Βρέχει, μα δεν με κινητοποίησε η βροχή. Μέρες τώρα σε νιώθω να τρέχεις μέσα μου. Σαν το αίμα στις φλέβες μου. Δίνεις το στίγμα σου πως υπάρχεις. Και προς θεού, ποτέ σου δεν δέχτηκες την αδιαφορία. Θα έκανες τα πάντα για να έχεις την αμέριστη προσοχή μου.
Σε κοιτώ στις φωτογραφίες. Βλέπω τα χέρια σου να ακουμπούν τα δικά μου. Να με κυκλώνουν απαλά και εγώ να χάνομαι μέσα τους. Ακόμα δεν ξέρω, ή μάλλον δεν μπορώ να καταλάβω αν το έκανες για να κοιμήσεις τη δική μου ανασφάλεια ή αν απλά τόνωνες τη δική σου κτητικότητα. Τις στιγμές που αποτύπωσε ο φακός σε κλάσματα του δευτερολέπτου, εμάς, μας πήρε αρκετό χρόνο για να τους επιτρέψουμε να συμβούν.
Ήταν τότε, που όλα φάνταζαν απλά. Εγώ, εσύ και ο χρόνος, κι ας μην ήταν πάντα με το μέρος μας. Έπειτα πάψαμε να είμαστε εμείς με το δικό του. Και παρόλο που κανείς δεν έδινε σημασία στην συγκεκριμένη μάχη, ήταν η σημαντικότερη όσων είχαμε να δώσουμε. Τώρα πια δεν έχει σημασία. Εκείνος πέρασε όπως όφειλε να πράξει και εμείς απομείναμε με τα κομμάτια ενός παζλ που αφήσαμε στη μέση. «Ποτέ μην υποτιμάς τους αντιπάλους σου.» μου έλεγες. Μα δεν καταλάβαινα. Όχι ότι ήμουν μικρή, απλά αφελής.
Ο καιρός και τα γεγονότα με έναν τρόπο που μπορούσα να κατανοήσω αλλά όχι να δεχτώ, είχαν γίνει το δέρμα μας και τελικά η ίδια η ζωή μας. «Πρέπει να παλέψουμε..» επαναλάμβανες. Και δεν ήταν αυτό που έλεγες, αλλά εκείνα τα χέρια σου, που τύλιγαν απαλά τα δικά μου, που μ’ έμαθαν να μετράω τα πράγματα και να τα βλέπω θετικά, ακόμα και εκείνα που αδυνατούσα να διαχειριστώ. Τα περικύκλωνε όλα το μαζί, το μαζί σου και αυτό μου έδινε τότε την ψευδαίσθηση ότι μπορώ να αντέξω τα πάντα. Και έτσι η μάχη είχε ξεκινήσει μέσα μου, χωρίς να το σκεφτώ, χωρίς να το καταλαβαίνω και χωρίς καμία διάθεση να πράξω αλλιώς.
Η δύναμη και το θάρρος με τα οποία με είχες οπλίσει δεν μου ήταν όμως αρκετά. Σε έβλεπα να αλλάζεις μέρα με τη μέρα. Ήξερα πως δεν είχες παραιτηθεί, απλά είχες κουραστεί. Και εγώ απλός παρατηρητής να σε διαβεβαιώνω πως όλα θα πάνε καλά, όχι χωρίς να το πιστεύω, μα χωρίς πια να το ελπίζω. Αυτό ήταν που πονούσε. Αυτό ήταν που με αλλοίωνε. Και εσύ να μου λες: «Εσύ πρέπει να συνεχίσεις. Πρέπει να ζήσεις.» με χείλη σφιχτά και φωνή αδύναμη, χωρίς τα χέρια σου να ακουμπάνε πια τα δικά μου, μα αδύναμα να πέφτουν στα σκεπάσματα. Όχι γιατί δεν ήθελες, μα γιατί δεν μπορούσες. Και το μαζί, το μαζί σου χάθηκε κάπου εκεί.
Όταν τα χέρια σου αδυνατούσαν πια να κρατήσουν τα δικά μου. Όταν τα άφησα παγωμένα να πέσουν στο πλάι του κορμιού σου. Τότε, που εσύ ξεκίνησες το ταξίδι σου χωρίς εμένα.
Δεν ήταν που δεν με ήθελες μαζί, ήταν που εγώ έπρεπε να μείνω πίσω. Να συνεχίσω. Και κάθε φορά που αποζητώ εκείνο το μαζί σου, έστω για στιγμή, το συναντώ με μάτια κλαμένα, χείλη σφιγμένα και πόδια να τρέμουν, ακουμπώντας σε ένα μάρμαρο κρύο και από τον καιρό κιτρινισμένο. Όπως την τελευταία φορά που άγγιξα τα χέρια σου. Σηκώνομαι με μια ανάσα, μια απόφαση που την παίρνω εδώ και καιρό.
Παγωμένη γυρίζω σπίτι. Μα δεν σε ψάχνω πια, γιατί υπάρχεις. Σε εκείνες τις φωτογραφίες, σε εκείνα τα μικρά κλάσματα του δευτερολέπτου που αποτύπωσε ο φακός. Μόνο που τώρα, ξέρω, έχω καταλάβει, πως ο χρόνος που χρειάστηκαν για να συμβούν είναι δικός μου, γιατί ήταν ο χρόνος που είχα μαζί σου.
[Γιατί είναι καλό μερικές φορές να θυμόμαστε.]