το σύμπαν μου παίζει περίεργα παιχνίδια.Γελάω το ομολογώ, αλλά επειδή τίποτα δεν είναι τυχαίο....νομίζω ήρθε και η δική μου σειρά να γελάσω.....με το σύμπαν! Είστε λοιπόν όλοι καλεσμένοι στο κάτι σαν stand up commedy μου!
Παρασκευή 29 Φεβρουαρίου 2008
Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2008
Καρναβάλι
Καθίσαμε να πιούμε τον τελευταίο καφέ. Την περίμενα στο τραπεζάκι στο καφέ του αεροδρομίου. Την κοιτάζα όταν ερχόταν με τους καφέδες. Δεν είχε καταλάβει, όμως δεν θα με ρωτούσε ποτέ ξανά γι' αυτό. Η Παπαστρουμφ θα έμενε απλός θεατής των όσων είχαν συμβεί.Δεν την αδικούσα, κανείς δεν θα καταλάβαινε. Και εγώ δεν ήθελα ή μάλλον δεν μπορούσα να το εξηγήσω. Προτίμησα λοιπόν τη σιωπή. Σε λίγες ώρες εξάλλου θα αφήναμε τη Βενετία και βρισκόμασταν στην Αθήνα. Θα τα αφήναμε όλα πίσω μας.
Επιβιβαστήκαμε και με άφησε να καθίσω στο παράθυρο. Μου άρεσε να ατενίζω έξω. Είχα έτσι και την ευκαιρία να κάνω τον απολογισμό του ταξιδιού. Δεν θα συγκρατούσα πολλά στη μνήμη μου. Αυτό το ήξερα. Θα μου έμεινε όμως εκείνη η εικόνα της γόνδολας, που χανόταν μέσα στα σκοτάδια. Αυτή θα την είχα πάντα μαζί μου. Όπως και το πως έφτασαν τα πράγματα ως εκεί. Δεν αναρωτήθηκα αν υπήρχε άλλη λύση. Ήταν μονόδρομος και το μόνο πράγμα για το οποίο ήμουν σίγουρη.
Το ήξερα πως o Wrong Guy με το Φάτσα ήθελαν κάποια στιγμή να πάνε στη Βενετία. Όπως ήξερα πως η περίοδος του καρναβαλιού ήταν εκτός από ιδανική και πολύ σωστή χρονικά. Ήθελα να τους χαρίσω ένα μικρό διάλειμμα ανανέωσης. Ίσως να μην το είχαν ανάγκη, αλλά στο μυαλό μου τα πράγματα ήταν πιο πολύπλοκα. Τους έβλεπα αγαπημένους και ήθελα να μείνουν έτσι, ανέγγιχτοι, ανενόχλητοι από τον υπόλοιπο κόσμο.
Η Παπαστρουμφ πίστευε πως έβλεπα φαντάσματα εκεί που δεν υπήρχαν και πως το έπαιρνα πολύ προσωπικά. Έτσι ήταν. Στα μάτια μου δεν υπήρξαν ποτέ δύο άτομα, αλλά ένα, αποτελούμενο από δυο κομμάτια που ταίριαζαν απόλυτα μετάξυ τους. Και θα έκανα τα πάντα για να μείνουν έτσι. Δεν χρειάστηκε πολύ σκέψη, τα είχα ρυθμίσει όλα. Οργάνωσα το ταξίδι και απλά τους προσκάλεσα. Βενετία by Orestis το είχαν αποκαλέσει και χαιρόμουν, που τελικά όλοι μας θα το θυμόμασταν αυτό το ταξίδι.
Δεν νομίζω ότι περίμενε κανείς τους αυτό που θα συνέβαινε. Μα για κάποιο ανεξήγητο λόγο ένιωθα πως έπρεπε να το κάνω τότε, το τελευταίο μας βράδυ στη Βενετία. Ο Wrong με το Φάτσα βγήκαν νωρίτερα. Θα τους συναντούσαμε με τη Παπαστρουμφ αργότερα για να πάμε βόλτα με τη γόνδολα. Βγήκαμε φορώντας τους μανδύες και τις μάσκες και χαθήκαμε μέσα στο πλήθος. Ένα πλήθος που δεν ξεχώριζες πρόσωπα. Όλοι ήταν μασκαρεμένοι προσδίδοντας στην ατμόσφαιρα κάτι το έντονα μυστηριακό.
Λίγο πριν την ώρα του ραντεβού, γύρισα και κοίταξα την Παπαστρουμφ. "Μην έρθεις. Θα σε βρω εγώ μετά." της είπα κοφτά και έβγαλε τη μάσκα της. Με κοίταξε με βλέμμα παγωμένο. Είχε καταλάβει τι θα έκανα μα δεν είχε καταλάβει γιατί. Έγνεψε ναι με το κεφάλι. Έφυγα και πήγα στο σημείο συνάντησης. Ήταν ήδη εκεί. Τους έδειξα τη γόνδολα και τους έκανα νόημα να επιβιβαστούν. Με ρώτησαν που ήταν ο γονδολιέρης. "Αυτή τη βόλτα, σας την χαρίζω εγώ." τους είπα χαμογελώντας.
Δεν υποψιάστηκαν τίποτα, Μπήκαν μέσα και κάθισαν. Τους άνοιξα το μπουκάλι με το κρασί και ξεκίνησα να οδηγώ τη γόνδολα στο κανάλι. Ήπιαν σχεδόν αμέσως το κρασί. Το δηλητήριο ευτυχώς δεν είχε αλλοιώσει τη γέυση του. Όταν βεβαιώθηκα ότι είχαν κοιμηθεί για πάντα, βούτηξα στο κανάλι και έφτασα κολυμπώντας στη στεριά. Δεν ήθελα να βγουν από την πορεία τους. Στάθηκα εκεί βρεγμένη να τους κοιτάζω καθώς απομακρύνονταν.
Όταν έφτασα στο ξενοδοχείο η Παπαστρουμφ με περίμενε με τις βαλίτσες έτοιμες. Δεν είχαμε πολλή ώρα μέχρι την πτήση. Έβγαλα τη μάσκα και την κοίταξα. "Γιατί;" με ρώτησε. "Γιατί η τελειότητα πρέπει να μένει απείραχτη." της είπα και ας ήξερα πως δεν θα κατάλαβαινε. Δεν με ένοιαζε. Δεν με ένοιαζε τίποτα. Θα έφευγα από τη Βενετία γεμάτη, με την εικόνα της γόνδολας που χανόταν, τυλίγοντας αυτό τον έρωτα στο σκοτάδι των καναλιών της.
Το ήξερα πως o Wrong Guy με το Φάτσα ήθελαν κάποια στιγμή να πάνε στη Βενετία. Όπως ήξερα πως η περίοδος του καρναβαλιού ήταν εκτός από ιδανική και πολύ σωστή χρονικά. Ήθελα να τους χαρίσω ένα μικρό διάλειμμα ανανέωσης. Ίσως να μην το είχαν ανάγκη, αλλά στο μυαλό μου τα πράγματα ήταν πιο πολύπλοκα. Τους έβλεπα αγαπημένους και ήθελα να μείνουν έτσι, ανέγγιχτοι, ανενόχλητοι από τον υπόλοιπο κόσμο.
Η Παπαστρουμφ πίστευε πως έβλεπα φαντάσματα εκεί που δεν υπήρχαν και πως το έπαιρνα πολύ προσωπικά. Έτσι ήταν. Στα μάτια μου δεν υπήρξαν ποτέ δύο άτομα, αλλά ένα, αποτελούμενο από δυο κομμάτια που ταίριαζαν απόλυτα μετάξυ τους. Και θα έκανα τα πάντα για να μείνουν έτσι. Δεν χρειάστηκε πολύ σκέψη, τα είχα ρυθμίσει όλα. Οργάνωσα το ταξίδι και απλά τους προσκάλεσα. Βενετία by Orestis το είχαν αποκαλέσει και χαιρόμουν, που τελικά όλοι μας θα το θυμόμασταν αυτό το ταξίδι.
Δεν νομίζω ότι περίμενε κανείς τους αυτό που θα συνέβαινε. Μα για κάποιο ανεξήγητο λόγο ένιωθα πως έπρεπε να το κάνω τότε, το τελευταίο μας βράδυ στη Βενετία. Ο Wrong με το Φάτσα βγήκαν νωρίτερα. Θα τους συναντούσαμε με τη Παπαστρουμφ αργότερα για να πάμε βόλτα με τη γόνδολα. Βγήκαμε φορώντας τους μανδύες και τις μάσκες και χαθήκαμε μέσα στο πλήθος. Ένα πλήθος που δεν ξεχώριζες πρόσωπα. Όλοι ήταν μασκαρεμένοι προσδίδοντας στην ατμόσφαιρα κάτι το έντονα μυστηριακό.
Λίγο πριν την ώρα του ραντεβού, γύρισα και κοίταξα την Παπαστρουμφ. "Μην έρθεις. Θα σε βρω εγώ μετά." της είπα κοφτά και έβγαλε τη μάσκα της. Με κοίταξε με βλέμμα παγωμένο. Είχε καταλάβει τι θα έκανα μα δεν είχε καταλάβει γιατί. Έγνεψε ναι με το κεφάλι. Έφυγα και πήγα στο σημείο συνάντησης. Ήταν ήδη εκεί. Τους έδειξα τη γόνδολα και τους έκανα νόημα να επιβιβαστούν. Με ρώτησαν που ήταν ο γονδολιέρης. "Αυτή τη βόλτα, σας την χαρίζω εγώ." τους είπα χαμογελώντας.
Δεν υποψιάστηκαν τίποτα, Μπήκαν μέσα και κάθισαν. Τους άνοιξα το μπουκάλι με το κρασί και ξεκίνησα να οδηγώ τη γόνδολα στο κανάλι. Ήπιαν σχεδόν αμέσως το κρασί. Το δηλητήριο ευτυχώς δεν είχε αλλοιώσει τη γέυση του. Όταν βεβαιώθηκα ότι είχαν κοιμηθεί για πάντα, βούτηξα στο κανάλι και έφτασα κολυμπώντας στη στεριά. Δεν ήθελα να βγουν από την πορεία τους. Στάθηκα εκεί βρεγμένη να τους κοιτάζω καθώς απομακρύνονταν.
Όταν έφτασα στο ξενοδοχείο η Παπαστρουμφ με περίμενε με τις βαλίτσες έτοιμες. Δεν είχαμε πολλή ώρα μέχρι την πτήση. Έβγαλα τη μάσκα και την κοίταξα. "Γιατί;" με ρώτησε. "Γιατί η τελειότητα πρέπει να μένει απείραχτη." της είπα και ας ήξερα πως δεν θα κατάλαβαινε. Δεν με ένοιαζε. Δεν με ένοιαζε τίποτα. Θα έφευγα από τη Βενετία γεμάτη, με την εικόνα της γόνδολας που χανόταν, τυλίγοντας αυτό τον έρωτα στο σκοτάδι των καναλιών της.
Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2008
Το παλτό
Δούλευα σερβιτόρος τότε σε ένα μικρό γωνιακό καφέ, "Έναστρον" το έλεγαν. Συνήθως δούλευα πρωί και εκτελούσα και χρέη μπάρμαν. Ο κανονικός μπάρμαν ερχόταν απόγευμα, που έπιανε δουλειά. Όχι ότι είχαμε βέβαια ποτέ την τρελή δουλειά. Μου είχε προτείνει το αφεντικό και μένα να δουλέψω βράδυ, αλλά δεν δέχτηκα κι ας ήταν καλύτερα τα λεφτά. Μ' άρεσε η ηρεμία του πρωινού και φυσικά εκείνη.
Θυμάμαι ακόμα, παρά τα χρόνια, έντονα την παρουσία της. Και ας μην ήταν ιδιαίτερα όμορφη, ούτε εντυπωσιακή. Αυτή η αέρινη φιγούρα είχε κάτι περίεργο πάνω της, αλλόκοτο. Έμοιαζε βγαλμένη από άλλο κόσμο. Πάντα με αυτό το μυστήριο χαμόγελο, λες και μας χλέυαζε όσους ζούσαμε σε αυτόν τον κόσμο, που εκείνη επιδεικτικά απαρνιόταν. Δεν ήταν μόνη, όπως πίστευα τον πρώτο καιρό, απλά μοναχική.
Ερχόταν πάντα την ίδια ώρα κάθε μέρα, στις 10 το πρωί τυλιγμένη στο κόκκινο παλτό της.. Έπινε πάντα ζεστό καφέ, χειμώνα, καλοκαίρι, με δυο σταγονίτσες γάλα. Έτσι τον ζήταγε, λες και θα το μέτραγα ή που θα το καταλάβαινε αν έπεφτε παραπάνω. Πρώτα τον μύριζε και μετά έπινε μια γουλιά. Μετά έβγαζε την εφημερίδα και το τετράδιο. Έπινε άλλη μια γουλιά και την διάβαζε. Έπειτα έγραφε. Αυτό έκανε πάντα, διάβαζε ή έγραφε ανάμεσα στις γουλιές. Και εγώ απέναντι της, να θέλω να μάθω τι γράφει και τι κρύβει.
Στην τελευταία γουλιά του καφέ τα μάζευε, εφημερίδα και τετράδιο. Καθόταν για λίγο και ύστερα έβαζε το χέρι της στην τσέπη. Έβγαζε ένα βότσαλο, το κρατούσε σφιχτά στην παλάμη της, το μύριζε και το ξαναέβαζε στη θέση του. Το καλοκαίρι το βότσαλο το είχε στην τσέπη του πουκαμίσου της. Πάντα φορούσε το κόκκινο παλτό το χειμώνα και το κόκκινο πουκάμισο το καλοκαίρι. Και εγώ εκεί, θεατής να θέλω να μάθω τι κρύβει.
Μετά από πολλούς μήνες, δεν άντεξα. Θα έφευγα και από τη δουλειά και δεν ειχα πολύ χρόνο. Της πήγα τον καφέ, μα δε έφυγα. Κάθισα δίπλα της. Με κοίταξε με εκείνο το απόκοσμο χαμόγελο. Έχασα τη φωνή μου. Ξαφνικά δεν ήθελα να τη ρωτήσω τίποτα, μόνο να την κοιτάζω. Εκείνη όμως έσπασε τη σιωπή. "Θα αναριωτέσαι για το βότσαλο ε; Και όλη αυτή την ιεροτελεστία με τον πρωινό καφέ." μου είπε και η φωνή της ήταν ήρεμη, γλυκιά. Έγνεψα ναι και συνέχισε. "Σε αυτό το καφέ γνωρίστηκα με τον Αλέξανδρο. Εδώ πίναμε πάντα τον καφέ μας." είπε και διέκοψε για να πιει μια γουλιά.
"Ήθελε να με κατεβάσει στη γη, γιατί πετούσα, όπως έλεγε. Γι' αυτό μου έβαλε το βότσαλο στην τσέπη. Μα κάποτε ήρθε η ώρα να του μάθω να πετάει. Και μου έμεινε το βότσαλο, για να το δώσω σε κάποιον όταν θα έρθει η δική μου ώρα να πετάξω ξανά." είπε κλαίγοντας και μου έσφιξε το βότσαλο στην παλάμη. Έφυγα αμίλητος. Σκέφτηκα να το πετάξω, μα για κάποιο λόγο το κράτησα. Δεν την ξαναείδα από τότε. Μα στο μυαλό μου την φέρνω συχνά. Ελπίζοντας πως μια μέρα θα την ξαναδω. Όχι για να της επιστρέψω το βότσαλο, μα για να της πω, πως έμαθα να πετάω μαζί του.
Θυμάμαι ακόμα, παρά τα χρόνια, έντονα την παρουσία της. Και ας μην ήταν ιδιαίτερα όμορφη, ούτε εντυπωσιακή. Αυτή η αέρινη φιγούρα είχε κάτι περίεργο πάνω της, αλλόκοτο. Έμοιαζε βγαλμένη από άλλο κόσμο. Πάντα με αυτό το μυστήριο χαμόγελο, λες και μας χλέυαζε όσους ζούσαμε σε αυτόν τον κόσμο, που εκείνη επιδεικτικά απαρνιόταν. Δεν ήταν μόνη, όπως πίστευα τον πρώτο καιρό, απλά μοναχική.
Ερχόταν πάντα την ίδια ώρα κάθε μέρα, στις 10 το πρωί τυλιγμένη στο κόκκινο παλτό της.. Έπινε πάντα ζεστό καφέ, χειμώνα, καλοκαίρι, με δυο σταγονίτσες γάλα. Έτσι τον ζήταγε, λες και θα το μέτραγα ή που θα το καταλάβαινε αν έπεφτε παραπάνω. Πρώτα τον μύριζε και μετά έπινε μια γουλιά. Μετά έβγαζε την εφημερίδα και το τετράδιο. Έπινε άλλη μια γουλιά και την διάβαζε. Έπειτα έγραφε. Αυτό έκανε πάντα, διάβαζε ή έγραφε ανάμεσα στις γουλιές. Και εγώ απέναντι της, να θέλω να μάθω τι γράφει και τι κρύβει.
Στην τελευταία γουλιά του καφέ τα μάζευε, εφημερίδα και τετράδιο. Καθόταν για λίγο και ύστερα έβαζε το χέρι της στην τσέπη. Έβγαζε ένα βότσαλο, το κρατούσε σφιχτά στην παλάμη της, το μύριζε και το ξαναέβαζε στη θέση του. Το καλοκαίρι το βότσαλο το είχε στην τσέπη του πουκαμίσου της. Πάντα φορούσε το κόκκινο παλτό το χειμώνα και το κόκκινο πουκάμισο το καλοκαίρι. Και εγώ εκεί, θεατής να θέλω να μάθω τι κρύβει.
Μετά από πολλούς μήνες, δεν άντεξα. Θα έφευγα και από τη δουλειά και δεν ειχα πολύ χρόνο. Της πήγα τον καφέ, μα δε έφυγα. Κάθισα δίπλα της. Με κοίταξε με εκείνο το απόκοσμο χαμόγελο. Έχασα τη φωνή μου. Ξαφνικά δεν ήθελα να τη ρωτήσω τίποτα, μόνο να την κοιτάζω. Εκείνη όμως έσπασε τη σιωπή. "Θα αναριωτέσαι για το βότσαλο ε; Και όλη αυτή την ιεροτελεστία με τον πρωινό καφέ." μου είπε και η φωνή της ήταν ήρεμη, γλυκιά. Έγνεψα ναι και συνέχισε. "Σε αυτό το καφέ γνωρίστηκα με τον Αλέξανδρο. Εδώ πίναμε πάντα τον καφέ μας." είπε και διέκοψε για να πιει μια γουλιά.
"Ήθελε να με κατεβάσει στη γη, γιατί πετούσα, όπως έλεγε. Γι' αυτό μου έβαλε το βότσαλο στην τσέπη. Μα κάποτε ήρθε η ώρα να του μάθω να πετάει. Και μου έμεινε το βότσαλο, για να το δώσω σε κάποιον όταν θα έρθει η δική μου ώρα να πετάξω ξανά." είπε κλαίγοντας και μου έσφιξε το βότσαλο στην παλάμη. Έφυγα αμίλητος. Σκέφτηκα να το πετάξω, μα για κάποιο λόγο το κράτησα. Δεν την ξαναείδα από τότε. Μα στο μυαλό μου την φέρνω συχνά. Ελπίζοντας πως μια μέρα θα την ξαναδω. Όχι για να της επιστρέψω το βότσαλο, μα για να της πω, πως έμαθα να πετάω μαζί του.
Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2008
Χιονάνθρωπος
Η Ινδιάννα έφτασε με το αυτοκίνητο στις 10 ακριβώς, όπως ήταν κανονισμένο. Κόρναρε δύο φορές, έστριψε στη γωνία, άναψε τα αλάρμ και περίμενε. Έβαλε τις βαλίτσες στο πορτ παγκαζ και μπήκε μέσα. «Άργησες λίγο.» της είπε. «Παραλίγο να ξεχάσω την τεκίλα γι’ αυτό.» απάντησε γελώντας η Orestis. «Αστειεύεσαι φαντάζομαι.» φώναξε η Ινδιάννα. « Προφανώς. Και εσύ έφερες τις μουσικές σου έτσι;» είπε ήρεμα, δείχνοντας της το μπουκάλι. Ήταν πανέτοιμες για να ξεκινήσουν.
Πριν βάλει μπροστά η Ινδιάννα γύρισε και την κοίταξε. «Θυμάσαι τον όρο μου; Κανένα κινητό μαζί μας.» είπε. «Ναι θυμάμαι. Μόνο ένα μήνυμα να στείλω ότι ξεκινήσαμε και το κλείνω.» απάντησε εκείνη. Είχαν υποσχεθεί στον εαυτό τους ένα διήμερο στα χιόνια, μακριά από όλους. Μόνο εκείνες, η μουσική και η τεκίλα. Το εξοχικό ενός φίλου της Ινδιάννας ήταν ό,τι έπρεπε για την περίσταση. Δεν άργησαν να φτάσουν στον προορισμό τους. Σταμάτησαν στο μπακάλικο του χωριού για να πάρουν προμήθειες και συνέχισαν, γιατί το σπίτι ήταν το τελευταίο του οικισμού. Μετά το μόνο που έβρισκες ήταν δάσος.
Τακτοποιήθηκαν και κάθε μία ανέλαβε το πόστο της. Η Ινδιάννα έβαζε μουσικές και η Orestis τις τεκίλες. Μετά από πολλή τεκίλα και συζήτηση έπεσαν για ύπνο. Το άλλο πρωί η Ινδιάννα ξύπνησε και την βρήκε έτοιμη για το πικ νικ που κανόνισαν στα χιόνια. «Καλά τόσο νωρίς θα πάμε;» την ρώτησε. «Ναι, δεν κρατιέμαι.» απάντησε η Orestis. Αποφάσισαν να πάνε προς το δάσος, αλλά χωρίς να μπουν σε μεγάλο βάθος, για να μην χαθούν. Άνοιξαν την κουβέρτα και κάθισαν. «Δεν το βλέπω να μένουμε πολύ. Κάνει κρύο.» είπε η Orestis. «Μπα, έχουμε τεκίλα. Εντάξει θα είμαστε.» απάντησε γελώντας η Ινδιάννα.
Μετά από αρκετή ώρα το μπουκάλι είχε σχεδόν αδειάσει. «Πωπω και δεν έχουμε πάρει άλλο μαζί.» είπε η Ινδιάννα, αλλά δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση της. Ένα μπατόν τη βρήκε στο πλαϊνό μέρος του κεφαλιού και την έριξε αναίσθητη στο χιόνι. «Άργησες.» είπε η Orestis. «Δεν μου ήταν το πιο εύκολο πράγμα να σε ψάχνω στις ερημιές. Λοιπόν; Πώς θα το κάνουμε;» τη ρώτησε. «Αυτή η ικανοποίηση είναι δική σου. Εσύ είχες μουσικά ζητήματα μαζί της» της απάντησε. Τότε η Παπαστρουμφ, σκεπτόμενη τη διαφορά στις μουσικές τους, άφησε τη μανία της να ξεχυθεί και άρχισε να χτυπά την Ινδιάννα με το μπατόν, προκαλώντας πληγές σε όλο της το σώμα. Μετά από ώρα κουράστηκε και κάθισε αποκαμωμένη στην κουβέρτα. Η Ινδιάννα έβγαλε μια άναρθρη και αδύναμη κραυγή. «Ζει ακόμα. Δική μου τώρα. Έφερες το παγοπέδιλο που σου ζήτησα;» είπε κοφτά η Orestis.
Όταν της το έδωσε η Παπαστρουμφ, η Orestis δεν παρέτεινε την αγωνία της, ούτε τον πόνο της Ινδιάννας και της έκοψε γρήγορα το λαιμό. Για κάποια λεπτά στέκονταν η μία πλάι στην άλλη και κοιτούσαν το αίμα, που κυλούσε σαν ποταμάκι και έβαφε κόκκινο το χιόνι. Τις ηρέμησε για κάποιο ανεξήγητο λόγο το θέαμα. «Νόμιζα πως θα την κάναμε ανθρώπινο χιονάνθρωπο. Τι άλλαξε;» ρώτησε η Παπαστρουμφ σπάζοντας τη σιωπή. «Μα θα την κάνουμε. Απλά όχι όρθια, αλλά ξαπλωτή.» απάντησε η Orestis ενώ κατευθυνόταν προς το σπίτι. Γύρισε κρατώντας δυο φτυάρια και πέταξε το ένα στην Παπαστρουμφ. «Τι θα σκάψουμε;» ούρλιαξε εκείνη. «Όχι βρε, απλά θα την καλύψουμε χιόνι. Το φτυάρι είναι για δική μας ευκολία.» της απάντησε.
Όταν τελείωσαν, κάθισαν και η Orestis ήπιε την τελευταία γουλιά από την τεκίλα. «Καλά εγώ πες είχα λόγο, αλλά εσύ; Γιατί με βοήθησες; Νόμιζα ήσασταν φίλες.» ρώτησε η Παπαστρουμφ. «Γιατί; Γιατί η τεκίλα γλυκιά μου, δεν φτάνει για όλους.» απάντησε η Orestis αφήνοντας το άδειο πλέον μπουκάλι δίπλα στο πτώμα της Ινδιάννας.
Πριν βάλει μπροστά η Ινδιάννα γύρισε και την κοίταξε. «Θυμάσαι τον όρο μου; Κανένα κινητό μαζί μας.» είπε. «Ναι θυμάμαι. Μόνο ένα μήνυμα να στείλω ότι ξεκινήσαμε και το κλείνω.» απάντησε εκείνη. Είχαν υποσχεθεί στον εαυτό τους ένα διήμερο στα χιόνια, μακριά από όλους. Μόνο εκείνες, η μουσική και η τεκίλα. Το εξοχικό ενός φίλου της Ινδιάννας ήταν ό,τι έπρεπε για την περίσταση. Δεν άργησαν να φτάσουν στον προορισμό τους. Σταμάτησαν στο μπακάλικο του χωριού για να πάρουν προμήθειες και συνέχισαν, γιατί το σπίτι ήταν το τελευταίο του οικισμού. Μετά το μόνο που έβρισκες ήταν δάσος.
Τακτοποιήθηκαν και κάθε μία ανέλαβε το πόστο της. Η Ινδιάννα έβαζε μουσικές και η Orestis τις τεκίλες. Μετά από πολλή τεκίλα και συζήτηση έπεσαν για ύπνο. Το άλλο πρωί η Ινδιάννα ξύπνησε και την βρήκε έτοιμη για το πικ νικ που κανόνισαν στα χιόνια. «Καλά τόσο νωρίς θα πάμε;» την ρώτησε. «Ναι, δεν κρατιέμαι.» απάντησε η Orestis. Αποφάσισαν να πάνε προς το δάσος, αλλά χωρίς να μπουν σε μεγάλο βάθος, για να μην χαθούν. Άνοιξαν την κουβέρτα και κάθισαν. «Δεν το βλέπω να μένουμε πολύ. Κάνει κρύο.» είπε η Orestis. «Μπα, έχουμε τεκίλα. Εντάξει θα είμαστε.» απάντησε γελώντας η Ινδιάννα.
Μετά από αρκετή ώρα το μπουκάλι είχε σχεδόν αδειάσει. «Πωπω και δεν έχουμε πάρει άλλο μαζί.» είπε η Ινδιάννα, αλλά δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση της. Ένα μπατόν τη βρήκε στο πλαϊνό μέρος του κεφαλιού και την έριξε αναίσθητη στο χιόνι. «Άργησες.» είπε η Orestis. «Δεν μου ήταν το πιο εύκολο πράγμα να σε ψάχνω στις ερημιές. Λοιπόν; Πώς θα το κάνουμε;» τη ρώτησε. «Αυτή η ικανοποίηση είναι δική σου. Εσύ είχες μουσικά ζητήματα μαζί της» της απάντησε. Τότε η Παπαστρουμφ, σκεπτόμενη τη διαφορά στις μουσικές τους, άφησε τη μανία της να ξεχυθεί και άρχισε να χτυπά την Ινδιάννα με το μπατόν, προκαλώντας πληγές σε όλο της το σώμα. Μετά από ώρα κουράστηκε και κάθισε αποκαμωμένη στην κουβέρτα. Η Ινδιάννα έβγαλε μια άναρθρη και αδύναμη κραυγή. «Ζει ακόμα. Δική μου τώρα. Έφερες το παγοπέδιλο που σου ζήτησα;» είπε κοφτά η Orestis.
Όταν της το έδωσε η Παπαστρουμφ, η Orestis δεν παρέτεινε την αγωνία της, ούτε τον πόνο της Ινδιάννας και της έκοψε γρήγορα το λαιμό. Για κάποια λεπτά στέκονταν η μία πλάι στην άλλη και κοιτούσαν το αίμα, που κυλούσε σαν ποταμάκι και έβαφε κόκκινο το χιόνι. Τις ηρέμησε για κάποιο ανεξήγητο λόγο το θέαμα. «Νόμιζα πως θα την κάναμε ανθρώπινο χιονάνθρωπο. Τι άλλαξε;» ρώτησε η Παπαστρουμφ σπάζοντας τη σιωπή. «Μα θα την κάνουμε. Απλά όχι όρθια, αλλά ξαπλωτή.» απάντησε η Orestis ενώ κατευθυνόταν προς το σπίτι. Γύρισε κρατώντας δυο φτυάρια και πέταξε το ένα στην Παπαστρουμφ. «Τι θα σκάψουμε;» ούρλιαξε εκείνη. «Όχι βρε, απλά θα την καλύψουμε χιόνι. Το φτυάρι είναι για δική μας ευκολία.» της απάντησε.
Όταν τελείωσαν, κάθισαν και η Orestis ήπιε την τελευταία γουλιά από την τεκίλα. «Καλά εγώ πες είχα λόγο, αλλά εσύ; Γιατί με βοήθησες; Νόμιζα ήσασταν φίλες.» ρώτησε η Παπαστρουμφ. «Γιατί; Γιατί η τεκίλα γλυκιά μου, δεν φτάνει για όλους.» απάντησε η Orestis αφήνοντας το άδειο πλέον μπουκάλι δίπλα στο πτώμα της Ινδιάννας.
Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2008
28-1-2008
Φταίει εκείνη η αγκαλιά,
που έκανε τα όνειρα κουβάρι.
Ντύθηκα τα δικά σου,
για να φύγω,
μα δεν με πήγαν μακριά.
Γύρισα να σ' ανταμώσω,
μα τα δικά μου,
είχαν φτερά και
χάθηκες μες στο σκοτάδι.
που έκανε τα όνειρα κουβάρι.
Ντύθηκα τα δικά σου,
για να φύγω,
μα δεν με πήγαν μακριά.
Γύρισα να σ' ανταμώσω,
μα τα δικά μου,
είχαν φτερά και
χάθηκες μες στο σκοτάδι.
Ετικέτες
Απόκρυφα μεθυσμένων μονολόγων,
Ποιηματάκια
Τρίτη 12 Φεβρουαρίου 2008
Όταν η Mad2luv γνώρισε το Tzonako
Ξεκίνησε με αρκετά σχόλια στα ποστ τους. Συνέχισε με αμέτρητα emails για να καταλήξει σε παθιασμένα τηλεφωνήματα. Η Mad2luv δεν μπορούσε να κατανοήσει τι ακριβώς της προκαλούσε ο Tzonakos, αλλά ήταν σίγουρη για ένα πράγμα. Αυτό τον περίεργο τύπο πέθαινε να τον γνωρίσει. Επιθυμία την οποία συμμεριζόταν και εκείνος. Το που θα κατέληγε είχε αποφάσισει να μην το αφήσει να την αγχώσει, ούτε να την αποτρέψει από την συνάντηση.
Το μέρος το συμφώνησαν από κοινού. Ένα μικρό, ήρεμο και αρκετά υποχθόνιο μπαράκι. Η Mad δεν ήταν σίγουρη αν ευθυνόταν το μέρος, τα ποτά ή ο ίδιος ο Tzonakos, αλλά ήταν βέβαιη πως η συνάντηση τους πήγε. Κατέληξαν να μιλάνε και να τα πίνουν μέχρι το πρωί. Γεγονός που τους έπεισε να το επαναλάβουν. Πράγματι οι συνάντησεις τους, αλλά και η μεταξύ τους οικειότητα ολοένα και μεγάλωνε. Κανένας όμως δεν έκανε το οτιδήποτε για τον ερωτισμό που υπήρχε διάχυτος στην ατμόσφαιρα.
Κάποια στιγμή η Mad σκέφτηκε να δράσει. "Αυτό όμως ειναι δουλειά του άντρα." είπε στον εαυτό της και αποφάσισε να περιμένει. Ευτυχώς δεν έκανε το ίδιο ο Tzonakos. Είχε πάρει την απόφαση να την καλέσει σπίτι του και να αναλάβει την κατάσταση ολοκληρωτικά. Δείπνο, κεράκια και κρασί δούλεψαν τέλεια και κατέληξαν σε ένα κολασμένο βράδυ ακατάλληλο διά ανηλίκους. Μόνο που το πρωί βρήκε τη Mad να περιμένει και άλλα παρόμοια βράδια και τον Tzonako να ανυπομονεί να κλείσει την πόρτα πίσω του.
"Καλά περάσαμε, αλλά δεν θέλω κάποια σχέση αυτή την περίοδο." διάβαζε και ξαναδιάβαζε η Mad, μα άκρη δεν έβγαζε. Πήγε σπίτι της και έβραζε. Η κατάθλιψη όμως δεν της πήγαινε και μετά από τον απαραίτητο αριθμό ποτών, αποφάσισε να περάσει στην αντεπίθεση. "Το ευαίσθητο σημείο του. Εκεί πρέπεινα επικεντρωθώ." είπε στον εαυτό της και άρχισε να καταστρώνε το σχέδιο. Του πρότεινε μετά από μέρες και αφού πίστευε πως θα είχαν ηρεμήσει λίγο τα πράγματα, να πάνε ένα διήμερο. Έτσι να ζωηρέψουν λίγο τα αίματα και έπειτα να γυρίσουν. Χωρίς υποχρεώσεις, χωρί δεσμεύσεις, χωρίς τίποτα.
Ο Tzonakos πείστηκε σαν πεινασμένο κουτάβι και η εκδρομή κανονίστηκε. Ο κρύος καιρός βοηθούσε το εγκλεισμό στο σπίτι και την ενασχόληση με άλλα πράγματα. Μετά από ώρες αχαλίνωτου πάθους, ο Tzonakos έπεσε για ύπνο. Η Mad σηκώθηκε, έφτιαξε καφέ και μετά πήγε στην αποθηκούλα. Όταν ξ'υπνησε ο κύριος την βρήκε να περιργάζεται τα μπαστούνια του γκολφ. "Δε ήξερα ότι ασχολείσαι με αυτό το σπορ." της ειπε. "Μ' αρέσει να χτυπαώ τα μπαλάκια, απλά." απάντησε με φωνή όλο υπονοούμενο.
Ακούμπησε το μπαστούνι στον τοίχο και τους έβαλε από ένα ποτήρι κρασί. Ο Tzonakos καθόταν μισοξαπλωμένος στον καναπέ. Κάποια στιγμή η Mad σηκώθηκε και πήγε στην κουζίνα. Γυρνώντας άρπαξε το μπαστούνι από τον τοίχο και τον χτύπησε με δύναμη στο κεφάλι. Έπεσε αιμόφερτος στο πάτωμα, μπραστά στον καναπέ. Τον έσυρε στο κέντρο του σαλονιού, τον τοποθέτησε ανάσκελα και τον φίμωσε. Σκέφτηκε να του δέσει τα χέρια και τα πόδια, αλλά δεν το έκανε. Σε περίπτωση που συνερχόταν θα τον ξαναχτύπαγε και θα συνέχιζε ανενόχλητη. Κρατώντας λοιπόν το μπαστούνι στα χερια άρχισε νηα τον χτυπάει σε όλο το σώμα.
Μπαλάκι δεν είχε, αλλά φανταζόταν πως υπήρχε ένα, το οποίο κνούνταν απειλητικά στο κορμί του Tzonakou και έπρεπε να χτυπάει συνέχεια για να το πετύχει. Μετά από πολλά χτυπήματα, βρέθηκε μέσα στα αίματα . "Ώρα για το τελεωτικό..."φώναξε, καθώς τον γύρναγε μπρούμυτα. Τον έστησε ξανά με επιμέλεια και άρχισε να στοχεύει το σβέρκο του. Ήξερε πως ήθελε να το κάνει μόνο μία φορά και σωστά. Πήρε την κατάλληλη στάση, κράτησε γερά το μπαστούνι και τον χτύπησε. Πέτυχε τον ινιακό λοβό με την μία. "Κέρδισα." αναφώνησε και κάθισε στο πάτωμα.
Πίνοντας το νικητήριο ποτήρι κρασί σκεφτόταν πως θα μπορούσε να τον σκοτώσει με άφθονο σεξ, αλλά έτσι θα το διασκέδαζε και ο ίδιος, οπότε προτίμησε να το κάνει με τον δίκο του τρόπο, που της είχε μάθει. Προσφέροντας ευχαρίστηση μόνο σε εκείνη.
[Μου βγήκε λίγο παθιασμένο το έγκλημα, αλλά αν θυμηθείτε και οι δυο σας μια συζήτηση σε κάτι σχόλια στην Κατίνα, θα με καταλάβετε....]
Το μέρος το συμφώνησαν από κοινού. Ένα μικρό, ήρεμο και αρκετά υποχθόνιο μπαράκι. Η Mad δεν ήταν σίγουρη αν ευθυνόταν το μέρος, τα ποτά ή ο ίδιος ο Tzonakos, αλλά ήταν βέβαιη πως η συνάντηση τους πήγε. Κατέληξαν να μιλάνε και να τα πίνουν μέχρι το πρωί. Γεγονός που τους έπεισε να το επαναλάβουν. Πράγματι οι συνάντησεις τους, αλλά και η μεταξύ τους οικειότητα ολοένα και μεγάλωνε. Κανένας όμως δεν έκανε το οτιδήποτε για τον ερωτισμό που υπήρχε διάχυτος στην ατμόσφαιρα.
Κάποια στιγμή η Mad σκέφτηκε να δράσει. "Αυτό όμως ειναι δουλειά του άντρα." είπε στον εαυτό της και αποφάσισε να περιμένει. Ευτυχώς δεν έκανε το ίδιο ο Tzonakos. Είχε πάρει την απόφαση να την καλέσει σπίτι του και να αναλάβει την κατάσταση ολοκληρωτικά. Δείπνο, κεράκια και κρασί δούλεψαν τέλεια και κατέληξαν σε ένα κολασμένο βράδυ ακατάλληλο διά ανηλίκους. Μόνο που το πρωί βρήκε τη Mad να περιμένει και άλλα παρόμοια βράδια και τον Tzonako να ανυπομονεί να κλείσει την πόρτα πίσω του.
"Καλά περάσαμε, αλλά δεν θέλω κάποια σχέση αυτή την περίοδο." διάβαζε και ξαναδιάβαζε η Mad, μα άκρη δεν έβγαζε. Πήγε σπίτι της και έβραζε. Η κατάθλιψη όμως δεν της πήγαινε και μετά από τον απαραίτητο αριθμό ποτών, αποφάσισε να περάσει στην αντεπίθεση. "Το ευαίσθητο σημείο του. Εκεί πρέπεινα επικεντρωθώ." είπε στον εαυτό της και άρχισε να καταστρώνε το σχέδιο. Του πρότεινε μετά από μέρες και αφού πίστευε πως θα είχαν ηρεμήσει λίγο τα πράγματα, να πάνε ένα διήμερο. Έτσι να ζωηρέψουν λίγο τα αίματα και έπειτα να γυρίσουν. Χωρίς υποχρεώσεις, χωρί δεσμεύσεις, χωρίς τίποτα.
Ο Tzonakos πείστηκε σαν πεινασμένο κουτάβι και η εκδρομή κανονίστηκε. Ο κρύος καιρός βοηθούσε το εγκλεισμό στο σπίτι και την ενασχόληση με άλλα πράγματα. Μετά από ώρες αχαλίνωτου πάθους, ο Tzonakos έπεσε για ύπνο. Η Mad σηκώθηκε, έφτιαξε καφέ και μετά πήγε στην αποθηκούλα. Όταν ξ'υπνησε ο κύριος την βρήκε να περιργάζεται τα μπαστούνια του γκολφ. "Δε ήξερα ότι ασχολείσαι με αυτό το σπορ." της ειπε. "Μ' αρέσει να χτυπαώ τα μπαλάκια, απλά." απάντησε με φωνή όλο υπονοούμενο.
Ακούμπησε το μπαστούνι στον τοίχο και τους έβαλε από ένα ποτήρι κρασί. Ο Tzonakos καθόταν μισοξαπλωμένος στον καναπέ. Κάποια στιγμή η Mad σηκώθηκε και πήγε στην κουζίνα. Γυρνώντας άρπαξε το μπαστούνι από τον τοίχο και τον χτύπησε με δύναμη στο κεφάλι. Έπεσε αιμόφερτος στο πάτωμα, μπραστά στον καναπέ. Τον έσυρε στο κέντρο του σαλονιού, τον τοποθέτησε ανάσκελα και τον φίμωσε. Σκέφτηκε να του δέσει τα χέρια και τα πόδια, αλλά δεν το έκανε. Σε περίπτωση που συνερχόταν θα τον ξαναχτύπαγε και θα συνέχιζε ανενόχλητη. Κρατώντας λοιπόν το μπαστούνι στα χερια άρχισε νηα τον χτυπάει σε όλο το σώμα.
Μπαλάκι δεν είχε, αλλά φανταζόταν πως υπήρχε ένα, το οποίο κνούνταν απειλητικά στο κορμί του Tzonakou και έπρεπε να χτυπάει συνέχεια για να το πετύχει. Μετά από πολλά χτυπήματα, βρέθηκε μέσα στα αίματα . "Ώρα για το τελεωτικό..."φώναξε, καθώς τον γύρναγε μπρούμυτα. Τον έστησε ξανά με επιμέλεια και άρχισε να στοχεύει το σβέρκο του. Ήξερε πως ήθελε να το κάνει μόνο μία φορά και σωστά. Πήρε την κατάλληλη στάση, κράτησε γερά το μπαστούνι και τον χτύπησε. Πέτυχε τον ινιακό λοβό με την μία. "Κέρδισα." αναφώνησε και κάθισε στο πάτωμα.
Πίνοντας το νικητήριο ποτήρι κρασί σκεφτόταν πως θα μπορούσε να τον σκοτώσει με άφθονο σεξ, αλλά έτσι θα το διασκέδαζε και ο ίδιος, οπότε προτίμησε να το κάνει με τον δίκο του τρόπο, που της είχε μάθει. Προσφέροντας ευχαρίστηση μόνο σε εκείνη.
[Μου βγήκε λίγο παθιασμένο το έγκλημα, αλλά αν θυμηθείτε και οι δυο σας μια συζήτηση σε κάτι σχόλια στην Κατίνα, θα με καταλάβετε....]
Τρίτη 5 Φεβρουαρίου 2008
Σύννεφα
Ο Foolish cloud ξύπνησε απότομα μέσα στη νύχτα από τη ζέστη και τη μυρωδιά. Ανακάθισε στο κρεβάτι, κοίταξε τον Θ. και σηκώθηκε. Έκανε ένα χαλαρωτικό ντους, έβαλε ένα ποτό και κάθισε αναπαυτικά στην πολυθρόνα. Άναψε ένα τσιγάρο και κοίταζε τον ημίγυμνο Θ. Το σεντόνι κάλυπτε το κορμί του από τη μέση και κάτω και όπως ήταν γυρισμένος στο πλάι φάνταζε ιδιαίτερα ευάλωτος. Τότε ο Foolish χαμογέλασε, καθώς θυμήθηκε τον Θ. που είχε γνωρίσει. Τον ευαίσθητο, ανασφαλή Θ., που από τον πρώτο κίολας καιρό της γνωριμίας τους, ένιωθε σαν δεύτερη σάρκα επάνω του.
Ο Θ. όμως άλλαξε κάποια στιγμή. Λες και ρούφηξε όλη τη δύναμη του Foolish και δεν τον χρειαζόταν πια. Άρχισε να αποζητά την παλιά του ανεξαρτησία. Μα ο Foolish δεν προσπάθησε να τον κρατήσει δεμένο κοντά του. Ήθελε μόνο να βρουν ένα τρόπο να ανακτήσουν τις ισορροπίες τους και να παραμείνουν μαζί. Γι' αυτό οργάνωσε και το ρομαντικό διήμερο. Μια μικρή απόδραση στη φύση, στο εξοχικό του, πίστευε θα τους έκανε καλό. Το αποτέλεσμα θα το έβλεπε στην πόλη.
Αυτά σκεφτόταν και άδειασε το ποτήρι. Έβαλε άλλο ένα, αλλά δεν γύρισε στην πολυθρόνα. Κοίταξε τον Θ. και άρχισε να του μιλάει. "Σε ήθελα και με ήθελες. Σε αγάπησα και με αγάπησες. Τι πήγε στραβά; Που χάθηκε η μαγεία μας; Δεν το κατάλαβα. Όπως δεν κατάλαβα πως φτάσαμε εδώ..." κάπου εκεί κόμπιασε και κάθισε στο πάτωμα. Άφησε το ποτήρι δίπλα του και έχωσε το κεφάλι του στα γόνατα. Είχε συνειδητοποιήσει τι είχε κάνει.
θυμήθηκε τον Θ. να βγαίνει από το μπάνιο. Τον εαυτό του να τον χτυπάει στο κεφάλι με το κηροπήγιο. Έπειτα ο Θ. έπεσε αναίσθητος στο κρεβάτι. Δεν ήθελε όμως να τον σκοτώσει, τουλάχιστον όχι με βίαιο τρόπο και με αίμα. Απλά ήθελε να τον νιώσει για λίγο μόνο δικό του, όπως παλιά. Όταν όμως τον είδε να κείτεται εκεί, θόλωσε. Πήρε σχεδόν ενστικτωδώς το μαξιλάρι και το κόλλησε στο κεφάλι του. Μέχρι που βεβαιώθηκε πως δεν ανέπνεε. Ήταν δικός του. Μόνο δικός του. Όπως παλιά.
Θυμήθηκε το αίσθημα ευφορίας που ένιωσε. Ειδικά όταν γδύθηκε και ξάπλωσε δίπλα του. Δυο μέρες έμειναν ξαπλωμένοι. Δυο μέρες κράταγε αγκαλιά το νεκρό του σώμα. Μα ένιωθε πως ο Θ. ζούσε, πως άκουγε την καρδιά του να χτυπάει, να χτυπάει μονάχα για εκείνον. Δεν κράτησε πολύ. Η μυρωδιά τον είχε από ώρα ξυπνήσει και μετά το ντους είχε πλέον πλήρη συναίσθηση του τι είχε συμβεί. Ο Foolish σήκωσε το κεφάλι του και σηκώθηκε από το πάτωμα. Έπρεπε να τελειώσει αυτό που είχε αρχίσει.
Πρώτα όμως ήθελε να του δώσει για λίγο ζωή. Πήρε το μαχαίρι και ξεκίνησε την τομή κι ας μην είχε την παραμικρή ιδέα του πως γινόταν. Δεν τον ένοιαζε η τεχνική. Το μόνο που επιθυμούσε ήταν να δει το κόκκινο ζεστό αίμα να τρέχει στο κορμί του Θ. Η πρώτη σταγόνα ήταν μεθυστική και δεν συγκρατήθηκε. Αφηνίασε και άρχισε να κατακρεουργεί το σώμα του. Όταν είχε χορτάσει από το θέαμα και την οσμή του αίματος σταμάτησε και τύλιξε το κορμί του Θ. με το σεντόνι.
Τον μετέφερε και τον έθαψε στον κήπο του σπιτιού. Φύτεψε μια μανώλια, το αγαπημένο τους λουλούδι, στο σημείο που ήταν το προσκεφάλι του, για να θυμάται που τον είχε θάψει. "Η μανώλια υπάρχει παντού, μα αυτή θα έχει ιδιαίτερη θέση στην καρδιά μου. Και μαζί της, δεν θα ξεχάσω ποτέ πως και εσύ κάποτε υπήρξες μόνο για μένα."
[Foolish cloud δεν ξέρω αν σε ικανοποίησα, αλλά ελπίζω να σου αρέσει.]
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)