Ξύπνησε νωρίς το πρωί και απόλαυσε τον καφέ της, όπως συνήθιζε τα πρωινά που δεν δούλευε. Έπειτα οργάνωσε την μέρα της, έχοντας βέβαια πάντα στο μυαλό της ότι είχε έρθει εκείνη η μέρα. Είχε όμως αποφασίσει να μην την αγχώσει η σκέψη του "φονικού", πράγμα εύκολο αφού η λέξη "τίποτα" περιπλανιόταν μέρες τώρα μέσα της. Ντύθηκε και βγήκε από το σπίτι. Θα πήγαινε μια μεγάλη βόλτα. Οι περίπατοι της έκαναν καλό και τη βοηθούσαν να λειτουργήσει.
Μετά από αρκετό περπάτημα κάθισε σε ένα παγκάκι και άναψε ένα τσιγάρο. "Τίποτα. Δεν έχω κίνητρο. Αυτό μου λείπει σήμερα." σκέφτηκε και αμέσως ξέσπασε σε γέλια. Θυμήθηκε πόσες φορές είχε σκοτώσει κάποιον για πλάκα, αλλά την ίδια στιγμή το χαμόγελο χάθηκε. Δεν είχε ούτε για κάτι τετόιο διάθεση αυτή τη μέρα. Δεν πτοήθηκε όμως. Συνέχισε τη βόλτα και γύρισε σπίτι. Στο καταφύγιο της σίγουρα θα έβρισκε τη λύση.
Άνοιξε το blog της και έπειτα πήγε στην κουζίνα. Έφτιαξε ένα ποτό και επέστρεψε στην δερμάτινη, αναπαυτική πολυθρόνα της. Ξεκίνησε να γράφει, πιστεύοντας ότι η έμπνευση θα την ακολουθούσε όπως όλες τις άλλες φορές. Μα η σελίδα παρέμενε λευκή. Τότε σκέφτηκε να κάνει ότι οι αναγνώστες της και άρχισε να διαβάζει τις παλιές της ιστορίες. Κάτι που δεν συνήθιζε ποτέ. Ό,τι έγραφε το πέρναγε στη σφαίρα του παρελθόντος και το άφηνε εκεί. Ενώ διάβαζε σκεφτόταν την διαδικασία της κάθε ιστορίας.
Πρώτα έβρισκε το θύμα της, αν και κάποιες φορές την έβρισκε εκείνο. Μετά έστηνε το σκηνικό της. Τις περισσότερες φορές το έκανε για πλάκα και το αποτέλεσμα έβγαινε αστείο. Τις πιο ουσιώδεις όμως ιστορίες τις έγραφε για εκτόνωση και το αποτέλεσμα ήταν φρικαλέο. "Πόσο θυμό μπορεί να κρύβεις;" την είχε ρωτήσε η Ιώ. "Τουλάχιστον έτσι τον εκτονώνω." της είχε απαντήσει η Orestis, που τότε πίστευε πως αυτό αρκούσε. Το έβγαζε από μέσα της και συνέχιζε. Αυτή τη διαδικασία ακολουθούσε κάθε φορά, σε τέτοιο βαθμό που κάποιες στιγμές της φαινόταν σαν ιεροτελεστία.
Εκείνη τη μέρα όμως ένιωθε πως δεν είχε κάτι να εκτονώσει. Ούτε νεύρα, ούτε θυμό, μόνο το τίποτα, που γυρόφερνε στο μυαλό της, της είχε μείνει. Έφτιαξε ένα δεύτερο ποτό, άναψε κι ένα τσιγάρο ακόμα και συνέχισε την ανάγνωση. Στην τελευταία ιστορία είχε βγάλει το πόρισμα. Θα ξεκινούσε να γράφει και σε λίγη ώρα θα το είχε έτοιμο. Θα έβρισκε κάποιο θύμα, κάποια γελοία αφορμή και θα το σκότωνε. Όμως τότε δεν θα υπήρχε πλέον καμία ιεροτελεστία. Μόνο η συνήθεια μιας επιτυχήμενης συνταγής, που καιρό τώρα ακολουθούσε.
Χωρίς δεύτερη σκέψη, πήγε στη διαχείριση του ιστολογίου της, στην επιλογή διαγραφή. "Ιδού το κίνητρο μου. Τίποτα." σκέφτηκε και πάτησε το κυμπί για να διαγράψει το blog. "Είναι η μοναδική φορά που δεν χρειάστηκε να γράψω για να σκοτώσω. Ευτυχώς η συνήθεια πεθαίνει εύκολα." μονολόγησε και σηκώθηκε από την πολυθρόνα της.