Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Blogoφονίες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Blogoφονίες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 12 Οκτωβρίου 2010

Ματίνα



"Ματίνα ξύπνα, θα αργήσουμε."

Τώρα. Σε 5 λεπτά σηκώνομαι. Μη φωνάζεις."

"Έτσι είπες και την τελευταία φορά και αργήσαμε στο μάθημα. Και τον ξέρεις τον Παπασταματίου. Δεν θα μας αφήσει πάλι να παρακολουθήσουμε. Εάν δεν σηκωθείς θα φύγω χωρίς εσένα."

Ξύπνησε με την απορία εάν είχε ψελλίσει "φύγε" ή "τώρα έρχομαι" μέσα στον ύπνο της. Όχι ότι είχε καμία σημασία. Η Νόρα είχε φύγει χωρίς εκείνη. Πάλι θα έχανε το μάθημα και ήξερε πως αυτό μόνο κακό μπορεί να ήταν.
Μπορεί να ήταν καλή στο σχεδιασμό και τα χρώματα, αλλά στην κοπτική- ραπτική υστερούσε και το να χάνει ουσιώδη μαθήματα μόνο ανασταλτικός παράγοντας θα ήταν για τις σπουδές της. Ή τέλος πάντων αυτό που οι άλλοι είχαν ονομάσει σπουδές για εκείνη.
Έφτιαξε τον καφέ της και ενώ περίμενε να κρυώσει - πάντα τον έπινε κανά δεκάλεπτο αφότου τον κατέβαζε από το μάτι της κουζίνας- μπήκε στο δωμάτιο που χρησιμοποιούσαν με την Νόρα σαν εργαστήριο. Κοίταξε τα πατρόν που ήταν αραδιασμένα επάνω στο σχεδιαστήριο για εξάσκηση και ενστικτωδώς τα έσκισε και τα πέταξε στο πάτωμα. Τα έβαλε με επιμέλεια στον κουβά και πήγε στην κουζίνα να απολαύσει τον καφέ της.
Ένα τσιγάρο και αρκετές γουλιές καφέ μετά, αφού είχε ξυπνήσει και το μάτι έβλεπε πια καθαρά, πήρε τον κουβά και βγήκε στο μπαλκόνι. Άναψε τσιγάρο με ένα σπίρτο και πριν το σβήσει, το πέταξε στον κουβά, που λαμπάδιασε αμέσως. Χάζεψε για λίγη ώρα τη φωτιά που μαινόταν και αφού βεβαιώθηκε πως δεν προκαλούσε ζημιά, μπήκε στο σπίτι.
Κοίταξε το πρόγραμμα και είδε πως δεν είχαν άλλο μάθημα σήμερα. "Ωραία. Ρεπό." σκέφτηκε και το μυαλό της πήγε αμέσως στη Νόρα, που εκτός του ότι θα γύριζε εσπευσμένα να εφαρμόσει όλα όσα θα τους είχε πει ο Παπασταματίου, από φόβο μην τα ξεχάσει -στην πρακτική εφαρμογή τους, γιατί θεωρητικά είχε έναν τρόπο να στα εντυπώνει ο πούστης- θα της άρχιζε το κήρυγμα. Που είναι αμελής και ανεύθυνη. Που δεν υπολογίζει όλα όσα ξοδεύουν οι γονείς της για εκείνη.

Ποιοι γονείς αλήθεια;

Η Ματίνα δεν είχε πει ποτέ ξεκάθαρα στη Νόρα τίποτα για την οικογένειά της. Ακόμα και για τον ίδιο της εαυτό ελάχιστα είχε πει και εκείνη από τη δική της πλευρά ελάχιστα είχε ρωτήσει. Απορούσε ώρες ώρες πως την δέχτηκε για συγκάτοικο και δεν φοβήθηκε. Η άγνοια τρομάζει. Και αυτό η Ματίνα το ήξερε καλά.
Άφησε για λίγο κατά μέρος τις σκέψεις και επικεντρώθηκε στις λίγες ώρες ελευθερίας που της απέμειναν μέχρι να γυρίσει η Νόρα. Πόσο καιρό είχε να νιώσει αυτό το συναίσθημα.
Κι όμως τη στιγμή εκείνη που το είχε νιώσει δεν κράτησε πολύ. Ήταν πολύ μικρή. Θυμάται όμως τον εαυτό της να στέκεται στην αυλή του μικρού σπιτιού τους και να κοιτάζει το πεσμένο σώμα της μητέρας της, έξω από την αποθηκούλα, δίπλα στον κασμά που είχαν για τα παρτέρια. Τα χέρια της ήταν ελαφρώς λυγισμένα παράλληλα με το σώμα της. Τα μάτια της είχαν μείνει ορθάνοιχτα. Νόμιζε πως την άκουγε ακόμα να της φωνάζει και να την κυνηγάει.
Και εκείνη έμεινε να την κοιτάζει. Ήταν τότε που οι φωνές είχαν σωπάσει, που δεν φοβόταν μην την προλάβει και την δείρει. Τότε που πήρε βαθιά ανάσα για να αφουγκραστεί το αίσθημα της ελευθερίας. Μα δεν κράτησε. Ένιωσε δυο χέρια γύρω από το σώμα της. Το ένα να την τυλίγει και το άλλο να της κλείνει τα μάτια. Θυμάται τη θεία της να φωνάζει "Πάμε μέσα. Αυτά δεν είναι πράγματα να τα βλέπει ένα παιδί." και να την τραβάει κρατώντας της τα μάτια κλειστά.
Μα αυτό που η θεία της αγνοούσε, ήταν πως δεν χρειαζόταν να δει κάτι άλλο. Γιατί είχε δει τη μάνα της να σκοντάφτει και τρέχοντας επιμελώς πρόλαβε να σπρώξει τον κασμά προς το μέρος της. Προς το μέρος που προσγειώθηκε το δεξί μέρος του κεφαλιού της και η μία άκρη του κασμά μπήχτηκε κοντά στο δεξί μηνίγγι της. Και όλοι το θεώρησαν ατύχημα. Η Ματίνα από την άλλη ήταν σίγουρη πως επίτηδες έστρεψε το κεφάλι για να της ρίξει το τελευταίο θανατηφόρο βλέμμα της.
Και νόμισε πως γλίτωσε. Πως επιτέλους θα μπορούσε να ζήσει. Όμως ο πατέρας της δεν πήρε καλά τον χαμό της μάνας. Και από φόβο πως δεν θα μπορούσε να αντεπεξέλθει για τον ίδιο και κυρίως για την κόρη του, έδωσε στην αδερφή του -όντας χήρα- τη θέση της μητέρας. "Τα παιδιά χρειάζονται μάνα, περισσότερο από πατέρα." της είχε πει την ημέρα που η Τασούλα ήρθε να εγκατασταθεί στο σπίτι τους.
Στην αρχή δεν της κακοφάνηκε. Θεώρησε ότι σε μια δεύτερη απόπειρα να αποκτήσει μητέρα ίσως ήταν πιο τυχερή. Όμως η Τασούλα αποδείχτηκε χειρότερη. Ήταν κακιά, στριμμένη και αυταρχική. Οι μόνες λέξεις που πρόφερε με ευχαρίστηση ήταν το όχι, μη και δεν πρέπει. "Για να κρατάμε τα προσχήματα. Ο κόσμος είναι κακός." της έλεγε και την αγκάλιαζε και της φαινόταν τόσο φτηνό και υποκριτικό που αντί για προσευχή στον ύπνο της ψιθύριζε "Στο διάολο τα προσχήματα, στο διάολο και συ."
Και όσο μεγάλωνε η Ματίνα, μεγάλωναν και οι καυγάδες μεταξύ τους. Πλησίαζε τα δεκαοχτώ όταν κρυφάκουσε να λέει στον πατέρα της πως έπρεπε να την στείλουν στην Αθήνα να σπουδάσει. Πως το χωριό είναι μικρό και ο κόσμος κουτσομπόλης. Να γλιτώσουμε και εμείς και το παιδί από τις κακές γλώσσες, είχε πει. Και ο πατέρας πείστηκε πως ήταν για το καλό της.
Όχι ότι θα της έκανε κακό να φύγει. Για την ίδια όμως, όχι για το καπρίτσιο της Τασούλας. Την βόλευε όμως το αποτέλεσμα και δεν έφερε αντίρρηση. Βέβαια, αποφάσισαν να σπουδάσει αυτό που ήθελε η Τασούλα και της Ματίνας δεν της άρεσε. "Κποτική- ραπτική; Από πού και ως που; Κανονικά εγώ έπρεπε να ερωτηθώ για το τι θέλω να σπουδάσω." ούρλιαζε το βράδυ που της το ανακοίνωσαν, αλλά αποφάσισε να συμφωνήσει. Στο κάτω κάτω έπρεπε να ευχαριστεί για την καλή της τύχη. Τουλάχιστον θα έφευγε από το χωριό και την Τασούλα.
Έτσι βρέθηκε στην Αθήνα, έτσι συγκατοίκησε με την Νόρα. Το δωματιάκι εκείνης της γνωστής από το χωριό ήταν άθλιο και η Τασούλα θα είχε έναν άνθρωπο δικό της συνέχεια από κοντά. Κατάφερε και τους συμφώνησε πως εάν έβρισκε σπίτι αλλού με τα ίδια λεφτά θα μετακόμιζε. Όρος απαράβατος η Τασούλα να μην κατέβαινε ποτέ να δει το σπίτι. "Ξέρω εγώ πατέρα. Έχε μου εμπιστοσύνη και ξέρω εγώ." του είχε πει και ο άμοιρος, μιας και το κοριτσάκι του ποτέ δεν είχε φέρει αντίρρηση στο οτιδήποτε, δέχτηκε.
Κάπως έτσι ξεκίνησε την καινούρια της ζωή. Μακριά από δαίμονες, φαντάσματα και καταπιέσεις. Ή τουλάχιστον έτσι πίστευε. Μέχρι που γύρισε η Νόρα σπίτι με ένα γράμμα για τη Ματίνα από τον Παπασταματίου.
Το διάβασε για να καταλάβει πως είχε αποδειχτεί χειρότερος καταπιεστής και από την μάνα της και από την Τασούλα. Την απείλησε πως εάν δεν συμμορφωθεί με τους όρους της σχολής και τους δικούς του, θα στείλει γράμμα στους δικούς της και θα την διώξει από την σχολή. Και αυτό η Ματίνα δεν το ήθελε. Ήξερε τι θα σήμαινε κάτι τέτοιο. Επιστροφή στο χωριό με όσα αυτό συνεπαγόταν.
Την επόμενη κιόλας μέρα πήγε στη σχολή να τον βρει. Της άρχισε τα δικά του. Ότι έχει χάσει πολλά μαθήματα, ότι δύσκολα θα μπορέσει να συντονιστεί και διάφορα άλλα μέχρι να καταλήξει εκεί που πραγματικά ήθελε.
Γυρνώντας σπίτι δεν είπε λέξη στη Νόρα. Προφασίστηκε αδιαθεσία και δεν βγήκε μαζί της με τα άλλα παιδιά από τη σχολή. Μόνο όταν για πολλοστή φορά τη ρώτησε επιτακτικά τι της είπε ο Παπασταματίου, απάντησε "Θα το σκεφτεί." για να την καθησυχάσει. Όμως δεν ήταν τόσο απλό.
Ο Παπασταματίου της είχε πει εμμέσως πλην σαφώς πως έπρεπε να συμμορφωθεί με τους κανόνες τους , που σήμαινε πως εάν δεν περνούσε το σαββατοκύριακο μαζί του στο εξοχικό του, δεν θα της επέτρεπε να συνεχίσει τη σχολή. Η μάνα του ήταν καρδιακή φίλη της Τασούλας και ήξερε έτσι τα πάντα γι αυτήν. Και είχε πιστέψει η χαζή πως η επιλογή σχολής ήταν τυχαία. Τίποτα δεν ήταν τυχαίο για την Τασούλα. Ευτυχώς είχε κάποιες μέρες περιθώριο να το σκεφτεί. Το γεγονός ότι η Νόρα θα έφευγε εκείνο το ίδιο σαββατοκύριακο την διευκόλυνε στο να βρει μια λύση και να δώσει μια απάντηση.
Το αυτοκίνητό του σταμάτησε κάτω από το σπίτι αρκετή ώρα αφότου είχε φύγει η Νόρα. Ευτυχώς ο Ωρωπός δεν ήταν πολύ μακριά.
Το σπίτι ήταν όμορφο, αλλά από τη διακόσμηση η Ματίνα κατάλαβε πως προοριζόταν για τις περίεργες ορέξεις του δασκάλου της. Τακτοποιήθηκε στο δωμάτιο, προσπαθώντας να βρει τρόπο να κερδίσει χρόνο. Ένα ποτήρι κρασί μπροστά από το τζάκι θεώρησε ότι ήταν καλή ιδέα και εξυπηρετούσε το σκοπό της. Το δεύτερο όμως τον ζάλισε και άρχισε να γίνεται πιο διεκδικητικός.
"Μου υποσχέθηκες να μου δείξεις το σχεδιαστήριο." του είπε με φωνή προσποιητά λάγνα, που όμως τον έπεισε.
Πριν μπουν μέσα ήπιε το δικό της μονορούφι. Θα χρειαζόταν όλη της τη δύναμη και λίγο αλκοόλ στον οργανισμό θα της έκανε σίγουρα καλό.
Άρχισε να περιεργάζεται το χώρο. Η ραπτομηχανή δέσποζε στο κέντρο και γύρω της ένα τεράστιο τραπέζι που πάνω του ήταν αραδιασμένα κάθε λογής πατρόν. Έκανε πως τα κοιτάει με ενδιαφέρον, ώσπου τον ένιωσε να έρχεται από πίσω της με ορμή και να την ξαπλώνει πάνω στο τραπέζι, σαν αβυσσαλέο ζώο. Προσπάθησε να τον απομακρύνει με τα χέρια της αλλά ήταν πιο δυνατός. "Περίμενε. Πάνω στη ραπτομηχανή να πάμε." είπε και χαμογέλασε. Εκείνος νομίζοντας πως της άρεσαν τα περίεργα δέχτηκε.
Με δυο έξυπνες κινήσεις τον έριξε πάνω στη ραπτομηχανή και ξάπλωσε πάνω του. Του άρεσε που έπαιρνε το πάνω χέρι. Χαϊδεύοντας τον άρχισε να απομακρύνεται από το σώμα του και ακούμπησε στο πάτωμα. Συνέχισε να τον χαϊδεύει ενώ με το αριστερό της πόδι έψαχνε το πετάλι της ραπτομηχανής. Άπλωσε το δεξί του χέρι προς τη μεριά της βελόνας και πάτησε με δύναμη το πετάλι. Την κλώτσησε με μανία, ουρλιάζοντας από τον πόνο, καθώς τράβηξε το χέρι του αφήνοντας ένα μικρό κομματάκι σάρκα στην άκρη της βελόνας.
Δεν πτοήθηκε. Όσο καθόταν κοιτώντας το χέρι του μέσα στα αίματα, εκείνη άρπαξε το σίδερο από το τραπέζι και το προσγείωσε με ορμή στο κεφάλι του. Έπεσε αναίσθητος στο πάτωμα. Τον ξαναχτύπησε για να βεβαιωθεί πως δεν θα συνερχόταν και τον ξάπλωσε στο πάτωμα.
Έπειτα πήγε στο τραπέζι. Είχε δει ένα ύφασμα που της τράβηξε την προσοχή. Καρό μπλε. Μάλλον προοριζόταν για κουρτίνες.
Άρχισε να κόβει το ύφασμα σε λωρίδες. Μετά πήρε το ξυράφι και έκοψε σε λωρίδες το δέρμα από το θώρακά του. Πήρε την ραπτομηχανή, ήταν από εκείνες που μπορούσες να επιλέξεις την ταχύτητα γαζώματος και έραψε το ύφασμα πάνω στο δέρμα του.
Αφού είχε ετοιμάσει αρκετές λωρίδες σταμάτησε. Πήγε στο δωμάτιο που είχε την τσάντα της, πήρε τη σακοράφα που κουβαλούσε πάντα μαζί της -ενθύμιο από το χωρίο- και άρχισε να ράβει τα ανάμεικτα κομμάτια υφάσματος και σάρκας επάνω στο δέρμα του.
Η σκληρή επιφάνεια του δέρματός του την παίδεψε και κατάφερε να διακοσμήσει μόνο τον θώρακα και τα χέρια του. Οι μηροί του της φάνηκαν αρκετά γυμνασμένοι για να μπορέσει να περάσει τη βελόνα.
Έπειτα πήρε το κόκκινο νήμα, το πέρασε στη σακοράφα και άρχισε να ράβει τα χείλη του μεταξύ τους. Έτσι δεν θα μπορούσε να πει σε άλλες τις ίδιες ανοησίες που είχε ακούσει η ίδια.
Σηκώθηκε και τον κοίταζε. Ένιωσε και πάλι αυτό το, έστω και φευγαλέο, αίσθημα ελευθερίας που θυμόταν. Αυτή τη φορά θα προσπαθούσε να το κάνει να διαρκέσει παραπάνω.
Έκλεισε την πόρτα του σπιτιού αναστενάζοντας, σκεπτόμενη πως και η Τασούλα θα φαινόταν εξίσου ωραία. Πάντα της πήγαινε το κόκκινο. Ειδικά στα χείλη.


Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2010

Θεσσαλονίκη

Στεκόταν όπως πάντα με το πρόσωπο στο τζάμι, ατενίζοντας προς τα έξω, σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής προς τη δουλειά. Χάζευε τους ανθρώπους να τρέχουν, να συνομιλούν και να κινούνται στους δικούς τους ρυθμούς μέσα στην πόλη. «Πόσοι άνθρωποι συνυπάρχουμε μέσα στις πολύβουες πόλεις;» αναρωτήθηκε «Ξεκινάμε όλοι με την ίδια επιθυμία, να ζήσουμε και καταλήγουμε να χαθούμε στην προσπάθεια.» σκέφτηκε και το πρόσωπό της μελαγχόλησε Καιρό διαχώριζε τον εαυτό της από τους άλλους, αλλά σύντομα διαπίστωσε πως απλώς έτσι ήθελε να πιστεύει. Η πραγματικότητα ήταν άλλη. Και μέρα με τη μέρα τη βιώνει στο πετσί της. Την προσέγγισε αγόγγυστα και μετά έγινε δέρμα της. Παρ όλες τις προσπάθειες της να έλθουν αλλιώς τα πράγματα.
Είχε καταλήξει όπως όλοι αυτοί που παρατηρούσε. Νόμιζε πως ναι μεν θα συμβιβαζόταν, αλλά θα κρατούσε την ουσία και θα ζούσε. Κατέληξε όμως να χαθεί μέσα στην διαδικασία. Κάπου ανάμεσα σε δουλειά, συναισθηματικά ζητήματα και ψυχονευρωτικά που έβγαιναν με ορμή στην επιφάνεια, είχε ξεχάσει γιατί ζούσε. Είχε γίνει όμοια με τους ανθρώπους των δρόμων. Να τρέχει αλαφιασμένη να τα προλάβει όλα, χωρίς να αισθάνεται την παραμικρή ανάγκη να το κάνει και κυρίως χωρίς να νιώθει ότι εισπράττει έστω την παραμικρή ανταμοιβή για όλο αυτό.
Σκούπισε το δάκρυ που πήγε να κυλήσει και κατέβηκε αφού είχε φτάσει στη στάση της. «Ως εδώ ήταν.» είπε φωναχτά και πήρε το δρόμο για το γραφείο. Δεν μίλησε παρά ελάχιστα στη διάρκεια της μέρας. «Πες μας καμιά κουβέντα ρε συ.» άκουσε τη φωνή της συναδέλφου που την έκοψε από το σερφάρισμα στο ίντερνετ. «Δεν έχω κάτι να πω...ακεφιές.» συμπλήρωσε ξέροντας πως δεν θα ξεμπέρδευε εύκολα από μια συζήτηση.
Στον δρόμο της επιστροφής το μυαλό της έπαιρνε πολλές και περίεργες στροφές. Θυμήθηκε την τελευταία φορά που είχε θεωρήσει τον εαυτό της ελεύθερο και αναπόλησε εκείνο που την είχε κάνει να αισθανθεί έτσι.
Ήταν ένα βράδυ που πειθήνια ακολούθησε τους φίλους της σε μια παράσταση κάποιας εναλλακτικής μπάντας. Τους αρχικούς της δισταγμούς είχαν αντικαταστήσει η διασκέδαση και η αίσθηση της ελευθερίας που ένιωθε ακούγοντας αυτά τα εναλλακτικά τυπάκια να δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό επί σκηνής. Και η δική του παρουσία που είχε υπερισχύσει με τη μία.
Τον έλεγαν Ηλία και ήταν ένας ταλαντούχος κιθαρίστας που αποτελούσε και τη μασκότ του συγκροτήματος Με μια αμεσότητα που σε κέρδιζε αμέσως και έναν θεατρινισμό που σε άφηνε με ένα ηλίθιο χαμόγελο, κατάφερε να τη μαγέψει. Και εκείνος όμως τη συμπάθησε από την πρώτη στιγμή. Του φαινόταν πολύ διαφορετική, σε σχέση με τις κοπέλες που συναναστρεφόταν Κύλησε έτσι καιρός. Με εκείνον να υμνεί τη διαφορετικότητά της και εκείνη να πέφτει μέρα με τη μέρα όλο και πιο πολύ στα δίχτυα του.
Φίλους όμως δεν τους έλεγες, ή τουλάχιστον κανείς δεν τους θεωρούσε έτσι. Και η Εύα νιώθοντας τον χρόνο να τρέχει ένιωσε να μην αντέχει. Έπρεπε να κάνει κάτι. Η εμφάνιση τους στη Θεσσαλονίκη την προέτρεψε. Θα πήγαινε και εκείνη. Ήξερε την πόλη καλά και η ίδια δεν θα μπορούσε να σκεφτεί καλύτερο μέρος να του αποκαλύψει τα αισθήματά της. Η διαμονή της εκεί κατά τη διάρκεια των φοιτητικών της χρόνων φάνταζε αν όχι βοηθός σίγουρα οιωνός στα μάτια της. Εκεί στην πόλη της, όπως την αποκαλούσε, θεώρησε πως τα αισθήματα που ένιωθε να την καίνε και να την πνίγουν θα μπορούσαν να βρουν διέξοδο και ανταπόκριση,
Ένα κρύο βράδυ του Νοεμβρίου λοιπόν κατέβηκε από το σπίτι της, όπως συνήθιζε χρόνια πριν, στον λευκό πύργο, κάθισε για λίγο στα σκαλάκια ατενίζοντας τη θάλασσα και έπειτα περπάτησε στην παραλία. Όχι όμως δίχως προορισμό όπως άλλοτε. Το βράδυ εκείνο ο δρόμος την έβγαλε στην πόρτα του μαγαζιού που θα εμφανιζόταν ο Ηλίας.
Το ξημέρωμα τους βρήκε να περπατούν κατά μήκος της παραλίας συζητώντας. Μια αγκαλιά και ένα φιλί τους ένωσε με την προσμονή της επόμενης μέρας. Και εκείνη ήρθε, με χαρά και αμηχανία, με ελπίδα και όνειρα για το μετά. Ένα μετά που τους βρήκε 500 χιλιόμετρα μακριά. Εκείνη να σκέφτεται τρόπους να ξαναζήσουν το μαζί και εκείνον απλά να το αναπολεί σαν μια ωραία ανάμνηση. Γεγονός που της έγινε κατανοητό αρκετό καιρό μετά και με επώδυνο τρόπο.
Με την επάνοδό τους στην Αθήνα ο Ηλίας άλλαξε. Σταδιακά και μεθοδευμένα άρχισε να απομακρύνεται Εκείνη έμεινε να γεμίζει με ερωτηματικά και αμφιβολίες. Δεν πτοήθηκε. Έπαιζε πάντα καλά το παιχνίδι, αρκεί να της ξεκαθάριζαν τους όρους. Και αυτός το έκανε. Καθυστερημένα αλλά το έκανε. Και θεώρησε ότι το ζάρι ήταν πλέον στο δικό της χέρι. Το μόνο που έμενε ήταν να ρίξει τη ζαριά της.
Εμφανίστηκε μετά από καιρό στο μαγαζί που έπαιζε. Συγκαλυμμένη αμηχανία θεώρησε το ότι την είδε μπροστά της. Εκείνη είχε την χαρά του γνωστού προσώπου μέσα σε ένα πλήθος άγνωστα, αλλά δεν της βγήκε. Η χαρούμενη μορφή της κοπέλας που τον πλησίασε, ελάχιστα λεπτά μετά τη συνάντηση τους, κατέστησε σαφές ότι ή δεν ήταν πλέον μόνος ή ότι δεν είχε υπάρξει ποτέ, γεμίζοντάς την με περισσότερες απορίες, πόνο και θυμό. Ειδικά μετά την αμήχανη δήλωση εκείνου «Με την Κατερίνα είμαστε καιρό, απλά κάποιες φορές το χάνουμε και έπειτα το ξαναβρίσκουμε»
Γύρισε σπίτι και έκλαψε, έκλαψε με λυγμούς. Ίσως όχι τόσο για εκείνον, μα για όσα είχαν γκρεμιστεί εκείνο το βράδυ. Ξέσπασε σε θρήνο και αφού ηρέμησε, σκέφτηκε τι ήθελε να κάνει, παραγκωνίζοντας το κομμάτι του πρέπει.
Εκεί η σκέψη της διεκόπη. Είχε φτάσει στον προορισμό της και έπρεπε να κατέβει. Έφτασε σχεδόν σερνάμενη στην είσοδο του σπιτιού. Ετοίμασε τα πράγματα, κάθισε στον υπολογιστή και αποκαμωμένη έπεσε για ύπνο.
Την άλλη μέρα έφτασε χαρούμενη στο γραφείο. Παρέδωσε την παραίτησή της στον προϊστάμενο και αφού τους χαιρέτισε όλους πήρε το δρόμο για το σπίτι. Έκλεισε όπως όταν έφευγε για διακοπές και αναχώρησε για το αεροδρόμιο Λίγο μετά τον έλεγχο, κάνοντας βόλτες στα αφορολόγητα, άκουσε μα γνώριμη φωνή. Έμεινε σαν άγαλμα στη μέση του διαδρόμου. «Εύα τι κάνεις εδώ;» άκουσε τη φωνή του να τη ρωτά. «Ηλία;» απάντησε ανίκανη για οποιαδήποτε άλλη αντίδραση.
Στη διάρκεια του καφέ πριν την πτήση, της είπε ότι πέταγε και εκείνος για Θεσσαλονίκη. Είχαν εμφανίσεις με την μπάντα. «Για σένα δεν ρωτάω. Ταξιδάκι σε γνώριμα εδάφη.» της πέταξε χαμογελώντας «Δεν θα το λεγα Πάω να τακτοποιήσω εκκρεμότητες» απάντησε κοφτά. Το δε ύφος της δεν του άφησε κανένα περιθώριο να συνεχίσουν την κουβέντα. Αποχωρίστηκαν με αμοιβαίες ευχές για καλό ταξίδι και ευχάριστη διαμονή.
Άλλωστε εκείνη περισσότερες πληροφορίες δεν είχε να μάθει. Ήξερε για τις εμφανίσεις, καθώς φρόντιζε να παρακολουθεί τα βήματά του. Το ότι η εμφάνιση στην Θεσσαλονίκη συνέπεσε με τη φυγή της, που ούτως ή άλλως θα ακολουθούσε, το θεώρησε απλώς ευτυχή συγκυρία. Την απουσία της Κατερίνας παραπάνω από τύχη.
Έφτασε στην άνω Τούμπα ευτυχώς γρήγορα. Το σπίτι που της παραχωρούσε η φίλη της ήταν ιδανικό, κυρίως επειδή εκείνη έλειπε τον περισσότερο καιρό και η Εύα έμενε μόνη της μέσα σε απόλυτη ησυχία. Στην προκειμένη όμως περίπτωση βόλευε καθώς ήταν κοντά στην Πυλαία που θα εμφανιζόταν ο Ηλίας και η ίδια είχε μπροστά της ελάχιστες ώρες για να ετοιμαστεί.
Έκανε ένα μπάνιο. Χαλάρωσε λίγο και άρχισε να ετοιμάζεται. Ντύθηκε όμορφα, φόρεσε και το πιο καλό της χαμόγελο και ξεκίνησε για το μαγαζί που γινόταν το live. Κάθισε σε μια γωνιά και παρακολουθούσε χωρίς να αφήσει την παρουσία της να γίνει αντιληπτή. Μόνο στο διάλειμμα τον πλησίασε, για να του γνωστοποιήσει ότι ήταν εκεί και να του ζητήσει μια τελευταία βόλτα στην πόλη της. Να του δείξει όμως μόνο εκείνη ήξερε τη μαγεία της. Δέχτηκε όχι με ευκολία, αλλά με μεγάλη προθυμία.
Μετά το τέλος της παράστασης, χαιρέτισαν τα άλλα μέλη του γκρουπ και έφυγαν. Σταμάτησαν με το ταξί στην Εγνατία στο ύψος της Αγίας Σοφίας και από εκεί άρχισε η περιπλάνηση. Ανέβηκαν όλη την Αγίας Σοφίας, έφτασαν στα σκαλάκια στην αρχή της Άνω πόλης και χάθηκαν μέσα στα στενά. Παρ όλη την κούραση του δεν εξέφρασε την παραμικρή διαμαρτυρία. Άλλωστε η στάση στο ψιλικατζίδικο για κρασί και τσιγάρα τους είχε εφοδιάσει με όλα τα απαιτούμενα.
Κάποια στιγμή το δρομάκι έγινε εξαιρετικά έρημο και σκοτεινό. Ο Ηλίας κοντοστάθηκε Η Εύα συνέχισε απτόητη κι έκανε να στρίψει αριστερά σε ένα στενό που δεν είχε καθόλου φως. «Που πας; Δεν φοβάσαι; Φαίνεται κάπως επικίνδυνο» τη σταμάτησε πιάνοντας την από το μπράτσο. «Μη φοβάσαι. Οδηγεί σε αδιέξοδο αλλά δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας.» τον καθησύχασε η Εύα.
Όντως βρέθηκαν σε αδιέξοδο. Εκεί δίπλα στον κάδο που έστεκε ξεχασμένος ακούμπησε το κρασί και κάθισε οκλαδόν σε κάτι που έμοιαζε με πεζουλάκι. Του έκανε νόημα και κάθισε δίπλα της. Έπιναν, μιλούσαν και ενίοτε γελούσαν, καθισμένοι εκεί, φωτισμένοι μόνο από το αχνό φως του φεγγαριού. Δεν τον ρώτησε τίποτα για εκείνους. Γνώριζε μέσα της πως το μαζί, το δικό της μαζί, είχε χαθεί προ πολλού. Ένιωσε όμως την ανάγκη να τον ευχαριστήσει για τις όμορφες στιγμές που είχε ζήσει έστω για λίγο κοντά του και την αίσθηση της μοναδικότητας που της είχε προσφέρει.
Ξαφνιάστηκε. Δεν περίμενε αυτή την αντίδραση. «Περίμενα να θες τουλάχιστον να με βρίσεις.» απολογήθηκε εκείνος εξηγώντας της με λεπτομέρεια το πως η Κατερίνα υπήρχε στη ζωή του. Απλά ήταν περίεργα τα πράγματα τη στιγμή που γνώρισε την Εύα. Έδειξε μεγάλη κατανόηση. «Είσαι τόσο ήρεμη. Γιατί;» ρώτησε με ένταση στον τόνο της φωνής του. «Δεν θέλω να χαλάσω αυτό το τελευταίο βράδυ.» απάντησε ήρεμα εκείνη.
Η επόμενη ώρα τους βρήκε να έχουν μοιραστεί αποκαλύψεις, σκέψεις και όνειρα. Το μπουκάλι είχε τελειώσει και ο Ηλίας θεώρησε πως ήταν καιρός να πηγαίνουν. «Πίσω στην πραγματικότητα» είπε χαριτολογώντας Μα η δική του πραγματικότητα δεν περιελάμβανε την Εύα. Τα μάτια της άστραψα ν. Δεν πρόλαβε να τη ρωτήσει τίποτα. Αστραπιαία άρπαξε το μπουκάλι και το προσγείωσε στο κεφάλι του. Έπεσε αναίσθητος στο πλάι με μια μικρή αμυχή στο κεφάλι του.
Η Εύα κοίταξε το μπουκάλι στα χέρια της. Το πέταξε και έπεσε προς τα πίσω. Ένιωσε κάτι αιχμηρό να μπήγεται στο χέρι της. Γύρισε και είδε κομμάτια από σπασμένο καθρέφτη πεταμένα διάσπαρτα δίπλα από τον κάδο. Πήρε τότε ένα κομμάτι και άρχισε να το μπήγει στο κορμί του Ηλία. Τα ρούχα του την εμπόδιζαν. Του έβγαλε το μπουφάν και τη μπλούζα και συνέχισε σαν μανιασμένη. Είχε γεμίσει τα χέρια της με αίμα και κομμάτια σάρκας. Το πέταξε και ξέσπασε σε λυγμούς.
Έλυσε τα μακριά μαλλιά του και τα άφησε να χυθούν στο πρόσωπο του. Πόσο ωραίος της φαινόταν ακόμα και τότε, ακόμα και έτσι. Πήρε ένα άλλο κομμάτι καθρέφτη και το πέρασε με μια κίνηση στην ευθεία του λαιμού του. Το αίμα πότισε το λαιμό και τα μαλλιά του. Τύλιξε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του, τον χάιδεψε στο πρόσωπο και τον φίλησε απαλά στα χείλη. Η γεύση του αίματος ενδυνάμωσε την αίσθηση της πίκρας με την όποια ούτως ή άλλως την είχε γεμίσει.
Τον κοίταζε για ώρα. Δεν κουνιόταν. Άνοιξε τότε την τσάντα της και έβγαλε το νυχοκόπτη της. Πήρε το δεξί του χέρι, το κράτησε στα δικά της και άρχισε να κόβει λίγο λίγο τα πετσάκια γύρω από τα δάκτυλα του. Συνέχισε να κόβει μέχρι που μάτωσαν, αλλά δεν αρκέστηκε σε αυτό. Του έφαγε όλη τη σάρκα, μεθοδικά και ήρεμα μέχρι που έφτασε στο κόκκαλο.
Τότε θεώρησε πως του είχε κάνει αρκετή ζημιά και σταμάτησε. Όχι ότι θα ζούσε για να ξαναπαίξει κιθάρα, αλλά ήταν και αυτό μια ικανοποίηση, που θεώρησε πως έπρεπε να πάρει για τον εαυτό της. Το αριστερό χέρι το άφησε ανέπαφο. Δεν είχε ούτε χρόνο, μα κυρίως αντοχή για να ακολουθήσει την ίδια διαδικασία.
Κάθισε για λίγο εκεί, ανάμεσα σε κομμάτια καθρέφτη, σάρκας και αίματος και σκεφτόταν. Το μάτι εστίασε στο μωβ σαλβάρι που φορούσε. «Καλά δεν κρύωνε;» αναρωτήθηκε, τη στιγμή που έκοβε ένα κομμάτι από το δεξί μπατζάκι του, τυλιγοντάς το στο ματωμένο χέρι της.
Έπειτα σκούπισε τα χέρια της από τα αίματα, έψαξε στην τσάντα της και βρηκε το ψαλιδάκι της. Έκοψε μερικές μπούκλες των μαλλιών του, τις έβαλε στην τσέπη της, μαζί με το κομμάτι από το σαλβάρι και άρχισε να κατηφορίζει προς την παραλία.
Εκεί κάνοντας την αγαπημένη της διαδρομή, κατά μήκος της παραλίας άρχισε να σκορπά τις μπούκλες του στον θερμαϊκό. Όταν έφτασε στο ύψος της Τούμπας, που έπρεπε να αρχίσει την ανάβαση προς το σπίτι κοντοστάθηκε. Κράτησε για λίγο μια τούφα στην παλάμη της. Την πλησίασε στη μύτη της και αφού έβγαλε το κομμάτι από το σαλβάρι, την τύλιξε μέσα κι το έδεσε κόμπο. Το έβαλε στην τσέπη και άρχισε να ανεβαίνει, σκεπτόμενη πως και η ίδια ήταν όμοια με αυτό το κομμάτι υφάσματος.
Έτσι την είχε αφήσει ο Ηλίας, ανάμεικτη από χαρά και πίκρα, όπως το αίμα και τα μαλλιά του, τυλιγμένα στην μικρή ανάμνηση πως κάποτε υπήρξε, αφήνοντας στην σκέψη την απόχρωση του μωβ.

Τρίτη 17 Φεβρουαρίου 2009

Απρόσμενα

Απρόσμενα ξύπνησε η μνήμη της εκείνο το βράδυ. Απρόσμενα εύκολα και βίαια. Με μια βία που νόμιζε πως είχε αφήσει πίσω της από καιρό. Μα όπως φάνηκε απλά κοιμόταν ήρεμα μέχρι να χορτάσει ύπνο και να γυρίσει πίσω. Πιο γεμάτη και πιο αχόρταγη.

Δεν είχε καταλάβει τίποτα εκείνο το πρωί. Μόνο μια περίεργη αίσθηση, που πάντα την απέδιδε στα όνειρα που δεν θυμόταν. Μα το όνειρο της προηγούμενης νύχτας ήρθε καθαρά μπροστά της σαν εικόνα. Σε μια στιγμή. Όταν έχοντας γυρίσει σπίτι από μια μέρα γεμάτη ένταση έβαλε ένα κόκκινο κρασί και κάθισε με το μπουρνούζι της μετά το μπάνιο στον καναπέ. Όταν το κρασί χύθηκε στο μπωλ με τα φυστίκια. Όταν ενστικτωδώς έβαλε το χέρι της μέσα στο μπωλ. Τότε ξεκίνησαν όλα.

Θυμήθηκε τη ζωή στην Ολλανδία. Το Άμστερνταμ και το πόσο ήθελε να πάει εκεί. Όλα όσα την είχαν οδηγήσει εκεί. Ο πόνος, ο θυμός και τελικά η οργή της, το μοναδικό συναίσθημα που η πόλη δεν είχε καταφέρει να κατευνάσει. Έπειτα τον Κάρστεν. Θυμήθηκε πόσο της άρεσε που στα λατινικά σήμαινε χριστιανός. Πόσο οικείο τον ένιωθε. Όχι μόνο λόγο ονόματος αλλά και γι αυτό που ήταν ως άνθρωπος. Τις όμορφες μέρες που μοιράστηκαν. Τη μετάλλαξη του λίγο καιρό αργότερα. Τότε που "ο έρωτας τα άλλαξε όλα" όπως χαρακτηριστικά έλεγε. Την φαινομενικά ήρεμη ζωή της εκεί μαζί του, που την βίωνε στην ουσία της σαν ρουτίνα. Μια ρουτίνα φρικιαστική, όταν εκείνος άρχισε τις ζήλιες.

Τα μάτια της δάκρυσαν όταν έφερε στη μνήμη της το πρόσωπό του. Τόσο όμορφο και γαλήνιο. Ούτε που κατάλαβε πότε μετατράπηκε στον τύραννο που τόσο είχε μισήσει. Τον ίδιο τύραννο που εξαιτίας του άφησε τα πάντα πίσω της, με σκοπό να μην τον ξανασυναντήσει. Και βρέθηκε να τον έχει δίπλα της, γύρω της και κυρίως μέσα της.

Σχεδόν αυτόματα και δίχως σκέψη πήρε ένα τσιγάρο και το άναψε. Έπιασε το μπουκάλι και άρχισε να κατεβάζει το κρασί. Η σκέψη της είχε πάρει μπροστά και δεν ήταν στο χέρι της να την σταματήσει.

Είδε ξανά την νύχτα εκείνη. Που αποφάσισε να αφήσει το μόνο πράγμα που πήρε τελικά μαζί της να ξεχυθεί σαν χείμαρρος ενάντια, όχι πλέον στον Κάρστεν, μα στον τύραννο από τον οποίο τόσο ήθελε να ξεφύγει και άφησε την οργή να τα κανονίσει όλα. Πράγμα που έκανε ξανά και ξανά. Ενάντια σε όλους εκείνους που έκτοτε πρόσπαθησαν να τη βάλουν στο οποιοδήποτε καλούπι. Και ανάμεσα σε εκείνη τη μοναδική ευχάριστη στιγμή της ανάμνησης, ήρθε μια αναλαμπή να ανατρέψει τα πάντα.
Και απόμεινε μετέωρη στον καναπέ κοιτώντας τα χέρια της. Παρατηρώντας τα μάλλον, για αρκετή ώρα. Αυτή η λευκή σάρκα με το περιποιημένο μανικιούρ, που ενώ φαινόταν τέλεια, περίμενε τη στιγμή εκείνη που θα βεβαίωνε την τελειότητα της. Θα πιστοποιούσε την ταυτότητα της, όχι όμως και την ύπαρξη της. Πάντα αυτό σκεφτόταν όταν τα βύθιζε στο μπολάκι με τη δική τους ύπαρξη. Πάντα τη ρουφούσε όλη. Έχωνε τα δάχτυλα της στο μπωλ και έπαιρνε κάθε ίνα τους, κάθε φλέβα του κορμιού τους, αφουγκραζόταν κάθε απόκρυφη πτυχή της σκέψης τους, βίωνε την ουσία τους και μετά την έκανε δική της, προσπαθώντας να πιστοποιήσει την δική της ταυτότητα. Και πάντα παρούσα η ίδια ηρεμία. Σαν ιεροτελεστία, αφού τους είχε "κοιμήσει" συνήθως με κάποιον ήρεμο τρόπο. Μετά την έπιανε η μανία. Μετά ήθελε να χύσουν και άλλο αίμα. Μετά τους κατακρεουργούσε για να το αποκτήσει. Και το όνομα. Ποιο αστείο όνομα για εκείνη την περίοδο δεν θα μπορούσε να βρει. Κι ας ένιωθε μέσα της πως απέπνεεε κάτι το ηγετικό.

Και τώρα ενώ νόμιζε πως φεύγοντας από την Ολλανδία, είχε ξεμπερδέψει με τις ταυτότητες ήθελε να τη ζήσει ξανά αυτή την εμπειρία. Παρόλο που πίστευε πως πλέον δεν είχε ανάγκη από ταυτότητες. Σβήνοντας το τσιγάρο άφησε ένα τρανταχτό γέλιο. Δεν τολμούσε να πιστέψει πως τόσα χρόνια ζούσε σε μια πλάνη. Μα το ένστικτο της δεν της είχε πει ποτέ ψέματα. Ντύθηκε και ξεκίνησε για το σπίτι του. Εκεί πίστευε πως θα τα ξεδιάλυνε όλα.

Όταν έφτασε, ο Χριστόφορος, ήταν αραχτός στον καναπέ. Έκανε μια προσπάθεια να κατευνάσει τον εαυτό της με το σεξ. Δεν της έφτασε. Ήθελε την ύπαρξη του, ήθελε να νιώσει την ουσία του και αυτό μόνο με έναν τρόπο ήξερε να το κάνει.

Πήρε νωχελικά το μαντήλι, μα δεν του έδεσε τα χέρια όπως εκείνος περίμενε. Το έδεσε χαλαρά γύρω από το λαιμό του, κρατώντας τις δυο άκρες του στα δικά της. Όταν είδε πως ήταν αρκετά παθιασμένος άρχισε να τις σφίγει. Όταν ένιωσε την ηδονή να γίνεται πόνος, συνέχισε να τις σφίγει μανιασμένα, μέχρι που ο Χριστόφορος σταμάτησε να αντιδρά. Τον κοίταξε λίγο έτσι όπως είχε πέσει ακούνητος στον καναπέ. Τώρα ήξερε. Τώρα δεν υπήρχε περιθώριο λάθους.

Πήρε ήρεμα τον χαρτοκόπτη του και άρχισε να του κόβει το σώμα και να συλλέγει το αίμα του. Περίμενε χρόνια γι' αυτή τη στιγμή, της απόλυτης βίωσης, της απόλυτης ολοκλήρωσης. Γιατί τώρα κατείχε κάτι που δεν είχε πριν. Τώρα είχε την γνώση όλου αυτού.

Έβαλε τα δάχτυλα της μέσα στο μπωλ με το αίμα, που ήταν ακόμα ζεστό. Τα έπαιξε μέσα στο υγρό, σαν δεξιοτέχνης. Τα άφησε να ποτίσουν από εκείνον. Πόσο όμορφη ήταν αυτή η αίσθηση τώρα που είχε πλήρη επίγνωση. Σηκώθηκε έπειτα από ώρα. Έφτιαξε ένα ποτό και κάθισε στον καναπέ, χαμογελώντας. Για χρόνια νόμιζε πως όλο αυτό ήταν μια ταυτότητα, που ίσως η ίδια να ήθελε να αποδώσει στον εαυτό της. Τελικά ήταν η ίδια η ύπαρξη της, από την οποία όσο και αν ήθελε δεν μπορούσε να ξεφύγει. Μια ύπαρξη από την οποία δεν χρειαζόταν να ξεφύγει, αλλά την οποία χρειαζόταν να θρέψει. Τότε σηκώθηκε με το ποτήρι στο χέρι και κοιτώντας τον Χριστόφορο έκανε μια πρόποση.

"Μετά από χρόνια μπορώ να πω, πως με λένε Παπαστρουμφ και σκοτώνω για να "ταίσω" την ύπαρξη μου με όσους ηθελημένα ή μη έχουν την πρόθεση να δώσουν τη δική τους."

Πέμπτη 25 Δεκεμβρίου 2008

Εναλλακτικά Χριστούγενννα

Δεν ήταν σίγουρη τι της έφταιγε. Λίγο η μελαγχολία των γιορτών που πλησίαζαν, λίγο το δικό της μόνιμο σκοτάδι, ο συνδυασμός θανατηφόρος. Δεν το είχε προγραμματίσει. Απλά πίστευε πως τις γιορτές είναι καλό να της περνάς κοντά στους ανθρώπους που αγαπάς. Και εκείνη καθόταν προπαραμονή Χριστουγέννων μόνη της στο πάτωμα αγκαλιά με το ποτό και τα δάκρυα. "Δεν είναι δυνατό να συμβαίνει αυτό. Πώς έγιναν όλα έτσι;" αναρωτήθηκε και σηκώθηκε απότομα και πήγε στον καθρέπτη.
Κοίταζε τη μορφή της, για την ακρίβεια την περιεργαζόταν με έναν τρόπο όπως ποτέ πριν. Δεν είχε καμία πρόσκληση για κανένα ρεβεγιόν, κανένας φίλος της δεν θα έμενε στην πόλη. Θα απόμενε μόνη και μάλιστα χωρίς αυτό να είναι δική της επιλογή. Της γύρισε το μάτι. "Τις γιορτές τις περνάμε με αυτούς που αγαπάμε και μας αγαπούν....." τότε έλαμψε μέσα της η σκέψη, πως η ίδια μπορεί να αγαπούσε, αλλά τελικά ίσως να μην αγαπιόταν.
Έπεσε για ύπνο με το μυαλό θολό. Προσπαθούσε να μην σκέφτεται τίποτα. Θα έλεγε τα κάλαντα όπως κάθε χρόνο για πλάκα στους φίλους της και θα προσποιούνταν πως όλα είναι κανονικά. Με αυτή τη σκέψη ξύπνησε. Έφτιαξε τον καφέ της, κάπνισε το τσιγάρο της και άρχισε να ετοιμάζεται. Κάθε χρόνο ένιωθε γελοία μετο κοστούμι του Άγιου Βασίλη, κάθε χρόνο το φορούσε. Όταν ετοιμάστηκε, κατέβηκε και μπήκε στο αυτοκίνητο. Θα ξεκινούσε από το σπίτι της Τίνας.
Πάντα ήταν η πρώτη της επιλογή σε όλα. Έφτασε και της χτύπησε το κουδούνι. Αν και ήταν πρωί δεν φοβήθηκε να μην την ξυπνήσει. Θα έφευγε ταξίδι οπότε θα ήταν ξύπνια. Η Τίνα της άνοιξε, μπήκε μέσα αντί να αρχίσει το τραγούδι από την πόρτα, όπως έκανε κάθε χρόνο. Φυσικά δεν της έδινε λεφτά μετά. Έπιναν το καφεδάκι τους και πήγαιναν μαζί στους υπόλοιπους. Μα φέτος θα έπρεπε να συνεχίσει μόνη της. Δεν το σκέφτηκε πολύ. Ενώ χτυπούσε τη βέργα στο τρίγωνο και εκεινη την κοίταζε από τον καναπέ ενήργησε ενστικτωδώς. Την πλησίασε και αστραπιαία κάρφωσε τη βέργα στην αριστερή καρωτίδα της Τίνας. Η αιμοραγία θα την σκότωνε σύντομα.
Πήγε στην κουζίνα και έβαλε μια κούπα καφέ. Μέχρι να τον έπινε θα είχε πεθάνει. Όταν έπεσε νεκρή στο πάτωμα, τα είχε ήδη σκεφτεί όλα. Την ξάπλωσε στο πάτωμα. Πρόσεξε τα χέρια της. Πάντα λάτρευε τα χέρια της. "Με εσάς λοιπόν θα κάνω Χριστούγεννα." είπε στον εαυτό της ενώ της έκοβε το αριστερό χέρι. Το έβαλε σε συσκευασία δώρου και έφυγε για τον επόμενο.
Μέχρι αργά το μεσημέρι είχε πάει και είχε "πει τα κάλαντα" σε όλους τους φίλους της. Τους είχε σκοτώσει όλους και είχε κόψει και συσκευάσει το αγαπημένο της μέρος του σώματος τους. Γύρισε κουρασμένη στο σπίτι και έβαλε όλα τα δώρα κάτω από το δέντρο της. Πέρασε ήρεμα την υπόλοιπη μέρα της και το βράδυ ξάπλωσε νωρίς για να σηκωθεί επίσης νωρίς να γιορτάσει τα Χριστούγεννα.
Το πρωί ξύπνησε με μια απίστευτη γαλήνη. Ήταν Χριστούγεννα και θα τα περνούσε με όλους όσους αγαπούσε. 'Εφτιαξε τον καφέ της, άνοιξε το ράδιο, κάπνισε το πρώτο τσιγάρο και μετά αποφάσισε πως είχε έρθει η ώρα να ανοίξει τα δώρα της. Το πρώτο κουτί περιείχε το χέρι της Τίνας. Το άνοιξε και το ακούμπησε δίπλα της. Το δέυτερο είχε το πόδι του Χρήστου, το άφησε και αυτό δίπλα της στο πάτωμα. Μετά άνοιξε τα κουτιά με τα μέλη των Άρη και Νίνας και τελευταίο είχε αφήσει το κουτί του Μάνου. Αυτό ήταν και το πιο μεγάλο, καθώς περιείχε το κεφάλι του.
Τα τοποθετησε όλα δίπλα της και σηκώθηκε., Είχε φτάσει μεσημέρι και έπρεπε να ετοιμάσει το τραπέζι. Σήμερα βέβαια θα έτρωγε στο πάτωμα. Έβαλε τα φαγητά δίπλα στα μέλη των φίλων της και γέμισε το ποτήρι της με κρασί. "Καλά Χριστούγεννα να έχουμε." είπε δυνατά, μα τώρα το πίστευε, καθώς είχε βρει τον τρόπο να περάσει τελικά αυτές τις γιορτές κοντά σε αυτούς που αγαπούσε.

Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2008

Mελωδία για δύο


"Πότε θα μου παίξεις κάτι πριβέ;" αυτή ήταν η μόνιμη ερώτηση του Χρήστου από τότε που γνώρισε τη Νανά. Το γεγονός ότι έπαιζε χρόνια κοντραμπάσο του άναβε τη φαντασία. Τους κάποιους μήνες της σχέσης τους, η ίδια δεν το είχε προβάλει ποτέ και ουσιαστικά ότι γνώριζε εκείνος, το μάθαινε από τις διηγήσεις των φίλων της. Eκείνο βέβαια που αγνοούσε ο Χρήστος, ήταν ότι η Νανά είχε πολλές ιδιωτικές παραστάσεις, μόνο που έκεινος ποτέ δεν θα ήθελε να παρακολουθήσει κάποια.
Η αλήθεια έιναι ότι η Νανά ήταν μυστήρια κοπέλα. Όχι ιδιαίτερα ψηλή και αρκετά μικροκαμωμένη, πάντα έκανε αίσθηση με φορτωμένο στην πλάτη της το τεράστιο κοντραμπάσο της. Το μόνο πράγμα άλλωστε, που ήταν φανερό, καθώς την ζωή της, την κρατούσε σαν επτασφράγιστο μυστικό. Και ας ήταν συχνές και πολλές οι εκρήξεις να τα αποκαλύψει όλα, ειδικά στον Χρήστο, δεν τολμούσε. Και ο μόνος λόγος που το σκεφτόταν ήταν επιδή την πιέζε πολύ με την πριβέ παράσταση. Ήξερε όμως, πως αν τολμούσε να του πει, αυτό θα σήμαινε και το τέλος. Γεγονός που ήθελε να το αποφύγει, γιατί τον Χρήστο τον είχε ερωτευτεί. Φρόντιζε όμως να κατευνάζει τη δίψα της.
Πάντα ντυνόταν προκλητικά, πάντα φόρτωνε το κοντραμπάσο και έβγαινε έξω. Δεν δυσκολεύοταν να τους ψαρέψει. Λίγο η εμφάνιση, λίγο η μικρή λεπτόμερεια ότι συνήθιζε να παίζει στο σπίτι της γυμνή, τους άναβε και την ακολουθούσαν σαν πειθήνια κουτάβια. Κανείς τους δεν είχε βγει ζωντανός. Και όσο αυξάνονταν τα θύματα, τόσο μεγάλωνε η δίψα της. Ο Χρήστος της ανέτρεψε λίγο τα σχέδια. Είχε παραμείνειήρεμη για καιρό. Δεν ένιωθε ανάγκη να σκοτώσει .Όταν όμως άρχισε να την πιέζει να του παίξει, τα πράγμάτα δυσκόλεψαν. Ποτέ δεν είχε παίξει για κάποιον και αυτός να μείνει ζωντανός. Πώς να έπαινρε τέτοιο ρίσκο με το Χρήστο;
Δεν το σκεφτόταν καν. Ώσπου έφτασε η μέρα,που ένιωθε την αγάπη να την πνίγει. Τον Χρήστο πάνω της σαν βδέλλα και δεν άντεξε άλλο. Του ζήτησε να χαλαρώσει. Εκείνος ανένδοτος. Κολλημένος πάνω της, κολλημένος με την πριβέ παράσταση. Δεν κρατήθηκε πολύ η Νανά. Τον αγαπούσε πού για να τον αφήσει να φύγει, αλλά όχι αρκετά για να τον αφήσει να ζήσει. "Θα σε παρασύρω στη μουσική μου." του είπε και εκείνος τρελάθηκε από χαρά.
Το σκηνικό στήθηκε εύκολα. Κλειστά φώτα, κεριά στο τραπέζι, άδεια η γωνία του σαλονιού που θα στηνόταν το κοντραμπάσο. ο Χρήστος θα έμπαινε μέσα, αφού η Νανά θα είχε ξεκινήσει να παίζει. Έτσι έγινε. η Νανά είχε ξεκινήσει όταν μπήκε ο Χρήστος στο σαλόνι. Έμεινε αποσβολωμένος να την κοιτάζει. Το σώμα της παρέμενε άσπρο, παρόλο που γύρω της υπάρχει σκοτάδι. Το φως του κεριού, φώτιζε αμυδρά τις καμπύλες της, προκαλώντας τον να την πλησιάσει.
Δεν κρατήθηκε πολύ. Σύντομα πήρε τη θέση του κοντά της. Την ίδια θέση που έπαιρναν όλοι όσοι την έβλεπαν έτσι. Στη διάρκεια του κομματιού, εκείνη χαλάρωνε, άπλωνε το χέρι της και του χάιδευε τα μαλλιά. Εκείνος έγερνε πάνω της και αφηνόταν στη μελωδία της. Πότε, πότε της χάριζε φευγαλέα φιλιά, από φόβο μην της διασπάσει την συγκέντρωση. Μα η Νανά παρέμενε πάντα συγκεντρωμένη, στο σκοπό της. Μόνο προς το τέλος του κομματιού, έκανε μια μικρή παύση. Τον τράβηξε κοντά της και τον φίλησε στο στόμα. Τότε άρχισε να παίζει με το αριστερό της χέρι, ενώ το δεξί του κρατούσε τον ώμο. Μετά τον άφησε και έψαξε να βρει το δοξάρι της. Το δικό της δοξάρι, εκεινο που χρησιμοποιούσε για να κατευνάσει τη δίψα της.
Και ενώ το αριστερό συνέχιζε τη μελωδία, το δεξί κρατώντας το δοξάρι χωνόταν με μανία στο λαιμό του Χρήστου. Τα αίματα πετάγονταν παντού. Το κορμί της μετά από λίγο βάφτηκε κόκκινο. Το σώμα του Χρήστου έπεσε στο πάτωμα και εκείνη, με ελεύθερα και τα δυο της χέρια ολοκλήρωσε το κομμάτι. Δεν ήταν πια άσπρη μέσα στο σκοτάδι, ήταν η ίδια κόκκινη, δίνοντας φως στο σκοτάδι. Στο σκοτάδι που χρόνια τώρα της "στερούσε" τις αγάπες της.
"Σήμερα ήταν η σειρά μου. Να σου χαρίσω εγώ μία από αυτές. Την μεγαλύτερη." Είπε και ξάπλωσε γυμνή, μέσα στα αίματα δίπλα του.
[Η έμπνευση με επισκέφτηκε τυχαία χθες, ενώ παρακολουθούσα τον Κωστή Μαραβέγια και τον κοντραμπασίστα του, που τα σπάει.]

Τρίτη 22 Ιουλίου 2008

Μαθήματα κολύμβησης

Μέρες ήταν κλεισμένη στην πίσω αυλή και μαστόρευε. Είχε δώσει εντολή να μην πάει κανείςστο εξοχικό μέχρι να τελείωναν οι εργασίες.. Η Παπαστρουμφ λοιπόν είχε αναλάβει χρέη γραμματέας. "Δεν ξέρω. Από τότε που έφτιαξαν το σκέπαστρο στην αυλή έχει κλειστεί μέσα, δεν παίρνει ούτε ένα τηλέφωνο και δεν αφήνει ψυχή να πλησίασει." ήταν η απάντηση που έδινε σε όλους όσους έψαχναν την Orestis.
Δεν είχε περάσει μία βδομάδα όταν ενώ η Παπαστρουμφ έπινε τον καφέ της στην κουζίνα άκουσε μια φωνή πίσω της. "Καλημέρα. Θα πιούμε καφεδάκι;" είπε η Orestis. "Καλά εξαφανίζεσαι τόσες μέρες και τώρα ήρθες σαν να μην συμβαίνει τίποτα;" ούρλιαξε η Παπαστρουμφ. "Έλα, μην μου θυμώνεις. Το Σαβατοκύριακο θα καταλάβεις γιατί." απάντησε με μυστήριο ύφος εκείνη. Η Παπαστρουμφ δεν το συνδύασε στην αρχή, αλλά κάποια στιγμή στην δουλειά αναφώνησε "Το Σαββατοκύριακο."
Έβγαινε με ένα παιδί καιρό τώρα και εκτός του ότι είχε ξεχάσει την "περίεργη" συνάντηση που κανονίζε η φιλενάδα της, δεν είχε και τον χρόνο να ασχοληθεί. Στη διαδρομή από τη δουλειά στο σπίτι το επεξεργάστηκε. Την είχαν πιέσει όλοι τους πάρα πολύ να τον ξεχάσει, της έλεγαν πως ο χρόνος που ήταν χώρια ήταν πάρα πολύ μεγάλος για να είναι ακόμα κολλημένη, έφταιγε όμως και εκείνος, με την εμμονή του να μείνουν φίλοι και να μην χαθούν . Και τότε θυμήθηκε τι είχε πει στην Orestis. "Αφού το θέλει ας το έχει. Άσε που με την επαφή μαζί του θα τον ξεπεράσεις πιο εύκολα. Κάποια στιγμή θα δεις πως δεν είναι τόσο τέλειος όσο έχεις πείσει τον εαυτό σου πως είναι."
Ήταν πεπεισμένη πως εκείνη έφταιγε που η Orestis ειχε κανονίσει να περάσουν το Σαββατοκύριακο μαζί. Πήγε σπίτι αλαφιασμένη έχοντας αποφασίσει να κάνει το οτιδήποτε για να την πείσει να αναβάλει την συνάντηση. "Μην ακούω χαζά. Θα δεις που αυτό το σαββατοκύριακο θα κάνει καλό σε όλους μας." ήταν η απάντηση της Orestis.
Και ήρθε το Σάββατο και ο Άρης έφτασε στην ώρα του. Του έδειξαν το δωμάτιο του και τον άφησαν να τακτοποιηθεί. Μετά θα του έδειχνε την έκπληξη. Τον οδήγησε στην πίσω αυλή, που πλέον ήταν σκεπασμένη και στο κέντρο δέσποζε η πισίνα. "Αυτό έφτιαχνες τόσο καιρό;" ρώτησεηΠαπαστρουμφ. "Εσύ θα το δεις αργότερα. Θα σε φωνάξω." είπε εκείνη και έκλεισε την πόρτα. Του έβαλε ένα ποτό και κάθισαν στις ξαπλώστρες. "Καλά βρε θηρίο έφτιαξες και νεροτσουλήθρα;"¨ρώτησε ο Άρης. "Ναι, για να πέφτεις κατευθείαν μέσα." απάντησε η Orestis.
Μετά το τρίτο ποτό είχε ζαλιστεί αρκετά. Τον χτύπησε στο κεφάλι και τον άφησε αναίσθητο. Τον κουβαλησε και τον ξάπλωσε μπρούμυτα στην κορυφή της τσουλήθρας. Έπρεπε να περιμένει να ξυπνήσει για να τον σπρώξε και να αρχίσει η κατάβαση. Εν τω μεταξύ φώναξε και την Παπαστρουμφ, λέγοντας της να καθίσει απέναντι για να έχει καλύτερη θέα. Εκείνη στη θέα των ξυραφιών που ήταν κολλημένα σε όλο το μήκος της νεροτσουλήθρας χλώμιασε. "Orestis, τι θα κάνεις;" είπε με φωνή που έτρεμε. "Υπομονή το καλό αρχίζει σε λίγο." απάντησε.
Όταν συνήλθε ο Άρης τον κοίταξε και του είπε. "Ώρα για μπανάκι." και τον έσπρωξε. Γλυστρούσε με δυσκολία, καθώς η σάρκα του έβρισκε στα ξυράφια και ούρλιαζε από τον πόνο. Η Orestis έτρεξε γρήγορα να πάρει θέση δίπλα στην Παπαστρουμφ για να απολαύσει το θέαμα. Ήταν η πιο αργή τσουλήθρα που είχαν δει ποτέ. Το δέρμα του είχε ξεσκιστεί τελείως, ενώ το αίμα που έτρεχε έπεφτε κατευθείαν μέσα στην πισίνα, έχοντας ως μουσική υπόκρουση τις κραυγές του. Η Παπαστρουμφ ήθελε να ρωτήσει αν η πισίνα περιείχε όντως νερό, αλλά δίστασε.
Όταν βρισκόταν ελάχιστα εκατοστά από το να πέσει μέσα ο Άρης, η Orestis την κοίταξε και της είπε. "Τώρα είναι το καλύτερο κομμάτι." και χαμογέλασε. Το σώμα έσκασε μέσα στην πισίνα, την οποία είχε γεμίσει με οινόπνευμα και τα ουρλιαχτά του ήταν τόσο έντονα, που η Παπαστρουμφ νόμιζε ότι θα της έσπαγαν τα τύμπανα. Μετά από λίγη ώρα σώπασε. "Λιποθύμησε από τον πόνο. Όμως η αιμορραγία θα ολοκληρώσει το έργο και θα τον σκοτώσει. Οπότε μπορόυμε να πάμε να συνεχίσουμε το ποτό μας." είπε ήρεμα η Orestis.
H Παπαστρουμφ την ακολούθησε με νωχελικές κινήσεις, αμίλητη. Μόνο όταν ήταν στο πολλοστό ποτό βρήκε το θάρρος να την ρωτήσει. "Γιατί;" και εκείνη κοιτάζοντας την είπε: "Γιατί το οινόπνευμα θεραπεύει όλες τις πληγές. Και εκείνες που φαίνονται και εκείνες που δεν φαίνονται. Το μόνο κακό είναι ότι στην δική του περίπτωση χρειάστηκε λίγη ποσότητα παραπάνω."

Τετάρτη 2 Ιουλίου 2008

Κρουαζιέρα θα σε πάω

Η κόρνα ακούστηκε για τρίτη συνεχόμενη φορά. "Μάλλον επικρατεί εκνευρισμός. Πρέπει να βιαστώ." μονολόγησεη Orestis και βγληκε στο μπαλκόνι να ειδοποιήσει ότι κατέβαινε. "Αν δεν κατέβεις σε 5 λεπτά θα φύγω μόνη μου." ούρλιαξε η Παπαστρουμφ από τη θέση του οδηγού. Η Orestis κατέβηκε ανέμελη και αέρινη και κάθισε στη θέση του συνοδηγού, αφού πέταξε τη βαλίτσα της στο πίσω κάθισμα. ¨Νευράκια; Διακοπές πάμε και μάλιστα όχι όπως το είχα φανταστεί, οπότε χαλάρωσε." της είπε και έδεσε τη ζώνη της.
"Πώς να χαλαρώσω όταν αργείς τόσο πολύ; Αν βρούμε κίνηση; Μπορεί να χάσουμε το πλοίο. Αλλά εσύ ήθελες κάτι πιο περιπετειώδες γι' αυτό δεν σε νοιάζει." απάντησε εκεινη. Η Orestis άναψε ένα τσιγάρο και έσκασε σε γέλια. 'Ηταν της άποψης πως ο τελευταίος που θα μπει με το αυτοκίνητο στο καράβι, βγαίνει πρώτος, δεν πολυτρελαινόταν κίολας, οπότε δεν συμμεριζόταν την αγωνία της φίλης της. Έφτασαν και αφού πάρκαραν στο γαράζ ανέβηκαν στο κατάστρωμα. βρήκαν 2 θέσεις και περίμεναν να ξεκινήσει το ταξίδι. Κάποια στιγμή η Παπαστρουμφ γύρισε από την τουαλέτα αλαφιασμένη. "Τι έπαθες;" την ρώτησε η Orestis.
"Άκουσα να λένε πως θα έχει πολλά μποφόρ και πως κακώς ο πλοίαρχος πήρε την ευθύνη για τον απόπλου. Κανονικά θα έπρεπε να περιμέναμε να πέσουν οι άνεμοι." είπε με μια ανάσα εκείνη. "Έλα υπερβολές." της απάντησε ατάραχη. Το ταξίδι κυλούσε ήρεμα για κάποιες ώρες, με ένα ελαφρό αεράκι. Κάποια στιγμή όμως η θάλασσα φουρτούνιασε πολύ. Ο πλοίαρχος ανακοίνωσε πως καλό θα ήταν να μπουν όλοι μέσα. Το καράβι κουνούσε πολύ. Οι περισσότεροι έπεφταν ζαλισμένοι σαν κοτόπουλα. Η Orestis μετά από κάποια ώρα άρχισε να βρίζει τον πλοίαρχο. Η Παπαστρουμφ την κοίταζε αμήχανη και αμίλητη. "Καλά τι σου φταίει ο πλοίαρχος παιδί μου;" την ρώτησε. "Είμαι σίγουρη πως δεν το πάει καλά. Άσε που άλλαξε πορεία. Στρίψαμε δεν το κατάλαβες;" απάντησε. "Ίσως πήρε εντολή να δέσει σε κάποιο κοντινό λιμάνι λόγω καιρού." συμπλήρωσε η Παπαστρουμφ.
Η Orestis όμως είχε πεισθεί πως ούτε καλά πήγαινε το καρ'αβι ούτε στο σωστό προορισμό. Και σίγουρα δεν είχε σκοπό να το αφήσει έτσι. Σκέφτηκε για λίγη ώρα κι μετά είπε στην Παπαστρουμφ το σχέδιο. "Είσαι τρελή." της φώναξε εκείνη, αλλά αμέσως την ακολούθησε. Περίμεναν διακριτικά έξω από την καμπίνα τον πλοίαρχο. Όταν μπήκε μέσα περίμεναν για λίγο και χτύπησαν την πόρτα. Μπήκαν μέσα με ύφος περίλυπο και ανήσυχο δήθεν για να ρωτήσουν γι την πορεία του ταξιδιού. Ο Πλοίαρχος τους είπε πως δεν μπόρει να δώσει λεπτομερείς απαντήσεις, αλλά πως όλα ήταν καλά και δεν υπήρχε λόγος ανησυχίας. Με το που γύρισε την πλάτη του για να πιάσει τον αναπτήρα του, η Orestis άρπαξε τον χαρτοκόπτη που υπήρχε πάνω στο γραφέιο του και του τον έχωσε στην πλάτη.
Η Παπαστρουμφ σχεδόν ταυτόχρονα τον χτύπησε στο κεφάλι με ένα αρχαιοελληνικό άγαλμα που κοσμούσε το τραπεζάκι δίπλα από το γραφείο για να μην ακουστούν οι κραυγές από το μαχάίρωμα. "Και τώρα τι κάνουμε;" ρώτησε την Orestis. "Θα δώσουμε τροφή στα ψάρια." απάντησε γελώντας. Τον τύλιξαν με ένα σεντόνι και προσεχτικά βγήκαν στο κατάστρωμα. Τον ακούμπησαν όρθιο στα κάγκελα και τον έγειραν προς τη μεριά της θάλασσας. Τον χτύπησαν ελαφρά στην πλάτη και σπλατς έπεσε μέσα.
Τα κύματα της θάλασσας έκανα αρκετό θόρυβο για να μην γίνουν αντιληπτές από κανέναν. Μετά πήγαν αμέσως στο δωμάτιο που βρισκόταν το πηδάλιο και αφού αναισθητοποίησαν και ακινητοποίησαν τους 2 ναυτικούς που βρίσκονταν μέσα, κλείδωσαν την πόρτα. "Ωραία. Τώρα τι γίνεται;" είπε λαχανιασμένη και φοβισμένη η Παπαστρουμφ. "Τώρα κρουαζιέρα θα σε πάω. Μα όχι Μύκονο και Σαντορίνη. Ωωωωωω. Με δικό μας το πλοίο πάμε όπου θέλουμε." είπε τραγουδιστά η Orestis.

Τετάρτη 25 Ιουνίου 2008

Συνήθεια

Ξύπνησε νωρίς το πρωί και απόλαυσε τον καφέ της, όπως συνήθιζε τα πρωινά που δεν δούλευε. Έπειτα οργάνωσε την μέρα της, έχοντας βέβαια πάντα στο μυαλό της ότι είχε έρθει εκείνη η μέρα. Είχε όμως αποφασίσει να μην την αγχώσει η σκέψη του "φονικού", πράγμα εύκολο αφού η λέξη "τίποτα" περιπλανιόταν μέρες τώρα μέσα της. Ντύθηκε και βγήκε από το σπίτι. Θα πήγαινε μια μεγάλη βόλτα. Οι περίπατοι της έκαναν καλό και τη βοηθούσαν να λειτουργήσει.
Μετά από αρκετό περπάτημα κάθισε σε ένα παγκάκι και άναψε ένα τσιγάρο. "Τίποτα. Δεν έχω κίνητρο. Αυτό μου λείπει σήμερα." σκέφτηκε και αμέσως ξέσπασε σε γέλια. Θυμήθηκε πόσες φορές είχε σκοτώσει κάποιον για πλάκα, αλλά την ίδια στιγμή το χαμόγελο χάθηκε. Δεν είχε ούτε για κάτι τετόιο διάθεση αυτή τη μέρα. Δεν πτοήθηκε όμως. Συνέχισε τη βόλτα και γύρισε σπίτι. Στο καταφύγιο της σίγουρα θα έβρισκε τη λύση.
Άνοιξε το blog της και έπειτα πήγε στην κουζίνα. Έφτιαξε ένα ποτό και επέστρεψε στην δερμάτινη, αναπαυτική πολυθρόνα της. Ξεκίνησε να γράφει, πιστεύοντας ότι η έμπνευση θα την ακολουθούσε όπως όλες τις άλλες φορές. Μα η σελίδα παρέμενε λευκή. Τότε σκέφτηκε να κάνει ότι οι αναγνώστες της και άρχισε να διαβάζει τις παλιές της ιστορίες. Κάτι που δεν συνήθιζε ποτέ. Ό,τι έγραφε το πέρναγε στη σφαίρα του παρελθόντος και το άφηνε εκεί. Ενώ διάβαζε σκεφτόταν την διαδικασία της κάθε ιστορίας.
Πρώτα έβρισκε το θύμα της, αν και κάποιες φορές την έβρισκε εκείνο. Μετά έστηνε το σκηνικό της. Τις περισσότερες φορές το έκανε για πλάκα και το αποτέλεσμα έβγαινε αστείο. Τις πιο ουσιώδεις όμως ιστορίες τις έγραφε για εκτόνωση και το αποτέλεσμα ήταν φρικαλέο. "Πόσο θυμό μπορεί να κρύβεις;" την είχε ρωτήσε η Ιώ. "Τουλάχιστον έτσι τον εκτονώνω." της είχε απαντήσει η Orestis, που τότε πίστευε πως αυτό αρκούσε. Το έβγαζε από μέσα της και συνέχιζε. Αυτή τη διαδικασία ακολουθούσε κάθε φορά, σε τέτοιο βαθμό που κάποιες στιγμές της φαινόταν σαν ιεροτελεστία.
Εκείνη τη μέρα όμως ένιωθε πως δεν είχε κάτι να εκτονώσει. Ούτε νεύρα, ούτε θυμό, μόνο το τίποτα, που γυρόφερνε στο μυαλό της, της είχε μείνει. Έφτιαξε ένα δεύτερο ποτό, άναψε κι ένα τσιγάρο ακόμα και συνέχισε την ανάγνωση. Στην τελευταία ιστορία είχε βγάλει το πόρισμα. Θα ξεκινούσε να γράφει και σε λίγη ώρα θα το είχε έτοιμο. Θα έβρισκε κάποιο θύμα, κάποια γελοία αφορμή και θα το σκότωνε. Όμως τότε δεν θα υπήρχε πλέον καμία ιεροτελεστία. Μόνο η συνήθεια μιας επιτυχήμενης συνταγής, που καιρό τώρα ακολουθούσε.
Χωρίς δεύτερη σκέψη, πήγε στη διαχείριση του ιστολογίου της, στην επιλογή διαγραφή. "Ιδού το κίνητρο μου. Τίποτα." σκέφτηκε και πάτησε το κυμπί για να διαγράψει το blog. "Είναι η μοναδική φορά που δεν χρειάστηκε να γράψω για να σκοτώσω. Ευτυχώς η συνήθεια πεθαίνει εύκολα." μονολόγησε και σηκώθηκε από την πολυθρόνα της.

Τρίτη 17 Ιουνίου 2008

Περιποίηση κατ' οίκον

"Έλα. Με πήρε ο Γρηγόρης και μου είπε να βγούμε. Τέλειο; Οπότε ετοιμάσου. Έχεις δουλειά." ακούστηκε μέσα στην τρελή χαρά η φωνή της Mad2luv. H Orestis είχε πλήρη επίγνωση του τι θα επακολοθούσε. Θα πήγαινε σπίτι της από την προηγούμενη και θα έκαναν τις απαραίτητες ετοιμασίες. Δεν είχε πάντα διάθεση, αλλά η Mad2luv της την έφτιαχνε. Όποτε κάποια από τις δυο τους είχε γκομενοδουλειά, γινόταν οικογενειακή υπόθεση.
Μαζεύονταν στο σπίτι της Orestis και ετοιμάζονταν με τις ώρες. Βέβαια, αυτόν τον Γρηγόρη δεν τον είχε συμπαθήσει με αυτά τα λίγα που ήξερε. Ήταν όμως επιλογή της φίλης της και έπρεπε να τη βοηθήσει. Η Mad2luv όντως πήγε από την προηγούμενη στο σπίτι της φιλενάδας της. Όλο το βράδυ πέρασε με το να περιγράφει τον Γρηγόρη και τι ακριβώς γινόταν μεταξύ τους. Στο τρίτο ποτό η Οrestis είχε βγάλει συμπέρασμα. "Ο τύπος είναι βλάκας και άδικα ασχολείσαι." είπε κοφτά, αλλά η Mad2luv τον έβλεπε θεό και αντέδρασε άσχημα.
Η Orestis της ζήτησε συγγνώμη, την αγκάλιασε και της είπε πως αύριο θα της έκανε την καλύτερη περιποίηση ever. Έτσι και έγινε. Ξύπνησαν το πρωί, της ετοίμασε πρωινό και μέχρι το μεσημέρι αποφάσιζαν τα ρούχα που θα έβαζε στο βραδινό ραντεβού. "Ώρα για να ολοκληρώσουμε το σύνολο." είπε η Οrestis κατά το απογευματάκι και οδήγησε την Mad2luv στο πίσω σαλόνι. Την έβαλε να καθίσει στην καρέκλα του μικροβιολόγου που δέσποζε στο κέντρο του δωματίου. "Πάντα εκκεντρική." είπε χαμογελαστή η Mad2luv και κάθισε. Η Οrestis πήρε το μικρό σκαμπό και πήγε δίπλα της.
Της πήρε το χέρι και το έδεσε στο μπράτσο της καρέκλας. "Για σταθερότητα." απάντησε όταν εκείνη την κοίταξε περίεργα. Όσο κοίταγε τα χρώματα των μανό η Orestis πήρε την πένσα και της έκοψε τον αντίχειρα. Η Mad2luv έβγαλε μια απίστευτη κραυγή και λιποθύμησε. "Πως κάνεις έτσι; Στο Prisonbreak του έκοψαν δύο." μονολόγησε η Orestis και συνέχισε να κόβει δάχτυλα. Ήταν ένας τρόπος να βγει και από το δίλλημα του μανό, αλλά ήταν σίγουρη πως η φιλενάδα της δεν θα το έβλεπε έτσι.
Κάποια στιγμή συνήλθε και είδε την Orestis από πάνω της κραδαίνοντας το πιστολάκι. "Δεν είναι ωραίες οι μπούκλες ε; Τα ήθελες ίσια...." και δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση της, έχωσε με μανία τη φισούνα στο αριστερό μάτι της Mad2luv. Το άλλο αποφάσισε να μην το πειράξει. Αφού θαύμασε για λίγο το θέαμα πέρασε στην τελική φάση του σχεδίου. Πήρε την ξύστρα που χρησιμοποιούσε για τις εμαγέ εστίες της κουζίνας της και άρχισε μια ριζική απολέπιση στην Mad2luv. Όταν τελείωσε μαζί της το αποτέλεσμα ήταν φριχτό. H Μad2luv είχε μετατραπεί σε μία άμορφη μάζα γεμάτη αίματα.
"Το μόνο που μένει είναι να σε τυλίξω με γάζες και ο Γρηγόρης θα σε λατρέψει. Αιγυπτιολόγος δεν είπες ότι είναι ή κατάλαβα λάθος;" είπε η Orestis και έψαξε την τσάντα της να βρει την κάρτα του. Στη θέα της λέξης γυναικολόγος και κοιτώντας την μάζα της Mad2luv, που με τίποτα δεν θύμιζε πλέον γυναίκα έσκασε στα γέλια.

Τρίτη 27 Μαΐου 2008

Πήγαινες γυρεύοντας

Δεν την τρόμαζε η μοναξιά. Ούτε οι χωρισμοί. Την ενοχλούσε όταν έφτανε σε εκείνο το σημείο, που τους ήθελε πίσω. Αν ήταν τυχεροί δεν γύρναγαν, αν ήταν άτυχοι επέστρεφαν. Και στην πλειοψηφία τους είχαν σταθεί άτυχοι. Μαζί του όμως δεν έφτασε ποτέ σε αυτό το σημείο. Το μόνο που νοσταλγούσε ήταν η εκτόνωση που ένιωθε μετά από τους καυγάδες τους. Ειδικά όταν ο Μπάμπης χρησιμοποιούσε την αγαπημένη του φράση "Εγώ είμαι ο άντρας του σπιτιού", συνοδευόμενη από τις αντίστοιχες απαιτήσεις για καθαρά πουκάμισα και παντελόνια.
Είχε αποφασίσει όμως πως δεν θα έκανε κάτι. "Εσύ θα μείνεις άπραγη; Οrestis δεν σε αναγνωρίζω." έλεγε η Παπαστρουμφ. "Θα πράξω, όταν έρθει η ώρα." απαντούσε. Δεν ήταν σίγουρη πως η Παπαστρουμφ καταλάβαινε, αλλά δεν έμπαινε στον κοπό να της το αναλύσει. Η ίδια ήξερε πολύ καλά και αυτό αρκούσε. Όπως της αρκούσε και ο άφθονος χρόνος που της έδωσε ο Μπαμπης πριν την επανεμφάνιση του.
Ένα βράδυ γύρισε σπίτι μετά από έξοδο και ανοίγοντας την πόρτα βρέθηκε προ εκπλήξεως. "Τι κάνεις εδώ;" ρώτησε έξαλλη τον Μπάμπη. "Ήρθα να πάρω κάτι τελευταία πράγματα μου." απάντησε ανετότατος. "Κάλα μπήκες σπίτι μου έτσι απλά; Χωρίς καν να με ενημερώσεις;" ούρλιαξε. "Ήρεμησε. Είναι η τελευταία φορά που έρχομαι. Θα σου αφήσω και τα κλειδιά επί τη ευκαιρία." είπε συνεχίζοντας στον ίδιο ήρεμο τόνο. "Να είσαι σίγουρος πως είναι η τελευταία, η τελευταία σου." σκεφτόταν πηγαίνοντας προς την κουζίνα.
Γύρισε κρατώντας το τηγάνι και μια γρήγορη κίνηση του το κατέβασε στο κεφάλι. Έπεσε αναίσθητος στο πάτωμα. Τον έσυρε και τον ανέβασε στο κρεβάτι. Τον φίμωσε, τον έδεσε και ήταν πανέτοιμη να βάλει σε εφαρμογή το σχέδιο που έστηνε καιρό στο μυαλό της. Περίμενε απλά να ξυπνήσει. Όταν άνοιξε ο Μπάμπης τα μάτια του την είδε ακριβώς μπροστά του, κρατώντας το κουζινομάχαιρο. "Πρώτα θα δούμε αν είναι καλά σιδερωμένες οι πιέτες από το παντελόνι σου." είπε και άγγιξε με την άκρη του μαχαιριού την αρχή της πιέτας και με δύναμη το κατέβασε μέχρι τον αστράγαλο του, σκίζοντας το και γεμίζοντας τα πάντα με αίμα. Το πρόσωπο του πήρε έκφραση πόνου. Συνέχισε κάνοντας το ίδιο και στις υπόλοιπες πιέτες, μπήγοντας κάθε φορά όλο και πιο βαθιά στο δέρμα του Μπάμπη και μονολόγοντας.
Εκείνος λιποθύμησε και εκείνη έβαλε το σίδερο στην πρίζα και περίμενε να συνέλθει ξανά. Συνήλθε, αλλά δεν ήταν σε θέση να καταλάβει ακριβώς τι γινόταν. Η Orestis πήγε κοντά με το σίδερο στο χέρι. "Το πουκάμισο έγινε χάλια. Θα στο φτιάξω αμέσως." είπε και άρχισε να τον σιδερώνει. Σταμάτησε όταν το σίδερο γέμισε από ένα μείγμα της σάρκας του και του υφάσματος του πουκαμίσου. Είχε έρθει η ώρα για την τελική φάση του σχεδίο. Πήγε στο σαλόνι και πήρε το τηγάνι από το πάτωμα. Άρχισε να τον χτυπάει στο πρόσωπο μέχρι που το πολτοποίησε.
Τον κοίταζε για ώρα όπως ήταν ξαπλωμένος, ήρεμος και άπραγος μέσα στα αίματα. Μια μάζα που δεν θύμιζε σε τίποτα τον σκληρό Μπάμπη, που περίμενε αγέρωχος στο σπίτι. "Ελπίζω να κατάλαβες, αν και κάπως αργά, πως κάποια πράγματα είναι καθαρά γυναικεία υπόθεση. Και η καλή νοικυρά δεν είναι δούλα και κυρά. Είναι σκύλα και κυρά."
[Αφιερώνεται εξαιρετικά στην Ιώ, θα καταλάβει γιατί....και σου χρωστάω και ένα ακόμα....σύντομα όμως.]

Κυριακή 25 Μαΐου 2008

Ανώνυμα

Μπήκε στο σπίτι λαχανιασμένη από το τρέξιμο. Πήρε μια ανάσα, έφτιαξε ένα καφέ και κάθισε στο γραφείο. Δεν της πήρε πολλή ώρα να σχεδιάσει το πλάνο. Εξάλλου μέσα της είχε από καιρό αποφασίσει τι και πως. Έγραψε και ένα γράμμα, που εξηγούσε τα πάντα. Δεν ήθελε να αφήσει εκρεμμότητες, ούτε αναπάντητα γιατί. Ήξερε καλύτερα από όλους, πως αυτά σε κυνηγούν μέχρι ή να σε εξαφανίσουν ή να τα απαντήσεις.
Ξάπλωσε με ένα περίεργο αίσθημα ευφορίας και πληρότητας. Μιας πληρότητας που δεν ήταν, αλλά σύντομα θα γινόταν δική της. Το πρωινό τη βρήκε με σκέψη χαμένη και βλέμμα θολό. Ήπιε τον καφέ της και ξεκίνησε. Έφτασε στην ώρα της και έκανε τις τελευταίες ετοιμασίες, ενώ εκείνη την κοιτούσε. Έκλεισε τις βαλίτσες, της φόρεσε το παλτό και την έβαλε στο αυτοκίνητο. Η διαδρομή ήταν σύντομη. Όταν έφτασαν στον προορισμό τους, εκείνη ήταν αρκετά κουρασμένη. Την έβαλε να ξαπλώσει στο κρεβάτι.
Όταν βεβαιώθηκε πως αποκοιμήθηκε, πήρε το μαξιλάρι και έσκυψε από πάνω της. Δεν αντιστάθηκε σχεδόν καθόλου. Όταν το απομάκρυνε από το πρόσωπο της, έμεινε και την κοίταζε. Παρέμενε όμορφη, όμορφη μα χλωμή και κρατώντας τη σφιχτά στην αγκαλιά της ξέσπασε σε λυγμούς. Σηκώθηκε γρήγορα. Δεν ήθελε οι συναισθηματισμοί να την μπλοκάρουν. Πήγε στο μπάνιο και έφερε τα απαραίτητα σύνεργα. Άνοιξε το νεσεσέρ και την έβαψε, όπως ακριβώς συνήθιζε να βάφεται και εκείνη, κοκέτα καθώς ήταν.
Έπειτα έβγαλε τα ρούχα της από τη βαλίτσα, την έντυσε και αφού της χτένισε τα μαλλιά, την άφησε στο κρεβάτι. Ήθελε φεύγοντας να της μείνει αυτή η αίσθηση. Πως απλά κοιμόταν. Πως ποτέ δεν υπέφερε. Πως απλά την πήρε ο ύπνος, όμορφη, με τα ρούχα της, όπως όταν γύρναγε πτώμα από τη δουλειά. Στάθηκε στην πόρτα, άναψε ένα τσιγάρο και πέταξε το σπίρτο μέσα. Προχωρούσε στο δρόμο κοιτώντας το σπίτι να φλέγεται. Χαμογέλασε σκεπτόμενη πως αυτή η αίσθηση, δεν θα γίνει στάχτες, αυτή η αίσθηση, πως απλά κοιμόταν, θα την συντρόφευε για πάντα, όχι απαντώντας, αλλά εξαφανίζοντας τα γιατί.

Τρίτη 13 Μαΐου 2008

Τρίτη και 13 ξανά

Πάντα την άγχωνε αυτή η μέρα. Όταν το ημερολόγιο έδειχνε Τρίτη και 13, κάτι πάθαινε. Ήθελε να μείνει χωμένη κάτω από τα σκεπάσματα και να αφήσει την ημέρα να κυλήσει. Έτσι θα έκανε και σήμερα και όντως κάτι θα κυλούσε.
Σηκώθηκε νωχελικά από το κρεβάτι και έφτιαξε τον καφέ της. Έκανε το καθιερωμένο τσιγάρο και ετοιμάστηκε. Ο αέρας της φάνηκε περίεργος. "Αυτή η άθλια μέρα θα φταίει." σκέφτηκε η Οrestis και συνέχισε το δρόμο της. Στη διαδρομή προς τη δουλειά χάζευε τα σπίτια και τους ανθρώπους. Και συνεχώς σκεφτόταν τι περίεργο θα συνέβαινε. Πάντα το περίμενε. Πάντα συνέβαινε.
Έφευγε για το σπίτι χώρις να έχει κανονίσει κάτι για μετά. Δεν αγχωνόταν όμως. Όλο και κάτι θα παιζόταν το βράδυ. Είχε ήδη νυχτώσει όταν έφτανε στην είσοδο της πολυκατοικίας. Δεν είχε δει τη σκιά. Ένιωσε ένα χέρι να της κλείνει το στόμα και να τη σπρώχνει βίαια μέσα στο κτίριο. Η καρδιά της άρχισε να χτυπάει δυνατά. Μόνο όταν η σκιά την άφησε να δει το πρόσωπο της ηρέμησε.
Ήταν ο Apsoy. "Με τρόμαξες ρε." φώναξε εκνευρισμένη. "Και καλά έκανα." απάντησε εκείνος με ήρεμη φωνή. Ανέβηκαν πάνω και μπήκαν στο διαμέρισμα. Εκείνος ανέλαβε το μουσικό κομμάτι και εκείνη τα ποτά. Άρχισαν να μιλάνε, αλλά κάτι ήταν διαφορετικό. Είχε ένα περίεργο βλέμμα. Έμοιαζε λες και ήρθε έρθει αποφασισμένος για κάτι. Στο δεύτερο ποτό δεν κρατήθηκε και τον ρώτησε. "Τι έχεις εσύ; Φαίνεσαι περίεργος. Το άγχος του στρατού;" αλλά δεν πρόλαβε να πάρει απάντηση.
Το μπαμ ταίριαξε πλήρως με τα φωνητικά της τραγουδίστριας στο κομμάτι που έπαιζε. Η Orestis έπεσε αναίσθητη και αιμόφερτη στον καναπέ. Η σφαίρα την είχε βρει στο στήθος. Ο Apsoy πήγε δίπλα της και την αγκάλιασε. Όταν συνήλθε ένιωθε έναν τρομερό πόνο. Γύρισε και τον είδε. Είχε κυκλώσει το προσωπό της στα ματωμένα του χέρια και την κοίταζε. "Γιατί;" ψέλλισε με τρεμάμενη φωνή. "Γιατί το περίμενες. Ήθελες να συμβεί κάτι το διαφορετικό, αλλά αφού εσύ δεν μπορούσες, έπρεπε κάποιος άλλος να το δημιουργήσει."
Κοιμήθηκαν όλο το βράδυ αγκαλιά. Κάποια στιγμή βέβαια ένιωσε τα χέρια της εντελώς παγωμένα. Είχε σβήσει. Σηκώθηκε και έβαλε το πτώμα της στο πορτ παγκαζ. Πήγε στο στρατόπεδο που θα παρουσιαζόταν και την έθαψε λίγο έξω από εκεί. Πέρασε την πύλη και σκέφτηκε. "Αν δεν έρθει κανείς άλλος στο επισκεπτήριο, τουλάχιστον θα έχω την Orestis."

[Στον Apsoylako που πρέπει να υπηρετήσει τη μαμά πατρίδα.]

Πέμπτη 1 Μαΐου 2008

Χιpasmenos στα κάρβουνα

Φέτος το είχε αποφασίσει. Πάσχα στο χωριό. Τι να έκανε στην Αθήνα; Λίγες μέρες στην εξοχή θα της έκαναν καλό. Θα έβαζε και τις κακές σκέψεις στην άκρη, να κάνουν παρέα στα μαχαίρια που τα είχε κρεμάσει καιρό τώρα. Θα γέμιζε τις μπαταρίες της και θα επανερχόταν δριμύτερη. Ετοίμασε λοιπόν τις βαλίτσες της και ξεκίνησε.
Οι πρώτες μέρες πέρασαν όμορφα και ήρεμα. Το γεγονός ότι ήταν Μεγάλη εβδομάδα την βοήθησε στο να χαλαρώσει. Το σκηνικό ανατράπηκε το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής. Είχε γυρίσει από τον επιτάφιο και είχε ξαπλώσει να κοιμηθεί. Ξύπνησε έντρομη μετά τον εφιάλτη που είδε. Έβλεπε στον ύπνο της ότι είχε φτάσει η Κυριακή του Πάσχα και ότι όλοι είχαν μαζευτεί γύρω από τη σούβλα. Μέσα στα χαρούμενα πρόσωπα και την εύθυμη κατάσταση, κάποια στιγμή μέσα στο όνειρο της, γινόταν κοντινό στο αρνί. Μόνο που δεν ήταν αρνί, αλλά ο Xipasmenos.
Πετάχτηκε τρομαγμένη, με την απορία του γιατί είχε δει τον συγκεκριμένο στον ύπνο της. Πίστευε πως τα όνεια κρύβουν διάφορους συμβολισμούς, αλλά αποφάσισε να μην ασχοληθεί με τον συγκεκριμένο, όπως πίστευε πως δεν θα το ξαναέβλεπε. Όμως ο εφιάλτης ήρθε και το επόμενο βράδυ. "Από τη νηστεια θα είναι μωρέ." είπε φωναχτά και προσπάθησε να ξανακοιμηθεί. Και ήρθε η Κυριακή του Πάσχα και σηκώθηκε. Άργησε υπερβολικά εκείνο το πρωινό να πιει τον καφέ της, αλλά στην πραγματικότητα απέφευγε να βγει στην αυλή.
Φοβόταν μήπως δει τον Xipasmeno στη θεση του αρνιού. Όταν βρήκε το θάρρος και βγήκε έξω, με ανακούφιση είδε το αρνί στη σούβλα. Έφαγαν και ήπιαν και κάπως έτσι πέρασαν οι γιορτές, έπρεπε και εκείνη να επιστρέψει. Μαζί της όμως επέστρεψε και ο εφιάλτης. Μέρες έβλεπε ξανά και ξανά το ίδιο όνειρο. Ώσπου ένα πρωινό ξύπνησε και είπε "Αυτό ήταν. Η απόφαση πάρθηκε." και πήρε τον Xipasmeno τηλέφωνο. Κανόνισαν να βρεθούν το βράδυ στο σπίτι της. Δεν ετοίμασε πολλά. Θα τα έκανε όλα απλά όπως πρώτα.
Του έριξε υπνωτικό στο ποτό, για να μην την ενοχλεί ενώ θα τον ετοίμαζε. Πήρε την βελόνα και τον σπάγγο και ξεκίνησε. Έραψε πρώτα το στόμα του. Η βελόνα έμπαινε εύκολα στο μαλακό δέρμα, αλλά πετάγονταν αίματα παντού. Όταν τελείωσε στάθηκε λίγο και τον χάζεψε. Τότε της ήρθε στο μυαλό η ιδέα. Πήγε στην κρεβατόκαμαρα και πήρε τα κορδόνια από τα αθλητικά της. Επέστρεψε στο σαλόνι και του έβγαλε τα παπούτσια και τις κάλτσες. Πέρασε τα κορδόνια στην πιο χοντρή βελόνα και άρχισε να τα ράβει πάνω στο πόδι του. Το μόνο που την νευρίασε ήταν ότι από άσπρα βάφονταν κόκκινα από το αίμα.
Αφού ολοκλήρωσε το αρίστουργημα της, πήγε στην πίσω βεράντα να ανάψει τα κάρβουνα και να κάνει τις τελευταίες ετοιμασίες. Μετά έσυρε το σώμα του Xipasmenou μέχρι την βεράντα, ο οποίος είχε αρχίσει να συνέρχεται. Τον ξαπλωσε και δίπλα του έβαλε την σούβλα. Έδεσε τις άκρες από τα κορδόνια στη σούβλα και μετά με ένα σχοινί του έδεσε και τα χεριά. δεν ήξερε αν θα άντεχε το βάρος του, αλλά αποφάσισε να το ρισκάρει. Κουράστηκε πολύ να τοποθετήσει τη σούβλα με τον Xipasmeno σωστά πάνω από τα κάρβουνα, αλλά τα κατάφερε.
Εκείνος είχε συνέλθει για τα καλά και το προσωπό του άρχισε να παραμορφώνεται από τους πόνους. Αυτό που την τρόμαξε ήταν το ότι από την προσπάθεια να ουρλιάξει κόντευε να κόψει τον σπάγγο, οπότε πήρε το ποτιστήρι και το κοπάνησε στο κεφάλι του. Τον έβλεπε να σιγοψήνεται, αλλά το καμένο δέρμα δεν έβγαζε ωραία μυρωδιά, γι' αυτό πήγε στο σαλόνι να τελείωσει το ποτό της. Θα επέστρεφε για να δει το έργο της ολοκληρωμένο. Κάθισε στον καναπέ, έβαλε κρασί στο ποτήρι της, άναψε ένα τσιγάρο και άφησε τη σκέψη της να ταξιδέψει.
"Α ρε Orestis βρήκες καιρό να κάνεις διακοπές. Δεν θα ψηθεί καλά τώρα, ενώ αν ήσουν εδώ θα βοηθούσες να τον γυρίζαμε και από την άλλη πλευρά." μονολόγησε η Παπαστρουμφ και αμέσως άρπαξε το κινητό της. "Δεν θα σου κρατήσω μεζέ, γιατί εξαιτίας σου δεν είναι καλοψημένος." έγραψε στο μήνυμα, πάτησε αποστολή και έσκασε στα γέλια.

Τρίτη 15 Απριλίου 2008

Για τον Equilibrium


"Tου φευγιού μου όνειρα και άγνωστες φωνές",

που έγιναν γνώριμα ουρλιαχτά μέσα στη νύχτα,

που άλλο τι δεν είχε απομείνει,

παρά μονάχα η επιθυμία.

Άλλος τη σάρκα σου να μη γευτεί,

άλλος με τη μορφή σου να μην ξημερωθεί.

Και αυτό το "κόκκινο θολό φεγγάρι,

μες στα όνειρα μου ξενυχτά",

ξυπνώντας μνήμες και εικόνες.

Μα δεν με τρόμαξε "ετούτο το μαχαίρι εδώ"

αλλά η κόκκινη αντανάκλαση μου επάνω του.

Και αν είναι αλήθεια πως,

"η λησμονιά είναι η μόνη συγγνώμη και η μόνη εκδίκηση η λησμονιά."

τούτο μονάχα θα σου πω,

συγγνώμη που σε εκδικήθηκα!

[Δεν το δούλεψα όμορφε όπως ήθελα, αλλά βγήκε αβίαστα. Ελπίζω να σου αρέσει και σύντομα θα επανέλθω. Είναι στίχοι από διάφορα τραγούδια, που με κάποιο τρόπο μου μιλάνε.]

Πέμπτη 10 Απριλίου 2008

Λάθος ή πάθος

Δεν ήταν χαζή. Καιρό τώρα τα είχε καταλάβει όλα και απλά έκανε υπομονή. Θεωρούσε πως ήταν μια φάση και θα την ξεπέρναγε. Μα οι νύχτες που ο Άκης πέρναγε μακριά από το κρεβάτι τους άρχισαν να πυκνώνουν και η αντοχή της να λιγοστεύει. Έκανε κάποιες μικρές συζητήσες μήπως βρει κάποια λύση, μα μάταιος κόπος. Και τα σημάδια ότι η σχέση του με την άλλη δεν ήταν περιστασιακή γίνονταν ολοένα και πιο εμφανή.
Ένα βράδυ που η Παπαστρουμφ άργησε να γυρίσει από τη δουλειά, βρήκε το σπίτι άδειο κι ένα σημείωμα δικό του. "Θέλω να σκεφτώ. Μην με ψάξεις." στριφογύριζε στο μυαλό της αυτή η φράση και δεν ήξερε πως να αντιδράσει. Αποφάσισε να μιλήσει σε κάποιον ανοιχτά. Σχημάτισε το νούμερο του τηλεφώνου της και περίμενε να ακούσει τη φωνή της. Μια ώρα μίλαγε με την Orestis. Δεν ήταν σίγουρη ότι είχε καταλήξει κάπου, όταν έκλεισε το τηλέφωνο. Ήταν όμως σίγουρη ότι δεν θα το άφηνε να περάσει έτσι.
Έκανε υπομονή αρκετό καιρό. Ήξερε πως κάποια στιγμή θα εμφανιζόταν ο Άκης, πράγμα που έγινε. Την πήρε τηλέφωνο να συναντηθούν. Του είπε να περάσει από το σπίτι. Έκλεισε το τηλέφωνο και το βλέμμα της είχε μια περίεργη θολούρα. Χαμογέλασε ειρωνικά και σκέφτηκε, αυτό που είχαν πει με την Orestis στο τηλέφωνο "Στο παιχνίδι δεν κερδίζει πάντα η τεχνική, αλλά και η ζαριά." Πήγε σπίτι και άρχισε τις ετοιμασίες.
Ο Άκης εμφανίστηκε στις 21.30 εγγλέζος όπως πάντα στα ραντεβού του. Στη θέα του στρωμένου τραπεζιού με τα κεριά χλώμιασε. "Μάλλον δεν έκανα σαφές το γιατί ήρθα." της είπε. "Όχι, όχι. Το έκανες απόλυτα σαφές, αλλά δεν υπάρχει λόγος να φύγεις σαν κλέφτης. Ας φάμε πρώτα και μαζεύεις μετά." απάντησε η Παπαστρουμφ με περίσσια ψυχραιμία. Όταν τελείωσαν το δείπνο ο Άκης προσφέρθηκε να τη βοηθήσει να μαζέψουν το τραπέζι και να μεταφέρουν τα πιάτα στην κουζίνα από την τραπεζαρία. Μετά θα έπιναν ένα ποτό, καθώς θα έφτιαχνε τη βαλίτσα του και θα χώριζαν σαν δυο καλοί φίλοι.
Είχε σκύψει ελαφρά για να ακουμπήσει το πιάτο στο τραπέζι της κουζίνας. Τότε η Παπαστρουμφ πήγε πλάι του τον έπιασε από το σβέρκο και του χτύπησε το κεφάλι στα πλακάκια. Καθώς ο Άκης έγερνε προς τα πίσω το μέτωπο του ήταν γεμάτο αίματα και μια κόκκινη κηλίδα είχε αφήσει τη στάμπα της στο τετράγωνο μπεζ πλακάκι. Δεν το σκέφτηκε πολύ, τον ξαναχτύπησε με δύναμη στον τοίχο και τον άφησε αιμόφερτο να σωριαστεί στο πάτωμα.
Το αίμα έτρεχε πλέον και στο πρόσωπο του και στα πλακάκια, σχηματίζοντας δύο ρυάκια με διαφορετική πορεία, αλλά την ίδια όμορφη αίσθηση. Τον άφησε εκεί, καθώς φοβόταν πως αν τον έσερνε στο σαλόνι θα γέμιζε όλο το σπίτι.Πήγε μετά μέσα, πήρε το πακέτο με τα τσιγάρα και επέστρεψε στην κουζίνα. Ο Άκης είχε μισοσυνέλθει και την κοίταγε. "Μα εσύ δεν καπνίζεις." είπε με φωνή που έτρεμε. "Ποτέ δεν είναι αργά." του απάντησε και άναψε ένα τσιγάρο. Εκείνος έκανε μια προσπάθεια να σηκωθεί και εκείη με μία κίνηση άρπαξε το καπάκι της κατσάρολας, που ήταν δίπλα της και τον χτύπησε στο κεφάλι.
Τον έβλεπε πεσμένο στο πάτωμα για αρκετή ώρα, μέχρι να ανακτήσει ξανά τις αισθήσεις του. Όταν άνοιξε τα μάτια του, του έσβησε το τσιγάρο στο μπράτσο. Πέρασε αρκετή ώρα έτσι, με εκείνον που και που να συνέρχεται, εκείνη να του σβήνει τσιγάρα σε όλο το σώμα και κάπου κάπου όταν φώναζε τον χτυπούσε με το καπάκι για να μην κάνει θόρυβο. Όταν τελείωσε το πακέτο, σκέφτηκε πως έπρεπε να τελειώνει με αυτή την υπόθεση. Μα δεν είχε αποφασίσει ακόμη το πως.
Τότε το βλέμμα της έπεσε πάνω στο μίξερ. Θυμήθηκε πόσο την τρόμαζαν τα "ποδαράκια" όταν το χρησιμοποιούσε και εκεί πήρε την απόφαση. Το πήρε του έβαλε τα εξαρτήματα, το έβαλε στην πρίζα και το κράτησε σταθερά πάνω από το θώρακα του. Σε ελάχιστη ώρα, όλα έγιναν κόκκινα. Το μίξερ έβρισκε αντίσταση και δεν έμπαινε σε μεγάλο βάθος, και όταν το πίεζε εκείνη κομμάτια κρέατος πετάγονταν παντού. Όταν σταμάτησε, λόγω κούρασης, δεν ήταν σίγουρη αν ζούσε ή όχι, αλλά θα άφηνε την αιμοραγία να ολοκληρώσει το έργο της.
Πήγε στο σαλόνι και την πήρε τηλέφωνο. Σε μισή ώρα βρισκόταν στο σπίτι. Στο θέαμα της κούζινας έφριξε. "Καλά τι έκανες εδώ;" φώναξε η Orestis. "Ατσαλιά ε;" απάντησε η Παπαστρουμφ. "Ε μα ναι. Είπαμε έγκλημα πάθους, αλλά το παράκανες." είπε η Orestis. "Όχι, δεν ήταν έγκλημα πάθους, αλλά λάθους. Βλέπεις τα πάθη καταστρέφουν, ενώ τα λάθη συγχωρούνται. Και αυτός, ως λάθος, συγχωρέθηκε."

Τρίτη 1 Απριλίου 2008

Kαλό μήνα


Ο Wrong Guy έπινε αμέριμνος τον καφέ του κατά τη διάρκεια του διαλείμματος του. Άναψε το τσιγάρο του, ήπιε την πρώτη γουλιά και έριξε μια ματιά στο κινητό του. Είχε λάβει δύο μηνύματα. "Ποιός να είναι αναρωτήθηκε;" και άνοιξε να τα διαβάσει. Το νούμεο ήταν άγνωστο, γεγονός που κέντρισε την περίεργεια του. Όταν όμως είδε το περιέχομενο άλλαξε γνώμη.
Στο πρώτο μήνυμα που έλεγε, "Δεν με ξέρεις. Είμαι ένας φίλος, που θα σου διηγηθεί μια ιστορία." γέλασε, αλλά η συνέχεια τον τάραξε. "Αυτή τη στιγμή είμαι σπίτι σου και...μάντεψε τι κάνω". Πήρε αμέσως τηλέφωνο στον αριθμό που εμφανίστηκε ως αποστολέας αλλά δεν απάντησε κανείς. Πήρε και στο σπίτι να βεβαιωθεί από το Φάτσα ότι πρόκειται για πλάκα, αλλά πάλι δεν απάντησε κανένας. "Θα βγήκε για ψώνια." σκέφτηκε, όταν άκουσε και πάλι τον ήχο του μηνύματος.
"Εδώ είναι ο Φάτσας σου, μην ανησυχείς είναι σε καλά χέρια. Σε λίγο θα μάθεις και την συνέχεια." Χλώμιασε. Δεν ήξερε αν ήταν όντως αστείο όλο αυτό ή αν έπρεπε να ανησυχήσει. Τα επόμενα μηνύματα τον έβγαλαν από αυτή την απορία. Τα διάβαζε έντρομος ένα ένα με τη σειρά που στέλνονταν. "Τον έχω αναίσθητο στον καναπέ. Τον έχω φιμώσει και σκέφτομαι τι ακριβώς να του κάνω. Λέω για αρχή να του κόψω το αριστερό χέρι. Μετά θα πάρω τον τρίφτη για το κεφαλοτύρι, θα βάλω μια λεκάνη από κάτω για να μην λερώσω και θα το τρίψω. Τα δάχτυλα λέω να τα κόψω σε μικρά κομματάκια και να τα κάνω κολιέ. Πιστεύω θα φορεθεί πολύ τώρα που ανοίγει ο καιρός.
Αν μου αρέσει η φάση με τον τρίφτη θα τη συνεχίσω και με άλλα μέρη του σώματος του. Όταν θα τον έχω ακρωτηριάσει, θα ασχοληθώ με το υπόλοιπο ενιαίο κομμάτι σώματος, που θα έχει απομείνει. Θα πάρω εκείνο το ειδικό εργαλείο που ξεφλουδίζουμε τις πατάτες και τα φασολάκια, για να περιποιηθώ τον θώρακα και την πλάτη του. Θα γίνουν όλα χάλια βέβαια και ζητώ συγγνώμη για τη μοκέτα. Πολύ καλόγουστη επί τη ευκαιρία. Το κεφάλι το άφησα για το τέλος. Θα το κόψω και δεν θα το πειράξω. Θα το ακουμπήσω στο προσκεφάλι του κρεβατιού για να τον δεις για μια τελευταία φορά. Τώρα τι άλλο θα το κάνεις, το αφήνω στην κρίση σου. Υπογραφή : Ο σχιζοφρενής δολοφόνος με τον τρίφτη."
Ο Wrong περίμενε λίγα λεπτά ακόμη. Ήταν σίγουρος πως ήταν φάρσα. Πήρε τον Φάτσα στο κινητό αλλά δεν το σήκωσε. Είδε και πως δεν ερχόταν άλλο μήνυμα και αποφάσισε πως δεν μπορούσε να αφήσει τα πράγματα στην τύχη τους. Ζήτησε άδεια και έφυγε τρέχοντας για το σπίτι. Όταν έφτασε στην εξώπορτα κοντοστάθηκε για λίγο. Αν υπήρχε έστω και μια περίπτωση να ήταν αλήθεια όσα έγραφαν τα μηνύματα έπρεπε να είναι προετοιμασμένος για ό,τι θα αντίκρυζε. Έβαλε δειλά το κλειδί και άνοιξε. Μπήκε στο σαλόνι και στη θέα της κόκκινης μοκέτας λιποθύμησε.
Όταν συνήλθε είδε την Orestis με τον Φάτσα να τον κοιτάνε. "Φάτσα μου είσαι καλά." φώναξε. "Ναι καλά είμαστε, αλλά λερώσαμε τη μοκέτα με κρασί." απάντησε ο Φάτσας. "Δεν πειράζει, αφού είσαι καλά δεν πειράζει η μοκέτα. Όσο για σένα αγαπητή, ωραίο αστείο. Τι να σου πω." είπε και σηκώθηκε. Τους ζήτησε να του βάλουν και εκείνου ένα ποτήρι κρασί και πήγε στο μπάνιο. "Στο ειπα ρε Orestis. Καλά θα το έπαιρνε, δεν χρειαζόταν να του κάνουμε τέτοια πλάκα, δεν θα σου έβαζε τις φωνές." είπε ο Φάτσας. "Καλά, αλλά αν ρωτήσει εσύ τη λέρωσες, γιατί αλλιώς εγώ την έβαψα." απάντησε η Orestis.

Τρίτη 25 Μαρτίου 2008

Ιεροτελεστία


Μιλούσαμε καιρό στο ίντερνετ. Χρειάστηκαν βέβαια μήνες για να νιώσουμε και οι δύο αρκετά οικεία ώστε να ανταλλαξούμε τηλέφωνα. Η φωνή του ήταν ήρεμη και γλυκιά. Κάναμε άπειρες συζητήσεις για πάρα πολλά θέματα. Δεν μπορούσα να το εξηγήσω ακριβώς, αλλά αυτός ο άνθρωπος είχε κάτι. Δεν ήμουν σίγουρη για το πως το έβλεπε εκείνος, αλλά από τη συμπεριφόρα του, μπορούσα να καταλάβω πως ένιωθε το ίδιο.
Όλο αυτό το δέσιμο δέχτηκε αρνητικές κριτικές από τον περίγυρο και των δυο μας. Κανείς δεν καταλάβαινε και το θεωρούσαμε και οι δυο μας πολύ φυσικό να υπάρχουν τέτοιες αντιδράσεις. Κάποια στιγμή ο Hfaistwnas άρχισε να επιδιώκει να συναντηθούμε. Δε ν ήταν πως δεν ήθελα να τον γνωρίσω. Αλλά προτιμούσα να τον αφήσω στη σφαίρα της φαντασίας. Εκείνος όμως επέμενε. Τον είχα αναστώσει πολύ έτσι μου έλεγε.
Σε κάποιο τηλεφώνημα μας η φωνή του έγινε έντονη, βαριά. "Orestis τέρμα τα αστειάκια. Πρέπει να συναντηθούμε." μου είπε και το έκλεισε. Δεν αναρωτηθήκα τι περίμενε να κάνω, το ήξερα. Θα του τηλεφωνούσα ξανά μόνο αν του έλεγα ώρα και μέρος για τη συνάντηση μας. Δεν είχα καταλάβει γιατί και πως ακριβώς του είχα αναστατώσει τη ζωή, αλλά έπρεπε να το ξεκαθαρίσω. Του ζήτησα να έρθει σπίτι μου, ζητώντας του συγγνώμη εκ των προτέρων για την ακαταστασία. Έβαφα το σαλόνι και όλα ήταν άνω κάτω.
Ο Hfaistiwnas ήρθε στην ώρα του. Όταν τον είδα έμεινα έκπληκτη. Το παρουσιαστικό του ήταν όπως τον είχα φανταστεί. Μια φιγούρα λεπτή και αέρινη, με πυρόξανθα μπουκλωτά μαλλιά, που είχε πιάσει τα μισά και τα υπόλοιπα έπεφταν ανέμελα στους ώμους του. Τα μάτια του μεγάλα και γαλανά με κοίταζαν με διαπεραστικό τρόπο. "Εσύ είσαι λοιπον;" με ρώτησε καθώς προχωρούσε προς τον καναπέ. Δεν ήξερα τι να απαντήσω. Έγνεψα απλά με το κεφάλι και παρέμεινα σιωπηλή.
Έβαλε μόνος του καφέ, καθώς τα είχα όλα έτοιμα στο τραπεζάκι και ήπιε μια γουλιά. Μπήκε κατευθείαν στο θέμα. "Έχω τσακωθεί άσχημα κι είμαι χάλια με τη σχέση μου εξαιτίας σου." είπε και με κοίταξε. Το βλέμμα μου γέμισε απορία, την οποία μου έλυσε αμέσως. "Δεν ξέρω γιατί, αλλά ασκείς πάνω μου μια παράξενη επιρροή. Από τότε που αρχίσαμε να μιλάμε, έχω χασει το μυαλό μου. Το μόνο που ήθελα τόσο καιρό ήταν να σε γνωρίσω." είπε και λύγισε. Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. Πήγα δίπλα του και του χάιδεψα τα μαλλιά.
"Σε καταλαβαίνω. Καμιά φορά οι άνθρωποι δένονται έτσι απλά, λες και πάντα έψαχναν ο ένας τον άλλο, γίνεται από μονο του, σαν μαγεία." του είπα, αλλά ήξερα πως δεν μπορούσα να απαλύνω τον πόνο του. Σήκωσε τα προσωπό του και με κοίταξε, έπειτα κοίταξε τον μοναδικό άσπρο τοίχο που βρισκόταν απέναντι του. "Τι χρώμα θα τον βάψεις;" με ρώτησε. ¨Κόκκινο." του απάντησα. Δεν το είχα σχεδιάσει, αλλά ενστικτωδώς άρπαξα την κανάτα με το νερό και τον χτύπησα στο κεφάλι. Έπεσε αναίσθητος στα πόδια μου. Τον σήκωσα και τον ακούμπησα στον καναπέ.
Πήρα το ξυστήρι που είχα για τον τοίχο, μια λεκάνη, κάθισα, ακούμπησα το κεφάλι του στα γόνατα μου και του έκοψα το λαιμό. Το αίμα έτρεξε και γέμισε την λεκάνη. Σηκώθηκα, αφήνοντας τον να πέσει στον καναπέ. Μετά πήρα το σφουγγάρι το βούτηξα στην λεκάνη και άρχισα να βάφω τον τοίχο. Το αίμα ήταν λίγο και χρειάστηκε να του κόψω και τις φλέβες για να ολοκληρώσω όλο τον τοίχο. Όταν τελείωσα, πήγα στο μπάνιο και πήρα το ψαλίδι. Του έλυσα τα μαλλιά και έκοψα αρκετές τούφες από τις ξανθές του μπούκλες.
Πήρα την κόλα και άρχισα να τις κολλάω στον τοίχο. Άλλες τις τέντωνα λίγο παραπάνω και άλλες τις άφηνα όπως ήταν. Ήταν σαν ένα κολάζ με πολλά σπιράλ διάσπαρτα πάνω στο κόκκινο φόντο. Το αποτέλεσμα ήταν τέλειο. Ήταν αυτό που έψαχνα. Ήταν λες και ο Hfaistiwnas δεν ήταν μόνο κομμάτι του τοίχου, αλλά της ζωής μου. Μπορεί να μην καταλάβαινα πως είχαμε βρεθεί, ούτε πως είχαμε δεθεί τόσο, αλλά ήξερα πως δεν θα άφηνα κανέναν και τίποτα να μου το στερήσει. Θα τον κρατούσα σαν ένα κομμάτι δικό μου και πλέον και του τοίχου μου.

Τρίτη 18 Μαρτίου 2008

Από αγάπη υπερβολική


Αν και πολύ διαφορετικές σαν άνθρωποι, είχαμε βρει με τη Soula ένα κοινό κώδικα επικοινωνίας, που μας έβγαινε πολύ καλά. Εκείνη ήταν η εντυπωσιακή γκόμενα, που όλοι κοίταγαν. Εγώ ο αφανής παρατηρητής, που του αρκούσε να κοιτάει. Είμασταν αχτύπητο δίδυμο. Βγαίναμε και προκαλουσάμε πανικό. Η Soula πάντα θα γυρνούσε σπίτι συνοδεύομενη από τον τυχερό της βραδιάς. Εγώ γυρνούσα με τις φίλες μου, τις τεκίλες, και πέφταμε τύφλα για ύπνο. Την επόμενη μέρα, θα άκουγα την πλήρη αναφορά της προηγούμενης βραδιάς με όλες τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες.
Την καμάρωνα, καθώς την παρακολούθουσα να κινείται δυναμικά και να γοητεύει τους πάντες γύρω της. Όμως είμαι σχεδόν σίγουρη, πως μέσα της εκείνη δεν καταλάβαινε. Τη θυμάμαι ξαπλωμένη στον καναπέ, μετά από κάποιο ξενύχτι να με ρωτάει "Μ' αγαπάς;" και εγώ απλά χαμογελούσα. Και σε μεγάλο βαθμό οφείλω να ομολογήσω πως το διασκέδαζα. Ήταν η μοναδική στιγμή ανασφάλειας, που μοιραζόταν μαζί μου.
Δεν μπορώ να θυμηθώ πότε άλλαξε. Έχω όμως έντονες στη μνήμη μου τις συζητήσεις μας. Το πόσο είχε βαρεθεί αυτή τη ζωή και επιθυμούσε κάτι πιο μόνιμο. "Η πολλή αγαπή σκοτώνει." της έλεγα. "Αχ, ρε Orestis εσύ είσαι αλλιώς γι' αυτό το λες." ήταν η απάντηση, που μου έδινε. Δεν είμαι σίγουρη αν όντως ήμουν αλλιώς. Μα ξέρω πως το πίστευα και ήμουν διατεθειμένη να την υποστηρίξω αυτή την άποψη μέχρι τέλους.
Την έβλεπα σιγά σιγά να αλ
λάζει και δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Όταν γνώρισε τον Στέλιο κάπως συνήλθε. Μετά εκείνος έφυγε, έγινε χειρότερα από πριν και μέρα με τη μέρα μαράζωνε. Προσπάθησα να την επανεφέρω στα παλιά, μα στάθηκε αδύνατο. Τότε πήρα την μεγάλη απόφαση. Αφού δεν ήθελε τη ζωή της πίσω, με όποια μορφή κι αν η ίδια επέλεγε, καλύτερα να μην είχε καθόλου. Φέρθηκα εγωιστικά, το παραδέχομαι. Την αγαπούσα όμως πάρα πολύ για να την αφήσω έτσι.
Την περίμενα στο σπίτι μου. Όλα θα γίνονταν απλά. Είχε τον εντυπωσιασμό στη ζωή της έτσι κι αλλιώς. Δεν χρειαζόταν η δική μου παρέμβαση σε αυτό. Την μέθυσα και την έκανα λιώμα. Ήταν σχεδόν ημιλιπόθυμη. Την ξάπλωσα στον καναπέ και πήρα το μεγάλο μαξιλάρι στα χέρια μου. Το έσφιξα πάνω από το πρόσωπο της. Αντιστάθηκε λίγο, αλλά έπειτα παραδόθηκε. Το σήκωσα μόνο όταν είχε πάψει και η παραμικρή κίνηση του σώματος της. Έμεινα με το μαξιλάρι στο χέρι να την κοιτάζω.Το πρόσωπο της είχε μουτζουρηθεί από το κλάμα και την πίεση του μαξιλαριού.
Την ξέβαψα προσεχτικά και έπειτα την μακιγιάρισα από την αρχή. Ήταν εντυπωσιακή και αυτό δεν μπορούσα να της το στερήσω, ειδικά αυτή την ώρα. Κοίταζα το νεκρό της σώμα αρκετή ώρα. Μπήκα στον πειρασμό να της φερθώ πιο βίαια, μα δεν ηθελα να την αλλοιώσω. Ήθελα να την θύμαμαι άψογη, όπως πάντα. Την σκέπασα με την κουβέρτα και έσκυψα πάνω της. Τη φίλησα στο μάγουλο και της ψιθύρισα στο αυτί. "Η πολλή αγάπη σκοτώνει. Στο είχα πει, μα έπρεπε να το ζήσεις για να με πιστέψεις. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος."

Τρίτη 11 Μαρτίου 2008

Κόντρα...

Το μήνυμα που έλαβαν ο Revqueer και ο G for George δεν τους πρόκαλεσε έκπληξη αρχικά. Μόνο όταν συναντήθηκαν από κοντά και διαπίστωσαν πως ήταν ακριβώς το ίδιο ένιωσαν ένα μικρό ρίγος να τους διαπερνά. "Τι λες να σημαίνει;" ρώτησε ο Renqueer. " Δεν ξέρω, αλλά με τρομάζει ελαφρώς. Δεν το συνηθίζει να κάνει συναντήσες σε δημόσιο χώρο." απάντησε ο George. Σύντομα όμως θα έπαιρναν τις απαντήσεις που ήθελαν.
Ο George δεν είχε άδικο. Η Orestis σπάνια συναντούσε κάποιον εκτός του σπιτιού της. Μα την απάντηση την έδωσε η ίδια όταν τους συνάντησε. "Δεν έχετε λόγο να ανησυχείτε. Θα ζήσετε. Μόνο όταν μπαίνει κάποιος στο σπίτι μου, δεν ξαναβγαίνει από αυτό." τους είπε με ήρεμη φωνή, που όμως εξίταρε την περίεργεια τους. "Τι συμβαίνει; Τι θέλεις;" ρώτησαν σχεδόν ταυτόχρονα. "Απλά τη βοήθεια σας. Μην ρωτήσετε για ποιόν. Ξέρουμε όλοι." απάντησε.
Η αλήθεια ήταν πως όλοι ήξεραν ότι η καμπάνα χτυπούσε για τον Αpsoy, κανείς όμως δεν ήθελε να συζητήσει περαιτέρω το γιατί. Εξάλλου όλοι τους το ίδιο απότελεσμα επιθυμούσαν. Το πως θα γινόταν το ανέλαβε η Orestis. Οι άλλοι έπρεπε απλά να φέρουν τον Apsoy στο σπίτι της. Ήταν εύκολο. Πρόσχημα ήταν μία ταινία και ένα ποτό, το οποίο σίγουρα θα ακολούθουσαν πολλά ακόμη. Την Πέμπτη το βράδυ ο Apsoy θα καθόνταν στον καναπέ της.
Δεν τον άφησαν να πιει πολύ. Τον ήθελαν νηφάλιο. Κάποια στιγμή ο Revqueer σηκώθηκε και τον χτύπησε στο κεφάλι με ένα ρόπαλο, που είχε ξεμείνει από τις απόκριες. "Καλά τι κάνεις;" φώναξε ο Apsoy. Δεν πρόλαβε να πει κάτι άλλο, η Orestis τον κοπάνησε με το πορτατιφ και έπεσε ξερός. "Ερασιτέχνες." είπε και γύρισε και κοίταξε τον Revqueer και το G for George, που την κοίταζαν άφωνοι. Μετά πήγε στην κουζίνα και γύρισε κρατώντας μια σακούλα. Τους έδωσε από ένα ζευγάρι γάντια και τους ζήτησε να τα φορέσουν και να γδύσουν τον Apsoy.
Έβγαλε τα σωληνάρια με τις κόλλες και τους έδωσε από ένα. Άρχισαν να την απλώνουν στο σώμα του Apsoy αρκετά προσεχτικά, ντύνοντας τον ταυτόχρονα για να μην στεγνώσει η κόλλα, αλλά να προλάβουν να κολλήσουν τα ρούχα πάνω του. Όταν τελείωσαν τους ζήτησε να απλώσουν το πλαστικό πλέγμα για να καλύψει το πάτωμα. Πήραν το σώμα του Apsoy και το ξάπλωσαν, αφού το έδεσαν χειροπόδαρα. Τους άφησε για λίγο εκεί να το περιεργάζονται και πήγε στο μπάνιο.
Γύρισε με ένα τεράστιο χαμόγελο, κρατώντας στο χέρι τρία ξυραφάκια Astor της Big. "Καλά τι είναι αυτά; Που τα θυμήθηκες;" ρώτησε ο George. "Τα χρησιμοποιεί ο μπαμπάς μου, αλλά μην χάνουμε χρόνο." απάντησε η Orestis. Τους είπε να ξεκινήσουν πρώτοι ξυρίζοντας το πρόσωπο του Apsoy, σε βάθος. Εκείνη συνέχισε με το υπόλοιπο σώμα σκορπίζοντας αίματα και κομμάτια από ρούχα παντού. Ο Apsoy είχε συνέλθει από τον έντονο πόνο του ξυραφιού στο δέρμα του. Τον φίμωσαν όμως και συνέχισαν. Όταν τους κούρασε η ίδια μονότονη κίνηση ο Revqueer είχε μια ιδέα. Άρχισαν να γράφουν τα ονόματα τους με το ξυράφι στο σώμα του. Σε λίγη ώρα το είχαν κατακρεουργήσει κάνοντας το χώρο χάλια, αίματα, σάρκα και ρούχα βρίσκονταν παντού.
"Η τελική πινελιά ειναι δική σου." της είπαν και οι δύο, αφήνοντας τα ξυράφακια να πέσουν από τα βαμένα με αίμα, κόκκινα γάντια τους.. Τότε η Orestis με το ξυράφι στο χέρι άρχισε να χαράζει κύκλους στο σώμα του ξεκινώντας από τα πόδια. Όταν έφτασε στον θώρακα δεν πρόλαβε καν να σχηματίσει ημικύκλιο και σταμάτησε. Έπειτα το χέρι της κινήθηκε κατεύθειαν προς την καρωτίδα του, επιφέροντας του το τελειωτικό χτύπημα. Σηκώθηκε, έβγαλε τα γάντια και κοίταξε τους άλλους δύο. "Γιατί το άφησες μισό;" τη ρώτησαν. "Γιατί όταν βρίσκεις κάτι ιδανικό σε κάποιον, πρέπει να το αφήνεις απείραχτο."

[Apsoy διαταγή εξετελέσθη. Το τέλος βγήκε λίγο μελό, αλλά σου έχω αδυναμία τι να κάνω;]

Δευτέρα 3 Μαρτίου 2008

Με διαφορά στήθους


Με ξύπνησε το τηλεφώνημα της Παπαστρουμφ αργά μέσα στη νύχτα. Δεν κατάλαβα και πάρα πολλά. Μου άφησε όμως μια περίεργη αίσθηση. Όταν ξύπνησα το άλλο πρωί, θυμόμουν αμυδρά τη συζήτηση μας. Κάτι μου είχε πει για κάποιο μπλογκ, αλλά δεν έδωσα σημασία. Θα την έπαιρνα και θα μάθαινα λεπτομέρειες. Δεν πρόλαβα όμως. Με πήρε εκείνη να δει πως είμαι.
"Πώς είσαι; Δεν έχεις νεύρα ε; Ένα αστείο ήταν έτσι και αλλιώς." μου είπε με ήρεμο τόνο. "Για ποιό λόγο να έχω νεύρα; Δεν καταλάβαινω." απάντησα απορημένη. Η Παπαστρουμφ κατάλαβε πως δεν θυμόμουν ακριβώς τι μου είχε πει και γι' αυτό δεν είχα μπει ακόμη στο μπλογκ. Η περιέργεια τότε φώτισε τα μάτια μου. Συνδέθηκα γρήγορα και πληκτρολόγησα τη σελίδα που μου έδωσε. Μου είχαν πει και μόνοι τους ο Koykos με τον Diage πως θα έφτιαχναν κοινό μπλογκ, αλλά δεν είχα προλάβει να το τσεκάρω.
Ελάχιστα λεπτά αφότου άνοιξα τη σελίδα άρχισα να ουρλιάζω. Τα νεύρα μου χτύπησαν κόκκινο. Πήρα αμέσως τον Koyko τηλέφωνο. "Καλά ρε δε ντρέπεσαι; Τι είναι αυτά που γράφεις; Άκου εκεί, θέλω να δω την Orestis με ντεκολτέ." του φώναξα. "Δεν περίμενα να σε πειράξει." απολογήθηκε ο καημένος. Υπό άλλες συνθήκες δε θα με πείραζε, αλλά είχα παραμείνει ήσυχη για πολύ καιρό και κάπου έπρεπε να ξεσπάσω. Δυστυχώς για τον Κoyko και τον Diage, μου έδωσαν την κατάλληλη αφορμή.
Έστειλα και στους δύο το ίδιο μήνυμα. "Ραντεβού στις 9 στο σπίτι μου, η επιθυμία σας θα πραγματοποιηθεί." και ήμουν σίγουρη πως θα τσίμπαγαν. Στις 9 ακριβώς χτύπησαν το κουδούνι μου. Τους άνοιξα φορώντας την καπαρντίνα μου, γεγονός που τους προκάλεσε έκπληξη. "Καλά γιατί είσαι ντυμένη με παλτό μέσα στο σπίτι;" με ρώτησε ο Diage. "Θα δεις." του απάντησα αινιγματικά και κατευθύνθηκα προς την κάβα, να μας φτιάξω από ένα ποτό για να χαλαρώσουμε. Ήπια το δικό μου μονορούφι και σηκώθηκα από τον καναπέ. Πήγα στο γραφείο και πήρα ένα μολύβι.
"Λοιπόν; Περιμένουμε να δούμε εκείνο το ντεκολτέ." είπε ο Koykos. "Όχι για πολύ. Θα παίξουμε ένα παιχνίδι." τους είπα. "Τυφλόμυγα. Δεν θα δείτε το ντεκολτέ, θα το νιώσετε." συμπλήρωσα γελώντας και παίζοντας το μολύβι στα δάχτυλα μου. Διασκέδασα απίστευτα με την απορία στο βλέμμα τους, καθώς εκείνοι περίμεναν να δουν και όχι να "τυφλωθούν". Δεν τους κράτησα όμως άλλο σε αγωνία. Άρπαξα το βάζο από το τραπεζάκι του σαλονιού και χτύπησα τον Diage, ο οποίος έπεσε αναίσθητος στον καναπέ. Μετά όρμηξα στον Koyko και με δύο κινήσεις έμπηξα το μολύβι, πρώτα στο αριστερό και ύστερα στο δεξί του μάτι. Έπεσε κάτω ουρλιάζοντας από τους πόνους.
Πήγα και δυνάμωσα το στερεοφωνικό για να μην ακούγεται και μετά πλησίασα τον Diage. Οφείλω να ομολογήσω πως δεν είχε την ίδια πλάκα, καθώς τα μάτια του ήταν κλειστά και δεν μπορούσα να δω εκείνη την τρομαγμένη έκφραση που είχε ο Koykos. Με το που έμπηξα όμως το μολύβι ξύπνησε αμέσως. Σφάδαζε και εκείνος από τον πόνο. Στάθηκα όρθια και τους κοίταζα ανήμπορους να προσπαθούν να σηκωθούν. "Για να πάτε που βρε παιδιά; Αφού δεν βλέπετε τίποτα." είπα ειρωνικά και έβγαλα την καπαρντίνα μου. Το παιχνίδι μας δεν είχε σταματήσει. Κάποια στιγμή σηκώθηκαν και άρχισαν να προσπαθούν να καταλάβουν τι γινόταν καθώς και να βρουν κάποιο τρόπο να φύγουν.
Τους άφησα για λίγα λεπτά και πήγα στην κουζίνα να πάρω το κουζινομάχαιρο. Γύρισα και στάθηκα στο κέντρο του σαλονιού. Το τραπεζάκι όμως δεν το μετακίνησα, αν και μετά τις πρώτες τούμπες έμαθαν να το αποφεύγουν. Κάθε φορά που κάποιος από τους δυο τους με ακουμπούσε, τον μαχαίρωνα στο μέρος του σώματος που με είχε ακουμπήσει. Είχα σκεφτεί και την εναλλακτική να το κόβω, αλλά έτσι θα εξαντλούμουν πολύ πιο γρήγορα. Αυτό διήρκησε πολλές ώρες. Όλο το σπίτι έγινε χάλια, μέσα στα αίματα. Και εγώ το ίδιο.
Ο Koykos και ο Diage όμως αν και ημιλιπόθυμοι ζούσαν ακόμα. Τους κοίταζα αιμόφερτους στο πάτωμα για αρκετή ώρα. Έπειτα τους έβγαλα τις μπλούζες και ξαφνικά με έπιασαν τα γέλια. "Άλλοι ήθελαν να δουν ντεκολτέ, άλλος το βλέπει." μονολόγησα. Έξυσα το μολύβι για να είναι μυτερό, έσκυψα πρώτα πάνω από τον Koyko και του έμπηξα το μολύβι στην καρδιά. Μετά έκανα το ίδιο και στον Diage, με τη διαφορά πως άφησα το μολύβι καρφωμένο πάνω του και σηκώθηκα όρθια. "Το παιχνίδι τελείωσε αγόρια. Νομίζω, πως με φανερή διαφορά στήθους, νικήτρια είμαι εγώ."

[Παιδιά με χιουμοριστική διάθεση πάντα. Δεν με ενόχλησε το ποστ σας, απλά πρέπει να υπερασπιστώ τον τίτλο μου. Και για όσους θέλουν τα πειστήρια του εγκλήματος, εδώ.]