Απρόσμενα ξύπνησε η μνήμη της εκείνο το βράδυ. Απρόσμενα εύκολα και βίαια. Με μια βία που νόμιζε πως είχε αφήσει πίσω της από καιρό. Μα όπως φάνηκε απλά κοιμόταν ήρεμα μέχρι να χορτάσει ύπνο και να γυρίσει πίσω. Πιο γεμάτη και πιο αχόρταγη.
Δεν είχε καταλάβει τίποτα εκείνο το πρωί. Μόνο μια περίεργη αίσθηση, που πάντα την απέδιδε στα όνειρα που δεν θυμόταν. Μα το όνειρο της προηγούμενης νύχτας ήρθε καθαρά μπροστά της σαν εικόνα. Σε μια στιγμή. Όταν έχοντας γυρίσει σπίτι από μια μέρα γεμάτη ένταση έβαλε ένα κόκκινο κρασί και κάθισε με το μπουρνούζι της μετά το μπάνιο στον καναπέ. Όταν το κρασί χύθηκε στο μπωλ με τα φυστίκια. Όταν ενστικτωδώς έβαλε το χέρι της μέσα στο μπωλ. Τότε ξεκίνησαν όλα.
Θυμήθηκε τη ζωή στην Ολλανδία. Το Άμστερνταμ και το πόσο ήθελε να πάει εκεί. Όλα όσα την είχαν οδηγήσει εκεί. Ο πόνος, ο θυμός και τελικά η οργή της, το μοναδικό συναίσθημα που η πόλη δεν είχε καταφέρει να κατευνάσει. Έπειτα τον Κάρστεν. Θυμήθηκε πόσο της άρεσε που στα λατινικά σήμαινε χριστιανός. Πόσο οικείο τον ένιωθε. Όχι μόνο λόγο ονόματος αλλά και γι αυτό που ήταν ως άνθρωπος. Τις όμορφες μέρες που μοιράστηκαν. Τη μετάλλαξη του λίγο καιρό αργότερα. Τότε που "ο έρωτας τα άλλαξε όλα" όπως χαρακτηριστικά έλεγε. Την φαινομενικά ήρεμη ζωή της εκεί μαζί του, που την βίωνε στην ουσία της σαν ρουτίνα. Μια ρουτίνα φρικιαστική, όταν εκείνος άρχισε τις ζήλιες.
Τα μάτια της δάκρυσαν όταν έφερε στη μνήμη της το πρόσωπό του. Τόσο όμορφο και γαλήνιο. Ούτε που κατάλαβε πότε μετατράπηκε στον τύραννο που τόσο είχε μισήσει. Τον ίδιο τύραννο που εξαιτίας του άφησε τα πάντα πίσω της, με σκοπό να μην τον ξανασυναντήσει. Και βρέθηκε να τον έχει δίπλα της, γύρω της και κυρίως μέσα της.
Σχεδόν αυτόματα και δίχως σκέψη πήρε ένα τσιγάρο και το άναψε. Έπιασε το μπουκάλι και άρχισε να κατεβάζει το κρασί. Η σκέψη της είχε πάρει μπροστά και δεν ήταν στο χέρι της να την σταματήσει.
Είδε ξανά την νύχτα εκείνη. Που αποφάσισε να αφήσει το μόνο πράγμα που πήρε τελικά μαζί της να ξεχυθεί σαν χείμαρρος ενάντια, όχι πλέον στον Κάρστεν, μα στον τύραννο από τον οποίο τόσο ήθελε να ξεφύγει και άφησε την οργή να τα κανονίσει όλα. Πράγμα που έκανε ξανά και ξανά. Ενάντια σε όλους εκείνους που έκτοτε πρόσπαθησαν να τη βάλουν στο οποιοδήποτε καλούπι. Και ανάμεσα σε εκείνη τη μοναδική ευχάριστη στιγμή της ανάμνησης, ήρθε μια αναλαμπή να ανατρέψει τα πάντα.
Και απόμεινε μετέωρη στον καναπέ κοιτώντας τα χέρια της. Παρατηρώντας τα μάλλον, για αρκετή ώρα. Αυτή η λευκή σάρκα με το περιποιημένο μανικιούρ, που ενώ φαινόταν τέλεια, περίμενε τη στιγμή εκείνη που θα βεβαίωνε την τελειότητα της. Θα πιστοποιούσε την ταυτότητα της, όχι όμως και την ύπαρξη της. Πάντα αυτό σκεφτόταν όταν τα βύθιζε στο μπολάκι με τη δική τους ύπαρξη. Πάντα τη ρουφούσε όλη. Έχωνε τα δάχτυλα της στο μπωλ και έπαιρνε κάθε ίνα τους, κάθε φλέβα του κορμιού τους, αφουγκραζόταν κάθε απόκρυφη πτυχή της σκέψης τους, βίωνε την ουσία τους και μετά την έκανε δική της, προσπαθώντας να πιστοποιήσει την δική της ταυτότητα. Και πάντα παρούσα η ίδια ηρεμία. Σαν ιεροτελεστία, αφού τους είχε "κοιμήσει" συνήθως με κάποιον ήρεμο τρόπο. Μετά την έπιανε η μανία. Μετά ήθελε να χύσουν και άλλο αίμα. Μετά τους κατακρεουργούσε για να το αποκτήσει. Και το όνομα. Ποιο αστείο όνομα για εκείνη την περίοδο δεν θα μπορούσε να βρει. Κι ας ένιωθε μέσα της πως απέπνεεε κάτι το ηγετικό.
Και τώρα ενώ νόμιζε πως φεύγοντας από την Ολλανδία, είχε ξεμπερδέψει με τις ταυτότητες ήθελε να τη ζήσει ξανά αυτή την εμπειρία. Παρόλο που πίστευε πως πλέον δεν είχε ανάγκη από ταυτότητες. Σβήνοντας το τσιγάρο άφησε ένα τρανταχτό γέλιο. Δεν τολμούσε να πιστέψει πως τόσα χρόνια ζούσε σε μια πλάνη. Μα το ένστικτο της δεν της είχε πει ποτέ ψέματα. Ντύθηκε και ξεκίνησε για το σπίτι του. Εκεί πίστευε πως θα τα ξεδιάλυνε όλα.
Όταν έφτασε, ο Χριστόφορος, ήταν αραχτός στον καναπέ. Έκανε μια προσπάθεια να κατευνάσει τον εαυτό της με το σεξ. Δεν της έφτασε. Ήθελε την ύπαρξη του, ήθελε να νιώσει την ουσία του και αυτό μόνο με έναν τρόπο ήξερε να το κάνει.
Πήρε νωχελικά το μαντήλι, μα δεν του έδεσε τα χέρια όπως εκείνος περίμενε. Το έδεσε χαλαρά γύρω από το λαιμό του, κρατώντας τις δυο άκρες του στα δικά της. Όταν είδε πως ήταν αρκετά παθιασμένος άρχισε να τις σφίγει. Όταν ένιωσε την ηδονή να γίνεται πόνος, συνέχισε να τις σφίγει μανιασμένα, μέχρι που ο Χριστόφορος σταμάτησε να αντιδρά. Τον κοίταξε λίγο έτσι όπως είχε πέσει ακούνητος στον καναπέ. Τώρα ήξερε. Τώρα δεν υπήρχε περιθώριο λάθους.
Πήρε ήρεμα τον χαρτοκόπτη του και άρχισε να του κόβει το σώμα και να συλλέγει το αίμα του. Περίμενε χρόνια γι' αυτή τη στιγμή, της απόλυτης βίωσης, της απόλυτης ολοκλήρωσης. Γιατί τώρα κατείχε κάτι που δεν είχε πριν. Τώρα είχε την γνώση όλου αυτού.
Έβαλε τα δάχτυλα της μέσα στο μπωλ με το αίμα, που ήταν ακόμα ζεστό. Τα έπαιξε μέσα στο υγρό, σαν δεξιοτέχνης. Τα άφησε να ποτίσουν από εκείνον. Πόσο όμορφη ήταν αυτή η αίσθηση τώρα που είχε πλήρη επίγνωση. Σηκώθηκε έπειτα από ώρα. Έφτιαξε ένα ποτό και κάθισε στον καναπέ, χαμογελώντας. Για χρόνια νόμιζε πως όλο αυτό ήταν μια ταυτότητα, που ίσως η ίδια να ήθελε να αποδώσει στον εαυτό της. Τελικά ήταν η ίδια η ύπαρξη της, από την οποία όσο και αν ήθελε δεν μπορούσε να ξεφύγει. Μια ύπαρξη από την οποία δεν χρειαζόταν να ξεφύγει, αλλά την οποία χρειαζόταν να θρέψει. Τότε σηκώθηκε με το ποτήρι στο χέρι και κοιτώντας τον Χριστόφορο έκανε μια πρόποση.
"Μετά από χρόνια μπορώ να πω, πως με λένε Παπαστρουμφ και σκοτώνω για να "ταίσω" την ύπαρξη μου με όσους ηθελημένα ή μη έχουν την πρόθεση να δώσουν τη δική τους."