Ο Μηνάς άργησε να γυρίσει σπίτι. Καθυστέρησε στη δουλειά και δεν μπόρεσε να αντισταθεί στην πρόσκληση των κολλητών για ένα γρήγορο καφεδάκι στο στέκι, στην πλατεία. Ο ήλιος που έκαιγε από το πρωί, πιστοποιώντας πως η άνοιξη είχε μπει για τα καλά, του έδιωξε κάθε δεύτερη σκέψη. Συγκεκριμένα τη δική της σκέψη. Με την κουβέντα πέρασε η ώρα και έπρεπε να βιαστεί εάν δεν ήθελε να χάσει την καθιερωμένη προπόνηση με τα άλλα φιλαράκια, αυτά της μπάλας. Κοίταξε το κινητό του όταν έφευγε από το γήπεδο. Είχε πάει ήδη 11.00. «Πώς περνάει η ώρα ρε γαμώτο.» σκέφτηκε και μπήκε γρήγορα στο αυτοκίνητο. Άνοιξε το ράδιο και ξεκίνησε. Στο πρώτο κόκκινο φανάρι, με την κίνηση να είναι εμφανής, η σκέψη του πήρε επιτέλους το σωστό δρόμο.
Η Έλλη. Ποιος την άκουγε όταν θα γυρνούσε στο σπίτι. Δεν ήταν το ότι έλειπε όλη μέρα, αλλά το ότι δεν την είχε πάρει ούτε ένα τηλέφωνο. Και το χειρότερο είναι πως ούτε καν το σκέφτηκε. Κάτι που το γνώριζε βέβαια και η ίδια. Ήξερε καλά πως δεν μπορούσε να την ξεγελάσει. Θα έπρεπε να βρει κάτι πραγματικά πρωτότυπο αυτή τη φορά για να κατευνάσει το θυμό της. «Ειλικρίνεια.» σκέφτηκε και ανάβοντας ένα τσιγάρο ανακουφίστηκε.
Έβαλε το κλειδί στην πόρτα σαν το παιδί που φοβάται μήπως το πάρουν είδηση οι γονείς του. Μπήκε ακροπατώντας μέχρι το χωλ, όταν διαπίστωσε πως τα φώτα ήταν κλειστά. Μόνο η λάμπα του γραφείου της ήταν αναμμένη, όπως και ο υπολογιστής της. Δεν μπήκε στον κόπο να τον κλείσει. Ελαχιστοποίησε τα παράθυρα, έσβησε τη λάμπα και χώθηκε στο μπάνιο. Αφού ετοιμάστηκε, λίγο πριν πέσει για ύπνο, έσκυψε δίπλα της και τη φίλησε στο μάγουλο.
«Δεν κοιμάμαι. Πρέπει να μιλήσουμε. Εάν μπορέσεις να με βάλεις στο πρόγραμμά σου τις επόμενες μέρες θα το εκτιμούσα.» είπε με κοφτή, ειρωνική φωνή, που του επέτρεψε να απαντήσει απλά ένα ξερό ναι.
Ο ίδιος άργησε να κοιμηθεί μετά τη σύντομη συνομιλία τους. Εκείνη πάλι βυθίστηκε σε έναν ύπνο βαθύ, από εκείνους που είχε καιρό να κάνει.
Όταν ξύπνησε το πρωί, εκείνος είχε ήδη φύγει. Άνοιξε πρώτα τα παράθυρα, έπειτα το ράδιο και τελευταίο ετοίμασε τον καφέ της. Θα τον έπινε στο μπαλκόνι μιας και ο καιρός το επέτρεπε. Πήρε το φορητό υπολογιστή και κάθισε στη βεράντα. Ήταν μια όμορφη μέρα για να χαζέψει στο διαδίκτυο μία από τις αγαπημένες της ασχολίες, τα φυτά. Σταμάτησε απότομα την έρευνά της καθώς έπρεπε να ετοιμαστεί για τη δουλειά. Θα συνέχιζε το βράδυ. Εξάλλου, είχε χρόνο να ψάξει και να προετοιμαστεί εγκαίρως. Η άνοιξη μόλις είχε μπει. Θα είχαν χρόνο τα φυτά της να ανθίσουν.
Το μήνυμα του το μεσημέρι την ξάφνιασε. Η πρότασή του ήταν να βγουν όπως παλιά και να συζητήσουν έξω με ποτό, τσιγάρα, χορό και κυρίως καλή διάθεση, όπως χαρακτηριστικά της έγραφε. Θεωρούσε ότι το περιβάλλον του σπιτιού θα επιδρούσε αρνητικά και για τους δυο τους. Το δέχτηκε απρόθυμα. Δεν ένιωθε άνετα εκτός του χώρου της. Εστίασε όμως στην σκέψη, πως ήταν μια συζήτηση που έπρεπε να γίνει, κι αυτό ήταν που τελικά μετρούσε.
Το ραντεβού κλείστηκε για τις 10.00. Κανείς δεν ρώτησε τον άλλο που θα βρισκόταν μέχρι εκείνη την ώρα. Σίγουρα δεν θα συναντιόντουσαν νωρίτερα στο σπίτι. Ήταν σαν μια σιωπηλή συμφωνία μεταξύ τους ότι θα βρισκόντουσαν κατευθείαν το βράδυ. Ο καθένας θα είχε τον προσωπικό του χρόνο να προετοιμαστεί για αυτό που θα επακολουθούσε.
Έφυγε από το γραφείο βιαστικά. Έπρεπε να περάσει και από το φίλο της, τον ανθοπώλη. Την είχε ειδοποιήσει ότι είχε βρει αυτό που του είχε ζητήσει. Άγγιξε το πόμολο με χέρια που έτρεμαν. Για μια στιγμή νόμισε πως δεν θα είχε τη δύναμη να την ανοίξει τελικά. Πήρε βαθιά ανάσα και ελάχιστα λεπτά μετά, βρισκόταν μπροστά στον πάγκο του ανθοπωλείου.
«Καλώς την.» είπε ο Νίκος με ήρεμη φωνή, έσκυψε πίσω από τον πάγκο και σηκώθηκε, απιθώνοντας μια σακούλα γεμάτη με φύλλα πικροδάφνης επάνω του. «Τι θα τα κάνεις αλήθεια τόσα φύλλα;» τη ρώτησε και στο πρόσωπό του σχηματίστηκε ένα σατανικό γελάκι.
«Κάποια θα τα αποξηράνω. Κάποια θα τα βράσω. Και κάποια θα τα κάψω για να δώσω χρησμούς σαν άλλη Πυθία.» απάντησε περιπαιχτικά.
«Κοίτα μην κάνεις καμιά βλακεία. Η πικροδάφνη είναι εξαιρετικά δηλητηριώδης. Οι αναθυμιάσεις και μόνο μπορεί να σε στείλουν.» είπε με στόμφο, τυλίγοντας τα χέρια του προστατευτικά γύρω από τη σακούλα, έτοιμος να την πάρει πίσω.
«Μην ανησυχείς. Δεν είμαι τόσο ηλίθια.» του απάντησε, αποφεύγοντας ωστόσο να διευκρινίσει γιατί ήθελε τόσα φύλλα.
Στο επικριτικό του ύφος απάντησε μελιστάλαχτα. Του εξήγησε πως ήταν ενημερωμένη για τις δράσεις του συγκεκριμένου φυτού. Πως είχε διαβάσει για την κοινή του χρήση με τη γλυκόριζα σαν «γιατροσόφι», αλλά πως δεν είχε καμία πρόθεση να κάνει πειράματα. Απλά σκόπευε να το χρησιμοποιήσει στο «έργο» που δούλευε και με το οποίο θα δήλωνε ξανά συμμετοχή στη Biennale. Ήξερε πως η συγκεκριμένη λέξη θα τον απέτρεπε από περιττές ερωτήσεις. Ήταν το όριο πριν την απαγορευμένη γραμμή.
Ο Νίκος άλλωστε την ήξερε χρόνια. Όταν έφευγε ως νέα φέρελπις καλλιτέχνης για τη σχολή καλών τεχνών της Βιέννης. Τον κόπο που είχε καταβάλει για να γίνει δεκτή. Το κόστος ήταν υψηλό, οπότε έδωσε εξετάσεις για μερική υποτροφία, την οποία, όταν ολοκλήρωσε το πρώτο έτος σπουδών, πήρε ολόκληρη εξαιτίας του ταλέντου της, το οποίο αναγνωρίστηκε από σύσσωμη την κοινότητα του πανεπιστημίου. Το μεταπτυχιακό στην Ιταλία, στην τέχνη της αναγέννησης που τόσο της άρεσε. Και έπειτα τη βίαιη επιστροφή στην Ελλάδα.
Μια επιστροφή που σε κανέναν δεν δικαιολόγησε ποτέ. Επέστρεψε ξαφνικά και όπως είχε πει στην αρχή για λίγο. Να ετοιμάσει κάποια έργα και να φύγει έπειτα για τη Βοστόνη. Θα έκανε την πρώτη της ατομική έκθεση και θα αναλάμβανε χρέη βοηθού στο μουσείο. Μια λαμπρή καριέρα ανοιγόταν μπροστά της. Μα εκείνη δεν ξαναέφυγε ποτέ.
«Δεν μπορώ να αποχωριστώ τον ήλιο.» είχε πει στον Νίκο, ένα μεσημέρι στο παγκάκι στην πλατεία Αβυσσηνίας, βουτηγμένη στο χρώμα από τα πινέλα της.
Η αλήθεια αποκαλύφθηκε αρκετό καιρό μετά. Η γνωριμία της με τον Μηνά στη Βιέννη. Το πόσο τον έσπρωχνε να μην τα παρατήσει. Το πόσο ο ίδιος δεν ήθελε να ασχοληθεί με αυτό. Ανέκαθεν του άρεσε η τέχνη μέσα από την τεχνολογία. Οι κακές παρέες που μόνος του δημιούργησε για να τον οδηγήσουν στην καταστροφή και τελικά στα ναρκωτικά. Που δεν κατάφερε να τον συγκρατήσει. Που έντρομη πήρε τους γονείς του και ήρθαν για να τον πάρουν πίσω. Που μόνος του δεν άντεχε να περάσει την όλη φάση της αποτοξίνωσης. Που για χάρη του γύρισε και παρέμεινε στην Ελλάδα. Έκανε λίγα σεμινάρια στη γραφιστική και βρήκε δουλειά ως γραφίστρια για να είναι κοντά του. Που τον συντηρούσε όταν βγαίνοντας από την κλινική δεν είχε που αλλού να πάει.
Με τους γονείς του έπαψε να μιλάει όταν αρνήθηκε να επιστρέψει στη Βιέννη και τις σπουδές του. Βρήκε δουλειά ως μπάρμαν για να μπορεί να πληρώνει τη σχολή γραφιστικής. Η Έλλη του πρόσφερε κατάλυμα και στέγη, οπότε τα λιγοστά έσοδα από το μαγαζί του επέτρεπαν να πληρώνει τη σχολή, αλλά τίποτα παραπάνω.
Ήταν μεσημέρι πάλι όταν ο Νίκος έμαθε την αλήθεια. Τους είχε βρει στον πεζόδρομο έξω από το ανθοπωλείο. Τότε δεν είχε πια λόγο να του το κρύψει. Είχε περάσει τόσος καιρός που είχε ξεχάσει και η ίδια τι όνειρα είχε. Το μόνο που την ένοιαζε τότε ήταν να ορθοποδήσει ο Μηνάς. Και να’ταν έρωτας, θα έλεγε κανείς πως ίσως περνούσε. Ήταν κάτι πιο βαθύ. Έμοιαζε λες κι ο ένας ήταν η προέκταση του άλλου. Μια προέκταση που για εκείνον είχε θετικές συνέπειες, ενώ για εκείνη ήταν ο δρόμος προς την καταστροφή. Σαν να υπήρχε ένα αόρατος δεσμός μεταξύ τους, που κανείς δεν ήταν ικανός να σπάσει. Και ήταν αλήθεια. Μόνο κάποιος από τους δυο τους μπορούσε να διαλύσει αυτό που είχαν.
Με το πέρασμα του χρόνου και την βοήθεια της Έλλης, ο Μηνάς ορθοπόδησε. Τελείωσε τη σχολή γραφιστικής και μέσω της Έλλης βρήκε δουλειά σε μια μεγάλη εταιρεία, αντίστοιχης εμβέλειας με εκείνη στην οποία εργαζόταν η ίδια. Με τη συμπαράσταση της ανέβηκε γρήγορα στην ιεραρχία της εταιρείας. Κι όταν τύχαινε να δυσκολεύεται σε κάποια δουλειά, η Έλλη πρόθυμα του πάσαρε τις δικές της ιδέες, αφήνοντας την ίδια σε μία μετριότητα, που επηρέαζε σε μεγάλο βαθμό τη δουλειά της και έθετε σε κίνδυνο το μέλλον της στην εταιρεία.
Δεν την ένοιαζε όμως. Αυτό που είχε σημασία ήταν που εκείνος ήταν και ένιωθε δυνατός. Άλλωστε, ουσιαστικά είχε αποσυρθεί, σχεδόν από τα πάντα, με την επιστροφή της στην Ελλάδα και είχε αφεθεί πια στο να είναι ο άνθρωπος πίσω από το Μηνά. Και χωρίς ποτέ να ζητήσει το οτιδήποτε σε αντάλλαγμα. Της αρκούσε που εκείνος ήταν καλά.
Ο Μηνάς από την άλλη, τυλιγόταν σαν το κουβάρι δίπλα της, γύρω της, μα κυρίως μέσα της. Είχε συνδέσει την ύπαρξή του με τη δική της. Του ήταν και κυρίως την έκανε να νιώθει απαραίτητη. Μέχρι τη στιγμή που συνήλθε. Είχε πλέον αποδεσμευτεί από τα ναρκωτικά, είχε μία καλή δουλειά, είχε εκείνη, φαινομενικά δεν του έλειπε τίποτα. Όμως αυτό δεν του ήταν αρκετό. Επιζητούσε την αλλαγή. Έτσι άρχισε να πιστεύει πως πρέπει να αποδεσμευτεί από εκείνη.
Έκανε καινούριες παρέες από τη δουλειά, ξαναβρέθηκε με παλιούς, αλλά καλούς και έμπιστους φίλους και άρχισε να πηγαίνει με κάθε γυναίκα που έβρισκε διαθέσιμη. Στην αρχή προσπαθούσε να το συγκαλύψει, έπειτα όμως το έκανε απροκάλυπτα, λες και το μόνο που ήθελε ήταν να την πληγώσει περισσότερο και πιο βαθιά.
Η Έλλη προσπαθώντας να διατηρήσει την ψυχραιμία της, έκανε αυτό που ήξερε καλύτερα, ζωγράφιζε. Διοχέτευε όλη της την ένταση στον καμβά και σιγά σιγά το ταλέντο της, που για χάρη του είχε καιρό χαραμίσει, βρήκε πάλι διέξοδο μέσω του χεριού της.
Ο Μηνάς αντίθετα άρχισε να φθίνει. Χωρίς την «παρέμβαση» της Έλλης η δουλειά του είχε χάσει αυτή την ιδιαίτερη ταυτότητα που εκείνη της είχε προσδώσει. Το κατάλαβε εγκαίρως και άρχισε να παίρνει τα μέτρα του. Ήξερε το χρονοδιάγραμμα της και έμπαινε στο χώρο που είχε διαμορφώσει ως ατελιέ πάντα λίγο πριν την ολοκλήρωση. Την έπειθε ότι τα έργα δεν ήταν αρκετά καλά και τα έπαιρνε στο δικό του δωμάτιο, για να μην την επηρεάζουν και να μπορεί ανενόχλητη και αδιάσπαστη να ξεκινήσει με κάποιο καινούριο.
Έτσι η Έλλη ήταν σε μία συνεχή κατάσταση δημιουργίας και εκείνος είχε μία πλούσια συλλογή από αξιόλογους πίνακες, που παρουσίαζε ως δικούς του. Η πρόταση για τη Biennale και την πρώτη του ατομική έκθεση δεν άργησε να γίνει. Το δύσκολο κομμάτι ήταν όχι το ότι έπρεπε να της το πει, αλλά το ότι έπρεπε άμεσα πια να απομακρυνθεί από εκείνη. Η αλήθεια θα αποκαλυπτόταν και ήταν σίγουρος ότι αν το μάθαινε δεν το άφηνε να περάσει έτσι απλά.
Σε θέματα ηθικής η Έλλη μετατρεπόταν σε πραγματική ύαινα. Ιδίως εάν σχετίζονταν με ζητήματα τέχνης. Πίστευε ότι το έργο του κάθε καλλιτέχνη ήταν η ταυτότητα της ίδιας του της ύπαρξης. Και είχε θυσιάσει ήδη μία φορά τη δική της.
Είχε αρχίσει να γίνεται αδιάφορος, να βγαίνει πιο συχνά με τους κολλητούς και να μιλάει για μια συγκεκριμένη κοπέλα. Θα την παρουσίαζε σαν μια σχέση που ήθελε να δοκιμάσει. Σκοπός του ήταν αρχικά να φύγει από το σπίτι. Μετά θα την ξέκοβε εύκολα. Ή τουλάχιστον έτσι πίστευε.
Η Έλλη είχε καταλάβει τι γινόταν. Δεν χρειαζόταν ιδιαίτερος κόπος. Το θεωρούσε θέμα χρόνου να φύγει από το σπίτι. Ο πραγματικός λόγος της φανερώθηκε τυχαία ένα βράδυ. Ήθελε έναν καμβά και πήγε στο δωμάτιο του Μηνά, που τελευταία είχε ξαναπιάσει κι εκείνος το πινέλο, το οποίο προς έκπληξή της βρήκε κλειδωμένο. Η μανία της να βγάζει αντικλείδια από όλες τις πόρτες του σπιτιού της επέτρεψε την είσοδο στο δωμάτιο και την αποκάλυψη της απάτης, που στηνόταν τόσο καιρό πίσω από την πλάτη της. Μια ματιά στην ηλεκτρονική αλληλογραφία του Μήνα, με τους τίτλους και τις εικόνες από τα έργα, ένωσε όλα τα κομμάτια του παζλ.
Ένιωσε συντετριμμένη. Δεν περίμενε ποτέ ότι ο Μηνάς θα της έκανε κάτι τέτοιο. Προσπάθησε να μην πειράξει τίποτε στο χώρο, κλείδωσε την πόρτα και κάθισε στο γραφείο της. Η ενασχόλησή της τελευταία με τα φυτά της πρόσφερε μια εύκολη λύση. Δεν χρειάστηκε να το σκεφτεί πολύ. Ήξερε άλλωστε πως εκείνος θα έκανε την πρώτη κίνηση.
Στις 10.00 βρισκόταν έξω από το στέκι τους. Ως συνήθως άργησε. «Σταμάτησα στο ψιλικατζίδικο για φιλτράκια.» χρησιμοποίησε σαν δικαιολογία και εκείνη απλά χαμογέλασε. Το ήξερε πως έλεγε ψέματα, άλλωστε που ακριβώς βρισκόταν οποιαδήποτε αλήθεια το τελευταίο διάστημα;
Κάθισαν δίπλα στο παράθυρο ως συνήθως. Μια τεκίλα και ένα ρούμι. Εκείνος να ανάβει τσιγάρο με την πρώτη γουλιά. Τίποτα φαινομενικά δεν είχε αλλάξει. «Δεν ήξερα ότι βάζεις τα φιλτράκια σου σε ειδική θήκη.» ρώτησε με βλέμμα που γυάλιζε. Της απάντησε με ύφος που έδειχνε ότι το είχε εκλάβει ως ένδειξη ζήλιας, ότι ήταν δώρο, γιατί η χάρτινη συσκευασία στην οποία πωλούνταν δεν ήταν βολική. Τον άφησε να ξεκινήσει τη συζήτηση. Δεν την ενδιέφερε να σχολιάσει κάτι. Θα αρκούνταν σε ένα συναινετικό ναι, όσο δύσκολο κι αν της φαινόταν να συγκρατήσει το θυμό της. Τον ρώτησε μόνο πότε σκόπευε να φύγει από το σπίτι. Θα του έπαιρνε κάποιες μέρες, γεγονός που την εξυπηρετούσε άψογα.
Γύρισαν σπίτι σχεδόν αμίλητοι. Εκείνος με ένα βλέμμα ενοχής, εκείνη με ένα βλέμμα ικανοποίησης. Θα είχε όσο χρόνο χρειαζόταν για να πραγματοποιήσει το σχέδιό της.
Ξύπνησε σχεδόν χαράματα, περίμενε να ακούσει να κλείνει η πόρτα και πετάχτηκε από το κρεβάτι της. Πήγε στην κουζίνα. «Στα γρήγορα ένας καφές και μετά δουλειά.» σκέφτηκε και άναψε ένα τσιγάρο. Πήγε στην ντουλάπα, πήρε την σακούλα με τις πικροδάφνες και επέστρεψε στην κουζίνα. Έβαλε νερό στην κατσαρόλα, φόρεσε γάντια, μάσκα στο πρόσωπο και άναψε το μάτι. Είχε ανοίξει το παράθυρο και είχε κλείσει την πόρτα της κουζίνας. Φοβήθηκε μήπως περάσουν οι αναθυμιάσεις στο υπόλοιπο σπίτι. Δεν ήξερε πόση ώρα έπρεπε να βράσει τα φύλλα για να απελευθερώσουν το δηλητήριό τους. Περίμενε μέχρι το νερό να πάρει ένα σκούρο καφέ χρώμα, κατέβασε την κατσαρόλα από η φωτιά και την ακούμπησε στο παράθυρο.
Άφησε το μείγμα να κρυώσει και έπειτα το στράγγισε και το έβαλε σε ένα πλαστικό μπουκαλάκι, που το έκρυψε στην ντουλάπα της. Πήρε στο γραφείο να δηλώσει ασθένεια και βγήκε να περπατήσει. Εκείνος θα γυρνούσε σπίτι πριν την μπάλα, ήταν άλλωστε η τελευταία του μέρα στο σπίτι, το επόμενο πρωινό, του Σαββάτου, θα έφευγε, οπότε είχε να τακτοποιήσει διάφορα θέματα, πριν ξεχυθεί στο γκαζόν. Θα άφηνε τα τσιγάρα του στο γραφείο του όπως πάντα. Τελευταία δεν τα έπαιρνε μαζί, όπως συνήθιζε άλλοτε, για να μην μπει στον πειρασμό να καπνίσει μετά την άσκηση. Θα ήταν σπίτι περίπου στις 11.00. Εκείνη θα είχε τελειώσει μέχρι τότε.
Περίμενε κρυμμένη στη γωνία της πολυκατοικίας. Όταν τον είδε να φεύγει μπήκε και ανέβηκε στο διαμέρισμα. Άνοιξε με τα δεύτερα κλειδιά όπως την πρώτη φορά το δωμάτιο και μπήκε μέσα. Ο καπνός του ήταν πάνω στο γραφείο. Η μεταλλική θήκη με τα φιλτράκια ακριβώς δίπλα. Την πήρε και πήγε γρήγορα στην κουζίνα. Ετοίμασε τα εργαλεία στον πάγκο, έβαλε πάλι γάντια και μάσκα, και πήγε στο δωμάτιό της να βγάλει το μπουκαλάκι με το μαγικό υγρό από την ντουλάπα. Το άνοιξε κρατώντας την σύριγγα στο χέρι της. Τράβηξε μια μικρή ποσότητα από το υγρό και τρυπώντας με τη βελόνα ένα φιλτράκι το εμπότισε με αυτό. Περίμενε λίγο να δει μήπως βαφόταν καφέ, γεγονός που θα της κατέστρεφε το σχέδιο. Ευτυχώς όπως αποδείχθηκε, η ποσότητα ήταν μικρή για να μην αλλοιώσει το άσπρο χρώμα που είχαν τα φιλτράκια, αλλά επαρκής για να προκαλέσει το αποτέλεσμα που ήθελε.
Αρκετή ώρα μετά είχε ολοκληρώσει το έργο της. Είχε μείνει η ανάλογη ποσότητα που θα της χρειαζόταν για την τελική φάση του σχεδίου της. Το μόνο που έλπιζε ήταν ο Μηνάς να μην δανείσει σε κανέναν από τα φιλτράκια του. Ακούμπησε τη θήκη εκεί που την είχε βρει, κλείδωσε το δωμάτιο και κοιμήθηκε χωρίς να τον περιμένει να γυρίσει.
Σύμφωνα με την έρευνά της, η ποσότητα που θα λάμβανε ο Μηνάς μέσω του φίλτρου ήταν αρκετή για να επιφέρει σταδιακά τα αποτελέσματα της δηλητηρίασης από την πικροδάφνη. Το μόνο που προσδοκούσε ήταν, βασιζόμενη στον ήδη επιβαρυμένο οργανισμό να εμφάνιζε τα συμπτώματα της αρρυθμίας –τον είχε δει να έχει ταχυκαρδίες και αρρυθμίες από χρήση ναρκωτικών- και όχι κάποια γαστρεντερική διαταραχή, που ενδεχομένως να τον έβαζε σε υποψίες και να τον ωθούσε στο γιατρό.
Το πρωί σηκώθηκε πριν από κείνον. Ήθελε να αποφύγει να ανάψει τσιγάρο μέσα στο σπίτι. Δεν ήξερε αν με τον καπνό θα απελευθερωνόταν και κάποια ουσία από την πικροδάφνη ή αν θα πήγαινε όλη στο δικό του σώμα. Ευτυχώς άργησε να ξυπνήσει και η μεταφορική θα πλησίαζε από στιγμή σε στιγμή. Τον είδε ανόρεχτο να μπαίνει στην κουζίνα. Προσφέρθηκε να του φτιάξει καφέ μέχρι να ντυθεί. Ήπιε την πρώτη γουλιά όταν χτύπησε το κουδούνι. Είχε ήδη στρίψει το πρώτο τσιγάρο της μέρας, αλλά δεν πρόλαβε να το ανάψει. «Δεν πειράζει. Ή κάντο στο δρόμο ή με το καλό στο καινούριο σου σπίτι.» του είπε με γλυκιά φωνή και τον οδήγησε μέχρι την πόρτα.
Τώρα έπρεπε απλά να περιμένει.
Της τηλεφώνησε μερικές μέρες αργότερα. Είχε αρχίσει να έχει τρέμουλο και αρρυθμίες. Νόμιζε πως υποτροπίαζε και ο οργανισμός του έδειχνε την ανάγκη για ναρκωτικές ουσίες. Δεν εμπιστευόταν κανέναν άλλο σε αυτό το θέμα, μόνο την Έλλη. Ντύθηκε γρήγορα, πήρε το δώρο που του είχε πάρει και σε λίγη ώρα βρισκόταν σπίτι του. Τον βρήκε σχεδόν σε άθλια κατάσταση στον καναπέ. Του είπε να μείνει ακίνητος και πήγε στην κουζίνα να φτιάξει ποτά. Θα τον χαλάρωνε ένα ποτάκι. Του έθεσε σαν όρο να μην ανάψει τσιγάρο και κάθισε δίπλα του.
Μίλησαν αρκετά. Τον έβλεπε όπως πολλά χρόνια πριν. Να προσπαθεί να τυλιχτεί δίπλα της, γύρω της, μα κυρίως μέσα της. Ήταν όμως ήδη αργά. Δυο τρία ποτά μετά, ήταν έτοιμος για ύπνο. Τον πήγε στο δωμάτιο. Τον ξάπλωσε και τον σκέπασε. Το ύφος του θύμιζε κουτάβι. «Μην φύγεις» της είπε. «Δεν μπορώ να μείνω, μα θα σου αφήσω κάτι για να με νιώθεις δίπλα σου.» του είπε και έφερε την τσάντα της από το σαλόνι. Έβγαλε την κεραμική συσκευή και την ακούμπησε στο κομοδίνο δίπλα του. Άναψε το ρεσώ και το έβαλε στην ειδική θήκη. «Θέλει και κάποιο έλαιο για να μυρίσει.» της είπε με φωνή που έσβηνε. «Το ξέρω.» είπε κοφτά. Έβγαλε το μπουκαλάκι από την τσάντα και τον κοίταξε. Λίγο πριν ρίξει το σκούρο καφέ υγρό στη συσκευή, έγειρε δίπλα του, τον φίλησε και τον ρώτησε που κρατούσε τα έργα της. Την κοίταξε έντρομος. Τον διαβεβαίωσε πως δεν την ένοιαζε, απλά ήθελε να ξέρει. «Στην αποθηκούλα, δίπλα στο μπάνιο. Φοβόμουν ότι αν τα έβαζα οπουδήποτε αλλού, μπορεί ερχόμενη κάποια στιγμή στο σπίτι να τα έβλεπες.» ψέλλισε και αρπάζοντας την σφιχτά από το χέρι την έφερε κοντά του. Την φίλησε στο μάγουλο και της ψιθύρισε συγγνώμη.
«Σε συγχωρώ.» του απάντησε και έριξε το υγρό.
Γύρισε σπίτι με μια ηρεμία πρωτόγνωρη. Το γνώριζε καλά πως από τις αναθυμιάσεις ήταν θέμα ωρών η καρδιακή προσβολή. Δεν θα ζούσε το επόμενο πρωί. Πήγε στο ατελιέ. Διέγραψε τη λίστα με τα έργα που δούλευε όλο αυτόν τον καιρό. Δημιούργησε μια καινούρια, με το όνομα «Μηνάς» και έστησε τον καμβά στο καβαλέτο. Δεν θα έπαιρνε τα έργα της πίσω, μα με κάποιο τρόπο θα έφερνε εκείνον, όπως ήταν κάποτε, όπως ήθελε να τον θυμάται. Τελείωσε το πορτρέτο του και πήγε για ύπνο. Βυθίστηκε σε έναν ύπνο βαθύ από εκείνους που είχε καιρό να κάνει.
Ξύπνησε μετά από καιρό στη Βοστόνη. Η πρώτη της έκθεση, μετά την Biennale, με τον τίτλο «Μηνάς» είχε σήμερα εγκαίνια. Κανείς δεν σχολίασε ότι η μεγάλη της επιτυχία ήταν συνδεδεμένη με τον χαμό του πιο αγαπημένου της προσώπου. Έναν χαμό που την οδήγησε πίσω εκεί από όπου ξεκίνησε, με μια συνέχεια που αυτή τη φορά τη διάλεξε η ίδια.
Ο Νίκος της στέλνει αραιά και που κανένα αποξηραμένο φύλλο πικροδάφνης।
Η Έλλη. Ποιος την άκουγε όταν θα γυρνούσε στο σπίτι. Δεν ήταν το ότι έλειπε όλη μέρα, αλλά το ότι δεν την είχε πάρει ούτε ένα τηλέφωνο. Και το χειρότερο είναι πως ούτε καν το σκέφτηκε. Κάτι που το γνώριζε βέβαια και η ίδια. Ήξερε καλά πως δεν μπορούσε να την ξεγελάσει. Θα έπρεπε να βρει κάτι πραγματικά πρωτότυπο αυτή τη φορά για να κατευνάσει το θυμό της. «Ειλικρίνεια.» σκέφτηκε και ανάβοντας ένα τσιγάρο ανακουφίστηκε.
Έβαλε το κλειδί στην πόρτα σαν το παιδί που φοβάται μήπως το πάρουν είδηση οι γονείς του. Μπήκε ακροπατώντας μέχρι το χωλ, όταν διαπίστωσε πως τα φώτα ήταν κλειστά. Μόνο η λάμπα του γραφείου της ήταν αναμμένη, όπως και ο υπολογιστής της. Δεν μπήκε στον κόπο να τον κλείσει. Ελαχιστοποίησε τα παράθυρα, έσβησε τη λάμπα και χώθηκε στο μπάνιο. Αφού ετοιμάστηκε, λίγο πριν πέσει για ύπνο, έσκυψε δίπλα της και τη φίλησε στο μάγουλο.
«Δεν κοιμάμαι. Πρέπει να μιλήσουμε. Εάν μπορέσεις να με βάλεις στο πρόγραμμά σου τις επόμενες μέρες θα το εκτιμούσα.» είπε με κοφτή, ειρωνική φωνή, που του επέτρεψε να απαντήσει απλά ένα ξερό ναι.
Ο ίδιος άργησε να κοιμηθεί μετά τη σύντομη συνομιλία τους. Εκείνη πάλι βυθίστηκε σε έναν ύπνο βαθύ, από εκείνους που είχε καιρό να κάνει.
Όταν ξύπνησε το πρωί, εκείνος είχε ήδη φύγει. Άνοιξε πρώτα τα παράθυρα, έπειτα το ράδιο και τελευταίο ετοίμασε τον καφέ της. Θα τον έπινε στο μπαλκόνι μιας και ο καιρός το επέτρεπε. Πήρε το φορητό υπολογιστή και κάθισε στη βεράντα. Ήταν μια όμορφη μέρα για να χαζέψει στο διαδίκτυο μία από τις αγαπημένες της ασχολίες, τα φυτά. Σταμάτησε απότομα την έρευνά της καθώς έπρεπε να ετοιμαστεί για τη δουλειά. Θα συνέχιζε το βράδυ. Εξάλλου, είχε χρόνο να ψάξει και να προετοιμαστεί εγκαίρως. Η άνοιξη μόλις είχε μπει. Θα είχαν χρόνο τα φυτά της να ανθίσουν.
Το μήνυμα του το μεσημέρι την ξάφνιασε. Η πρότασή του ήταν να βγουν όπως παλιά και να συζητήσουν έξω με ποτό, τσιγάρα, χορό και κυρίως καλή διάθεση, όπως χαρακτηριστικά της έγραφε. Θεωρούσε ότι το περιβάλλον του σπιτιού θα επιδρούσε αρνητικά και για τους δυο τους. Το δέχτηκε απρόθυμα. Δεν ένιωθε άνετα εκτός του χώρου της. Εστίασε όμως στην σκέψη, πως ήταν μια συζήτηση που έπρεπε να γίνει, κι αυτό ήταν που τελικά μετρούσε.
Το ραντεβού κλείστηκε για τις 10.00. Κανείς δεν ρώτησε τον άλλο που θα βρισκόταν μέχρι εκείνη την ώρα. Σίγουρα δεν θα συναντιόντουσαν νωρίτερα στο σπίτι. Ήταν σαν μια σιωπηλή συμφωνία μεταξύ τους ότι θα βρισκόντουσαν κατευθείαν το βράδυ. Ο καθένας θα είχε τον προσωπικό του χρόνο να προετοιμαστεί για αυτό που θα επακολουθούσε.
Έφυγε από το γραφείο βιαστικά. Έπρεπε να περάσει και από το φίλο της, τον ανθοπώλη. Την είχε ειδοποιήσει ότι είχε βρει αυτό που του είχε ζητήσει. Άγγιξε το πόμολο με χέρια που έτρεμαν. Για μια στιγμή νόμισε πως δεν θα είχε τη δύναμη να την ανοίξει τελικά. Πήρε βαθιά ανάσα και ελάχιστα λεπτά μετά, βρισκόταν μπροστά στον πάγκο του ανθοπωλείου.
«Καλώς την.» είπε ο Νίκος με ήρεμη φωνή, έσκυψε πίσω από τον πάγκο και σηκώθηκε, απιθώνοντας μια σακούλα γεμάτη με φύλλα πικροδάφνης επάνω του. «Τι θα τα κάνεις αλήθεια τόσα φύλλα;» τη ρώτησε και στο πρόσωπό του σχηματίστηκε ένα σατανικό γελάκι.
«Κάποια θα τα αποξηράνω. Κάποια θα τα βράσω. Και κάποια θα τα κάψω για να δώσω χρησμούς σαν άλλη Πυθία.» απάντησε περιπαιχτικά.
«Κοίτα μην κάνεις καμιά βλακεία. Η πικροδάφνη είναι εξαιρετικά δηλητηριώδης. Οι αναθυμιάσεις και μόνο μπορεί να σε στείλουν.» είπε με στόμφο, τυλίγοντας τα χέρια του προστατευτικά γύρω από τη σακούλα, έτοιμος να την πάρει πίσω.
«Μην ανησυχείς. Δεν είμαι τόσο ηλίθια.» του απάντησε, αποφεύγοντας ωστόσο να διευκρινίσει γιατί ήθελε τόσα φύλλα.
Στο επικριτικό του ύφος απάντησε μελιστάλαχτα. Του εξήγησε πως ήταν ενημερωμένη για τις δράσεις του συγκεκριμένου φυτού. Πως είχε διαβάσει για την κοινή του χρήση με τη γλυκόριζα σαν «γιατροσόφι», αλλά πως δεν είχε καμία πρόθεση να κάνει πειράματα. Απλά σκόπευε να το χρησιμοποιήσει στο «έργο» που δούλευε και με το οποίο θα δήλωνε ξανά συμμετοχή στη Biennale. Ήξερε πως η συγκεκριμένη λέξη θα τον απέτρεπε από περιττές ερωτήσεις. Ήταν το όριο πριν την απαγορευμένη γραμμή.
Ο Νίκος άλλωστε την ήξερε χρόνια. Όταν έφευγε ως νέα φέρελπις καλλιτέχνης για τη σχολή καλών τεχνών της Βιέννης. Τον κόπο που είχε καταβάλει για να γίνει δεκτή. Το κόστος ήταν υψηλό, οπότε έδωσε εξετάσεις για μερική υποτροφία, την οποία, όταν ολοκλήρωσε το πρώτο έτος σπουδών, πήρε ολόκληρη εξαιτίας του ταλέντου της, το οποίο αναγνωρίστηκε από σύσσωμη την κοινότητα του πανεπιστημίου. Το μεταπτυχιακό στην Ιταλία, στην τέχνη της αναγέννησης που τόσο της άρεσε. Και έπειτα τη βίαιη επιστροφή στην Ελλάδα.
Μια επιστροφή που σε κανέναν δεν δικαιολόγησε ποτέ. Επέστρεψε ξαφνικά και όπως είχε πει στην αρχή για λίγο. Να ετοιμάσει κάποια έργα και να φύγει έπειτα για τη Βοστόνη. Θα έκανε την πρώτη της ατομική έκθεση και θα αναλάμβανε χρέη βοηθού στο μουσείο. Μια λαμπρή καριέρα ανοιγόταν μπροστά της. Μα εκείνη δεν ξαναέφυγε ποτέ.
«Δεν μπορώ να αποχωριστώ τον ήλιο.» είχε πει στον Νίκο, ένα μεσημέρι στο παγκάκι στην πλατεία Αβυσσηνίας, βουτηγμένη στο χρώμα από τα πινέλα της.
Η αλήθεια αποκαλύφθηκε αρκετό καιρό μετά. Η γνωριμία της με τον Μηνά στη Βιέννη. Το πόσο τον έσπρωχνε να μην τα παρατήσει. Το πόσο ο ίδιος δεν ήθελε να ασχοληθεί με αυτό. Ανέκαθεν του άρεσε η τέχνη μέσα από την τεχνολογία. Οι κακές παρέες που μόνος του δημιούργησε για να τον οδηγήσουν στην καταστροφή και τελικά στα ναρκωτικά. Που δεν κατάφερε να τον συγκρατήσει. Που έντρομη πήρε τους γονείς του και ήρθαν για να τον πάρουν πίσω. Που μόνος του δεν άντεχε να περάσει την όλη φάση της αποτοξίνωσης. Που για χάρη του γύρισε και παρέμεινε στην Ελλάδα. Έκανε λίγα σεμινάρια στη γραφιστική και βρήκε δουλειά ως γραφίστρια για να είναι κοντά του. Που τον συντηρούσε όταν βγαίνοντας από την κλινική δεν είχε που αλλού να πάει.
Με τους γονείς του έπαψε να μιλάει όταν αρνήθηκε να επιστρέψει στη Βιέννη και τις σπουδές του. Βρήκε δουλειά ως μπάρμαν για να μπορεί να πληρώνει τη σχολή γραφιστικής. Η Έλλη του πρόσφερε κατάλυμα και στέγη, οπότε τα λιγοστά έσοδα από το μαγαζί του επέτρεπαν να πληρώνει τη σχολή, αλλά τίποτα παραπάνω.
Ήταν μεσημέρι πάλι όταν ο Νίκος έμαθε την αλήθεια. Τους είχε βρει στον πεζόδρομο έξω από το ανθοπωλείο. Τότε δεν είχε πια λόγο να του το κρύψει. Είχε περάσει τόσος καιρός που είχε ξεχάσει και η ίδια τι όνειρα είχε. Το μόνο που την ένοιαζε τότε ήταν να ορθοποδήσει ο Μηνάς. Και να’ταν έρωτας, θα έλεγε κανείς πως ίσως περνούσε. Ήταν κάτι πιο βαθύ. Έμοιαζε λες κι ο ένας ήταν η προέκταση του άλλου. Μια προέκταση που για εκείνον είχε θετικές συνέπειες, ενώ για εκείνη ήταν ο δρόμος προς την καταστροφή. Σαν να υπήρχε ένα αόρατος δεσμός μεταξύ τους, που κανείς δεν ήταν ικανός να σπάσει. Και ήταν αλήθεια. Μόνο κάποιος από τους δυο τους μπορούσε να διαλύσει αυτό που είχαν.
Με το πέρασμα του χρόνου και την βοήθεια της Έλλης, ο Μηνάς ορθοπόδησε. Τελείωσε τη σχολή γραφιστικής και μέσω της Έλλης βρήκε δουλειά σε μια μεγάλη εταιρεία, αντίστοιχης εμβέλειας με εκείνη στην οποία εργαζόταν η ίδια. Με τη συμπαράσταση της ανέβηκε γρήγορα στην ιεραρχία της εταιρείας. Κι όταν τύχαινε να δυσκολεύεται σε κάποια δουλειά, η Έλλη πρόθυμα του πάσαρε τις δικές της ιδέες, αφήνοντας την ίδια σε μία μετριότητα, που επηρέαζε σε μεγάλο βαθμό τη δουλειά της και έθετε σε κίνδυνο το μέλλον της στην εταιρεία.
Δεν την ένοιαζε όμως. Αυτό που είχε σημασία ήταν που εκείνος ήταν και ένιωθε δυνατός. Άλλωστε, ουσιαστικά είχε αποσυρθεί, σχεδόν από τα πάντα, με την επιστροφή της στην Ελλάδα και είχε αφεθεί πια στο να είναι ο άνθρωπος πίσω από το Μηνά. Και χωρίς ποτέ να ζητήσει το οτιδήποτε σε αντάλλαγμα. Της αρκούσε που εκείνος ήταν καλά.
Ο Μηνάς από την άλλη, τυλιγόταν σαν το κουβάρι δίπλα της, γύρω της, μα κυρίως μέσα της. Είχε συνδέσει την ύπαρξή του με τη δική της. Του ήταν και κυρίως την έκανε να νιώθει απαραίτητη. Μέχρι τη στιγμή που συνήλθε. Είχε πλέον αποδεσμευτεί από τα ναρκωτικά, είχε μία καλή δουλειά, είχε εκείνη, φαινομενικά δεν του έλειπε τίποτα. Όμως αυτό δεν του ήταν αρκετό. Επιζητούσε την αλλαγή. Έτσι άρχισε να πιστεύει πως πρέπει να αποδεσμευτεί από εκείνη.
Έκανε καινούριες παρέες από τη δουλειά, ξαναβρέθηκε με παλιούς, αλλά καλούς και έμπιστους φίλους και άρχισε να πηγαίνει με κάθε γυναίκα που έβρισκε διαθέσιμη. Στην αρχή προσπαθούσε να το συγκαλύψει, έπειτα όμως το έκανε απροκάλυπτα, λες και το μόνο που ήθελε ήταν να την πληγώσει περισσότερο και πιο βαθιά.
Η Έλλη προσπαθώντας να διατηρήσει την ψυχραιμία της, έκανε αυτό που ήξερε καλύτερα, ζωγράφιζε. Διοχέτευε όλη της την ένταση στον καμβά και σιγά σιγά το ταλέντο της, που για χάρη του είχε καιρό χαραμίσει, βρήκε πάλι διέξοδο μέσω του χεριού της.
Ο Μηνάς αντίθετα άρχισε να φθίνει. Χωρίς την «παρέμβαση» της Έλλης η δουλειά του είχε χάσει αυτή την ιδιαίτερη ταυτότητα που εκείνη της είχε προσδώσει. Το κατάλαβε εγκαίρως και άρχισε να παίρνει τα μέτρα του. Ήξερε το χρονοδιάγραμμα της και έμπαινε στο χώρο που είχε διαμορφώσει ως ατελιέ πάντα λίγο πριν την ολοκλήρωση. Την έπειθε ότι τα έργα δεν ήταν αρκετά καλά και τα έπαιρνε στο δικό του δωμάτιο, για να μην την επηρεάζουν και να μπορεί ανενόχλητη και αδιάσπαστη να ξεκινήσει με κάποιο καινούριο.
Έτσι η Έλλη ήταν σε μία συνεχή κατάσταση δημιουργίας και εκείνος είχε μία πλούσια συλλογή από αξιόλογους πίνακες, που παρουσίαζε ως δικούς του. Η πρόταση για τη Biennale και την πρώτη του ατομική έκθεση δεν άργησε να γίνει. Το δύσκολο κομμάτι ήταν όχι το ότι έπρεπε να της το πει, αλλά το ότι έπρεπε άμεσα πια να απομακρυνθεί από εκείνη. Η αλήθεια θα αποκαλυπτόταν και ήταν σίγουρος ότι αν το μάθαινε δεν το άφηνε να περάσει έτσι απλά.
Σε θέματα ηθικής η Έλλη μετατρεπόταν σε πραγματική ύαινα. Ιδίως εάν σχετίζονταν με ζητήματα τέχνης. Πίστευε ότι το έργο του κάθε καλλιτέχνη ήταν η ταυτότητα της ίδιας του της ύπαρξης. Και είχε θυσιάσει ήδη μία φορά τη δική της.
Είχε αρχίσει να γίνεται αδιάφορος, να βγαίνει πιο συχνά με τους κολλητούς και να μιλάει για μια συγκεκριμένη κοπέλα. Θα την παρουσίαζε σαν μια σχέση που ήθελε να δοκιμάσει. Σκοπός του ήταν αρχικά να φύγει από το σπίτι. Μετά θα την ξέκοβε εύκολα. Ή τουλάχιστον έτσι πίστευε.
Η Έλλη είχε καταλάβει τι γινόταν. Δεν χρειαζόταν ιδιαίτερος κόπος. Το θεωρούσε θέμα χρόνου να φύγει από το σπίτι. Ο πραγματικός λόγος της φανερώθηκε τυχαία ένα βράδυ. Ήθελε έναν καμβά και πήγε στο δωμάτιο του Μηνά, που τελευταία είχε ξαναπιάσει κι εκείνος το πινέλο, το οποίο προς έκπληξή της βρήκε κλειδωμένο. Η μανία της να βγάζει αντικλείδια από όλες τις πόρτες του σπιτιού της επέτρεψε την είσοδο στο δωμάτιο και την αποκάλυψη της απάτης, που στηνόταν τόσο καιρό πίσω από την πλάτη της. Μια ματιά στην ηλεκτρονική αλληλογραφία του Μήνα, με τους τίτλους και τις εικόνες από τα έργα, ένωσε όλα τα κομμάτια του παζλ.
Ένιωσε συντετριμμένη. Δεν περίμενε ποτέ ότι ο Μηνάς θα της έκανε κάτι τέτοιο. Προσπάθησε να μην πειράξει τίποτε στο χώρο, κλείδωσε την πόρτα και κάθισε στο γραφείο της. Η ενασχόλησή της τελευταία με τα φυτά της πρόσφερε μια εύκολη λύση. Δεν χρειάστηκε να το σκεφτεί πολύ. Ήξερε άλλωστε πως εκείνος θα έκανε την πρώτη κίνηση.
Στις 10.00 βρισκόταν έξω από το στέκι τους. Ως συνήθως άργησε. «Σταμάτησα στο ψιλικατζίδικο για φιλτράκια.» χρησιμοποίησε σαν δικαιολογία και εκείνη απλά χαμογέλασε. Το ήξερε πως έλεγε ψέματα, άλλωστε που ακριβώς βρισκόταν οποιαδήποτε αλήθεια το τελευταίο διάστημα;
Κάθισαν δίπλα στο παράθυρο ως συνήθως. Μια τεκίλα και ένα ρούμι. Εκείνος να ανάβει τσιγάρο με την πρώτη γουλιά. Τίποτα φαινομενικά δεν είχε αλλάξει. «Δεν ήξερα ότι βάζεις τα φιλτράκια σου σε ειδική θήκη.» ρώτησε με βλέμμα που γυάλιζε. Της απάντησε με ύφος που έδειχνε ότι το είχε εκλάβει ως ένδειξη ζήλιας, ότι ήταν δώρο, γιατί η χάρτινη συσκευασία στην οποία πωλούνταν δεν ήταν βολική. Τον άφησε να ξεκινήσει τη συζήτηση. Δεν την ενδιέφερε να σχολιάσει κάτι. Θα αρκούνταν σε ένα συναινετικό ναι, όσο δύσκολο κι αν της φαινόταν να συγκρατήσει το θυμό της. Τον ρώτησε μόνο πότε σκόπευε να φύγει από το σπίτι. Θα του έπαιρνε κάποιες μέρες, γεγονός που την εξυπηρετούσε άψογα.
Γύρισαν σπίτι σχεδόν αμίλητοι. Εκείνος με ένα βλέμμα ενοχής, εκείνη με ένα βλέμμα ικανοποίησης. Θα είχε όσο χρόνο χρειαζόταν για να πραγματοποιήσει το σχέδιό της.
Ξύπνησε σχεδόν χαράματα, περίμενε να ακούσει να κλείνει η πόρτα και πετάχτηκε από το κρεβάτι της. Πήγε στην κουζίνα. «Στα γρήγορα ένας καφές και μετά δουλειά.» σκέφτηκε και άναψε ένα τσιγάρο. Πήγε στην ντουλάπα, πήρε την σακούλα με τις πικροδάφνες και επέστρεψε στην κουζίνα. Έβαλε νερό στην κατσαρόλα, φόρεσε γάντια, μάσκα στο πρόσωπο και άναψε το μάτι. Είχε ανοίξει το παράθυρο και είχε κλείσει την πόρτα της κουζίνας. Φοβήθηκε μήπως περάσουν οι αναθυμιάσεις στο υπόλοιπο σπίτι. Δεν ήξερε πόση ώρα έπρεπε να βράσει τα φύλλα για να απελευθερώσουν το δηλητήριό τους. Περίμενε μέχρι το νερό να πάρει ένα σκούρο καφέ χρώμα, κατέβασε την κατσαρόλα από η φωτιά και την ακούμπησε στο παράθυρο.
Άφησε το μείγμα να κρυώσει και έπειτα το στράγγισε και το έβαλε σε ένα πλαστικό μπουκαλάκι, που το έκρυψε στην ντουλάπα της. Πήρε στο γραφείο να δηλώσει ασθένεια και βγήκε να περπατήσει. Εκείνος θα γυρνούσε σπίτι πριν την μπάλα, ήταν άλλωστε η τελευταία του μέρα στο σπίτι, το επόμενο πρωινό, του Σαββάτου, θα έφευγε, οπότε είχε να τακτοποιήσει διάφορα θέματα, πριν ξεχυθεί στο γκαζόν. Θα άφηνε τα τσιγάρα του στο γραφείο του όπως πάντα. Τελευταία δεν τα έπαιρνε μαζί, όπως συνήθιζε άλλοτε, για να μην μπει στον πειρασμό να καπνίσει μετά την άσκηση. Θα ήταν σπίτι περίπου στις 11.00. Εκείνη θα είχε τελειώσει μέχρι τότε.
Περίμενε κρυμμένη στη γωνία της πολυκατοικίας. Όταν τον είδε να φεύγει μπήκε και ανέβηκε στο διαμέρισμα. Άνοιξε με τα δεύτερα κλειδιά όπως την πρώτη φορά το δωμάτιο και μπήκε μέσα. Ο καπνός του ήταν πάνω στο γραφείο. Η μεταλλική θήκη με τα φιλτράκια ακριβώς δίπλα. Την πήρε και πήγε γρήγορα στην κουζίνα. Ετοίμασε τα εργαλεία στον πάγκο, έβαλε πάλι γάντια και μάσκα, και πήγε στο δωμάτιό της να βγάλει το μπουκαλάκι με το μαγικό υγρό από την ντουλάπα. Το άνοιξε κρατώντας την σύριγγα στο χέρι της. Τράβηξε μια μικρή ποσότητα από το υγρό και τρυπώντας με τη βελόνα ένα φιλτράκι το εμπότισε με αυτό. Περίμενε λίγο να δει μήπως βαφόταν καφέ, γεγονός που θα της κατέστρεφε το σχέδιο. Ευτυχώς όπως αποδείχθηκε, η ποσότητα ήταν μικρή για να μην αλλοιώσει το άσπρο χρώμα που είχαν τα φιλτράκια, αλλά επαρκής για να προκαλέσει το αποτέλεσμα που ήθελε.
Αρκετή ώρα μετά είχε ολοκληρώσει το έργο της. Είχε μείνει η ανάλογη ποσότητα που θα της χρειαζόταν για την τελική φάση του σχεδίου της. Το μόνο που έλπιζε ήταν ο Μηνάς να μην δανείσει σε κανέναν από τα φιλτράκια του. Ακούμπησε τη θήκη εκεί που την είχε βρει, κλείδωσε το δωμάτιο και κοιμήθηκε χωρίς να τον περιμένει να γυρίσει.
Σύμφωνα με την έρευνά της, η ποσότητα που θα λάμβανε ο Μηνάς μέσω του φίλτρου ήταν αρκετή για να επιφέρει σταδιακά τα αποτελέσματα της δηλητηρίασης από την πικροδάφνη. Το μόνο που προσδοκούσε ήταν, βασιζόμενη στον ήδη επιβαρυμένο οργανισμό να εμφάνιζε τα συμπτώματα της αρρυθμίας –τον είχε δει να έχει ταχυκαρδίες και αρρυθμίες από χρήση ναρκωτικών- και όχι κάποια γαστρεντερική διαταραχή, που ενδεχομένως να τον έβαζε σε υποψίες και να τον ωθούσε στο γιατρό.
Το πρωί σηκώθηκε πριν από κείνον. Ήθελε να αποφύγει να ανάψει τσιγάρο μέσα στο σπίτι. Δεν ήξερε αν με τον καπνό θα απελευθερωνόταν και κάποια ουσία από την πικροδάφνη ή αν θα πήγαινε όλη στο δικό του σώμα. Ευτυχώς άργησε να ξυπνήσει και η μεταφορική θα πλησίαζε από στιγμή σε στιγμή. Τον είδε ανόρεχτο να μπαίνει στην κουζίνα. Προσφέρθηκε να του φτιάξει καφέ μέχρι να ντυθεί. Ήπιε την πρώτη γουλιά όταν χτύπησε το κουδούνι. Είχε ήδη στρίψει το πρώτο τσιγάρο της μέρας, αλλά δεν πρόλαβε να το ανάψει. «Δεν πειράζει. Ή κάντο στο δρόμο ή με το καλό στο καινούριο σου σπίτι.» του είπε με γλυκιά φωνή και τον οδήγησε μέχρι την πόρτα.
Τώρα έπρεπε απλά να περιμένει.
Της τηλεφώνησε μερικές μέρες αργότερα. Είχε αρχίσει να έχει τρέμουλο και αρρυθμίες. Νόμιζε πως υποτροπίαζε και ο οργανισμός του έδειχνε την ανάγκη για ναρκωτικές ουσίες. Δεν εμπιστευόταν κανέναν άλλο σε αυτό το θέμα, μόνο την Έλλη. Ντύθηκε γρήγορα, πήρε το δώρο που του είχε πάρει και σε λίγη ώρα βρισκόταν σπίτι του. Τον βρήκε σχεδόν σε άθλια κατάσταση στον καναπέ. Του είπε να μείνει ακίνητος και πήγε στην κουζίνα να φτιάξει ποτά. Θα τον χαλάρωνε ένα ποτάκι. Του έθεσε σαν όρο να μην ανάψει τσιγάρο και κάθισε δίπλα του.
Μίλησαν αρκετά. Τον έβλεπε όπως πολλά χρόνια πριν. Να προσπαθεί να τυλιχτεί δίπλα της, γύρω της, μα κυρίως μέσα της. Ήταν όμως ήδη αργά. Δυο τρία ποτά μετά, ήταν έτοιμος για ύπνο. Τον πήγε στο δωμάτιο. Τον ξάπλωσε και τον σκέπασε. Το ύφος του θύμιζε κουτάβι. «Μην φύγεις» της είπε. «Δεν μπορώ να μείνω, μα θα σου αφήσω κάτι για να με νιώθεις δίπλα σου.» του είπε και έφερε την τσάντα της από το σαλόνι. Έβγαλε την κεραμική συσκευή και την ακούμπησε στο κομοδίνο δίπλα του. Άναψε το ρεσώ και το έβαλε στην ειδική θήκη. «Θέλει και κάποιο έλαιο για να μυρίσει.» της είπε με φωνή που έσβηνε. «Το ξέρω.» είπε κοφτά. Έβγαλε το μπουκαλάκι από την τσάντα και τον κοίταξε. Λίγο πριν ρίξει το σκούρο καφέ υγρό στη συσκευή, έγειρε δίπλα του, τον φίλησε και τον ρώτησε που κρατούσε τα έργα της. Την κοίταξε έντρομος. Τον διαβεβαίωσε πως δεν την ένοιαζε, απλά ήθελε να ξέρει. «Στην αποθηκούλα, δίπλα στο μπάνιο. Φοβόμουν ότι αν τα έβαζα οπουδήποτε αλλού, μπορεί ερχόμενη κάποια στιγμή στο σπίτι να τα έβλεπες.» ψέλλισε και αρπάζοντας την σφιχτά από το χέρι την έφερε κοντά του. Την φίλησε στο μάγουλο και της ψιθύρισε συγγνώμη.
«Σε συγχωρώ.» του απάντησε και έριξε το υγρό.
Γύρισε σπίτι με μια ηρεμία πρωτόγνωρη. Το γνώριζε καλά πως από τις αναθυμιάσεις ήταν θέμα ωρών η καρδιακή προσβολή. Δεν θα ζούσε το επόμενο πρωί. Πήγε στο ατελιέ. Διέγραψε τη λίστα με τα έργα που δούλευε όλο αυτόν τον καιρό. Δημιούργησε μια καινούρια, με το όνομα «Μηνάς» και έστησε τον καμβά στο καβαλέτο. Δεν θα έπαιρνε τα έργα της πίσω, μα με κάποιο τρόπο θα έφερνε εκείνον, όπως ήταν κάποτε, όπως ήθελε να τον θυμάται. Τελείωσε το πορτρέτο του και πήγε για ύπνο. Βυθίστηκε σε έναν ύπνο βαθύ από εκείνους που είχε καιρό να κάνει.
Ξύπνησε μετά από καιρό στη Βοστόνη. Η πρώτη της έκθεση, μετά την Biennale, με τον τίτλο «Μηνάς» είχε σήμερα εγκαίνια. Κανείς δεν σχολίασε ότι η μεγάλη της επιτυχία ήταν συνδεδεμένη με τον χαμό του πιο αγαπημένου της προσώπου. Έναν χαμό που την οδήγησε πίσω εκεί από όπου ξεκίνησε, με μια συνέχεια που αυτή τη φορά τη διάλεξε η ίδια.
Ο Νίκος της στέλνει αραιά και που κανένα αποξηραμένο φύλλο πικροδάφνης।
[....]