Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2007

Ταπετσαρία

Ρούφηξε αγχωμένα την τελευταία τζούρα από το τσιγάρο της. Η γεύση της γόπας της προκάλεσε μια μικρή αίσθηση αηδίας. Έπρεπε να κόψει την κακή συνήθεια να καπνίζει τα τσιγάρα μέχρι τέλους. Όμως δεν ήταν αυτό το πρόβλημα της τώρα. Σκεφτόταν πως δεν έπρεπε να τον καλέσει σπίτι της. "Όλοι οι άλλοι εντάξει, αυτός όμως με τρομάζει. Ίσως θα έπρεπε να τον αφήσω ήσυχο." έλεγε στον εαυτό της.
Ξαφνικά όμως θυμήθηκε το γέλιο του, όταν του είπε με τι ασχολείται και τα μάτια της άρχισαν να πετούν σπίθες. "Χαχαχα. Είσαι γλύπτρια και τώρα ασχολείσαι με ταπετσαρίες." αυτή ήταν η αντίδραση του Μορφέα και δεν της άρεσε καθόλου. "Έπρεπε να συμπληρώσω ανθρώπινες, να σου κοπεί το γέλιο." σκέφτηκε και αποφάσισε να μείνει στο αρχικό σχέδιο.
Το κουδούνι ακούστηκε στις 6:30 ακριβώς. Εγγλέζος για το μάθημα γλυπτικής ο κύριος Μορφέας. Άνοιξε φορώντας το καλύτερο και πιο αθώο της χαμόγελο. "Καλώς ήρθες." του έιπε. "Καλώς όρισα στο βασίλειο της Orestis." απάντησε καθώς έμπαινε στο σαλόνι. "Είμαι πανέτοιμος για το μάθημα." έκανε χαμογελώντας. "Ωραία. Να πιούμε ένα καφεδάκι πρώτα όμως." και του έγνεψε να την ακολουθήσει στην κουζίνα.
Καθώς έριχνε το ζεστό νερό στην κούπα, ο Μορφέας παρατήρησε τα χέρια της. "Γιατί φοράς γάντια;" ρώτησε έκπληκτος. "Για να μην αφήσω αποτυπώματα στον πηλό." είπε ετοιμόλογη όπως ήταν. Μετά από λίγο καφέ και δυο τσιγάρα, έκρινε πως είχε έρθει η ώρα να αρχίσει το μάθημα. Κατευθύνθηκαν στο πίσω δωμάτιο, που είχε μετατραπεί σε εργαστήριο. Ο Μορφέας έμεινε έκπληκτος με τα άπειρα κοπίδια και χειρουργικά εργαλεία, που δέσποζαν δίπλα στον τεράστιο πάγκο.
Δεν ρώτησε τι τα ήθελε. Υποψιάστηκε πως κάπου χρησίμευαν και σύντομα θα το ανακάλυπτε. "Λοιπόν, θα φτιάξουμε ταπετσαρία για την πολυθρόνα μου. Θέλω καιρό να την αλλάξω." του είπε εκείνη. "Τι πρέπει να κάνω;" ρώτησε. "Βάλε το χέρι σου στον πάγκο, να το σχεδιάσουμε, για να κόψουμε μετά το ύφασμα στο σχήμα του χεριού σου." απάντησε αδιάφορα, ψάχνοντας τα εργαλεία της. Όταν έβαλε το χέρι του, πήρε το κοπίδι και το κάρφωσε με μανία στο χέρι του. Ο Μορφέας ούρλιαξε από τον πόνο και προσπάθησε να τραβήξει το χέρι του, αλλά το κοπίδι είχε καρφωθεί με τόση δύναμη, που είχε διαπεράσει το χέρι του και είχε πιαστεί και στον πάγκο.
"Σε λίγο θα μουδιάσεις και δεν θα νιώθεις καν τον πόνο." είπε, καθώς έπαιρνε το μικρό μαχαίρι. Το έφερε στο λαιμό του και τον χαράκωσε από την μια άκρη ως την άλλη. Το αίμα άρχισε να τρέχει ζεστό και πυκνό και να γεμίζει την Orestis, αλλά και τα πάντα γύρω της με αίμα. Όταν απελευθέρωσε το χέρι του Μορφέα από τον πάγκο, το σώμα του έπεσε στο πάτωμα σπαρταρόντας σαν το ψάρι και χύνοντας ακόμα περισσότερο αίμα.
"Α ρε Μορφέα, θάλασσα τα έκανες. Θάλασσα αίματος." είπε και έσκασε στα γέλια. "Και σας το έχω πει. Μην με νευριάζετε. Όταν θυμώνω γίνομαι παρορμητική και απρόσεχτη." σκεφτόταν ενώ πήγαινε να πάρει τη σφουγγαρίστρα για να μαζέψει το χαμό, που είχε δημιουργήσει. Μαζέψε τα πολλά και αποφάσισε να καθαρίσει το χώρο αργότερα, όταν θα είχε ολοκληρώσει το έργο της.
Πήγε πάνω από το πτώμα του Μορφέα, τον έγδυσε από τη μέση και πάνω και τον γύρισε μπρούμυτα. Πήρε ένα σφουγγάρι και έβρεξε την πλάτη του, για να είναι και καθαρή και υγρή. Μετά με τα χειρουργικά της εργαλεία χάραξε δυο τετράγωνα στην πλάτη του, αφαίρεσε το δέρμα και το ακούμπησε στον μεταλλικό δίσκο πάνω στον πάγκο. Γύρισε τον Μορφέα ανάσκελα και επανέλαβε τη διαδικασία στον θώρακα του.
Αφού τελείωσε, πήρε το μέτρο και άρχισε να μετράει την πολυθρόνα για να δει πως θα έραβε τα κομμάτια για την ταπετσαρία. "Όχι ρε γαμώτο, δεν φτάνει το δέρμα για την πολυθρόνα." σκέφτηκε και κοίταξε το σώμα του Μορφέα. Δεν ήθελε όμως να χρησιμοποιήσει και άλλα, μικρότερα κομμάτια δέρματος. "Δε γαμιέται. Και το μαξιλάρι χρειάζεται μια αλλαγή ταπετσαρίας." είπε φωναχτά και πήγε να ανοίξει την ραπτομηχανή.

Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2007

Εσύ


Έσκυψες στο χώμα

και το φίλησες,

μα δεν γίνατε ένα.

Φύσηξε ο αέρας

και σε σκόρπισε,

γιατί εκεί ανήκεις!


Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2007

Πάρτυ γενεθλίων

Η ώρα ήταν ήδη 7 το απόγευμα, αλλά δεν είχε αγχωθεί με το χρόνο. "Μέχρι τις 9 που θα αρχίσει το πάρτυ, προλαβαίνω άνετα να ετοιμαστώ." σκέφτηκε και χώθηκε στην μπανιέρα. Ένα ζεστό μπάνιο ήταν ότι έπρεπε για να χαλαρώσει, ειδικά έχοντας αφιερώσει εκτός από μέρες και όλο το μεσημέρι στις ετοιμασίες.
Βγήκε από το μπάνιο, τυλίχτηκε στο μπουρνούζι και πήγε στο δωμάτιο. Διάλεξε τι θα φορέσει, έβαλε όμως κάτι πρόχειρο για να κάνει την τελική επιθεώρηση στο χώρο. Πήγε στο σαλόνι και κοίταξε γύρω το στήσιμο. "Λοιπόν, τα ποτά τα ανέλαβε ο Wrong, τα φαγητά ο George, τα γλυκά ο Apsoy, τις προσκλήσεις ο Ethan, μουσική επιμέλεια ο Big Dj και Never. Από τα πρακτικά είμαστε έτοιμοι. Περιμένουμε και τους άλλους και ξεκινάμε." μονολόγησε για λίγη ώρα και πήγε να ετοιμαστεί.
Έβαλε ένα ποτό και περίμενε. Η πρώτη που έφτασε ήταν η Veloz."Xρόνια πολλά Orestis." είπε με το που μπήκε. "Ευχαριστώ πολύ. Ευτυχώς που ήρθες πρώτη. Ήθελα να σε ενημερώσω, πως σε περίπτωση που έρθουν οι μπάτσοι να μας το διαλύσουν, εσύ θα βγεις μπροστά να σώσεις την κατάσταση." είπε γελώντας. Η Veloz συμφώνησε. Μετά από λίγο εμφανίστηκαν οι Equilibrium, Phoebus, Kούκος, Diage, Μουσίτσα και Merawen.
"Όλοι παρόντες. Πολύ χαίρομαι." αναφώνησε η Orestis και έβαλε σε όλους ένα ποτό. "Θα φάμε πρώτα και την τούρτα μετά, έτσι;" τους ρώτησε. "Ναι." είπε σύσσωμο το πλήθος. "Όμως, μουσική γιατί δεν έχουμε;" ρώτησε η Veloz. "΄Σε λίγο, μην βιάζεσαι." απάντησε η Orestis. Κάθονταν τρώγοντας, πίνοντας και μιλώντας. "Ρε συ, εκπληκτικές οι προσκλήσεις σου." έκανε η Merawen. "Ο Ethan τις έφτιαξε." γέλασε η Orestis.
Τους ζήτησε συγγνώμη για λίγο και πήγε στο δωμάτιο. Επέστρεψε κρατώντας ένα cd. "Τώρα θα σας φτιάξω τρελά." είπε όλο χαρά. "Καλά, εσύ μικρή γιατί δεν τρως τίποτα;" ρώτησε ο Κούκος, ενώ είχε αρχίσει να ακούγεται η μουσική, που έβαλε να παίζει η οικοδέσποινα. Δεν πρόλαβε να απαντήσει, τη διέκοψε η Μουσίτσα. "Καλά ουρλιαχτά ακούγονται;" ρώτησε και όλοι κόιταξαν έντρομοι την Orestis. "E, που είναι οι άλλοι; Wrong, Ethan, George, Apsoy, Never και Big Dj;" φώναξε ο Equilibrium.
"Σε δικό μου πάρτυ ήρθατε. Τι περιμένατε;" απάντησε με σατανική φωνή. "Ο καλός μου Wrong έγινε ωραιότατο ποτό, που πίνετε, ο George ωραιότατο φαγητό, που τρώτε, τους Never και Big τους ακούτε, τους ηχόγραφησα ενώ τους έσφαζα, όσο για τον Ethan, τι να πω; Δάνεισε το σώμα του ή μάλλον το δέρμα του για να φτιάξω τις προσκλήσεις. Α, ο Apsoy έκανε διάιτα, οπότε ήταν ιεροσυλία να τον κάνω τούρτα, οπότε απλά τον έπνιξα." είπε ατάραχη και έμειναν να την κοιτάζουν αμίλητοι και αμήχανοι.
Δεν προλάβαν όμως να αντιδράσουν, το δηλητήριο που είχε ρίξει στα ποτά και στα φαγητά, για να είναι σιγουρη είχε αρχίσει να επιδρά. Σε λίγη ώρα άρχισαν ένας ένας να πέφτουν νεκροί. Κάθισε στη μέση του καναπέ, κοίταξε γύρω της τα πτώματα και σκέφτηκε πως είχε έρθει η ώρα για την τούρτα. Την έφερε, την ακούμπησε στον καναπέ, άναψε τα κεράκια και περίμενε. "Μπράβο, τώρα που τους ξέκανα όλους, να δω ποιός θα μου τραγουδήσει το Happy Birthday." φώναξε, αλλά δεν πτοήθηκε.
Πήγε στο στερεοφωνικό, έβαλε ένα cd, πάτησε το play και άρχισε να τραγουδάει, το "Γιορτάζω" του Καλλίρη.
[Σας ευχαριστώ όλους για τη συμμετοχή. Όπως καταλάβατε ήταν γιορταστική και άκρως χιουμοριστική η blogoφονία. Όσο για άσμα, μάλλον θα άκουγα αυτό και όχι το "Γιορτάζω".]

Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2007

Δανεικό

Αγάπησες την ανασφάλεια σου
την μοναξιά σου, που σε μαχαιρώνει,
το φόβο του είναι σου,
το κορμί του μύθου,
και αυτό το ονόμασες, έρωτα.
[Από την ποιητική συλλογή "Σαλτάρισμα".]

Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2007

Orestis-Equilibrium 1-1


Η Παρασκευή είχε έρθει και ήταν έτοιμη για αναχώρηση. Αν και το περίμενε καιρό αυτό το διήμερο, κάτι την κολλούσε. Είχε ένα παράξενο αίσθημα ότι δεν έπρεπε να πάει. Το είχε υποσχεθεί όμως και αυτό ήταν υπεράνω όλων. Έβαλε μπρος το αυτοκίνητο και ξεκίνησε. Δεν ήταν μεγάλη διαδρομή, αλλά έφτασε όταν είχε βραδιάσει για τα καλά. Στη θέα του σπιτιού τρόμαξε λίγο. Της θύμισε τις επαύλεις που έβλεπε στα θρίλερ. Δεν πτοήθηκε όμως, προχώρησε στον κήπο, έφτασε στην πόρτα, χτύπησε το κουδούνι και περίμενε.
Ο Equilibrium άνοιξε όλο χαρά. "Καλώς την. Δεν δυσκολεύτηκες να το βρεις ε;" την ρώτησε. "Όχι. Οι οδηγίες σου ήταν πολύ καλές." απάντησε και μπήκε μέσα. Της έδειξε το δωμάτιο της και της είπε ότι θα την περίμενε κάτω να πάρουν ένα απεριτίφ πριν το δείπνο. "Χμ, αυτή είναι δική μου ατάκα. Λες;" σκέφτηκε όσο ετοιμαζόταν. Έκανε ένα γρήγορο ντους, ντύθηκε και κατέβηκε. Τον βρήκε μπροστά στο τζάκι.
"Έτοιμη; Τακτοποιήθηκες εντάξει;" τη ρώτησε. "Ναι, όλα μια χαρά." απάντησε. Ένιωθε μια περίεργη αμηχανία στον αέρα, αλλά δεν μπορούσε να την εξηγήσει. Κάποια στιγμή δεν άντεξε και τον ρώτησε. "Πώς και μένεις μόνος σε τόσο μεγάλο σπίτι." είπε με σιγανή, σχεδόν φοβισμένη φωνή. "Μεγάλο και ερημικό. Ότι πρέπει για την περίσταση. Δεν μένω μόνιμα εδώ γλυκιά μου Orestis." είπε με τόνο άκρως αινιγματικό. Ήθελε να τον ρωτήσει τι εννοούσε, αλλά προτίμησε να σιωπήσει. Έμειναν έτσι για λίγα λεπτά, σιωπηλοί συνένοχοι του τι θα επακολουθούσε.
"Λοιπόν, θα φτιάξεις εσύ τα ποτά; Άλλωστε είναι η ειδικότητα σου. Όλα τα σύνεργα είναι στην κάβα. Εγώ θα ετοιμάσω το φαγητό." είπε, της έκλεισε το μάτι και έφυγε από το σαλόνι. Πήγε στην κάβα και έμεινε ώρα να κοιτάει τα μπουκάλια. Τα υπνωτικά χάπια βρίσκονταν σε περίοπτη θέση. Μπερδεύτηκε. Ήταν πλέον σίγουρη, πως ο Equilibrium ήξερε για ποιό λόγο ήταν εκεί. "Γιατί με κάλεσε όμως;" αναρωτήθηκε μέσα της, αλλά η φωνή του διέκοψε τη σκέψη της.
"Δεν πιστεύω να διστάζεις; Ξέρουμε και οι δύο, έτσι δεν είναι; Ετοίμασε τα και έλα στην βεράντα." είπε και την άφησε πάλι μόνη της. Βγήκε έξω με τα ποτά στο χέρι και κάθισε δίπλα του. Η θέα ήταν πανέμορφη. Το σπίτι ήταν σε λόφο. Η βεράντα έβλεπε στη μεριά της θάλασσας με την παραλία και οι δυο τους κοιτάζονταν για ώρα αμήχανοι. "Τι θα φάμε;" ρώτησε αμήχανα η Orestis. "Μανιτάρια με κρέμα γάλακτος. Τι θα πιούμε;" απάντησε ο Equilibrium. "Bloody Mary." είπε και ξεροκατάπιε εκείνη. "Αλήθεια, από την άλλη πλευρά τι έχει;" τον ρώτησε. "Γκρεμό και θάλασσα. Και μετά τίποτα." είπε εκείνος γελώντας.
Την ώρα που ήταν έτοιμοι, εκείνος να πιεί και εκείνη να φάει, ταυτόχρονα ο ένας σταμάτησε τον άλλο. "Δεν μπορώ να το κάνω. Μάλλον ο δρόμος για τη λύτρωση είναι πιο μακρύς απ' όσο πιστεύαμε." έκανε η Orestis σχεδόν κλαίγοντας. "Ούτε εγώ καλό μου. Ίσως δεν είμαστε έτοιμοι ακόμα." απάντησε ο Equilibrium και την πήρε αγκαλιά. Μετά από λίγο η Orestis έσπασε τη σιωπή. "Πάμε για μια βραδυνή βουτιά;" είπε με ένα τεράστιο χαμόγελο. "Θα παγώσουμε. Άσε που είναι και ψηλά." της απάντησε. "Δεν εννοούσα στη θαλάσσα. Αλλά βουτιά στο τίποτα."
Προχώρησαν χέρι χέρι μέχρι την άκρη και κοίταξαν κάτω. "Έτοιμος;" τον ρώτησε. "Ναι. Αν βουτήξουμε στο τίποτα, ίσως βρούμε τα πάντα." της απάντησε και με ένα σάλτο βρέθηκαν στο κενό.

Τρίτη 16 Οκτωβρίου 2007

Ο Φοίβος, ο σκύλος και η Βαρκελώνη

"Ρε, τα έχω όλα υπό έλεγχο. Θα βγούμε, θα γυρίσουμε νωρίς και αύριο πετάμε. Μην ανησυχείς." είπε και έκλεισε το τηλέφωνο. Έπρεπε να ετοιμαστεί, γιατί από ώρα σε ώρα θα ερχόταν. Όλα έπρεπε να είναι στην εντέλεια. Αφού τακτοποίησε τα πάντα, έφτιαξε ένα ζεστό καφέ και κάθισε να τον περιμένει. Σε λίγη ώρα χτύπησε το κουδούνι. Άνοιξε γεμάτη χαρά.
"Phoebus. Καλώς ήρθες. Έλα, πέρνα μέσα." είπε χαμογελαστή. "Καλώς σε βρήκα και σε ευχαριστώ πάρα πολύ. Ξέρω πως έχεις ταξίδι αύριο και..." δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση του. Δεν τον άφησε. Ήταν χαρούμενη, που θα τον φιλοξενούσε και ας ήταν για ένα μόνο βράδυ και ας μην είχε καταλάβει, πως είχε ξεμείνει ξαφνικά στο σπίτι της. Το ότι πετούσε την επομένη για Βαρκελώνη με τον Wrong και τον Apsoy, δεν την είχε προβληματίσει. Αν το ξενυχτούσαν πολύ, απλά θα πήγαινε κατευθείαν στο αεροδρόμιο.
Του έδειξε το δωμάτιο του, του έφτιαξε και ένα καφέ και κάθισαν να τα πούνε λίγο. Με την κουβέντα πέρασε η ώρα. Η Orestis έπρεπε να φτιάξει τη βαλίτσα της και ο Phoebus να κάνει ένα μπάνιο και να ετοιμαστεί για να βγουν. "Προτείνω ένα ζεστό αφρόλουτρο, θα σε χαλαρώσει από το ταξίδι." του είπε. Εκείνος πήγε στο μπάνιο και εκείνη στο δωμάτιο.
Μετά από λίγη ώρα του χτύπησε την πόρτα. "Έλα, τι θες;" φώναξε ο Phoebus από μέσα. "Σόρρυ ρε, αλλά χρειάζομαι το πιστολάκι. Να μπω;" ρώτησε. "Άντε, μπες. Έχω τραβηγμένη την κουρτίνα έτσι και αλλιώς." της απάντησε. Μπήκε μέσα και πήρε το πιστολάκι από το ντουλάπι. Το έβαλε στην πρίζα και τράβηξε την κουρτίνα. "Τι κάνεις;" φώναξε ο Phoebus. "Σόρρυ Φοιβούλη που θα το κάνω τόσο κοινότυπα, αλλά δεν έχω χρόνο να σκεφτώ. Έχω ταξίδι." είπε και έριξε το πιστολάκι στην μπανιέρα.
Το σώμα του άρχισε να σπαρταράει και τα φώτα να τρεμοπαίζουν, μετατρέποντας το μπάνιο σε κλαμπάκι. Ώσπου το σώμα του έπεσε άψυχο στη μπανιέρα και το σπίτι βυθίστηκε στο σκοτάδι. "Αμάν ρε Phoebus, την καταστροφή έφερες. Μου έριξες και το γενικό." σκέφτηκε και πήγε στον πίνακα να το φτιάξει. Ευτυχώς δεν είχε καεί η ασφάλεια. Απλά την ανέβασε και όλα επανήλθαν. Πήγε στο δωμάτιο, τελείωσε τη βαλίτσα και έπεσε για ύπνο.
Το ραντεβού ήταν στην είσοδο του αεροδρομίου. "Καλημέρα σας." είπε όλο κέφι. "Καλώς την. Ευτυχώς δεν άργησες. Ο Phoebus;" την ρώτησε ο Apsoy."Έφυγε...Και όσο να το κάνεις, μεγάλο ταξίδι. Θα αργήσει να φτάσει." απάντησε η Orestis. Ήπιαν ένα καφέ, αφού πέρασαν τον έλεγχο και περίμεναν να επιβιβαστούν. Της παραχώρησαν τη θέση στο παράθυρο και περίμεναν την απόγειωση.
"Αμάν." ούρλιαξε σχεδόν η Orestis. "Τι έπαθες;" τη ρώτησαν ο Wrong και ο Apsoy έντρομοι. "Ξέχασα να βάλω φαγητό στο σκύλο. Και δεν έχει κανείς κλειδιά." είπε, αλλά οι άλλοι έμειναν άφωνοι, καθώς δεν ήξεραν τι να της πουν. "Αα, οι σκύλοι τρώνε ωμό κρέας;" ρώτησε. "Ναι, γιατί;" αποκρίθηκαν και οι δύο με μια φωνή. "Εντάξει τότε. Έχω αφήσει κάτι κρέατα στο σπίτι, δεν θα μου ψοφήσει." είπε φανερά ανακουφισμένη.
Η βδομάδα στη Βαρκελώνη πέρασε γρήγορα και εκείνοι πολύ όμορφα. Όταν γύρισε σπίτι της και άνοιξε την πόρτα, μύριζε απίστευτα. "Ευτυχώς είχα βάλει αρωματικά χώρου παντού και δεν πήραν χαμπάρι οι γείτονες." σκέφτηκε και πήγε στο μπάνιο. Βρήκε το πτώμα του Phoebus ή καλύτερα, ό,τι είχε απομείνει από αυτό και έτρεξε αμέσως στο δωμάτιο να βρει το σκύλο της. "Α, εδώ είσαι πουτανίτσα;" είπε όταν την βρήκε. "Έφαγες καλά; Ελπίζω να μην συνήθισες. Από αύριο επιστρέφεις στην ξηρά τροφή."

Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2007

Λόγια


Σου μιλώ

μα τα λόγια μου κρυστάλλινοι ήχοι.

Σε κοιτώ

μα τα μάτια μου πέτρινοι τοίχοι.

Μου μιλάς

μα τα λόγια σου θλιμμένη μελωδία.

Με κοιτάς

μα τα μάτια σου θυμίζουν τραγωδία.

Τρίτη 9 Οκτωβρίου 2007

Bloody Wrong

Η νύχτα μόλις είχε πέσει. Ο στύλος έριχνε ένα αμυδρό φως στη γωνία του δρόμου. Ο Ethan περπατούσε κατά μήκος του δρόμου και όταν πλησιάσε στη γωνία, δεν τρόμαξε από τη σκιά που ξεπρόβαλλε. Έμοιαζε λες και την περίμενε. "Δεν είναι σωστό να κυκλοφορείς μόνος και μάλιστα τέτοια ώρα." είπε η σκιά και βγήκε στο φως. "Δεν με είδε κανείς. Μην ανησυχείς." απάντησε εκείνος. Ήθελε να ρωτήσει, αν είναι όλα έτοιμα, αλλά δεν το έκανε.
Απλά ακολούθησε την γυναικεία μορφή. Μπήκαν στο αυτοκίνητο. Άναψε τσιγάρο και τον κοίταξε. "Είναι όλα έτοιμα. Αλλά θα γίνουν όπως έχουν κανονιστεί." είπε απότομα. "Δεν θα με πιάσουν συναισθηματισμοί. Μην ανησυχείς. Άλλωστε, εκείνος δεν έδειξε έλεος όταν με πέταγε από το τρένο. Εγώ γιατί να δείξω;" είπε ο Ethan με βλέμμα θολό.
Έφτασαν στον προορισμό τους. "Περίμενε εδώ. Όταν είναι η ώρα θα σου πω να ανέβεις." είπε και βγήκε από το αμάξι. Ανέβηκε πάνω και χτύπησε το κουδούνι. "Εγγλέζα όπως πάντα." είπε o Wrong guy και τη φίλησε σταυρωτά. Μπήκαν μέσα και κάθισαν στον καναπέ. "Το τηλεφώνημα σου με προβλημάτισε. Τι συμβαίνει;" την ρώτησε με αγωνία. "Εδώ και λίγο καιρό δέχομαι περίεργα τηλεφωνήματα." του είπε. "Τι τηλεφωνήματα;" ρώτησε εκείνος. "Δεν στο λέω για να τρομάξεις. Αλλά ξέρω. Ο Ethan έκανε τα τηλεφωνήματα." είπε και τον κοίταξε κατάματα.
Ο Wrong δεν μίλησε. Πήγε στην κάβα, πήρε το μπουκάλι και δύο ποτήρια. "Θα στα πω όλα." είπε ενώ γέμιζε τα ποτήρια. "Θα μου φέρεις και λίγο νερό;" τον ρώτησε εκείνη. Επέστρεψε με το νερό και άρχισε να της εξιστορεί τα προβλήματα με τον Ethan, το ότι τον έριξε από το τρένο και τον Enrico. Δεν του έκανε εντύπωση το ότι τον άκουγε ήρεμη. Πάντα έτσι ήταν. Άκουγε προσεχτικά και μετά μιλούσε.
"Έλα πάνω. Όλα έτοιμα." είπε στον Ethan και έκλεισε το τηλέφωνο. Όσο τον περίμενε κοιτούσε τον Wrong. Πόσο γαλήνιος φαινόταν. "Τον νάρκωσες ε; Ωραία. Και τώρα τι; Θα τον τεμαχίσουμε; Ή το δαιμόνιο μυαλό σου έχει σκεφτεί κάτι άλλο;" ρώτησε ανυπόμονα ο Ethan. "Βασικά είναι ήδη νεκρός. Του έδωσα μεγάλη δόση ηρεμιστικού." ήταν η απάντηση που πήρε. "Τι; Καλά ρε Orestis, τόσο καιρό περίμενα να πάρω εκδίκηση και τον ξέκανες τόσο απλά και εύκολα;" ούρλιαζε εκείνος. "Μην είσαι ανυπόμονος. Έλα πήγαινε τον στο μπάνιο."
Ο Ethan δεν είχε ιδέα τι είχε στο κεφάλι της, αλλά δεν έφερε καμία αντίδραση. "Λοιπόν, όσο εγώ θα είμαι στο μπάνιο, εσύ ξεκίνησε να ετοιμάζεις τα υλικά." είπε η Orestis."Ποιά υλικά;" ρώτησε έκπληκτος. "Για το bloody wrong φυσικά. Α, μόνο τη βότκα και το χυμό λεμονιού ετοίμασε. Το τοματόζουμο άστο πάνω μου." είπε γελώντας. "Είσαι σατανική." απάντησε ο Ethan.
Η Orestis γύρισε σε λίγη ώρα κρατώντας μια κανάτα. "Έτοιμος;" τον ρώτησε. "Καλά μωρή, τι του έκανες;" τη ρώτησε. "Αφαίμαξη." είπε και έσκασαν στα γέλια. Πήραν όλα τα σύνεργα για τη παρασκευή του ποτού και βγήκαν στο μπαλκόνι. Ο Ethan άρχισε να τα ετοιμάζει. Έβαλε τη βότκα, τον χυμό λεμονιού, τα παγάκια και μετά πήρε στα χέρια του την κανάτα. Δεν έδειξε κανένα δισταγμό. Έριξε το αίμα μέσα και τα ανακάτεψε.
Σήκωσε το ποτήρι του και ήταν έτοιμος για πρόποση, όταν η φωνή της τον δέκοψε. "Ρε συ, σίγουρα να το πιούμε; Και αν πάθουμε τίποτα;" ρώτησε διστακτικά. "Μην ανησυχείς. Είμαι σίγουρος ότι θα είναι θρεπτικό. Ήταν της υγιεινής ο μακαρίτης."

Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2007

Αδιέξοδο


Στερέψανε τα λόγια μου


μα αδυνατούν γίνουν πράξεις.


Στη μέση του δρόμου


στέκω και κοιτώ.


Μια σκέψη,


που δεν γίνεται κραυγή


γιατί βουλιάζει στη σιωπή.

Πέμπτη 4 Οκτωβρίου 2007

Αλκμήνη

Ακούμπησε το κεφάλι της στην παλάμη της και έγειρε έξω από το ανοιχτό παράθυρο. Δεν χάζευε το τοπίο, αλλά φαντασιωνόταν την εικόνα, που είχε στο μυαλό της καιρό τώρα. Την πρώτη αμήχανη χειραψία και μετά τους δυο τους αγκαλιασμένους και χαμογελαστούς, να ανταλλάσσουν όρκους αιώνιας αγάπης.

"Ψιτ κοπελιά. Ξύπνα φτάσαμε. Τι σκέφτεσαι;" τη διέκοψε η φωνή της Μυρτώς. "Τίποτα μωρέ. Είχα μια ιδέα για ένα κόμικ, αλλά είναι λίγο χαζορομαντικό και δεν μου βγαίνει κιόλας." απάντησε η Αλκμήνη. "Δηλαδή;" ρώτησε εκείνη. "Απλά, έχω στο μυαλό μου την πρώτη εικόνα και την τελευταία, αλλά μου λείπει όλο το ενδιάμεσο στόρυ." απάντησε κάπως επιφυλακτική.

"Πάντα αυτό ήταν το πρόβλημα σου νομίζω. Ερωτεύεσαι ιδέες και..." δεν ολοκλήρωσε τη φράση της, καθώς είδε το πρόσωπο της Αλκμήνης να συννεφιάζει. Εκείνη δεν μίλησε. Ήξερε ότι είχε δίκιο. Πάντα έτσι έκανε, έπαιρνε την πρώτη ύλη και την φανταζόταν στην τελική της μορφή. Χάνοντας την όλη διαδικασία, που την έφτανε εκεί. Ξαφνικά της ήρθε στο μυαλό ο Λάμπρος. Με αυτόν είχε δει τη διαδικασία και ως ένα βαθμό την έβλεπε ακόμη. Αλλά δεν τον ανέφερε.

Έκλεισε την πόρτα του αυτοκινήτου και ανέβηκε στο σπίτι της. Όταν μπήκε στο διαμέρισμα, τον βρήκε στον καναπέ, όπως πάντα. Προχώρησε για να πάει μέσα, αλλά την άρπαξε από το χέρι και την κάθισε στα γόνατα του. "Δεν έχω όρεξη. Άσε με." είπε κοφτά η Αλκμήνη και πήγε στο δωμάτιο. Έβαλε τις πυζάμες της, έκανε κάτι να φάει και έπεσε να ξαπλώσει.Κουλουριάστηκε στην κουβέρτα της, έσφιξε το μαξιλάρι και άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Ένιωθε τον πόνο, τον πόνο της απώλειας να πλημμυρίζει τις φλέβες της, το σώμα της, το είναι της.

Πετάχτηκε από το κρεβάτι και άναψε το φως. Πήρε τη φωτογραφία του από τη βιβλιοθήκη και κάθισε ανάμεσα στα μαξιλάρια. "Πρέπει να γυρίσεις εδώ μέσα. Η ιδέα σου, πρέπει να σταματήσει να με στοιχειώνει. Η Μυρτώ έχει δίκιο." είπε και αφού ηρέμησε την πήρε ο ύπνος.

Τον Λάμπρο δεν τον ξαναείδε από τότε. Μόνο κάποια μοναχικά βράδια, ένιωθε το χέρι του να της χαϊδεύει απαλά τα μαλλιά. Ήταν τα βράδια, που κοιμόταν με βαθιά ριζωμένη μέσα της την ιδέα, πως κοντά του είχε υπάρξει ασφαλής.

Τρίτη 2 Οκτωβρίου 2007

G αλα κρεμ

Η ώρα είχε πάει ήδη 9 και δεν ήθελε να αργήσει. Ο G for George κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και βγήκε από το διαμέρισμα του. Είχε απορήσει με την πρόσκληση της Orestis για δείπνο, αλλά μετά σκέφτηκε ότι ήταν μια καλή ευκαιρία να γνωριστούν λίγο καλύτερα. Και εκείνη άλλωστε σε αυτό το πνεύμα είχε κάνει την πρόσκληση.
Η Orestis ετοίμαζε το σπίτι και το δείπνο. Ήθελε να είναι όλα τέλεια. Το σπίτι δεν ήθελε ιδιαίτερη προετοιμασία, αλλά το φαγητό απαιτούσε τέχνη. Από το άγχος να ικανοποιήσει τον καλεσμένο της, τον είχε ρωτήσει μέχρι και αν έχει αλλεργία σε κάποιο φαγητό και αν υπήρχε, ποιό ήταν αυτό. Του George του είχε φανεί περίεργη αρχικά, αλλά μετά σκέφτηκε ότι ήταν πολύ ευγενικό από μέρους της. "Είσαι αλλεργικός στην κρέμα γάλακτος; Μμμ, πάει η καρμπονάρα λοιπόν. Δεν πειράζει, θα φτιάξω κάτι άλλο." του είχε πει.
Όταν χτύπησε την πόρτα του διαμερίσματος, του άνοιξε κεφάτη και χαμογελαστή. "Γεια. Καλώς ήρθες. Έλα μέσα." του είπε. Μπήκε σκεπτόμενος: "Άδικα αγχωνόμουν μωρέ. Μια χαρά κοπέλα είναι." Προσπέρασαν το χωλ και έφτασαν στο σαλόνι. Του έκανε νόημα όμως να μπει στο δίπλα δωμάτιο. Είχε χαμηλό φωτισμό, ένα τεράστιο στρόγγυλο πράσινο χαλί, έναν κόκκινο καναπέ και στο κέντρο μια καρέκλα αιμοληψίας με αλλαγμένη την ταπετσαρία της σε αποχρώσεις του πράσινου και του κόκκινου. "Έχεις ιδιόρυθμο γούστο ε;" έκανε αμήχανα ο George. "Απλά δεν μου αρέσουν τα συνηθισμένα θα έλεγα." απάντησε χαμογελώντας εκείνη.
Του έβαζε το ποτό και του εξηγούσε, πως σ' αυτό το χώρο, προτιμούσε να κάθεται με τους φίλους της. Το κοινό σαλόνι της φαινόταν απρόσωπο. Αυτό είχε τη σφραγίδα της. Με την πρώτη γουλιά από το κρασί και τις εξηγήσεις της Orestis, χαλάρωσε και αφέθηκε. Μετά από αρκετή ώρα κουβέντας, ένιωσε ένα μουδιάσμα, που ξεκίνησε από τα χέρια του και επεκτάθηκε σε όλο του το σώμα. Σε λίγη ώρα είχε αποκοιμηθεί. "Γαμώτο. Γιατί δεν κάθονται ποτέ στην καρέκλα και πρέπει να τους βάζω μόνη μου;"
Αναρωτιόταν η Orestis ενώ προσπαθούσε να τον μετακινήσει από τον καναπέ στην καρέκλα της αιμοληψίας. Ευτυχώς δεν ήταν βαρύς και τον μετέφερε εύκολα. Του έδεσε το λάστιχο στο χέρι και πήγε στην κουζίνα. Ετοίμασε την σύριγγα με την κρέμα γάλακτος και πήγε πίσω στο δωμάτιο. Χτύπησε με τα δαχτύλα της το χέρι του για να τονίσει τις φλέβες, το σκούπισε με οινόπνευμα και του έκανε την ένεση. "Δεν θα πονέσεις καθόλου. Μην ανησυχείς." είπε και γέλασε. Ακολούθησε την ίδια διαδικασία και στο άλλο χέρι του George και έπειτα κάθισε στον καναπέ.
Δεν ήταν σίγουρη αν η δόση επαρκούσε για να πάθει αλλεργικό σοκ και ταράχτηκε. Σκέφτηκε όμως ότι είχε άφθονη κρέμα και χρόνο και χαλάρωσε. Του έκανε αρκετές ενέσεις ακόμα, προσπαθώντας να εξασφαλίσει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Όταν άρχισε να βλέπει τα σημάδια της αλλεργικής αντίδρασης σταμάτησε και άφησε την κρέμα να κάνει τα υπόλοιπα. Ήταν ζήτημα ωρών.
Το τηλέφωνο του Apsoy χτύπησε μέσα στη μαύρη νύχτα. Η Orestis του εξήγησε, παραλείποντας κάποια στοιχεία, για το δείπνο, την αλλεργία και το θάνατο του George. "Δεν φταις εσύ βρε. Που να το ξέρεις πως είχε αλλεργία στην κρέμα γάλακτος;" της είπε, προσπαθώντας να την ηρεμήσει και ξέροντας πως θα θεωρούσε τον εαυτό της υπεύθυνο για ό,τι είχε συμβεί.
Εκείνη δεν είπε πολλά, μόνο: "Ναι, δεν διαφωνώ. Αλλά θα μπορούσα να τον είχα ρωτήσει."

Δευτέρα 1 Οκτωβρίου 2007

Περιπλάνηση

Για ώρες περπατούσε μονάχη. Η νύχτα είχε πέσει από νωρίς και έκανε κρύο. Η βροχή που δυνάμωνε την είχε κάνει μούσκεμα και έτρεμε ολόκληρη. Δεν έψαξε όμως για κατάφυγιο. Ποτέ της δεν είχε ψάξει. Κοίταξε γύρω της και χαμογέλασε, καθώς έβλεπε τον καπνό του τσιγάρου της να απλώνεται παντού γύρω της. Για μια φευγαλέα στιγμή ένιωσε πως δεν ήταν και τόσο μόνη. Πάντα υπάρχει κάποιος ή κάτι, αρκεί να ξέρεις που να κοιτάξεις.
Άνοιξε διάπλατα τα μάτια της και άφησε τη σκέψη της ελεύθερη. Αποφάσισε να ακολουθήσει τα φώτα. Αν δεν την έβγαζαν πουθενά, θα την οδηγούσαν σίγουρα στο τέλος. Στο τέλος του δρόμου όμως και όχι της διαδρομής. Αυτή ίσως να μην τελείωνε ποτέ. Εκείνη όμως πάντα θα την αναζητούσε. Θα σταματούσε στο τέλος του δρόμου να ξαποστάσει και έπειτα θα ακολουθούσε και πάλι τα φώτα.
Όταν την κούρασαν τα φώτα, κρύφτηκε σε ένα σκοτεινό σημείο του δρόμου και ακούμπησε στον τοίχο. Δεν την τρόμαξε η μορφή που πλησίαζε προς το μέρος της. Έμοιαζε σαν να την περίμενε. Η αντρική φιγούρα στάθηκε απέναντι της και την παρατηρούσε. Δεν είχε περάσει πολλή ώρα, όταν έσπασε τη σιωπή και τη ρώτησε: "Τι κάνεις μονάχη μέσα στο κρύο;"
"Περπατάω και προσπαθώ να μαζέψω τα κομμάτια μου. Όχι της ζωής. Αυτά κολλάνε. Αλλά της ψυχής. Αυτά είναι που πονάνε."
Τότε ο άντρας της χαμογέλασε, τύλιξε το κασκόλ του γύρω από το λαιμό της και είπε: "Πολλές φορές αυτό που γυρεύουμε, δεν είναι έξω, αλλά μέσα μας." και χάθηκε στο σκοτάδι, ξαφνικά, όπως εμφανίστηκε.