έφευγε για 3 μέρες, γιατί δεν άντεχε τη μυρωδιά. Ούτε τους ανθρώπους τους άντεχε βέβαια, για πολύ. Έμπαινε στο πετσί τους και μετά έφευγε, γιατί δεν άντεχε τις δεσμεύσεις. Δεν είχα όμως χρόνο. Έπρεπε να βιαστώ.
Μπήκα με το κλειδί μου. Ποτέ δεν το επέστρεψα. Τον βρήκα στο ατελιέ. Κοιτούσε τους πίνακες να δει αν χρειάζονταν διορθώσεις. Δεν ξαφνιάστηκε, σαν να με περίμενε. Έπινε Σάκε. Λάτρης των ιαπωνικών σε όλες τους τις μορφές. "Θέλεις;" με ρώτησε. "Ναι." είπα και πήγα στην κουζίνα να πάρω ποτήρι. Με τρία ποτηράκια όλα φαίνονταν αλλιώς. Κάπως τρεμάμενα, αλλά όμορφα. Ο Μάνος είχε πιει πολλά περισσότερα. Δεν το σήκωνε. Σύντομα θα έπεφτε για ύπνο. Έτσι έγινε.
Μου φάνηκε σαν δώρο, το ότι δεν θα έπρεπε να τον ναρκώσω εγώ. Το εκμεταλλεύτηκα αμέσως. Τον φίμωσα και τον ξάπλωσα στο πάτωμα. Καθώς τον κοίταζα, σκέφτηκα να του βγάλω τα μάτια με τα πινέλα του. Δεν επιθυμούσα όμως να είναι ένα έγκλημα πάθους, αλλά ένα έγκλημα τέχνης. Δεν ήξερα πως να το κάνω. Τον έγδυσα και άρχισα να τον αλείφω με τα λάδια του. Όντως η μυρωδιά ήταν αφόρητη. Σκέφτηκα πως μπορεί να ήταν η γεύση τους. Κρίμα που δεν θα τα δοκίμαζα εγώ, αλλά εκείνος. Δεν ήμουν σίγουρη αν κατάπιε ή όχι. Δεν με ένοιαζε κιόλας.
Με ενδιέφερε όμως να σταματήσει να αναπνέει. Και γι' αυτό έπρεπε να βεβαιωθώ. Έβαλα λίγο ακόμα Σάκε, άναψα και ένα τσιγάρο και τον κοίταζα. Ξαφνικά είδα το καβαλέτο. Θα τον σταύρωνα πάνω του, αλλά ήταν πολύ ψηλός και θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο. Μπορούσα όμως να κάνω το αντίθετο. Πράγμα που έκανα. Με διευκόλυνε και το καβαλέτο, που ήταν τρίποδο και μεταλλικό. Τα πόδια του καβαλέτου μπήχτηκαν στην κοιλιά του. Το αίμα του σκορπίστηκε παντού. Γέμισα με αίματα, αλλά δεν με πείραξε. Σύντομα θα ήταν νεκρός.
Ενώ απολάμβανα το θέαμα, κάτι τράβηξε την προσοχή μου. Ακόμα και αν είχα αντιληφθεί νωρίτερα την παρουσία της, πάλι δεν θα προλάβαινα να πλυθώ για να ξεφορτωθώ το αίμα. Άλλωστε, υπήρχε και το πτώμα του στο δωμάτιο. Δεν πλησίασε. Στεκόταν στην πόρτα και με κοίταζε. "Υπαστυνόμος Αλίκη Παπαγεωργίου." είπε, αλλά δεν έδωσα σημασία. "Σε παρακολουθώ καιρό Orestis, αλλά ήθελα να σε δω και επί τω έργω." είπε και πάτησε τη σκανδάλη του όπλου της. Βυθίστηκα στο σκοτάδι, αλλά δεν φοβόμουν. Πιο πολύ τρόμαζα στην ιδέα ότι θα άνοιγα τα μάτια μου και θα αντίκρυζα φως.
Τέλος πρώτου μέρους. Η συνέχεια στο επόμενο.
[Αφιερωμένο στον Παπαστρουμφ. Και ναι, δεν σκοτώνουμε πλέον μόνο bloggers.]

Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2007

Πάρτυ γενεθλίων

Η ώρα ήταν ήδη 7 το απόγευμα, αλλά δεν είχε αγχωθεί με το χρόνο. "Μέχρι τις 9 που θα αρχίσει το πάρτυ, προλαβαίνω άνετα να ετοιμαστώ." σκέφτηκε και χώθηκε στην μπανιέρα. Ένα ζεστό μπάνιο ήταν ότι έπρεπε για να χαλαρώσει, ειδικά έχοντας αφιερώσει εκτός από μέρες και όλο το μεσημέρι στις ετοιμασίες.
Βγήκε από το μπάνιο, τυλίχτηκε στο μπουρνούζι και πήγε στο δωμάτιο. Διάλεξε τι θα φορέσει, έβαλε όμως κάτι πρόχειρο για να κάνει την τελική επιθεώρηση στο χώρο. Πήγε στο σαλόνι και κοίταξε γύρω το στήσιμο. "Λοιπόν, τα ποτά τα ανέλαβε ο Wrong, τα φαγητά ο George, τα γλυκά ο Apsoy, τις προσκλήσεις ο Ethan, μουσική επιμέλεια ο Big Dj και Never. Από τα πρακτικά είμαστε έτοιμοι. Περιμένουμε και τους άλλους και ξεκινάμε." μονολόγησε για λίγη ώρα και πήγε να ετοιμαστεί.
Έβαλε ένα ποτό και περίμενε. Η πρώτη που έφτασε ήταν η Veloz."Xρόνια πολλά Orestis." είπε με το που μπήκε. "Ευχαριστώ πολύ. Ευτυχώς που ήρθες πρώτη. Ήθελα να σε ενημερώσω, πως σε περίπτωση που έρθουν οι μπάτσοι να μας το διαλύσουν, εσύ θα βγεις μπροστά να σώσεις την κατάσταση." είπε γελώντας. Η Veloz συμφώνησε. Μετά από λίγο εμφανίστηκαν οι Equilibrium, Phoebus, Kούκος, Diage, Μουσίτσα και Merawen.
"Όλοι παρόντες. Πολύ χαίρομαι." αναφώνησε η Orestis και έβαλε σε όλους ένα ποτό. "Θα φάμε πρώτα και την τούρτα μετά, έτσι;" τους ρώτησε. "Ναι." είπε σύσσωμο το πλήθος. "Όμως, μουσική γιατί δεν έχουμε;" ρώτησε η Veloz. "΄Σε λίγο, μην βιάζεσαι." απάντησε η Orestis. Κάθονταν τρώγοντας, πίνοντας και μιλώντας. "Ρε συ, εκπληκτικές οι προσκλήσεις σου." έκανε η Merawen. "Ο Ethan τις έφτιαξε." γέλασε η Orestis.
Τους ζήτησε συγγνώμη για λίγο και πήγε στο δωμάτιο. Επέστρεψε κρατώντας ένα cd. "Τώρα θα σας φτιάξω τρελά." είπε όλο χαρά. "Καλά, εσύ μικρή γιατί δεν τρως τίποτα;" ρώτησε ο Κούκος, ενώ είχε αρχίσει να ακούγεται η μουσική, που έβαλε να παίζει η οικοδέσποινα. Δεν πρόλαβε να απαντήσει, τη διέκοψε η Μουσίτσα. "Καλά ουρλιαχτά ακούγονται;" ρώτησε και όλοι κόιταξαν έντρομοι την Orestis. "E, που είναι οι άλλοι; Wrong, Ethan, George, Apsoy, Never και Big Dj;" φώναξε ο Equilibrium.
"Σε δικό μου πάρτυ ήρθατε. Τι περιμένατε;" απάντησε με σατανική φωνή. "Ο καλός μου Wrong έγινε ωραιότατο ποτό, που πίνετε, ο George ωραιότατο φαγητό, που τρώτε, τους Never και Big τους ακούτε, τους ηχόγραφησα ενώ τους έσφαζα, όσο για τον Ethan, τι να πω; Δάνεισε το σώμα του ή μάλλον το δέρμα του για να φτιάξω τις προσκλήσεις. Α, ο Apsoy έκανε διάιτα, οπότε ήταν ιεροσυλία να τον κάνω τούρτα, οπότε απλά τον έπνιξα." είπε ατάραχη και έμειναν να την κοιτάζουν αμίλητοι και αμήχανοι.
Δεν προλάβαν όμως να αντιδράσουν, το δηλητήριο που είχε ρίξει στα ποτά και στα φαγητά, για να είναι σιγουρη είχε αρχίσει να επιδρά. Σε λίγη ώρα άρχισαν ένας ένας να πέφτουν νεκροί. Κάθισε στη μέση του καναπέ, κοίταξε γύρω της τα πτώματα και σκέφτηκε πως είχε έρθει η ώρα για την τούρτα. Την έφερε, την ακούμπησε στον καναπέ, άναψε τα κεράκια και περίμενε. "Μπράβο, τώρα που τους ξέκανα όλους, να δω ποιός θα μου τραγουδήσει το Happy Birthday." φώναξε, αλλά δεν πτοήθηκε.
Πήγε στο στερεοφωνικό, έβαλε ένα cd, πάτησε το play και άρχισε να τραγουδάει, το "Γιορτάζω" του Καλλίρη.
[Σας ευχαριστώ όλους για τη συμμετοχή. Όπως καταλάβατε ήταν γιορταστική και άκρως χιουμοριστική η blogoφονία. Όσο για άσμα, μάλλον θα άκουγα αυτό και όχι το "Γιορτάζω".]

Κυριακή 5 Αυγούστου 2007

Κακοκαιρινή φαντασίωση

"Καλά εσύ; Όχι εσύ;" είπε γελώντας η Βίκυ.
"Ναι εγώ. Γιατί γελάς; Εσύ δεν θα έρθεις καν." απάντησε ελαφρώς εκνευρισμένη η Αναστασία.
"Ε, απλά δεν μπορώ να σε φανταστώ να θελεις ήρεμες διακοπές και χαλάρωση. Είσαι συνώνυμο της διασκέδασης ρε παιδί μου. Τι δουλειά έχεις στο ψαροχώρι;" της είπε απορημένη η Βίκυ.
Δεν είχε άδκο. Η Αναστασία ήταν τρελό πάρτυ animal. Δεν της πήγαιναν τα ήρεμα πράγματα σε κανένα τομέα της ζωής της. Όλη της η ζωή μια συνεχής διασκέδαση. Όχι πως δεν έπαιρνε τα πράγματα σοβαρά, επέλεγε όμως να βλέπει τη θετική και αστεία πλευρά των πραγμάτων. Έτσι επιβίωνε. Τώρα όμως κάτι είχε αλλάξει. Δεν επουλωνόταν με την ίδια ευκολία όπως παλιά. Κάποιες πληγές είχαν μείνει. Ούτε τα μπαράκια, ούτε η διασκέδαση την κάλυπταν πια.
Το μόνο που ήθελε ήταν να πάει κάπου να ηρεμήσει. Να κάνει τα μπανάκια της, να χαλαρώσει και να πίνει τα ουζάκια με τις φιλενάδες. Χωρίς σκέψεις, χωρίς δουλειές, χωρίς άντρες. Να είναι για την πάρτη τους. Βέβαια η Αναστασία ήθελε και να μην ξαναγυρίσει στην Αθήνα. Να μείνει εκεί. Αλλά οι άλλες νόμιζαν ότι της δουλεύει. "Εσύ μακριά από την Αθήνα, άντε κανά μήνα να αντέξεις." την πείραζαν.
Το 'ψαροχώρι" όπως έλεγε, την μάγεψε και την κέρδισε με τη μία. Το τοπίο, η θάλασσα, οι άνθρωποι, την έκαναν να νιώθει κάτι πολύ οικείο. Στη θάλασσα χαλάρωνε κάθε απόγευμα. Μόνη να γράφει και να σκέφτεται και όχι πάντα με αυτή τη σειρά. Ένα τέτοιο απόγευμα εισέβαλλε στη ζωή της. "Ο Στράτος, ο ψαράς", τον έλεγε, για να τον πειράξει. Μεγαλωμένος στο νησί, δεν είχε φύγει ποτέ, παρά μόνο για δουλειές. "Κορίτσι της πρωτεύουσας", την έλεγε και την τσάντιζε πολύ.
Σχεδόν εκβιαστικά γνωρίστηκαν. Την έβλεπε μόνη στην παραλία και είχε περιέργεια να την γνωρίσει. Δεν συμπάθησαν ο ένας τον άλλο, από την αρχή. Ότι ήθελε να ταράξει την ησυχία της νόμιζε εκείνη, ότι το έπαιζε δήθεν αυτός. Ένα μπουκάλι κρασί το βράδυ με φωτιά στην παραλία, τους έκανε να αλλάξουν γνώμη. Ριζικά. "Δεν κρατάνε ρε οι καλοκαιρινοί έρωτες. Ξεχνιούνται με την πρώτη βροχή." φώναζε στις φίλες της, που την ψιλοδούλευαν για το αίσθημα. Μα, δεν ήταν σίγουρη πως το πίστευε.
Πέρασαν οι μέρες, φούντωνε ο έρως, αλλά τέλειωναν οι διακοπές. Δεν είχαν πει τίποτα. Απλά το ζούσαν, ελεύθερα, αβίαστα. Την τελευταία νύχτα, κανείς τους δεν κρατήθηκε όμως. Ήθελαν να πουν κάτι. "Φεύγεις αύριο ε;" ξεκίνησε ο Στράτος." Ναι." είπε κοφτά η Αναστασία. "Μόνο ναι έχεις να πεις;" είπε και άναψε το τσιγάρο του. " Τι άλλο να πω; Τι άλλο μπορεί να γίνει;" απάντησε. "Εγώ δεν μπορώ να φύγω. Έχω τη θάλασσα μέσα μου. Εσύ όμως;" τη ρώτησε, κρατώντας της το χέρι. "Εγώ δεν έχω την πόλη μέσα μου. Μακριά μου τη θέλω."
[Αυτό είναι το 100στό ποστ αυτού του μπλογκ. Είναι ειδική αφιέρωση στον Ορέστη και την φαντασίωση του, για τις διακοπές του. Σε όσους αποτέλεσαν ηθελημένα και μη έμπνευση, σε όσους γέλασαν, δάκρυσαν και διασκέδασαν με τα κείμενα, ένα ευχαριστώ και μια ευχή...όχι να τα χιλιάσουμε, αλλά να γράφουμε όσο έχουμε κάτι να πούμε και όσο υπάρχουν κάποιοι να το ακούσουν.]