Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Απόκρυφα μεθυσμένων μονολόγων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Απόκρυφα μεθυσμένων μονολόγων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2012

Πρωτομηνιά


Θυμάμαι το τότε

που σήμαινε μαζί,

στο δικό σου εκεί.

Βιώνω το τώρα

που σημαίνει εγώ

στο δικό μου εδώ.

Και αυτή η πρώτη του μηνός,

που πλησιάζει,

φαντάζει τώρα πιο τρομαχτική,

όχι για το δικό σου εκεί,

μα για το δικό μου εδώ.

Τρίτη 31 Αυγούστου 2010

Η φυγή

Οι κινήσεις της ήταν σχεδόν μηχανικές. Μπήκε αλαφιασμένη, τακτοποίησε τα πράγματα της και αφέθηκε στο κάθισμα. Δεν πρόλαβε να σκεφτεί παρά ελάχιστα, πριν πέσει σε έναν ύπνο βαθύ. Η φυγή είχε αρχίσει. Ή μήπως τώρα τελείωνε;

Ξύπνησε ενστικτωδώς. Συνειδητοποιώντας πως πλησίαζε, άνοιξε ανόρεχτα τα μάτια της, φανερά ενοχλημένη για την διακοπή του ύπνου της και περίμενε υπομονετικά να φτάσει στον τελικό προορισμό της. Το καταπράσινο τοπίο την χαλάρωσε από την ένταση που ένιωθε να διατρέχει το κορμί της. Λίγο πριν την ανακοίνωση, η σκέψη της πλανήθηκε κοντά του. Δεν ήταν η καλύτερη στιγμή να συμβεί κάτι τέτοιο. Ευτυχώς ο ήχος του τρένου που σφύριζε πριν το τελικό φρενάρισμα την επέστρεψε στην πραγματικότητα.

Κατέβηκε κουβαλώντας τα μπαγκάζια και κοιτώντας τριγύρω έως ότου το βλέμμα της τον συνάντησε. Η χαρωπή φιγούρα του κυρίου Στέλιου δεν της είχε αφήσει περιθώρια ελιγμών.
- «Καλώς το κορίτσι. Ήταν καλό το ταξίδι;» την ρώτησε, βάζοντάς την σε μία διαδικασία διαφορετική από εκείνη που είχε στο μυαλό της.
- «Μια χαρά.» απάντησε γελαστή, ξέροντας πως θα ακολουθούσε ένας διάλογος απλός και ανθρώπινος μεταξύ τους.

Και η αλήθεια είναι πως καιρό τώρα είχε ξεχάσει όχι μόνο τι σημαίνει ανθρωπιά, αλλά ακόμα και αυτό το απλό, η ανθρώπινη επαφή.

Μίλησαν αρκετά μέχρι να την πάει στο σπίτι. Διακριτικός όπως πάντα δεν ρώτησε τίποτα. Την άφησε στην πόρτα, την ρώτησε μήπως χρειαζόταν κάτι και μετά την αρνητική της απάντηση έφυγε, λέγοντάς της πως για οτιδήποτε χρειαζόταν να μην δίσταζε και εκείνος θα την βοηθούσε.

Μπήκε στο σπίτι, με ένα αίσθημα όχι φόβου, αλλά με την ιδέα πως έμπαινε στο καταφύγιό της. Τακτοποίησε βιαστικά τις αποσκευές της και κάθισε στην κουνιστή πολυθρόνα της γιαγιάς. Ακούμπησε το κεφάλι της στο ξύλο και αφέθηκε στις αναμνήσεις. Δεν ήταν ξεκάθαρο εάν ονειρευόταν ή απλώς ονειροπολούσε. Πετάχτηκε όμως με την ηχώ μιας λέξης που νόμιζε πως αντηχούσε στα αυτιά της. «Μοναχική». Το ήξερε πως έτσι την αποκαλούσαν στο χωριό. Τους είχε ακούσει και η ίδια να το ψιθυρίζουν αγνοώντας πως τους ακούει. Ποτέ δεν της φάνηκε κακό. Τώρα όμως την τάραξε. Ούτε εκείνη μπόρεσε να καταλάβει το γιατί.

Μερικά ποτά και τσιγάρα μετά, νόμιζε πως είχε την απάντηση. Όταν η σκέψη της πάλι πλανήθηκε σε εκείνον. Όταν η στιγμή ήταν η κατάλληλη.

Θυμήθηκε τις προηγούμενες φορές που είχε έρθει. Μια απόδραση στο ύπαιθρο. Έτσι αποκαλούσε τις μέρες που περνούσε στο χωριό. Απόδραση από την καθημερινότητα και το άγχος της πόλης. Μια ευκαιρία να χαλαρώσει, να σκεφτεί και να γράψει. Και έπειτα με γεμάτες μπαταρίες επέστρεφε για να συνεχίσει, ακόμη και τις φορές που δεν ήθελε ή που νόμιζε πως δεν μπορούσε. Πάντα όμως επέστρεφε.

Και μετά ήρθε ο Παύλος. Και οι ισορροπίες ανατράπηκαν. Ευχάριστη μεν, ανατροπή δε. Άλλαξαν και τα δεδομένα και οι συνθήκες. Αυτή τουλάχιστον έτσι το βίωνε. Και στην αρχή, και μετά. Στο μυαλό της. Όλα τελικά ήταν στο μυαλό της.

Όχι πως ο Παύλος ήταν κακός. Διαφορετική αντίληψη είχαν. Το πίστευαν βέβαια το μαζί. Και οι δυο τους το πίστευαν. Και αγαπήθηκαν αληθινά, με όσα αυτό συνεπάγεται. Μα το δικό του μαζί, απείχε από το δικό της.

Στην αρχή δεν το είχε καταλάβει. Της έφτανε που ένιωθε. «Είμαστε προορισμένοι να παράγουμε συναισθήματα. Να νιώθουμε επειδή αυτό μας συμβαίνει και όχι επειδή το θεωρούμε υποχρέωση ή επειδή περιμένουμε ανταπόδοση. Η αγάπη πηγάζει από μέσα μας και γι’ αυτό ακριβώς είναι ανιδιοτέλεια.» έλεγε και εκείνος συμφωνούσε.

Στην αγάπη, στην ανιδιοτέλεια και στο μαζί. Μα το δικό του μαζί ήταν χαλαρό. Το ζω και μου φτάνει. Το δικό της μαζί ήταν πιο απαιτητικό. Μοιράζομαι, για να μπορώ να το ζήσω. Και κάπου έχασαν την επαφή. Και εκείνη ολοένα βυθιζόταν σε μια θλίψη που ο Παύλος αδυνατούσε να καταλάβει. Γιατί για κείνον ήταν αρκετό. Ζούσε το δικό του μαζί. Για εκείνη ήταν διαφορετικά. Αφού δεν μπορούσε να το μοιραστεί, θεωρούσε πως δεν μπορούσε και να το ζήσει.

Ποτέ δεν του είπε τίποτα. Πίστευε πως καταλάβαινε. Εκείνος όμως ήταν αδύνατο να κατανοήσει κάτι που αγνοούσε. Και ένιωσε να πνίγεται. Μέσα στην χαλαρότητα με την οποία η ίδια του είχε επιτρέψει να την περιβάλει.

Και η ανάγκη να αποδράσει έγινε πιο έντονη. Όχι πια μόνο από την καθημερινότητα και το άγχος. Μα απόδραση από εκείνον. Από τη θλίψη και την πίκρα με την όποια την πότιζε. Και εκείνος αδυνατώντας να καταλάβει, γινόταν πιο πιεστικός, μέσα στο χαλαρό μαζί που ο ίδιος είχε διαμορφώσει. Μα όχι διεκδικώντας αυτό το παραπάνω που εκείνη ήλπιζε, αλλά απαιτώντας όλα όσα συνέβαιναν όσο καιρό ήταν μαζί.

Και ένα βράδυ σταμάτησαν όλα. Και εκείνος, και το μαζί και το άγχος. Βρέθηκε στο χωριό την επόμενη κιόλας μέρα. Κάθισε λίγες μέρες και έπειτα ξαναπήγε στην πόλη να τακτοποιήσει κάποιες εκκρεμότητες.

Μα όλα αυτά ανήκαν στο παρελθόν. Τώρα ήταν εκεί. Στην κουνιστή της πολυθρόνα, στις σκέψεις της, σε όσα απέφευγε συστηματικά τόσο καιρό.

Πήγε μια βόλτα από το καφενείο. Οι ψίθυροι και τα κουτσομπολιά της χάλασαν τη διάθεση. Έφυγε σχεδόν αμέσως για να γυρίσει στο σπίτι.

Κάπνιζε και έπινε στη βεράντα. Οι αναμνήσεις ήταν έντονες σαν να τα έβλεπε όλα σαν ταινία. Να πηγαίνει σπίτι του, να λογομαχούν, να τσακώνονται, να τον χτυπάει με το τηγάνι. Θυμόταν το αίμα να τρέχει σαν ποτάμι και την ίδια ανήμπορη αρχικά να αντιδράσει.

Την δύναμη που έδειξε. Να τον μαζεύει. Να καθαρίζει τα αίματα. Να τον μεταφέρει στο χωριό. Να περιμένει να πλησιάσει το σούρουπο. Να σκάβει στην αυλή, δίπλα στον παλιό αχυρώνα. Να τον σκεπάζει με χώμα. Να πηγαίνει τακτικά και πάντα να αφήνει ένα κερί αναμμένο δίπλα στον αχυρώνα.

Να φεύγει και να ξαναέρχεται αναζητώντας τη λύτρωση. Τώρα όμως το είχε αποφασίσει. Όσο και να προσπαθούσε δεν μπορούσε να ξεφύγει από τον εαυτό της.
Έστειλε μήνυμα στον κύριο Στέλιο. Να ερχόταν να την έπαιρνε το επόμενο πρωί. Αυτή τη φορά όμως το είχε αποφασίσει. Δεν θα επέστρεφε.

Την βρήκε ξαπλωμένη, δίπλα σε ένα αναμμένο κερί στον αχυρώνα. Είχε ένα γράμμα τυλιγμένο στο χέρι της. Το διάβασε. Φώναξε την αστυνομία. Έψαξαν, έσκαψαν, δεν βρήκαν τίποτα.

Πηγαίνει ο κυρ Στέλιος και της ανάβει κανά κερί. Την θυμάται. Μόνο που δεν κατάλαβε ποτέ αν τελικά ο εκείνος ο Παύλος υπήρξε ή ήταν δημιούργημα της φαντασίας της.

Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2009

Αυτό για μένα

Χάνομαι σε άγνωστους δρόμους
περπατώ σε καινούριες οδούς
ξένα διαμερίσματα
ξύλινα πατώματα
ψυχρά σώματα
που δίνονται με άνεση
προσφέροντας εφήμερες
όχι όχι απολαύσεις....
στιγμές....
δεν θέλω να τις κρίνω
μα ούτε νομίζω πως μπορώ
τους φέρομαι σαν ν' ανήκουν σε άλλον
κοιμάμαι και θυμάμαι
πετιέμαι ιδρωμένη
όχι που δεν ξέχασα
μα που η μνήμη τις έντυσε οικείες

Κυριακή 4 Οκτωβρίου 2009

Πανσέληνος


Είναι αυτές οι νύχτες

που μια επιθυμία έχω.

Να πάρω το σκαρί μου,

αυτό που δεν θέλει κουπιά.

Του φτάνει ένα ζευγάρι φτερά....

μα τα δικά μου είναι τσακισμένα.

Γυρίζω στο κρεβάτι,

αγκαλιάζω το κενό,

όχι για να παρηγορηθώ,

μα για να σε ταυτίσω!

Και αγκάλιαζω εκείνο το όνειρο,

το ίδιο που ντύνεται εφιάλτης

Τετάρτη 22 Ιουλίου 2009

Ευτυχία


Η ευτυχία που περιμέναμε

σαν άλλοτε

ξεθωριασμένα χρώματα

σε σπασμένα γυαλιά.

Κι αν κάποτε

αγγίξαμε το όνειρο

είναι που έτσι νομίσαμε

συνεπαρμένοι

από το γλυκό μεθύσι

εκείνης της νιότης.



Σάββατο 10 Ιανουαρίου 2009

Κενό

Θα ονειρευτώ τίποτα

και κανέναν.

Θα κοιμηθώ με το κενό,

το ίδιο,

εκείνο που αντικρύζω όταν ξυπνάω.

Με τον καφέ μου σκούρο

και πικρό.

Στο διάβα του κόσμου

θα αλλάζω πρόσωπα,

και όχι προσωπεία

και θα καταθέτω τη γύμνια μου

στο χαλί της ζωής.

Και αυτές που θα ακούγονται

χωρίς να φαίνονται

θα είναι οι πατημασιές,

εκείνων,

που υπήρξαν φαντάσματα

τούτης της ψυχής.

Πέμπτη 8 Ιανουαρίου 2009

Όλα ή τίποτα


Τίποτα δεν μετράει


και όλα πονάνε σαν καρφιά.


Το όχι, που κανείς μας δεν λέει


μα δεν παραδέχεται το ναι


αφήνεται στο ίσως,


που γίνεται γρασίδι στην κοιλάδα του ποτέ.


Και απομένει το τότε


να θέλει να αγγίξει το πάντα,


μα επιστρέφει στη στιγμή που το γέννησε,


την μοναδική που το γέμισε,


εκείνη,


που δεν θέλησε τίποτα.




Πέμπτη 25 Δεκεμβρίου 2008

Εναλλακτικά Χριστούγεννα 2

"Περπάτησε αρκετά μέσα στο κρύο. Δεν ήταν παρά λίγες μέρες στην πολή και δεν ήξερε ακόμα τα στέκια. Όχι ότι είχε και πολλά. Κάποια στιγμή βρέθηκε μπορστά στην πόρτα από το μπαράκι. Δεν ήταν σίγουρη πως ήταν αυτό που της είχαν πει, ήταν όμως σίγουρη πως σε αυτό θα έμπαινε. Το κρύο δεν της επέτρεπε άλλες περιπλανήσεις. Μπήκε και κάθισε στη γωνία του μπαρ και περίμενε να παραγγείλει. Δεν είχε πολύ κόσμο, αλλά δεν της προξένησε εντύπωση. "Χριστούγεννα είναι, θα τα περάσουν με τους δικούς τους." σκέφτηκε, αλλά γρήγορα τη διέκοψε ο μπάρμαν, που ήρθε για παραγγελία. Δεν πήρε πόρτο αυτή τη φορά. Παρήγγειλε ένα ουίσκι με πάγο. Ο Μπάρμαν μάλλον κατάλαβε πως ήταν ξένη, αφού μόλις της έφερε το ποτό της είπε Καλά Χριστούγεννα.
Εκείνη απάντησε πως προτιμούσε το σκέτο χρόνια πολλά γιατί -για να τον προλάβει- ήταν τα γενεθλιά της. Χαμογέλασε σε αυτό. Πάντα χρησιμοποιούσε αυτή τη δικαιολογία, για όλες τις γιορτές που την έβρισκαν μόνη να τα πίνει σε κάποιο μπαρ. Εκείνος την κέρασε το δέυτερο και δεν έκανε άλλες ερωτήσεις. Ξαφνικά ένιωσε να κάθεται δίπλα της ένας τύπος που μέχρι εκείνη την στιγμή καθόταν στην άλλη μεριά του μαγαζιού. Ήταν έτοιμη για το τι θα έλεγε, όμως περίμενε να την ρωτήσει. Πράγματι τη ρώτησε τι έκανε εκεί. Δεν μπορούσε να καταλάβει πως όλοι καταλάβαιναν αμέσως ότι ήταν ξένη. Της είχαν πει όμως, πως το Αβέιρο, όντας καθαρά βιομηχανική πολή δεν προσφέρεται για τουρισμό και πως ίσως τέτοιες μέρες να συναντούσε δυσκολίες από τους ντόπιους.
Η επιθυμία της όμως να πάει στην Πορτογαλία και μάλιστα σε αυτή την πόλη κοντά στην ακτή του ατλαντικού ωκεανού είχε υπερνικήσει όλες τις φοβίες. Αν και ο συγκεκριμένος ντόπιος δεν της έφερε καμία δυσκολία. Τα ήπιαν και τα είπαν σαν δυο καλά φιλαράκια. Του έκανε εντύπωση που, όπως του είπε είχε σηκωθεί ένα πρωί και είχε φύγει. Μέσα της το ετοίμαζε καιρό, αλλά όπως του είπε οι καλύτερες αποφάσεις είναι εκείνες που παίρνει η καρδιά στα ξαφνικά....."
Κάπου εκεί η Νεφέλη αποφάσισε πως η ιστορία έπαιρνε άλλη τροπή από αυτή που ήθελε να της δώσει και δεν κάθισε να την περιεργαστεί. Άφησε τα χαρτιά ανοιχτά στο γραφείο της και πήγε στην κουνιστή πολυθρόνα της. Μέσα της το πίστευε πλέον, αφού δεν είχε καταγράψει εγκαίρως όσα ήθελε να θυμάται τώρα ήταν αργά. Είχε φτάσει σχεδόν τα 90 και η μνήμη εξασθενούσε μέρα με τη μέρα. Η απόσταση που εκείνοι είχαν βάλει ανάμεσα τώρα γινόταν πραγματικότητα και για την ίδια. Παρόλο που πίστευε πως ειδικά εκείνη, την τελευταία μέρα, όχι απλά θα την θυμόταν, αλλά θα μπορούσε να την αποδώσει λεκτικά.
Δεν πτοήθηκε. Κατέληξε πως ήταν πιο σημαντικό να κρατάει μέσα της την ανάμνηση του το ότι για μία φορά, αλλά ουσιαστική, είχε αποφασίσει εκείνη να φύγει από αυτούς που αγαπούσε, αντί να περιμένει να την αφήσουν εκείνοι πρώτοι. Και ότι είχε περάσει σχεδόν όλα τα χρόνια της ζωής της με αυτό, της ήταν περισσότερο αν όχι αρκετό,από μια ίσως ανόητη και συναισθηματική ιστορία με όχι happy end, για μια ζωή, που η ίδια είχε επιλέξει να αφήσει πίσω της.
Γύρισε στο γραφείο κι έσκισε ό,τι είχε γράψει. "Αφού πλέον δεν υπάρχει ούτε στο μυαλό, καλύτερα να μην υπάρχει ούτε στο χαρτί. Μου φτάνει, που έζησα με αυτή την απόφαση και την υπερασπίστηκα ως το τέλος."
[Θα ήθελα πάρα πολύ να πω, πως φέτος αποφάσισα να κάνω γιορτές μακριά από αυτούς που αγαπώ.....μα υπάρχουν ενστάσεις στο αποφάσισα....αποφάσισα όμως, για λόγους που δεν μπορώ να αναφέρω, πως αποφάσισα να κάνω γιορτές με τον εαυτό μου, και αυτό είναι πιο σημαντικό και στην ουσία του, πιο ειλικρινές]
...Για σένα...που ξέρεις πως πάντα σε κουβαλάω όπου κι αν πάω όπου κι αν βρεθώ.

Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου 2008

Nερό

Βροχή ψιλή, αραιή
δεν μουσκεύει το χώμα,
χαϊδεύει τις μνήμες.
Βροχή κάθετη, πυκνή
υγραίνει το σώμα,
ξυπνάει τις θύμησες.
Βροχή διάγωνια, ορμητική
σαρώνει τα πάντα,
τις προκαλεί.
Με όσουςτρόπους κι αν πέφτει
παραμένει νερό....
όσους τρόπους κι αν έψαξα
ακόμα δεν ξέχασα.
[Δεν ξέρω αν φταίει η βροχή ή η μυρωδιά που παίρνει το χώμα...]

Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2008

Σήμερα


Σήμερα, πάλι με μισώ...

ακριβώς, επειδή σε σκέφτομαι.

Σήμερα, πάλι σ' αγαπώ...

ακριβώς, επειδή σ' έχασα.

Σήμερα, πάλι είμαι εδώ...

όχι στο εκεί, που εσύ δεν θα φτάσεις ποτέ....

αλλά, στο εκεί, που εσύ δεν υπήρξες ποτέ.

[Μπερδεμένη διάθεση, περίεργα λόγια, είπα να τα μοιραστώ....μήπως και ξορκίσω τα πνεύματα....]

Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2008

Ζωή (?)

Ζωή μοιρασμένη,
στο εδώ, στο εκεί.
Στο τότε,
που μάταια ντύνεις τώρα.
Μα, παραμένει,
στο εδώ, στο εκεί
και πότε πότε
στο αλλού....
μα πάντα μακριά.

Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2008

Απομεινάρια

Τι μένει;
Το αραιό τηλέφωνο,
που έχει καιρό σιωπήσει.
Τι μένει;
Το ακουστικό,
για χρόνια κλειδώμενο στο συρτάρι.
Τι μένει;
Το μούδιασμα,
στις άκρες των δαχτύλων.
Μα δεν κρατάει η αίσθηση ,
χάνεται σε άβυσσο υγρή.
Να τι μένει.
Η κλειδαριά,
σιωπηλός μάρτυρας
σε κάθε δάκρυ.
[Αν και είχα έτοιμη την πρώτη μπλογκοφονία της σεζόν, προτίμησα αυτό. Οι λόγοι πολλοί, αλλά μη ανακοινώσιμοι.....]

Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2008

Kραγιόν

Μου είπες να σε φιλάω

χωρίς κραγιόν,

να μην αφήσω σημάδια στο κορμί....

Μα δεν μου είπες

για τον έρωτα

και μείναν τα σημάδια στην ψυχή,

ανάγλυφα,

να τ' αγγίζουν

οι άκρες των δαχτύλων,

κάθε μέρα, κάθε νύχτα,

κάθε φορά που η σκέψη,

θέλει να έρθει στο ταξίδι σου......

[Αφιερωμένο στον αέναο κύκλο της ζωής]

Δευτέρα 8 Σεπτεμβρίου 2008

Xειμώνας



Επιστρέφω εκεί,

που κάποτε είχα φτάσει,

πιστεύοντας πως έχω ξεχάσει.


Μαύρο πέπλο,

καλύπτει το σώμα

δυο χείλη κόκκινα

διαγράφονται ακόμα

παγωμένο χαμόγελο.


Τσακισμένα φτερά,

κομμένα γόνατα

πέφτω...

στα ίδια, τα ματωμένα χώματα.



[Αφιερωμένο στον Wrong guy, ελπίζοντας να ικανοποίησα την "απαίτηση" του και με την πρόκληση να μου δώσει τον πιο ειλικρινή του σχολιασμό.....γιατί είναι ιδαιτέρως περίεργη, η συγκεκριμένη ανάρτηση.]

Πέμπτη 19 Ιουνίου 2008

Για σένα

Αλλού εσύ
αλλού εγώ
σε βλέπω να απομακρύνεσαι.
Σε ξανασυναντώ
σε διαδρόμους σκοτεινούς,
μα ανάβει ένα φως αμυδρό
κοιτώ τη σκιά σου
να χάνεται.
Βγαίνω σε αυτό φως
μα έχεις φύγει.
Και εγώ δεν κλαίω που σε έχασα,
που τελικά δεν σε ειχα ποτέ
αυτό είναι που πονάει...
πιο βαθιά
πιο πολύ.

Πέμπτη 6 Μαρτίου 2008

Το πουκάμισο


Θυμάμαι ακόμα το λαχανί σου πουκάμισο. Εκείνο που φορούσες όταν είχες έρθει. Τόσο έντονο, τόσο οικείο. Αν και δεν μου άρεσε ιδιαίτερα σαν χρώμα, το θυμάμαι να με συντροφεύει. Εκείνα τα πράσινα γυαλιά μου, την μπάλα, την ματωμένη μύτη και έπειτα εκείνα, κομμάτια στο έδαφος. Μετά ήταν η μπούζα η μακό. Την φορούσα μόνο στα ιδιαίτερα. Κάθε φορά που δεν ήξερα την απάντηση, με θυμάμαι να την κοιτάω και να σφίγγω τα χείλη μου, αμήχανα. Σημάδια πράσινα που έμειναν χαραγμένα. Και το δικό σου πιο βαθύ, πιο ισχυρό.
Σε θυμάμαι να το φοράς και το πρόσωπο σου να φωτίζεται από εκείνο το πουκάμισο, όπως έπεφτε πάνω σου το φως. Τα βήματα γοργά, συνοδεύονταν από χαμόγελα πλατιά. Όμως γρήγορα οι εικόνες εναλλάσσονται και θυμάμαι εκείνα, τα ίδια χείλη σφιγμένα, τα δάκρυα να κυλούν και τα βήματα να γίνονται αργά. Και αυτό το λαχανί σου το πουκάμισο δεν είχε πια κουμπιά. Γι' αυτό σου λέω να μην το ξαναβάλεις, κι ας είναι για να έρθεις. Γιατί τώρα πια, δεν φοβάμαι μήπως σε χάσω. Που θα σε προσπεράσω, αυτό είναι που μ' ενοχλεί.

Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2008

28-1-2008

Φταίει εκείνη η αγκαλιά,

που έκανε τα όνειρα κουβάρι.

Ντύθηκα τα δικά σου,

για να φύγω,

μα δεν με πήγαν μακριά.

Γύρισα να σ' ανταμώσω,

μα τα δικά μου,

είχαν φτερά και

χάθηκες μες στο σκοτάδι.

Παρασκευή 4 Ιανουαρίου 2008

Timecapsule 2007 ή Η εξομολόγηση μιας κυρίας


2007 : περίεργο έτος. Η αρχή του με βρήκε με ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας της μητέρας μου και με έφερε αντίμετωπη με έναν φόβο, που δεν είχα ποτέ μέχρι τότε σκεφτεί, την απώλεια ενός πολύ αγαπημένου προσώπου. Παλέψαμε και παλεύουμε, εμείς και πολλοί άλλοι άνθρωποι, που έχουμε συναντήσει στις βόλτες μας στις κλινικές. Ένα συναίσθημα μου προκαλούν, θαυμασμό, για το γεγονός ότι όλη τους η καθημερίνοτητα είναι μια μάχη για τη ζωή. Τη ζωή, που εμείς οι υπόλοιποι συχνα τη θεωρούμε δεδομένη.
Το να βρω ισορροπίες μου ήταν δύσκολο και κατέφυγα στην καλύτερη και πιο χρόνια φίλη που είχα ποτέ, τη μοναχικότητα. Φλέρταρα και λίγο με τη μελαγχολία, ξέροντας πως ήταν απλά θέμα χρόνου να αναζητήσω άλλη διέξοδο. Έτσι γεννήθηκε η Orestis. Και όλα όσα σκεφτόμουν, με προβλημάτιζαν, με στεναχώρουσαν ή με έκαναν να γελάω, άρχισαν να γίνονται λέξεις, προτάσεις και ιστορίες. Και μέσω της κοινωνικοποίησης της Orestis άρχισα να βγαίνω και εγώ από το καβούκι. Σε όλους όσους παραμέλησα ή στεναχώρησα, αλλά έμειναν δίπλα μου σε αυτή τη δύσκολη φάση, να' στε καλά. Σε όσους έφυγαν, καλό δρόμο.
Στο σημείο αυτό, μια ιδιαιτέρη μνεία για τους καινούριους ανθρώπους που γνώρισα, τους φίλους συμbloggers. Με κάποιους δέσαμε παραπάνω, το σημαντικό όμως είναι, πως με όλους είχαμε κάτι να πούμε και να πιούμε.
Έρωτας.....δεν ξέρω αν αυτό που έζησα το 2007 ήταν τελικά έρωτας ή αν απλά η βαθιά μου επιθυμία να τον νιώσω, με έκανε να εκβιάσω πράγματα και καταστάσεις. Ό,τι και να ήταν, πάει πέρασε και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα. Οι κατακτήσεις βέβαια ήσαν αρκετές. Άρα αφού περνάει η μπογιά μου, μπορώ να γυρίσω στην ήρεμη συζυγική μου ζωή (ατάκα ετών αυτή).
Φιλία.....αν αρχίσω να γράφω δεν θα τελείωσω ποτέ. Τα φιλαράκια μου είναι το πιο σημαντικό πράγμα, μετά την οικογένεια. Ένα ιδιαίτερο ευχαριστώ στην Ιζόλδη, για το υπέροχο διάλειμμα, που μου χαρίζει τις δύσκολες μέρες της κλινικής. Στη Μουσίτσα, που είναι και φέτος μαζί μας. Στο λουκουμάκι, που είναι και φέτος μακριά. Στον Παπαστρουμφ, που υπήρξε άξια αντικαταστάτρια στις μπλογκοφονίες και φυσικά στα κόριτσια ή τα επονομαζόμενα στρουμφάκια για τις αξέχαστες στιγμές που ζησαμε το καλοκαίρι. Και για όσους ακόμα αναρωτιούνται, εμείς είμασταν η γυναικοπαρέα της Μήλου.
Και κάπως έτσι το 2007 έφτασε στο τέλος του, αλλά εκεί ήταν τελικά η ανατροπή, με την έκδοση της ιστορίας και πολλές ακόμη όμορφες στιγμές με άπλυτο(και όχι άπλετο) γέλιο.
Κάπως αλλιώς το είχα στο κεφάλι μου να βγει, κάπως αλλιώς βγήκε, αλλά δεν πειράζει. Το ότι για πρώτη φορά γράφω κάτι τόσο προσωπικό, χωρίς να το ντύσω ιστορία ή ποιήματακι, είναι για μένα η υπέρβαση και ζητώ την κατανόηση σας. Αν σας φάνηκε δακρύβρεχτο, θυμηθείτε τις θανατηφόρες ατάκες και τη φάτσα μου και βγάλτε συμπέρασμα. Ό,τι και αν κάνω, όπως και αν νιώθω, το χιουμόρ μου είναι πάντα σωστική λέμβος.
Καλή χρονιά σε όλους.

Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2007

Για τη μαμά μου

Πέμπτες,

κλάμα για σένα,

για μένα,

μα κυρίως για κείνη.

Αγκαλιαζόμαστε,

πονάμε,

μα πάντα ελπίζουμε.

Εκείνο δεν ήρθε,

είναι μακριά,

άραγε εμείς θα το γράψουμε;

εκείνο...το τέλος.

Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2007

Για εκείνον...τον πόνο


Ήταν ένα απόγευμα. Το ψιλόβροχο δεν με απέτρεψε από το να βγω. Ούτε η δυνατή βροχή που έπιασε ελάχιστη ώρα από την στιγμή, που έκλεισα την πόρτα πίσω μου. Βγήκα στο δρόμο και απλά ήθελα να περπατήσω. Μακριά από όλα και όλους, με την φαντασίωση πως δεν ξαναγυνάω. Δεν είχα σκεφτεί καν, πως ετούτη θα ήταν η μέρα. Όχι που θα συναντιόμασταν, αλλά που εγώ θα ήθελα να συναντηθούμε. Στην κατηφόρα τον ένιωσα να έρχεται πίσω μου. Επιτάχυνα ενστικτωδώς το βήμα μου. Άρχισε να τρέχει για να με προλάβει. Χαλάρωσα το ρυθμό μου. Ανόητε, τόσο καιρό δεν κατάλαβες τίποτα. Πάντα ήθελα να είμαι μαζί σου, ποτέ δεν θέλησα να σου ξεφύγω. Η ύπαρξη μου ήταν πάντα συνυφασμένη με τη δική σου.

Προχωρούσα αργά. Ένιωσα τη σκιά του να κυκλώνει. Τον άφησα να με πλησιάσει. Άφησα το σώμα μου να πέσει πίσω και χάθηκα στην αγκαλιά του. Δεν ήταν όμορφα, αλλά ήταν οικεία. Ήμουν εκεί που ήθελα και ας έπρεπε να είμαι αλλού. Ποιός το καθορίζει άλλωστε; Είχα κάνει την επιλογή μου. Τον είχα διαλέξει, μέχρι να αποφάσιζε εκείνος να με αφήσει. Ακούμπησε το χέρι στην καρδιά μου και μου σκούπισε τα μάτια. Δεν χρειαζόμουν πια τα δάκρυα. Είχε αφήσει το στίγμα του βαθιά μέσα μου. Είχε σκορπίσει το άρωμα του παντού. Τι και αν λεγόταν οδύνη;