Είναι ένα από τα όμορφα ανοιξιάτικα πρωινά στο Άμστερνταμ. Είναι από τα πρωινά εκείνα, που προσπερνώ την ιεροτελεστία του πρώτου καφέ και φτιάχνοντάς τον βιαστικά, ανυπομονώ να βυθιστώ στην πολυθρόνα του γραφείου μου. Εκεί, χωμένος στις στοίβες από τα γραπτά μου, το μυαλό μου δεν χάνεται στο γκρίζο των τοίχων. Αρκεί μια ματιά έξω, ανάμεσα στο άνοιγμα από τις κουρτίνες, στη θέα των καναλιών και του ήλιου που διαγράφει πορείες επάνω τους, για να γαληνέψω. Να κλείσω τα μάτια και να σκεφτώ κάτι όμορφο.
Σκέψεις και αναμνήσεις αρχίζουν έναν αέναο χορό στο κεφάλι μου. Η θύμιση τους άλλοτε ολοκάθαρη, άλλοτε θολή. Η δική της ισχυρή και δυσάρεστα έντονη. Ακόμα και τώρα, που διανύω την πέμπτη δεκαετία της ζωής μου, η μορφή της μητέρας μου με εξουσιάζει ή τουλάχιστον έτσι νιώθω. Αν και ποτέ της δεν θέλησε να με κάνει μαμάκια, με έναν τρόπο, επωμίστηκα αυτόν τον ρόλο και τον υποστήριξα σε όλη τη διάρκεια της κοινής μας συνύπαρξης.
Κάπως έτσι βρέθηκα κοντά στα 30 μου παντρεμένος με τη Φλώρα. Ήταν γυναίκα της αρεσκείας της. Εμένα με άφηνε παγερά αδιάφορο. Το ίδιο και εκείνη, που απλά υπάκουσε στις υποταγές του πατέρα της. Τα βρήκαμε όμως. Ήταν κάτι σαν μια συμφωνία αμοιβαίας απέχθειας μεταξύ μας. Απογόνους φυσικά δεν απέδωσε. Και η αλήθεια είναι πως αν δεν το υποκινούσε η Φλώρα, εγώ δεν θα έβρισκα το θάρρος να πάρω το διαζύγιο και να στεναχωρήσω τη μητέρα.
Το ότι έπρεπε να το παίζω κατηφής και να απομακρύνω όποια γυναίκα με πλησίαζε μετά το χωρισμό μου, γιατί δεν μπορούσε να καλύψει το κενό της, ευχαριστούσε τη μητέρα, αλλά δεν απείχε πολύ από την αλήθεια. Τις απομάκρυνα γιατί πάντα δέσποζε στο μυαλό και τη ζωή μου, η ηρωίδα που γεννιόταν στις σελίδες μου. Όχι ότι της απέδιδα υπερφυσικά χαρακτηριστικά. Απλά την είχα τελειοποιήσει τόσο στο μυαλό μου, που καμία δεν μπορούσε να την συναγωνιστεί. Και αυτές όσο τις έδιωχνα, τόσο να προσπαθούν να πλησιάσουν. Και εγώ τόσο μεγαλύτερο κενό να νιώθω, χωρίς να ξέρω γιατί. Δεν έχω βρει ακόμα απάντηση σε αυτό μου το ερώτημα. Και να πει κανείς πως δεν αγαπήθηκα....
Αγαπήθηκα με πάθος, αλλά δεν μπόρεσα ποτέ να αγαπήσω έτσι ή τουλάχιστον έτσι το αναβιώνω μέσα στη μνήμη μου. Όμως όχι, ψέματα. Αγάπησα. Ναι, αγάπησα με πάθος. Μια ηρωίδα, της οποίας την ιστορία ενώ ολοκλήρωσα, δεν μπόρεσα ωστόσο να γίνω κάτοχος. Μαζί της είχα παθιαστεί. Πάντα δημιουργούσα χαρακτήρες επιρρεπείς στα πάθη και τη μοίρα. Μα σκληρούς. Όπως ακριβώς ήμουν και εγώ, απέναντι σε όλους, εκτός από τη μητέρα.
Εκείνη ήταν ή μάλλον έπρεπε να είναι διαφορετική. Την ήθελα να πονάει, βαθιά και ουσιαστικά. Να το ζει με όλο της το είναι και να το δείχνει. Μα πώς να το κατορθώσω, όταν ο ίδιος ήμουν ανάξιος ακόμα και να κλάψω; Είχα βουλιάξει σε μελαγχολία, που οι γύρω μου όμως την αντιλαμβάνονταν σαν επιθετικότητα και αποξένωση.
Τότε μπήκε στη ζωή μου η Μπρίτζετ. Ψηλή, λεπτοκαμωμένη και τόσο αέρινη. Ό,τι ένιωθε καθρεφτιζόταν στα μάτια της. Αυτά τα μάτια της. Σαν όχημα προορισμένο μόνο για ταξίδια, κι ας ήταν νοσταλγίας. Με πλησίασε και με άγγιξε με έναν τρόπο, που ποτέ πριν δεν είχα νιώσει. Μα ήμουν τόσο ανέτοιμος για την παρουσία της στη ζωή μου. Δεν ξέρω γιατί τη δέχτηκα, μα τότε θεώρησα πως δεν είχα άλλη επιλογή. Λες και είχε απλώσει τον ιστό της γύρω μου και δεν μπορούσα να ξεφύγω. Δεν ήθελα να της κάνω κακό. Είναι το μόνο πλάσμα, που αγάπησα. Το άγχος μου όμως, ο διακαής μου πόθος να ολοκληρώσω την ηρωίδα μου και η αδυναμία να γράψω, με έκαναν επιθετικό και κακό απέναντί της. Συχνά την έπιανα να κλαίει στα σκοτάδια και έπρεπε να μου το εξηγήσει για να καταλάβω πως η αιτία ήμουν εγώ.
Όχι ότι άλλαζε κάτι. Η ηρωίδα μου ήταν πάνω από όλα και η Μπρίτζετ αρεσκόταν σε μια γωνιά στο κρεβάτι μου και μια σκιά να την καλύπτει. Αθόρυβη, όπως και η ύπαρξή της. Δεν ξέρω αν τα πράγματα χειροτέρεψαν με τον καιρό. Τότε δεν το καταλάβαινα. Ξέρω πως έβλεπα στα μάτια της, να διαγράφεται ο πόνος. Βουβός και βαθύς. Και τότε σαν μια έκλαμψη, η έμπνευσή μου επανήλθε. Έγραφα σαν τρελός. Την παρατηρούσα για ώρα και έπειτα χωνόμουν στο γραφείο και έγραφα. Την κατακρεουργούσα καθημερινά και όσο και να θέλω να δικαιολογηθώ πως ήταν αθελά μου, η ευθύνη εξακολουθεί να με βαραίνει.
Μόνο όταν τελείωσε το βιβλίο συνειδητοποίησα τι είχε συμβεί. Όταν γύρισα σπίτι ένα βράδυ και το βρήκα άδειο, με εκείνη άφαντη και το χειρόγραφό μου ανοιχτό σε μία σελίδα, με υπογραμμισμένη μια ολόκληρη παράγραφο. Ήταν το κομμάτι, που η ηρωίδα μου είχε φτάσει στο αποκορύφωμα του πόνου. Ήταν η στιγμή που πονούσε όσο ποτέ ψυχικά και σωματικά. Σωματικά γιατί ο άνθρωπος που αγαπούσε την βασάνίζε. Της χάραζε άγρια το σώμα με το ξυραφάκι και έπειτα της το σκούπιζε απαλά με ένα βαμβάκι ποτισμένο με οινόπνευμα. Ψυχικά, για την ίδια, που τον άφηνε. Πόσο έξοχη περιγραφή. Πόσο διάχυτο το αίσθημα του πόνου και του ανήμπορου. Πόσο δική μου την ένιωθα.
Τότε μόνο κατάλαβα. Ασυνείδητα και όχι συνειδητά, όπως μέχρι σήμερα θέλω και εμμένω να πιστεύω, τις είχα ταυτίσει. Η ηρωίδα μου είχε γίνει η Μπρίτζετ ή η Μπρίτζετ είχε γίνει η ηρωίδα μου, δεν μπορώ να πω με σιγουριά. Και ίσως το λάθος μου να’ ταν αυτό. Μα, το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο. Έτσι έφυγα για το Άμστερνταμ. Και παρόλο που κουβαλώ μαζί την ηρωίδα μου, που θυμίζει κάτι από την Μπρίτζετ μου, αυτή δεν θα μπορέσει ποτέ να αποκτήσει τα μάτια της.
Σκέψεις και αναμνήσεις αρχίζουν έναν αέναο χορό στο κεφάλι μου. Η θύμιση τους άλλοτε ολοκάθαρη, άλλοτε θολή. Η δική της ισχυρή και δυσάρεστα έντονη. Ακόμα και τώρα, που διανύω την πέμπτη δεκαετία της ζωής μου, η μορφή της μητέρας μου με εξουσιάζει ή τουλάχιστον έτσι νιώθω. Αν και ποτέ της δεν θέλησε να με κάνει μαμάκια, με έναν τρόπο, επωμίστηκα αυτόν τον ρόλο και τον υποστήριξα σε όλη τη διάρκεια της κοινής μας συνύπαρξης.
Κάπως έτσι βρέθηκα κοντά στα 30 μου παντρεμένος με τη Φλώρα. Ήταν γυναίκα της αρεσκείας της. Εμένα με άφηνε παγερά αδιάφορο. Το ίδιο και εκείνη, που απλά υπάκουσε στις υποταγές του πατέρα της. Τα βρήκαμε όμως. Ήταν κάτι σαν μια συμφωνία αμοιβαίας απέχθειας μεταξύ μας. Απογόνους φυσικά δεν απέδωσε. Και η αλήθεια είναι πως αν δεν το υποκινούσε η Φλώρα, εγώ δεν θα έβρισκα το θάρρος να πάρω το διαζύγιο και να στεναχωρήσω τη μητέρα.
Το ότι έπρεπε να το παίζω κατηφής και να απομακρύνω όποια γυναίκα με πλησίαζε μετά το χωρισμό μου, γιατί δεν μπορούσε να καλύψει το κενό της, ευχαριστούσε τη μητέρα, αλλά δεν απείχε πολύ από την αλήθεια. Τις απομάκρυνα γιατί πάντα δέσποζε στο μυαλό και τη ζωή μου, η ηρωίδα που γεννιόταν στις σελίδες μου. Όχι ότι της απέδιδα υπερφυσικά χαρακτηριστικά. Απλά την είχα τελειοποιήσει τόσο στο μυαλό μου, που καμία δεν μπορούσε να την συναγωνιστεί. Και αυτές όσο τις έδιωχνα, τόσο να προσπαθούν να πλησιάσουν. Και εγώ τόσο μεγαλύτερο κενό να νιώθω, χωρίς να ξέρω γιατί. Δεν έχω βρει ακόμα απάντηση σε αυτό μου το ερώτημα. Και να πει κανείς πως δεν αγαπήθηκα....
Αγαπήθηκα με πάθος, αλλά δεν μπόρεσα ποτέ να αγαπήσω έτσι ή τουλάχιστον έτσι το αναβιώνω μέσα στη μνήμη μου. Όμως όχι, ψέματα. Αγάπησα. Ναι, αγάπησα με πάθος. Μια ηρωίδα, της οποίας την ιστορία ενώ ολοκλήρωσα, δεν μπόρεσα ωστόσο να γίνω κάτοχος. Μαζί της είχα παθιαστεί. Πάντα δημιουργούσα χαρακτήρες επιρρεπείς στα πάθη και τη μοίρα. Μα σκληρούς. Όπως ακριβώς ήμουν και εγώ, απέναντι σε όλους, εκτός από τη μητέρα.
Εκείνη ήταν ή μάλλον έπρεπε να είναι διαφορετική. Την ήθελα να πονάει, βαθιά και ουσιαστικά. Να το ζει με όλο της το είναι και να το δείχνει. Μα πώς να το κατορθώσω, όταν ο ίδιος ήμουν ανάξιος ακόμα και να κλάψω; Είχα βουλιάξει σε μελαγχολία, που οι γύρω μου όμως την αντιλαμβάνονταν σαν επιθετικότητα και αποξένωση.
Τότε μπήκε στη ζωή μου η Μπρίτζετ. Ψηλή, λεπτοκαμωμένη και τόσο αέρινη. Ό,τι ένιωθε καθρεφτιζόταν στα μάτια της. Αυτά τα μάτια της. Σαν όχημα προορισμένο μόνο για ταξίδια, κι ας ήταν νοσταλγίας. Με πλησίασε και με άγγιξε με έναν τρόπο, που ποτέ πριν δεν είχα νιώσει. Μα ήμουν τόσο ανέτοιμος για την παρουσία της στη ζωή μου. Δεν ξέρω γιατί τη δέχτηκα, μα τότε θεώρησα πως δεν είχα άλλη επιλογή. Λες και είχε απλώσει τον ιστό της γύρω μου και δεν μπορούσα να ξεφύγω. Δεν ήθελα να της κάνω κακό. Είναι το μόνο πλάσμα, που αγάπησα. Το άγχος μου όμως, ο διακαής μου πόθος να ολοκληρώσω την ηρωίδα μου και η αδυναμία να γράψω, με έκαναν επιθετικό και κακό απέναντί της. Συχνά την έπιανα να κλαίει στα σκοτάδια και έπρεπε να μου το εξηγήσει για να καταλάβω πως η αιτία ήμουν εγώ.
Όχι ότι άλλαζε κάτι. Η ηρωίδα μου ήταν πάνω από όλα και η Μπρίτζετ αρεσκόταν σε μια γωνιά στο κρεβάτι μου και μια σκιά να την καλύπτει. Αθόρυβη, όπως και η ύπαρξή της. Δεν ξέρω αν τα πράγματα χειροτέρεψαν με τον καιρό. Τότε δεν το καταλάβαινα. Ξέρω πως έβλεπα στα μάτια της, να διαγράφεται ο πόνος. Βουβός και βαθύς. Και τότε σαν μια έκλαμψη, η έμπνευσή μου επανήλθε. Έγραφα σαν τρελός. Την παρατηρούσα για ώρα και έπειτα χωνόμουν στο γραφείο και έγραφα. Την κατακρεουργούσα καθημερινά και όσο και να θέλω να δικαιολογηθώ πως ήταν αθελά μου, η ευθύνη εξακολουθεί να με βαραίνει.
Μόνο όταν τελείωσε το βιβλίο συνειδητοποίησα τι είχε συμβεί. Όταν γύρισα σπίτι ένα βράδυ και το βρήκα άδειο, με εκείνη άφαντη και το χειρόγραφό μου ανοιχτό σε μία σελίδα, με υπογραμμισμένη μια ολόκληρη παράγραφο. Ήταν το κομμάτι, που η ηρωίδα μου είχε φτάσει στο αποκορύφωμα του πόνου. Ήταν η στιγμή που πονούσε όσο ποτέ ψυχικά και σωματικά. Σωματικά γιατί ο άνθρωπος που αγαπούσε την βασάνίζε. Της χάραζε άγρια το σώμα με το ξυραφάκι και έπειτα της το σκούπιζε απαλά με ένα βαμβάκι ποτισμένο με οινόπνευμα. Ψυχικά, για την ίδια, που τον άφηνε. Πόσο έξοχη περιγραφή. Πόσο διάχυτο το αίσθημα του πόνου και του ανήμπορου. Πόσο δική μου την ένιωθα.
Τότε μόνο κατάλαβα. Ασυνείδητα και όχι συνειδητά, όπως μέχρι σήμερα θέλω και εμμένω να πιστεύω, τις είχα ταυτίσει. Η ηρωίδα μου είχε γίνει η Μπρίτζετ ή η Μπρίτζετ είχε γίνει η ηρωίδα μου, δεν μπορώ να πω με σιγουριά. Και ίσως το λάθος μου να’ ταν αυτό. Μα, το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο. Έτσι έφυγα για το Άμστερνταμ. Και παρόλο που κουβαλώ μαζί την ηρωίδα μου, που θυμίζει κάτι από την Μπρίτζετ μου, αυτή δεν θα μπορέσει ποτέ να αποκτήσει τα μάτια της.