Τετάρτη 1 Δεκεμβρίου 2010

Συνάντηση

Πάτησε το κουμπί να κλείσει την τηλεόραση. Έπρεπε να βιαστεί εάν δεν ήθελε να αργήσει. Όχι ότι η προετοιμασία θα της έπαιρνε ιδιαίτερο χρόνο. Έβαλε βιαστικά ένα τζιν και μια μπλούζα, πήρε το μπουφάν της και μπήκε στο αυτοκίνητο. Άναψε και κάπνισε ένα τσιγάρο πριν βάλει μπροστά τη μηχανή. Δεν της άρεσε να καπνίζει ενώ οδηγεί. Πάντα άναβε ένα πριν ξεκινήσει ή σταματούσε κατά τη διάρκεια της διαδρομής. Σήμερα όμως δεν ήθελε τίποτα να την αποσπάσει από τον δρόμο. Ήθελε να κάνει τη διαδρομή μονομιάς. Χωρίς στάσεις.
Έβαλε μπροστά και ξεκίνησε λίγο πριν αρχίσει να σουρουπώνει. Σίγουρα θα έφτανε νύχτα. Αυτός όμως ήταν και ο αρχικός σκοπός, διαφορετικά θα το είχε κανονίσει νωρίτερα.
Την απόλαυσε την διαδρομή. Δεν είχε κίνηση και το αυτοκίνητο κυλούσε ομαλά στο οδόστρωμα, γεγονός που την χαλάρωσε μιας και πάντα είχε μια φοβία με την παραλιακή. Για μια στιγμή σκέφτηκε να σταματήσει κοντά στα λιμανάκια να αγναντέψει το τοπίο. Είχε υποσχεθεί όμως στον εαυτό της πως θα πήγαινε κατευθείαν στο γνωστό σημείο. "Δεν είναι καιρός για παρεκκλίσεις" μονολόγησε και συνέχισε την πορεία της.
Άναψε τη μεσαία σκάλα στα φώτα λίγο πριν παρκάρει. Αναστέναξε με ανακούφιση. Η νύχτα είχε έρθει εγκαίρως για να κάνει τη δουλειά της, όπως ακριβώς και εκείνη, που είχε φροντίσει να βρεθεί στο συγκεκριμένο μέρος τη συγκεκριμένη στιγμή. Κλείδωσε και άρχισε να περπατά προς την παραλία. Δεν είχε κόσμο.
Περιπλανήθηκε λίγο κατά μήκος του μικρού λιμανιού και έπειτα κάθισε στο παγκάκι. Κοιτούσε τις μικρές βάρκες ενώ άναβε ένα ακόμα τσιγάρο. "Και τώρα περιμένουμε" σκέφτηκε και αναπάντεχα τις ήρθαν στο μυαλό οι μνήμες από την προηγούμενη φορά που είχε βρεθεί σε αυτό το μέρος.
Ήταν και πάλι μόνη. Και πάλι περίμενε. Έχοντας όμως συνοδεία μια θλίψη για αυτό που ήξερε πως θα επακολουθούσε. Τώρα είχε επίγνωση των πραγμάτων. Ήξερε πως δεν μπορούσε να αδειάσει άλλο. "Ότι ήταν να μου πάρει το πήρε. Δεν έμεινε τίποτε." σκέφτηκε και σε αυτήν την σκέψη αναθάρρησε. Στην τελική της είχε μείνει ο εαυτός της και αυτό ήταν όχι απλά σημαντικό, αλλά ο λόγος που καθόριζε πλέον την ύπαρξή της. Δεν είχε μάθει απλά να υπάρχει χωρίς εκείνον, είχε μάθει να υπάρχει για την ίδια. Και αυτό ήταν που μετρούσε.
Άκουσε τα βήματά του και κατάλαβε πως πλησίαζε. Τον χαιρέτησε με ένα νεύμα. Δεν τον άφησε καν να την ρωτήσει τι κάνει. "Γιατί εδώ;" τον ρώτησε και στο πρόσωπό του σχηματίστηκε μια έκφραση απορίας.
"Ήθελα να σε δω, σε έναν τόπο γνώριμο για μας." απάντησε με τρεμάμενη φωνή.
"Γιατί τώρα;" συνέχισε με την ίδια σταθερή φωνή εκείνη.
Εκείνος τότε ξέσπασε σε ένα παραλήρημα άνευ προηγουμένου. Άρχισε να εξιστορεί το πώς και το γιατί. Το πόσο λάθος ήταν και πως το μόνο που είχε σημασία ήταν το μαζί. Το μαζί της. Και εκείνη τον άκουγε, μόνο που δεν είχε την δυνατότητα να πατήσει το κουμπί και να κλείσει την τηλεόραση.
Τον άφησε να ολοκληρώσει και σηκώθηκε από το παγκάκι για να πλησιάσει τη θάλασσα.
"Φεύγοντας, με άφησες μόνη με μια θλίψη που δεν θέλησα ποτέ. Την αποδέχτηκα όμως και έμαθα να ζω μαζί της. Τώρα έχω εκείνη και εμένα και δεν χρειάζομαι κάτι άλλο." του απάντησε με ένα τρόπο που ήξερε πως δεν θα του άφηνε περιθώριο ελιγμών.
Του ζήτησε να φύγει, ενώ κοιτούσε ήρεμη το πέλαγος. Εκείνος αρνήθηκε λέγοντάς της πως θα έφευγαν μαζί γιατί φοβόταν να την αφήσει μόνη.
Γελώντας έβγαλε το σουγιαδάκι από την τσέπη της και το πέρασε κατά μήκος της παλάμης της.
"Τι πας να κάνεις;" της φώναξε.
"Μην τρομάζεις. Απλά δεν μπορείς να με πληγώσεις πια. Μόνο εγώ μπορώ να με πληγώσω και αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να πειστώ πως όλα αυτά συμβαίνουν στα αλήθεια." του απάντησε ενώ οι καυτές σταγόνες αίματος χύνονταν στη θάλασσα.
Ξύπνησε με το στόμα ξεραμένο από τη δίψα, νιώθοντας το χέρι της υγρό. Η πληγή στην παλάμη της είχε ανοίξει. Έτρεξε έντρομη στο δωμάτιο. Κοιτούσε μια την πληγή της και μια τη φωτογραφία τους στο λιμανάκι. Τη φωτογραφία από την τελευταία τους εκείνη συνάντηση.
Έβαλε μια γάζα στο χέρι της και ξάπλωσε στον καναπέ. Πατώντας το κουμπί για κλείσει την τηλεόραση, υποσχέθηκε στον εαυτό της πως θα πάψει να πηγαίνει στη θάλασσα.
[έτσι γιατί δεν με αρέσει να χρωστάω]