Δεν την τρόμαζε η μοναξιά. Ούτε οι χωρισμοί. Την ενοχλούσε όταν έφτανε σε εκείνο το σημείο, που τους ήθελε πίσω. Αν ήταν τυχεροί δεν γύρναγαν, αν ήταν άτυχοι επέστρεφαν. Και στην πλειοψηφία τους είχαν σταθεί άτυχοι. Μαζί του όμως δεν έφτασε ποτέ σε αυτό το σημείο. Το μόνο που νοσταλγούσε ήταν η εκτόνωση που ένιωθε μετά από τους καυγάδες τους. Ειδικά όταν ο Μπάμπης χρησιμοποιούσε την αγαπημένη του φράση "Εγώ είμαι ο άντρας του σπιτιού", συνοδευόμενη από τις αντίστοιχες απαιτήσεις για καθαρά πουκάμισα και παντελόνια.
Είχε αποφασίσει όμως πως δεν θα έκανε κάτι. "Εσύ θα μείνεις άπραγη; Οrestis δεν σε αναγνωρίζω." έλεγε η Παπαστρουμφ. "Θα πράξω, όταν έρθει η ώρα." απαντούσε. Δεν ήταν σίγουρη πως η Παπαστρουμφ καταλάβαινε, αλλά δεν έμπαινε στον κοπό να της το αναλύσει. Η ίδια ήξερε πολύ καλά και αυτό αρκούσε. Όπως της αρκούσε και ο άφθονος χρόνος που της έδωσε ο Μπαμπης πριν την επανεμφάνιση του.
Ένα βράδυ γύρισε σπίτι μετά από έξοδο και ανοίγοντας την πόρτα βρέθηκε προ εκπλήξεως. "Τι κάνεις εδώ;" ρώτησε έξαλλη τον Μπάμπη. "Ήρθα να πάρω κάτι τελευταία πράγματα μου." απάντησε ανετότατος. "Κάλα μπήκες σπίτι μου έτσι απλά; Χωρίς καν να με ενημερώσεις;" ούρλιαξε. "Ήρεμησε. Είναι η τελευταία φορά που έρχομαι. Θα σου αφήσω και τα κλειδιά επί τη ευκαιρία." είπε συνεχίζοντας στον ίδιο ήρεμο τόνο. "Να είσαι σίγουρος πως είναι η τελευταία, η τελευταία σου." σκεφτόταν πηγαίνοντας προς την κουζίνα.
Γύρισε κρατώντας το τηγάνι και μια γρήγορη κίνηση του το κατέβασε στο κεφάλι. Έπεσε αναίσθητος στο πάτωμα. Τον έσυρε και τον ανέβασε στο κρεβάτι. Τον φίμωσε, τον έδεσε και ήταν πανέτοιμη να βάλει σε εφαρμογή το σχέδιο που έστηνε καιρό στο μυαλό της. Περίμενε απλά να ξυπνήσει. Όταν άνοιξε ο Μπάμπης τα μάτια του την είδε ακριβώς μπροστά του, κρατώντας το κουζινομάχαιρο. "Πρώτα θα δούμε αν είναι καλά σιδερωμένες οι πιέτες από το παντελόνι σου." είπε και άγγιξε με την άκρη του μαχαιριού την αρχή της πιέτας και με δύναμη το κατέβασε μέχρι τον αστράγαλο του, σκίζοντας το και γεμίζοντας τα πάντα με αίμα. Το πρόσωπο του πήρε έκφραση πόνου. Συνέχισε κάνοντας το ίδιο και στις υπόλοιπες πιέτες, μπήγοντας κάθε φορά όλο και πιο βαθιά στο δέρμα του Μπάμπη και μονολόγοντας.
Εκείνος λιποθύμησε και εκείνη έβαλε το σίδερο στην πρίζα και περίμενε να συνέλθει ξανά. Συνήλθε, αλλά δεν ήταν σε θέση να καταλάβει ακριβώς τι γινόταν. Η Orestis πήγε κοντά με το σίδερο στο χέρι. "Το πουκάμισο έγινε χάλια. Θα στο φτιάξω αμέσως." είπε και άρχισε να τον σιδερώνει. Σταμάτησε όταν το σίδερο γέμισε από ένα μείγμα της σάρκας του και του υφάσματος του πουκαμίσου. Είχε έρθει η ώρα για την τελική φάση του σχεδίο. Πήγε στο σαλόνι και πήρε το τηγάνι από το πάτωμα. Άρχισε να τον χτυπάει στο πρόσωπο μέχρι που το πολτοποίησε.
Τον κοίταζε για ώρα όπως ήταν ξαπλωμένος, ήρεμος και άπραγος μέσα στα αίματα. Μια μάζα που δεν θύμιζε σε τίποτα τον σκληρό Μπάμπη, που περίμενε αγέρωχος στο σπίτι. "Ελπίζω να κατάλαβες, αν και κάπως αργά, πως κάποια πράγματα είναι καθαρά γυναικεία υπόθεση. Και η καλή νοικυρά δεν είναι δούλα και κυρά. Είναι σκύλα και κυρά."
[Αφιερώνεται εξαιρετικά στην Ιώ, θα καταλάβει γιατί....και σου χρωστάω και ένα ακόμα....σύντομα όμως.]