"Περπάτησε αρκετά μέσα στο κρύο. Δεν ήταν παρά λίγες μέρες στην πολή και δεν ήξερε ακόμα τα στέκια. Όχι ότι είχε και πολλά. Κάποια στιγμή βρέθηκε μπορστά στην πόρτα από το μπαράκι. Δεν ήταν σίγουρη πως ήταν αυτό που της είχαν πει, ήταν όμως σίγουρη πως σε αυτό θα έμπαινε. Το κρύο δεν της επέτρεπε άλλες περιπλανήσεις. Μπήκε και κάθισε στη γωνία του μπαρ και περίμενε να παραγγείλει. Δεν είχε πολύ κόσμο, αλλά δεν της προξένησε εντύπωση. "Χριστούγεννα είναι, θα τα περάσουν με τους δικούς τους." σκέφτηκε, αλλά γρήγορα τη διέκοψε ο μπάρμαν, που ήρθε για παραγγελία. Δεν πήρε πόρτο αυτή τη φορά. Παρήγγειλε ένα ουίσκι με πάγο. Ο Μπάρμαν μάλλον κατάλαβε πως ήταν ξένη, αφού μόλις της έφερε το ποτό της είπε Καλά Χριστούγεννα.
Εκείνη απάντησε πως προτιμούσε το σκέτο χρόνια πολλά γιατί -για να τον προλάβει- ήταν τα γενεθλιά της. Χαμογέλασε σε αυτό. Πάντα χρησιμοποιούσε αυτή τη δικαιολογία, για όλες τις γιορτές που την έβρισκαν μόνη να τα πίνει σε κάποιο μπαρ. Εκείνος την κέρασε το δέυτερο και δεν έκανε άλλες ερωτήσεις. Ξαφνικά ένιωσε να κάθεται δίπλα της ένας τύπος που μέχρι εκείνη την στιγμή καθόταν στην άλλη μεριά του μαγαζιού. Ήταν έτοιμη για το τι θα έλεγε, όμως περίμενε να την ρωτήσει. Πράγματι τη ρώτησε τι έκανε εκεί. Δεν μπορούσε να καταλάβει πως όλοι καταλάβαιναν αμέσως ότι ήταν ξένη. Της είχαν πει όμως, πως το Αβέιρο, όντας καθαρά βιομηχανική πολή δεν προσφέρεται για τουρισμό και πως ίσως τέτοιες μέρες να συναντούσε δυσκολίες από τους ντόπιους.
Η επιθυμία της όμως να πάει στην Πορτογαλία και μάλιστα σε αυτή την πόλη κοντά στην ακτή του ατλαντικού ωκεανού είχε υπερνικήσει όλες τις φοβίες. Αν και ο συγκεκριμένος ντόπιος δεν της έφερε καμία δυσκολία. Τα ήπιαν και τα είπαν σαν δυο καλά φιλαράκια. Του έκανε εντύπωση που, όπως του είπε είχε σηκωθεί ένα πρωί και είχε φύγει. Μέσα της το ετοίμαζε καιρό, αλλά όπως του είπε οι καλύτερες αποφάσεις είναι εκείνες που παίρνει η καρδιά στα ξαφνικά....."
Κάπου εκεί η Νεφέλη αποφάσισε πως η ιστορία έπαιρνε άλλη τροπή από αυτή που ήθελε να της δώσει και δεν κάθισε να την περιεργαστεί. Άφησε τα χαρτιά ανοιχτά στο γραφείο της και πήγε στην κουνιστή πολυθρόνα της. Μέσα της το πίστευε πλέον, αφού δεν είχε καταγράψει εγκαίρως όσα ήθελε να θυμάται τώρα ήταν αργά. Είχε φτάσει σχεδόν τα 90 και η μνήμη εξασθενούσε μέρα με τη μέρα. Η απόσταση που εκείνοι είχαν βάλει ανάμεσα τώρα γινόταν πραγματικότητα και για την ίδια. Παρόλο που πίστευε πως ειδικά εκείνη, την τελευταία μέρα, όχι απλά θα την θυμόταν, αλλά θα μπορούσε να την αποδώσει λεκτικά.
Δεν πτοήθηκε. Κατέληξε πως ήταν πιο σημαντικό να κρατάει μέσα της την ανάμνηση του το ότι για μία φορά, αλλά ουσιαστική, είχε αποφασίσει εκείνη να φύγει από αυτούς που αγαπούσε, αντί να περιμένει να την αφήσουν εκείνοι πρώτοι. Και ότι είχε περάσει σχεδόν όλα τα χρόνια της ζωής της με αυτό, της ήταν περισσότερο αν όχι αρκετό,από μια ίσως ανόητη και συναισθηματική ιστορία με όχι happy end, για μια ζωή, που η ίδια είχε επιλέξει να αφήσει πίσω της.
Γύρισε στο γραφείο κι έσκισε ό,τι είχε γράψει. "Αφού πλέον δεν υπάρχει ούτε στο μυαλό, καλύτερα να μην υπάρχει ούτε στο χαρτί. Μου φτάνει, που έζησα με αυτή την απόφαση και την υπερασπίστηκα ως το τέλος."
[Θα ήθελα πάρα πολύ να πω, πως φέτος αποφάσισα να κάνω γιορτές μακριά από αυτούς που αγαπώ.....μα υπάρχουν ενστάσεις στο αποφάσισα....αποφάσισα όμως, για λόγους που δεν μπορώ να αναφέρω, πως αποφάσισα να κάνω γιορτές με τον εαυτό μου, και αυτό είναι πιο σημαντικό και στην ουσία του, πιο ειλικρινές]
...Για σένα...που ξέρεις πως πάντα σε κουβαλάω όπου κι αν πάω όπου κι αν βρεθώ.