Ήταν ένα ήρεμο πρωινό του Απριλίου. Η άνοιξη είχε δώσει για τα καλά το στίγμα της. Η Λουίζα ετοιμάστηκε όπως πάντα, κάθε Παρασκευή, και κατευθύνθηκε στη στάση του λεωφορείου. Στη διαδρομή ετοίμαζε τις τελευταίες λεπτομέρειες, για να είναι πανέτοιμη να ξεκινήσει με το που θα έφτανε. Στη διάρκεια της διαδρομής άκουγε μουσική για να χαλαρώσει και άφηνε τη σκέψη της να ταξιδέψει. Όταν έφτασε, κατέβηκε και περπάτησε στον πεζόδρομο, που σε λίγο θα γέμιζε με ανθρώπους και ήχους, με προορισμό το γνωστό σημείο.
Έπαιρνε τον καφέ της και καθόταν στο πεζούλι. Έστηνε το καβαλέτο της, άναβε ένα τσιγάρο και όταν το τελείωνε ανακάτευε τα χρώματα. Δεν είχε ποτέ συγκεκριμένο θέμα, πάντα εμπνεόταν από τη στιγμή και την άφηνε να την οδηγεί. Στην αρχή ένιωθε πως η παρουσία της ενοχλούσε. Με τον καιρό όμως γνωρίστηκε με τον κόσμο από τα διπλανά μαγαζιά, που όχι απλά την περίμεναν κάθε Παρασκευή, αλλά πολλοί ήταν πρόθυμοι να της ποζάρουν. Δεν ένιωθε πιά να ενοχλεί, αλλά να συμπληρώνει το τοπίο.
Ήταν μία τέτοια Παρασκευή όταν άλλαξε διαδρομή. Ήθελε να δώσει άλλη πορεία στην δημιουργία της. Και ξαφνικά τον είδε. Μια μελαχροινή φιγούρα που περπατούσε δίπλα της. Προσπέρασε και συνέχισε το δρόμο της. Μάταια όλο το πρωί προσπαθούσε να την αποτυπώσει στον καμβά. Το αποτέλεσμα έβγαινε θολό, ασυμπλήρωτο. Άναψε ένα τσιγάρο και ενώ το κάπνιζε χάζευε τον δρόμο και τον κόσμο που περνούσε. Και τότε τον ξαναείδε, να στέκεται στην είσοδο του καταστήματος και να την κοιτάζει.
Δεν ξαφνιάστηκε. Όλα τα πρώτα βλέμματα που έπεφταν πάνω της έμοιαζαν ίδια, να την κοιτούν περίεργα. Μα εκείνος την κοίταξε ξανά, με άλλο βλέμμα, το ίδιο που είχε από τότε κάθε Παρασκευή. Όμως το έργο της παρέμενε κενό. Μα δεν επιχείρησε να το τελειώσει. Φοβόταν να το αποτυπώσει στον καμβά. Ήθελε να το κρατήσει στη μνήμη της, μέχρι να το συνδυάσει με τον ήχο της φωνής του. Και το κράτησε για πολύ καιρό, παρόλο που χάθηκε το βλέμμα και ο ήχος δεν ερχόταν. Τόσο που πλέον είχε ξεθωριάσει κι ας είχε πείσει τον εαυτό της πως θα το ξανασυναντούσε αυτό το βλέμμα και θα το έντυνε με ήχο.
Μία Παρασκευή ξύπνησε μα δεν πήγε στο πεζούλι της. Έμεινε σπίτι και τελείωσε το σκίτσο που είχε αρχίσει τότε. Ένιωθε πως τώρα μπορούσε να το ολοκλήρωσει, δεν είχε νόημα να το κρατάει άλλο για την ίδια. Έβαλε την υπογραφή της και τον τίτλο "Παραμύθι", γιατί θεώρησε πως το παραμύθι της είχε τελείωσει. Τώρα μπορούσε να το εκθέσει σε κοινή θέα και η ετήσια έκθεση των σπουδαστών της σχολής της, ήταν η κατάλληλη ευκαιρία.
Πήγε στην έκθεση την τελευταία μέρα, αργά το απόγευμα λίγο πριν κλείσει για το κοινό. Μπήκε στην αίθουσα και χάζευε τα έργα. Στάθηκε στο δικό της και το κοίταζε. Είχε καιρό να δει αυτό το βλέμμα, που την γέμιζε με ένα αίσθημα πληρότητας από τη μία, και απόλυτου κενού από την άλλη."Γιατί;" άκουσε μια φωνή, μα δεν γύρισε να δει. Ήξερε πως η φωνή ήταν δική του. "Γιατί στη δική μου ζωή τα παραμύθια δεν έχουν χαρούμενο τέλος." είπε και τότε γύρισε και τον κοίταξε. Φυλάκισε ξανά το βλέμμα του στο μυαλό της και έφυγε.
Περπάτησε αργά προς την έξοδο χωρίς να κοιτάξει πίσω. Βγήκε στο δρόμο και προχώρησε μερικά βήματα. Τότε ένιωσε ένα χέρι στον ώμο της και σταμάτησε. Εκείνος πήγε και στάθηκε δίπλα της. Έβαλε στην τσέπη της το ταμπελάκι με τον τίτλο του έργου της, την έπιασε από το χέρι και περπάτησαν στον έρημο πλέον δρόμο.
[Κανονικά η ιστορία τελειώνει χωρίς την τελευταία παράγραφο, αλλά τα καλοκαίρια θέλουν παραμύθια και όχι φονικά.]