Μιλούσαμε καιρό στο ίντερνετ. Χρειάστηκαν βέβαια μήνες για να νιώσουμε και οι δύο αρκετά οικεία ώστε να ανταλλαξούμε τηλέφωνα. Η φωνή του ήταν ήρεμη και γλυκιά. Κάναμε άπειρες συζητήσεις για πάρα πολλά θέματα. Δεν μπορούσα να το εξηγήσω ακριβώς, αλλά αυτός ο άνθρωπος είχε κάτι. Δεν ήμουν σίγουρη για το πως το έβλεπε εκείνος, αλλά από τη συμπεριφόρα του, μπορούσα να καταλάβω πως ένιωθε το ίδιο.
Όλο αυτό το δέσιμο δέχτηκε αρνητικές κριτικές από τον περίγυρο και των δυο μας. Κανείς δεν καταλάβαινε και το θεωρούσαμε και οι δυο μας πολύ φυσικό να υπάρχουν τέτοιες αντιδράσεις. Κάποια στιγμή ο Hfaistwnas άρχισε να επιδιώκει να συναντηθούμε. Δε ν ήταν πως δεν ήθελα να τον γνωρίσω. Αλλά προτιμούσα να τον αφήσω στη σφαίρα της φαντασίας. Εκείνος όμως επέμενε. Τον είχα αναστώσει πολύ έτσι μου έλεγε.
Σε κάποιο τηλεφώνημα μας η φωνή του έγινε έντονη, βαριά. "Orestis τέρμα τα αστειάκια. Πρέπει να συναντηθούμε." μου είπε και το έκλεισε. Δεν αναρωτηθήκα τι περίμενε να κάνω, το ήξερα. Θα του τηλεφωνούσα ξανά μόνο αν του έλεγα ώρα και μέρος για τη συνάντηση μας. Δεν είχα καταλάβει γιατί και πως ακριβώς του είχα αναστατώσει τη ζωή, αλλά έπρεπε να το ξεκαθαρίσω. Του ζήτησα να έρθει σπίτι μου, ζητώντας του συγγνώμη εκ των προτέρων για την ακαταστασία. Έβαφα το σαλόνι και όλα ήταν άνω κάτω.
Ο Hfaistiwnas ήρθε στην ώρα του. Όταν τον είδα έμεινα έκπληκτη. Το παρουσιαστικό του ήταν όπως τον είχα φανταστεί. Μια φιγούρα λεπτή και αέρινη, με πυρόξανθα μπουκλωτά μαλλιά, που είχε πιάσει τα μισά και τα υπόλοιπα έπεφταν ανέμελα στους ώμους του. Τα μάτια του μεγάλα και γαλανά με κοίταζαν με διαπεραστικό τρόπο. "Εσύ είσαι λοιπον;" με ρώτησε καθώς προχωρούσε προς τον καναπέ. Δεν ήξερα τι να απαντήσω. Έγνεψα απλά με το κεφάλι και παρέμεινα σιωπηλή.
Έβαλε μόνος του καφέ, καθώς τα είχα όλα έτοιμα στο τραπεζάκι και ήπιε μια γουλιά. Μπήκε κατευθείαν στο θέμα. "Έχω τσακωθεί άσχημα κι είμαι χάλια με τη σχέση μου εξαιτίας σου." είπε και με κοίταξε. Το βλέμμα μου γέμισε απορία, την οποία μου έλυσε αμέσως. "Δεν ξέρω γιατί, αλλά ασκείς πάνω μου μια παράξενη επιρροή. Από τότε που αρχίσαμε να μιλάμε, έχω χασει το μυαλό μου. Το μόνο που ήθελα τόσο καιρό ήταν να σε γνωρίσω." είπε και λύγισε. Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. Πήγα δίπλα του και του χάιδεψα τα μαλλιά.
"Σε καταλαβαίνω. Καμιά φορά οι άνθρωποι δένονται έτσι απλά, λες και πάντα έψαχναν ο ένας τον άλλο, γίνεται από μονο του, σαν μαγεία." του είπα, αλλά ήξερα πως δεν μπορούσα να απαλύνω τον πόνο του. Σήκωσε τα προσωπό του και με κοίταξε, έπειτα κοίταξε τον μοναδικό άσπρο τοίχο που βρισκόταν απέναντι του. "Τι χρώμα θα τον βάψεις;" με ρώτησε. ¨Κόκκινο." του απάντησα. Δεν το είχα σχεδιάσει, αλλά ενστικτωδώς άρπαξα την κανάτα με το νερό και τον χτύπησα στο κεφάλι. Έπεσε αναίσθητος στα πόδια μου. Τον σήκωσα και τον ακούμπησα στον καναπέ.
Πήρα το ξυστήρι που είχα για τον τοίχο, μια λεκάνη, κάθισα, ακούμπησα το κεφάλι του στα γόνατα μου και του έκοψα το λαιμό. Το αίμα έτρεξε και γέμισε την λεκάνη. Σηκώθηκα, αφήνοντας τον να πέσει στον καναπέ. Μετά πήρα το σφουγγάρι το βούτηξα στην λεκάνη και άρχισα να βάφω τον τοίχο. Το αίμα ήταν λίγο και χρειάστηκε να του κόψω και τις φλέβες για να ολοκληρώσω όλο τον τοίχο. Όταν τελείωσα, πήγα στο μπάνιο και πήρα το ψαλίδι. Του έλυσα τα μαλλιά και έκοψα αρκετές τούφες από τις ξανθές του μπούκλες.
Πήρα την κόλα και άρχισα να τις κολλάω στον τοίχο. Άλλες τις τέντωνα λίγο παραπάνω και άλλες τις άφηνα όπως ήταν. Ήταν σαν ένα κολάζ με πολλά σπιράλ διάσπαρτα πάνω στο κόκκινο φόντο. Το αποτέλεσμα ήταν τέλειο. Ήταν αυτό που έψαχνα. Ήταν λες και ο Hfaistiwnas δεν ήταν μόνο κομμάτι του τοίχου, αλλά της ζωής μου. Μπορεί να μην καταλάβαινα πως είχαμε βρεθεί, ούτε πως είχαμε δεθεί τόσο, αλλά ήξερα πως δεν θα άφηνα κανέναν και τίποτα να μου το στερήσει. Θα τον κρατούσα σαν ένα κομμάτι δικό μου και πλέον και του τοίχου μου.