Πέμπτη 25 Δεκεμβρίου 2008

Εναλλακτικά Χριστούγεννα 2

"Περπάτησε αρκετά μέσα στο κρύο. Δεν ήταν παρά λίγες μέρες στην πολή και δεν ήξερε ακόμα τα στέκια. Όχι ότι είχε και πολλά. Κάποια στιγμή βρέθηκε μπορστά στην πόρτα από το μπαράκι. Δεν ήταν σίγουρη πως ήταν αυτό που της είχαν πει, ήταν όμως σίγουρη πως σε αυτό θα έμπαινε. Το κρύο δεν της επέτρεπε άλλες περιπλανήσεις. Μπήκε και κάθισε στη γωνία του μπαρ και περίμενε να παραγγείλει. Δεν είχε πολύ κόσμο, αλλά δεν της προξένησε εντύπωση. "Χριστούγεννα είναι, θα τα περάσουν με τους δικούς τους." σκέφτηκε, αλλά γρήγορα τη διέκοψε ο μπάρμαν, που ήρθε για παραγγελία. Δεν πήρε πόρτο αυτή τη φορά. Παρήγγειλε ένα ουίσκι με πάγο. Ο Μπάρμαν μάλλον κατάλαβε πως ήταν ξένη, αφού μόλις της έφερε το ποτό της είπε Καλά Χριστούγεννα.
Εκείνη απάντησε πως προτιμούσε το σκέτο χρόνια πολλά γιατί -για να τον προλάβει- ήταν τα γενεθλιά της. Χαμογέλασε σε αυτό. Πάντα χρησιμοποιούσε αυτή τη δικαιολογία, για όλες τις γιορτές που την έβρισκαν μόνη να τα πίνει σε κάποιο μπαρ. Εκείνος την κέρασε το δέυτερο και δεν έκανε άλλες ερωτήσεις. Ξαφνικά ένιωσε να κάθεται δίπλα της ένας τύπος που μέχρι εκείνη την στιγμή καθόταν στην άλλη μεριά του μαγαζιού. Ήταν έτοιμη για το τι θα έλεγε, όμως περίμενε να την ρωτήσει. Πράγματι τη ρώτησε τι έκανε εκεί. Δεν μπορούσε να καταλάβει πως όλοι καταλάβαιναν αμέσως ότι ήταν ξένη. Της είχαν πει όμως, πως το Αβέιρο, όντας καθαρά βιομηχανική πολή δεν προσφέρεται για τουρισμό και πως ίσως τέτοιες μέρες να συναντούσε δυσκολίες από τους ντόπιους.
Η επιθυμία της όμως να πάει στην Πορτογαλία και μάλιστα σε αυτή την πόλη κοντά στην ακτή του ατλαντικού ωκεανού είχε υπερνικήσει όλες τις φοβίες. Αν και ο συγκεκριμένος ντόπιος δεν της έφερε καμία δυσκολία. Τα ήπιαν και τα είπαν σαν δυο καλά φιλαράκια. Του έκανε εντύπωση που, όπως του είπε είχε σηκωθεί ένα πρωί και είχε φύγει. Μέσα της το ετοίμαζε καιρό, αλλά όπως του είπε οι καλύτερες αποφάσεις είναι εκείνες που παίρνει η καρδιά στα ξαφνικά....."
Κάπου εκεί η Νεφέλη αποφάσισε πως η ιστορία έπαιρνε άλλη τροπή από αυτή που ήθελε να της δώσει και δεν κάθισε να την περιεργαστεί. Άφησε τα χαρτιά ανοιχτά στο γραφείο της και πήγε στην κουνιστή πολυθρόνα της. Μέσα της το πίστευε πλέον, αφού δεν είχε καταγράψει εγκαίρως όσα ήθελε να θυμάται τώρα ήταν αργά. Είχε φτάσει σχεδόν τα 90 και η μνήμη εξασθενούσε μέρα με τη μέρα. Η απόσταση που εκείνοι είχαν βάλει ανάμεσα τώρα γινόταν πραγματικότητα και για την ίδια. Παρόλο που πίστευε πως ειδικά εκείνη, την τελευταία μέρα, όχι απλά θα την θυμόταν, αλλά θα μπορούσε να την αποδώσει λεκτικά.
Δεν πτοήθηκε. Κατέληξε πως ήταν πιο σημαντικό να κρατάει μέσα της την ανάμνηση του το ότι για μία φορά, αλλά ουσιαστική, είχε αποφασίσει εκείνη να φύγει από αυτούς που αγαπούσε, αντί να περιμένει να την αφήσουν εκείνοι πρώτοι. Και ότι είχε περάσει σχεδόν όλα τα χρόνια της ζωής της με αυτό, της ήταν περισσότερο αν όχι αρκετό,από μια ίσως ανόητη και συναισθηματική ιστορία με όχι happy end, για μια ζωή, που η ίδια είχε επιλέξει να αφήσει πίσω της.
Γύρισε στο γραφείο κι έσκισε ό,τι είχε γράψει. "Αφού πλέον δεν υπάρχει ούτε στο μυαλό, καλύτερα να μην υπάρχει ούτε στο χαρτί. Μου φτάνει, που έζησα με αυτή την απόφαση και την υπερασπίστηκα ως το τέλος."
[Θα ήθελα πάρα πολύ να πω, πως φέτος αποφάσισα να κάνω γιορτές μακριά από αυτούς που αγαπώ.....μα υπάρχουν ενστάσεις στο αποφάσισα....αποφάσισα όμως, για λόγους που δεν μπορώ να αναφέρω, πως αποφάσισα να κάνω γιορτές με τον εαυτό μου, και αυτό είναι πιο σημαντικό και στην ουσία του, πιο ειλικρινές]
...Για σένα...που ξέρεις πως πάντα σε κουβαλάω όπου κι αν πάω όπου κι αν βρεθώ.

Εναλλακτικά Χριστούγενννα

Δεν ήταν σίγουρη τι της έφταιγε. Λίγο η μελαγχολία των γιορτών που πλησίαζαν, λίγο το δικό της μόνιμο σκοτάδι, ο συνδυασμός θανατηφόρος. Δεν το είχε προγραμματίσει. Απλά πίστευε πως τις γιορτές είναι καλό να της περνάς κοντά στους ανθρώπους που αγαπάς. Και εκείνη καθόταν προπαραμονή Χριστουγέννων μόνη της στο πάτωμα αγκαλιά με το ποτό και τα δάκρυα. "Δεν είναι δυνατό να συμβαίνει αυτό. Πώς έγιναν όλα έτσι;" αναρωτήθηκε και σηκώθηκε απότομα και πήγε στον καθρέπτη.
Κοίταζε τη μορφή της, για την ακρίβεια την περιεργαζόταν με έναν τρόπο όπως ποτέ πριν. Δεν είχε καμία πρόσκληση για κανένα ρεβεγιόν, κανένας φίλος της δεν θα έμενε στην πόλη. Θα απόμενε μόνη και μάλιστα χωρίς αυτό να είναι δική της επιλογή. Της γύρισε το μάτι. "Τις γιορτές τις περνάμε με αυτούς που αγαπάμε και μας αγαπούν....." τότε έλαμψε μέσα της η σκέψη, πως η ίδια μπορεί να αγαπούσε, αλλά τελικά ίσως να μην αγαπιόταν.
Έπεσε για ύπνο με το μυαλό θολό. Προσπαθούσε να μην σκέφτεται τίποτα. Θα έλεγε τα κάλαντα όπως κάθε χρόνο για πλάκα στους φίλους της και θα προσποιούνταν πως όλα είναι κανονικά. Με αυτή τη σκέψη ξύπνησε. Έφτιαξε τον καφέ της, κάπνισε το τσιγάρο της και άρχισε να ετοιμάζεται. Κάθε χρόνο ένιωθε γελοία μετο κοστούμι του Άγιου Βασίλη, κάθε χρόνο το φορούσε. Όταν ετοιμάστηκε, κατέβηκε και μπήκε στο αυτοκίνητο. Θα ξεκινούσε από το σπίτι της Τίνας.
Πάντα ήταν η πρώτη της επιλογή σε όλα. Έφτασε και της χτύπησε το κουδούνι. Αν και ήταν πρωί δεν φοβήθηκε να μην την ξυπνήσει. Θα έφευγε ταξίδι οπότε θα ήταν ξύπνια. Η Τίνα της άνοιξε, μπήκε μέσα αντί να αρχίσει το τραγούδι από την πόρτα, όπως έκανε κάθε χρόνο. Φυσικά δεν της έδινε λεφτά μετά. Έπιναν το καφεδάκι τους και πήγαιναν μαζί στους υπόλοιπους. Μα φέτος θα έπρεπε να συνεχίσει μόνη της. Δεν το σκέφτηκε πολύ. Ενώ χτυπούσε τη βέργα στο τρίγωνο και εκεινη την κοίταζε από τον καναπέ ενήργησε ενστικτωδώς. Την πλησίασε και αστραπιαία κάρφωσε τη βέργα στην αριστερή καρωτίδα της Τίνας. Η αιμοραγία θα την σκότωνε σύντομα.
Πήγε στην κουζίνα και έβαλε μια κούπα καφέ. Μέχρι να τον έπινε θα είχε πεθάνει. Όταν έπεσε νεκρή στο πάτωμα, τα είχε ήδη σκεφτεί όλα. Την ξάπλωσε στο πάτωμα. Πρόσεξε τα χέρια της. Πάντα λάτρευε τα χέρια της. "Με εσάς λοιπόν θα κάνω Χριστούγεννα." είπε στον εαυτό της ενώ της έκοβε το αριστερό χέρι. Το έβαλε σε συσκευασία δώρου και έφυγε για τον επόμενο.
Μέχρι αργά το μεσημέρι είχε πάει και είχε "πει τα κάλαντα" σε όλους τους φίλους της. Τους είχε σκοτώσει όλους και είχε κόψει και συσκευάσει το αγαπημένο της μέρος του σώματος τους. Γύρισε κουρασμένη στο σπίτι και έβαλε όλα τα δώρα κάτω από το δέντρο της. Πέρασε ήρεμα την υπόλοιπη μέρα της και το βράδυ ξάπλωσε νωρίς για να σηκωθεί επίσης νωρίς να γιορτάσει τα Χριστούγεννα.
Το πρωί ξύπνησε με μια απίστευτη γαλήνη. Ήταν Χριστούγεννα και θα τα περνούσε με όλους όσους αγαπούσε. 'Εφτιαξε τον καφέ της, άνοιξε το ράδιο, κάπνισε το πρώτο τσιγάρο και μετά αποφάσισε πως είχε έρθει η ώρα να ανοίξει τα δώρα της. Το πρώτο κουτί περιείχε το χέρι της Τίνας. Το άνοιξε και το ακούμπησε δίπλα της. Το δέυτερο είχε το πόδι του Χρήστου, το άφησε και αυτό δίπλα της στο πάτωμα. Μετά άνοιξε τα κουτιά με τα μέλη των Άρη και Νίνας και τελευταίο είχε αφήσει το κουτί του Μάνου. Αυτό ήταν και το πιο μεγάλο, καθώς περιείχε το κεφάλι του.
Τα τοποθετησε όλα δίπλα της και σηκώθηκε., Είχε φτάσει μεσημέρι και έπρεπε να ετοιμάσει το τραπέζι. Σήμερα βέβαια θα έτρωγε στο πάτωμα. Έβαλε τα φαγητά δίπλα στα μέλη των φίλων της και γέμισε το ποτήρι της με κρασί. "Καλά Χριστούγεννα να έχουμε." είπε δυνατά, μα τώρα το πίστευε, καθώς είχε βρει τον τρόπο να περάσει τελικά αυτές τις γιορτές κοντά σε αυτούς που αγαπούσε.

Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου 2008

Nερό

Βροχή ψιλή, αραιή
δεν μουσκεύει το χώμα,
χαϊδεύει τις μνήμες.
Βροχή κάθετη, πυκνή
υγραίνει το σώμα,
ξυπνάει τις θύμησες.
Βροχή διάγωνια, ορμητική
σαρώνει τα πάντα,
τις προκαλεί.
Με όσουςτρόπους κι αν πέφτει
παραμένει νερό....
όσους τρόπους κι αν έψαξα
ακόμα δεν ξέχασα.
[Δεν ξέρω αν φταίει η βροχή ή η μυρωδιά που παίρνει το χώμα...]