Σάββατο 10 Ιανουαρίου 2009

Κενό

Θα ονειρευτώ τίποτα

και κανέναν.

Θα κοιμηθώ με το κενό,

το ίδιο,

εκείνο που αντικρύζω όταν ξυπνάω.

Με τον καφέ μου σκούρο

και πικρό.

Στο διάβα του κόσμου

θα αλλάζω πρόσωπα,

και όχι προσωπεία

και θα καταθέτω τη γύμνια μου

στο χαλί της ζωής.

Και αυτές που θα ακούγονται

χωρίς να φαίνονται

θα είναι οι πατημασιές,

εκείνων,

που υπήρξαν φαντάσματα

τούτης της ψυχής.

Πέμπτη 8 Ιανουαρίου 2009

Όλα ή τίποτα


Τίποτα δεν μετράει


και όλα πονάνε σαν καρφιά.


Το όχι, που κανείς μας δεν λέει


μα δεν παραδέχεται το ναι


αφήνεται στο ίσως,


που γίνεται γρασίδι στην κοιλάδα του ποτέ.


Και απομένει το τότε


να θέλει να αγγίξει το πάντα,


μα επιστρέφει στη στιγμή που το γέννησε,


την μοναδική που το γέμισε,


εκείνη,


που δεν θέλησε τίποτα.




Δευτέρα 5 Ιανουαρίου 2009

Νέα αρχή (?)

Ώρες ολόκληρες καθόταν ανάμεσα σε σκόρπια χαρτιά και τετράδια, μπροστά από τη βιβλιοθήκη του παρελθόντος, όπως έλεγε. Γράμματα από φίλους και εραστές, μάρτυρες μιας ζωής που είχε καιρό τώρα αφήσει πίσω της. Πρόσωπα και καταστάσεις από το παρελθόν. Για πόσους δεν είχε ιδέα τι είχαν απογίνει. Πόσων είχε χάσει τα ίχνη και για πόσους είχε αφήσει να χαθούν τα δικά της. Και πάντα η ίδια, γλυκιά νοσταλγία να την οδηγεί να τα θυμηθεί, να τα σκαλίσει. Νοσταλγία που γινόταν θρήνος όταν έφτανε στα δικά τους.
Του Μάνου τα διάβαζε όλα. Ήταν ο πρώτος που έφυγε και είχε φροντίσει να αφήνει πάντα κάποιο ίχνος, κάποιο σημάδι ζωής. Ώσπου ένα πρωινό, αποφάσισε να σβήσει μόνη της και το παραμικρό σημάδι της ύπαρξης του. Του Γιάννη δεν άντεχε. Κάπου στη μέση την έπνιγαν τα δάκρυα και έκλεινε το τετράδιο σαν τρελή. Έτρεχε στο δωμάτιο του Άρη, βεβαιωνόταν ότι κοιμόταν σκεπασμένος και τον αγκάλιαζε σαν να ήταν η τελευταία φορά που τον έβλεπε. Πολλές φορές την έπαιρνε ο ύπνος εκεί και ξύπναγε με την ερώτηση του στα αυτιά της "Ρε μαμά, τι έπαθες πάλι;". Εκείνη τον κοίταζε βουβή και ευτυχισμένη, τον φιλούσε και σηκωνόταν να φτιάξει πρωινό.
Παρόλο που πλησίαζε τα 40, ποτέ δεν είχε σκεφτεί έτσι. Πάντα νοσταλγούσε αυτούς που έφυγαν, αλλά πάντα έβρισκε παρηγοριά στο γιό της. Το κειμείλιο ένος έρωτα όπως έλεγε. Τώρα όμως που είχε φύγει και αυτός-γιατί το παιδί ήθελε να σπουδάσει- ένιωθε αλλιώς. Το βάρος όλων αυτών που είχαν φύγει έμοιαζε αβάσταχτο. Η μοναξιά τώρα είχε άλλη μορφή, ακριβώς επειδή δεν είχε η ίδια επιλέξει. Τότε θυμήθηκε την Ελένη.
Πήρε το κουτί της. Γέλασε, επειδή το είχε στη βιβλιοθήκη με τα πρόσωπα του παρόντος, παρόλο που εκείνη την είχε διώξει, για χάρη του Άρη. Θυμήθηκε εκείνο, το τελευταίο βράδυ στο σπίτι της Ελένης, με μάτια υγρά, να της λέει, πως προέχει ο γιος της και πως δεν μπορεί να υποστηρίξει αυτό που γινόταν μεταξύ τους. Μετά να τρέχει σπίτι και να τον αγκαλιάζει και να νιώθει πως ο κόσμος σταματά εκεί, με το γιο της στην αγκαλιά της.
Μα ο κόσμος δεν σταμάτησε. Και βρισκόταν εκεί, με την αγκαλιά άδεια και την καρδιά κενή. Μέσα στα κλάματα, άπλωσε το χέρι και έπεσε σε έναν φάκελο. Είχε ένα γράμμα της Ελένης και ένα ζευγάρι κλειδιά. Δεν ήξερε αν θα την περίμενε, αν τα κλειδιά θα άνοιγαν την πόρτα. Ήξερε μόνο πως ήθελε να βρεθεί, εκεί δίπλα της, να ξαπλώσει, να ακουμπήσει το κεφάλι στον ώμο της και να νιώσει, ασφάλεια, πως δεν φεύγουν όλοι. Πως υπάρχουν άνθρωποι που μένουν, για τον πολύ απλό λόγο, επειδή αυτό είναι που θέλουν.
Δεν ήξερε αν το ζούσε, αλλά κοιμήθηκε με την αίσθηση της Ελένης δίπλα της. Μόνο το πρωί, που την ξύπνησε, κατάλαβε πως όλα ήταν αληθινά. Και το τηλέφωνο του Άρη, απλά μεγάλωσε την ευτυχία της και δεν την καθόρισε, αυτή τη φορά.