Ήταν 7.30 το απόγευμα. Το θερμόμετρο ήταν για μέρες κολλημένο στους 39 βαθμούς κελσίου, αλλά αυτό δεν μου είχε επιτρέψει να παρεκλίνω από το αρχικό μου σχέδιο. Έτσι βρισκόμουν εκεί, με τα μαύρα γυαλιά μου, να ακουμπώ στον κορμό ενός δέντρου. Ήμουν διαγώνια από την έκκλησια, σε σημείο που είχα καλή θέα, χωρίς όμως η δική μου παρουσία να γίνεται αντιληπτή. Τη σκιά που έριχνε το δέντρο τη θεώρησα απλώς ευτυχή σύμπτωση. Θα έμενα ακόμα κι αν κίνδυνευα με θερμοπληξία.
Είχα πάει αρκετά νωρίς για να είμαι σίγουρη πως θα τον πετύχαινα εκεί. Περίμενα αρκετή ώρα μέχρι να κάνει την εμφάνισή του στην είσοδο της εκκλησίας. Ταράχτηκα. Όχι ότι είχα καιρό να τον δω, αλλά φάνταζε ιδιαίτερα όμορφος και κομψός στο μπεζ κοστούμι του. Με εκείνη την πρόσθετη νότα από κάτι το απόκοσμο που ούτως ή άλλως τον χαρακτήριζε. Τα μάτια μου κόλλησαν για δευτερόλεπτα στην ανθοδέσμη που κρατούσε στα χέρια του, αλλά δεν τους επέτρεψα να κλάψουν. Είχαν ρίξει ήδη αρκετό κλάμα για τον συγκεκριμένο κύριο.
Έβλεπα τον Παύλο να χαμογελάει μηχανικά χωρίς προσπάθεια να κρύψει το άγχος του. Όταν το χέρι του κινήθηκε μηχανικά προς την ραφή του παντελονιού του μειδίασα. Πάντα η ίδια κίνηση όταν ένιωθε αγχωμένος ή πιεσμένος. Πάντα τα ακροδάχτυλά του να παίζουν αμήχανα και νευρικά με την ραφή. Την εικόνα γρήγορα συμπλήρωσε το πλήθος του κόσμου που άρχισε να συρρέει στην εκκλησία. Οι φίλοι του τον πείραζαν. Δεν άκουγα, αλλά καταλάβαινα από τις εκφράσεις των προσώπων τους. Είχαν συγκεντρωθεί όλοι. Η ώρα πλησίαζε. Καθυστέρησε περίπου ένα τέταρτο. Με ηρέμησε η αναμονή. Η ιδέα, πως κάποια τον είχε κάνει έστω για λίγο να την περιμένει. Με μόνη διαφορά πως ήταν για λίγο και με αποτέλεσμα, ενώ εγώ τον περίμενα για χρόνια χωρίς κανένα.
Στο άκουσμα της κόρνας πάγωσα. Είδα το αυτοκίνητο να σταματάει και εκείνη να βγαίνει. Νόμιζα πως δεν μπορoύσα να αναπνεύσω. Τα πόδια μου είχαν ήδη ετοιμαστεί για φυγή. Έσφιξα τα δόντια και κρατήθηκα γερά από το δέντρο. Είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου πως θα αντέξει. Ανέβαινε με άνεση και χάρη τα σκαλιά. Όλα τα βλέμματα ήταν καρφωμένα πάνω της. Για μια στιγμή σκέφτηκα να με ξαμολύσω πάνω της, αλλά συγκρατήθηκα.
Όταν βρέθηκε κοντά του, ο τρόπος που την κοίταζε δεν μου άφησε περιθώριο επιλογής. Όχι ότι μου είχε αφήσει ποτέ εκείνος. Απόμεινα βουβή να τους κοιτάζω μέχρι να μπουν στο ναό. Έφυγα αφού τελείωσε η τελετή. Ο κύκλος πλέον είχε κλείσει.
Έφτασα σπίτι με ένα περίεργο συναίσθημα. Έβαλα χαμηλή μουσική, έφτιαξα ένα ποτό και άναψα τσιγάρο. Οι σκέψεις έφευγαν μαζί με τον καπνό μου. Είχα καιρό να νιώσω έτσι. Θυμήθηκα την τελευταία φορά. Ήταν όταν είχα αποφασίσει να βγάλω τον Γιώργο από τη ζωή μου. Ήταν τόσο έντονες οι μνήμες. Εκείνος απεναντί μου να υπερασπίζεται ένα μέλλον κοινό και όλα όσα ένιωθε για μένα. Εμένα σιωπηλή να ακούω και την απάντηση βαθιά ριζωμένη μέσα μου. Θα μπορούσα να κουρνιάσω δίπλα του σαν σπουργίτι που ζητάει προστασία, αλλά ποτέ δεν ήμουν έτσι. Είχα μετατραπεί σε αρπακτικό και σαν τέτοιο του χάραξα το μάγουλο, με μια πληγή όχι βαθιά αλλά εμφανή, όπως εκείνες που μου είχε αφήσει ο Παύλος.
Εκείνο το βράδυ έφυγα χωρίς να κοιτάξω πίσω. Αποφασίζοντας να μείνω με τις παλιές πληγές μου και την πεποίθηση πως ο Παύλος θα γυρνούσε. Και τώρα βρισκόμουν στον καναπέ όχι μόνο με μια αίσθηση κενού, αλλά με την ελπίδα μιας επιστροφής που είχε χαθεί λίγες ώρες πριν στα σκαλιά της εκκλησίας.
Θύμωσα με τον εαυτό μου. Το μυαλό μου θόλωσε και έσπασα το μουκάλι με το κρασί που είχα ανοίξει. Κράτησα το σπασμένο μπουκάλι στα χέρια μου και ξαφνικά βρέθηκα να χαρακώνω το μπάτσο μου. Μάλλον χτύπησα κάποια φλέβα. Στις πρώτες σταγόνες που πότισαν τη μοκέτα τρόμαξα. Έτρεξα στο μπάνιο, άνοιξα τη βρύση της μπανιέρας και έβαλα το χέρι μου από κάτω. Δεν ξέρω αν κοιμήθηκα ή αν λιπυθύμησα, αλλά όταν συνήλθα πρέπει να είχε περάσει αρκετή ώρα. Η αιμμοραγία είχε σταματήσει αλλά ένιωθα το χέρι μου μουδιασμένο. Σηκώθηκα και το έδεσα με έναν επίδεσμο.
Επέστρεψα στη ζεστασιά του καναπέ αλλά η διάθεσή μου δεν είχε καλυτερέψει. Είχα συνηθίσει να με πληγώνει ο Παύλος, ακόμα και να το προκαλώ εγώ στον εαυτό μου, αλλά με αυτόν τον τρόπο ξεπερνούσε κάθε λογικό όριο. Έπινα και άναβα το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. Ώρες ποτού και τσιγάρων μετά τα είχα ξεκαθαρίσει.
Μου χρωστούσε μια τελευταία συνάντηση και θα την διεκδικούσα. Ευτυχώς είχα άψογη ενημέρωση για τις κινήσεις του μέσω κάποιου κοινού φίλου. Έτσι ήξερα ότι θα έφευγαν για μήνα του μέλιτος το βράδυ της μεθεπόμενης μέρας του γάμου. Είχα μπροστά μου μια ολόκληρη μέρα και ένα απόγευμα να το οργανώσω.
Η συνάντηση κλείστηκε μέσω μηνυμάτων. Στην αρχή ήταν όπως πάντα διστακτικός. Όταν όμως του διηγήθηκα τι είχα κάνει υπέκυψε. Μου είχε αδυναμία, γεγονός που εκμεταλλεύτηκα.
Δεν είχα καταλήξει τι θα έλεγα και πως. Περιφερόμουν στο σπίτι σαν ψυχωτική γυρεύοντας λύσεις. Ανοιγόντας το νουλάπι προς ανεύρευση κάποιου φαγώσιμου μου ήρθε η ιδέα. Τρελαινόταν για κουλουράκια. Τα δικά μου κουλουράκια που επέμενα να φτιάχνω με τις φόρμες που κανονικά χρησιμοποιούμε για τους κουραμπιέδες. Ένιωσα να χαλαρώνω και αποφάσισα να επιβραβεύσω τον εαυτό μου με ένα ποτήρι κρασί. Ήταν από τις αγαπημένες μου συνήθειες να πίνω ενώ μαγειρεύω.
Αρκετή ώρα μετά, δεν ήμουν σίγουρη αν τα είχα φτιάξει όλα όπως επιθυμούσα. Ίσως στην πράξη να δικαιωνόμουν. Ακούμπησα τις φόρμες προσεκτικά στο τραπέζι και πήγα να ετοιμαστώ. Ντύθηκα, άναψα τα κεριά μου, έβαλα μουσική να παίζει και κάθισα στον καναπέ. Δεν θα αργούσε. Πάντα ήταν συνεπής. Όμως τη στιγμή που στεκόμουν στην πόρτα έτοιμη να του ανοίξω, ένιωθα τους χτύπους της καρδιάς μου να ανέβαινουν. Δεν ήξερα αν θα κατάφερνα αυτή τη συνάντηση μέχρι τέλους.
Μπήκε μέσα με ένα ύφος καχυποψίας και επιφύλαξης. Κάθισε με το ζόρι και μιλούσε γρήγορα σαν να επρόκειτο να διεκπεραιώσει κάτι, παρά να συνομιλήσει. Για πρώτη φορά δεν χρησιμοποίησε τα τετριμμένα. Ήταν λακωνικός και απότομος. Ήθελε να βάλει το οριστικό τέλος. Δεν άκουγα από ένα σημείο και μετά. Στο τρίτο ποτήρι σηκώθηκε να φύγει. Έπρεπε να κινηθώ άμεσα. Τον έπεισα να μείνει για λίγο ακόμη. Πήγα κοντά του και του έδειξα το κασκόλ που μου είχε χαρίσει. Δεν κατάλαβε την κίνησή μου. Το έδεσα γύρω από το λαιμό του.
Μου έπιασε τον καρπό λέγοντάς μου πως δεν το ήθελε πίσω. «Μα δεν έχω σκοπό να στο επιστρέψω.» του είπα, κοιτάζοντάς τον με μάτια που έβγαζαν φλόγες, Η τρομαγμένη του έκφραση μου έδωσε θάρρος. Άρχισα να σφίγγω σφιχτά τις άκρες του κασκόλ. Αντίσταθηκε, αλλά η μανία μου ήταν τόσο μεγάλη που δεν μπορούσε να σταματήσει. Σε λίγη ώρα έπεσε αναίσθητος στο πάτωμα. Δεν ήθελα να τον σκοτώσω. Τουλάχιστον όχι με αυτόν τον τρόπο.
Τον ξάπλωσα στο πάτωμα και πήγα στην κουζίνα να φέρω τις φόρμες. Η μία μου έσκισε λίγο χέρι. Πόνεσα στιγμιαία, αλλά χάρηκα που τελικά τις είχα λιμάρει όσο έπρεπε. Γονάτισα δίπλα του. Του έβγαλα προσεκτικά τη μπλούζα, έπιασα το μπράτσο του, το κράτησα στο δεξί μου χέρι και με το αριστερό πίεσα τη φόρμα σε σχήμα ρόμβου στο δέρμα του. Ρυάκια αίματος άρχισαν να διαγράφουν το χέρι του. Συνέχισα να μπήγω τη φόρμα σε διάφορα σημεία, δημιουργώντας ακανόνιστα σχήματα.
Κάποιια στιγμή άρχισε να δυσκολεύει. Η κολλημένη σάρκα με εμπόδιζε να την εφαρμόσω σωστά και βαθιά στο επόμενο σημείο που ήθελα. Ο εκνευρισμός μου ανέβασε την αδρεναλίνη. Είχα τελειώσει με τα χέρια αλλά άρχισα σαν μανιακή να επεκτείνομαι στο υπόλοιπο σώμα. Ώρα μετά είχα γεμίσει με αίματα και κομμάτια σκισμένης σάρκας. Το μόνο που είχε μείνει άθικτο ήταν το πρόσωπο και ο θώρακας. Αυτόν όμως τον είχα αφήσει επίτηδες για το τέλος.
Πήρα τη φόρμα σε σχήμα καρδιάς και την έμπηξα γερά στην καρδιά του. Το αίμα ξεχύθηκε σαν πήδακας γεμίζοντας το πρόσωπό μου. Η καυτή αίσθηση μου ξύπνησε ένα αίσθημα ζεστασιάς που είχα καιρό να νιώσω. Πέταξα τη φόρμα και ακούμπησα στο στέρνο του κλαίγοντας με λυγμούς.
Άρχισα να σκέφτομαι εκείνον, το γάμο του, τη γυναίκα του και έπειτα εμένα. Λυπήθηκα γι’ αυτήν, αλλά για μένα δεν με ένοιαξε. Τίποτα. Ούτε πως θα τον έβρισκαν, ούτε τι θα γινόταν μετά. Ήξερα πως όπου κι αν με έβρισκε η επόμενη μέρα και οι υπόλοιπες μετά από αυτήν, θα ήμουν όπως με θυμόμουν τα τελευταία χρόνια. Μόνη, με την ελπίδα της επιστροφής του, όχι χαμένη, αλλά πεθαμένη από δική μου αυτή τη φορά επιλογή.