Γύρισε από τη δουλειά και έβαλε ένα κρασάκι. Θα τη ζάλιζε, αλλά όλη μέρα αυτή τη ζάλη περίμενε. Ήθελε να χαθεί στο ποτήρι με το κόκκινο υγρό. Ήταν το εισιτήριο της για άλλους κόσμους, δικούς της. Άναψε και το τσιγάρο, που ώρα περίμενε στο στόμα της, και ξάπλωσε στον καναπέ. Άκουγε Μπαχ, που τόσο την χαλάρωνε. Ξαφινκά σηκώθηκε και άρχισε να χορεύει με το ποτήρι γύρω από το τραπεζάκι του σαλονιού. Το τσιγάρο κόντευε να τελειώσει. Το έσβησε σε μία από τις φωτογραφίες, που κείτονταν στο τραπέζι. Χαμογέλασε. Είχε βρει τον επόμενο.
Δεν της άρεσε η ιδέα, αλλά ήξερε πως έτσι έπρεπε να δράσει. Αν και καινούρια στο χώρο του blogging, γρήγορα δικτυώθηκε. Ήταν και καλή, αυτό δεν το αμφισβητούσε κανένας. Σε σύντομο χρονικό διάστημα είχε γνωριστεί ή είχε μιλήσει με αρκετούς. Γεγονός που την καθιστούσε ιδιαίτερα χαρούμενη και τυχερή. "Θα σε κάνω περήφανο." μονολόγησε καθώς τυλιγόταν στα σκεπάσματα.
Όλη μέρα είχε άγχος. Για πολλούς λόγους. Είχε δουλειά στο γραφείο και θα γνώριζε τον Άμμος στα μαλλιά μου. Το ότι το κατάφυγιο της μπορεί να ήταν υπό παρακολούθηση προτιμούσε να μην το σκέφτεται. Ήθελε να είναι λαμπερή. Στις 17:30 άρχισε να ετοιμαζέται. Στις 18:30 ήταν η μεγάλη συνάντηση. Όταν βρέθηκαν ένιωσε μια απίστευτη οικειότητα. "Πόσο δίκιο είχες." σκέφτηκε και απλά χαμογέλασε. Ήπιαν τον καφέ τους, τα είπαν και ήξερε ότι έπρεπε να κάνει την πρώτη κίνηση.
"Λοιπόν, θες να δεις το θρυλικό σπίτι;" τον ρώτησε. "Θρυλικό λέγοντας; Εκτός αν εννοείς της Orestis, που εννοείται πεθαίνω να το δω." απάντησε ο Άμμος. "Μα, αυτό φυσικά. Έχω τα κλειδιά." είπε η Παπαστρουμφ και την ώρα που το έλεγε, αναθεματούσε που είχε διαλέξει αυτό το nick. Eκείνη την ώρα, ήθελε ένα πιο μυστηριώδες. Δεν πτοήθηκε όμως. Είχε στα χέρια της τα κλειδιά, από ένα σπίτι, που αποτελούσε παγίδα για όλους. Όλοι ήθελαν να δουν το καταφύγιο της, ειδικά από τη στιγμή που έφυγε χωρίς να αφήσει ίχνη.
Μπήκαν στο αμάξι της και κατευθύνθηκαν προς τα εκεί. Όταν βρέθηκαν στην πόρτα, ένιωσε ένα δέος συνοδευόμενο από ένα τρόμο. Αλλά ήθελε να μπει, να δει και να νιώσει τον χώρο της. Πράγμα που έκανε, αν και κανείς δεν τον είχε ενημερώσει για τις συνέπειες. Βρέθηκε καθισμένος στον καναπέ της. "Έγραφε από δω ε;" ρώτησε αμήχανα. "Έγραφε για αυτό." απάντησε και πήγε στην κουζίνα. Άνοιξε το κρασί και πήγε δίπλα του. "Δεν τα φανταζόταν καλέ μου. Τα ζούσε. Αλλά ήταν λάθος." του είπε με μυστήριο ύφος. "Τι εννοείς λάθος;" έκανε με φωνή που έτρεμε από αμηχανία.
"Αγάπη. Αυτό ήταν το λάθος της. Τα έκανε από αγάπη. Ενώ έπρεπε να το κάνει από ευχαρίστηση. Αυτή είναι η διαφορά μας." έλεγε, ενώ του έφερνε το μπουκάλι στο κεφάλι. "Αν δεν νιώσεις τον πόνο, δεν έχει ενδιαφέρον." φώναξε καθώς τον έσερνε στην κουζίνα. Τον ξάπλωσε στα πλακάκια μπροστά από τον νεροχύτη και τον κοίταζε. "Θα περίμενε φαντασία από μένα, αλλά το κρατάω για μετά." του είπε γελώντας.
Τον έδεσε, πήρε το χασαπομάχαιρο και περίμενε να ανακτήσει πλήρως τις αισθήσεις του. Όταν συνήλθε, τον φίμωσε και έβαλε και άλλο κρασί στο ποτήρι της. Του έδειξε το μαχαίρι. Στη θέα του χλώμιασε. Εκείνη απλά ικανοποιήθηκε. Το ήπιε μονορούφι και γονάτισε δίπλα στα πόδια του. Άρχισε να κόβει τα δάχτυλα. Ένα ένα με προσοχή, λες και έκοβε αγγούρι για τη σαλάτα. Δεν πεταγόταν πολύ αίμα, αλλά σπαρταρούσε από τον πόνο. Τα κομμάτια τα έβαζε σε μια σακούλα σκουπιδιών που είχε δίπλα της. Δεν ήξερε πως να τεμαχίζει με ακρίβεια, αλλά δεν την ένοιαζε. "Κανείς δεν γεννήθηκε τέλειος. Με την εξάσκηση θα μάθω." μονολογούσε.
Είχε τεμαχίσει τα πόδια, μα όταν έφτασε στη βουβονική περιοχή σταμάτησε. Τεμάχισε και τα χέρια και έμεινε να κοιτάζει ένα σώμα, δίχως άκρα, που ανοιγόταν μπροστά της. Αποφάσισε να κόψει και το κεφάλι, πράγμα που έκανε άγαρμπα, σκορπώντας αίματα παντού, αλλά πίστευε ότι με ένα βιβλίο ανατομίας και λίγο ψάξιμο στο ίντερνετ θα γινόταν ξεφτέρι. Της είχε μείνει όμως το υπόλοιπο. Πήγε στην ντουλάπα του μπαλκονιού και πήρε το σφυρί. Άρχισε να χτυπάει τον θώρακα και τα γεννητικά του όργανα, μέχρι που έγιναν πολτός.
Στάθηκε πάνω από τη μάζα, με τους μύες, τις ίνες και τη σάρκα και σκεφτόταν. "Πόσο ευάλωτοι είναι οι άνθρωποι τελικά. Ένας σωρός από σάρκα και αίμα. Και η ψυχή;" αλλά αυτή θα την ανακάλυπτε αργότερα. Πήρε το μαχαίρι και το έγλειψε. "Αδύναμη η σάρκα, δυνατή η γεύση της." σκέφτηκε, καθώς πήγαινε προς το κεφάλι. Το περιεργάστηκε λίγο και ύστερα πήγε στο μπάνιο. Γύρισε κρατώντας το κατσαβίδι. Το έβαλε στην αριστερή πλευρά και το έβγαλε από τη δεξιά. Τα μυαλά του ξεχύθηκαν στο πάτωμα.
Δεν ενθουσιάστηκε. Προτιμούσε το μυαλό όταν δούλευε, παρά όταν χυνόταν. Έβαζε τα κομμάτια σε σακούλες, ενώ σκεφτόταν ότι κάτι θα υπήρχε στους ανθρώπους, που να άξιζε να παρατηρήσει. Να ασχοληθεί και τελικά να το κρατήσει. Απλά θα έπρεπε να σταματήσει να χτυπά η καρδιά αρκετών από αυτούς για να βρει την απάντηση της. Γύρισε σπίτι κατάκοπη, αλλά πριν κοιμηθεί σχημάτισε τον αριθμό και πάτησε κλήση. Η φωνή στην άλλη άκρη απάντησε κοιμισμένη, "Ναι;" που με το ζόρι ακούστηκε. "Έλα Ορεστάκο. Ήθελα να δω τι κάνεις." απάντησε. "Παπαστρουμφ...Καλά είμαι. Κοιμάμαι. Να σε πάρω αύριο;" και έκλεισε το τηλέφωνο.