το σύμπαν μου παίζει περίεργα παιχνίδια.Γελάω το ομολογώ, αλλά επειδή τίποτα δεν είναι τυχαίο....νομίζω ήρθε και η δική μου σειρά να γελάσω.....με το σύμπαν! Είστε λοιπόν όλοι καλεσμένοι στο κάτι σαν stand up commedy μου!
Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2007
Ταπετσαρία
Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2007
Εσύ
Έσκυψες στο χώμα
και το φίλησες,
μα δεν γίνατε ένα.
Φύσηξε ο αέρας
και σε σκόρπισε,
γιατί εκεί ανήκεις!
Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2007
Πάρτυ γενεθλίων
Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2007
Δανεικό
Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2007
Orestis-Equilibrium 1-1
Τρίτη 16 Οκτωβρίου 2007
Ο Φοίβος, ο σκύλος και η Βαρκελώνη
Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2007
Λόγια
Σου μιλώ
μα τα λόγια μου κρυστάλλινοι ήχοι.
Σε κοιτώ
μα τα μάτια μου πέτρινοι τοίχοι.
Μου μιλάς
μα τα λόγια σου θλιμμένη μελωδία.
Με κοιτάς
μα τα μάτια σου θυμίζουν τραγωδία.
Τρίτη 9 Οκτωβρίου 2007
Bloody Wrong
Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2007
Αδιέξοδο
Πέμπτη 4 Οκτωβρίου 2007
Αλκμήνη
Ακούμπησε το κεφάλι της στην παλάμη της και έγειρε έξω από το ανοιχτό παράθυρο. Δεν χάζευε το τοπίο, αλλά φαντασιωνόταν την εικόνα, που είχε στο μυαλό της καιρό τώρα. Την πρώτη αμήχανη χειραψία και μετά τους δυο τους αγκαλιασμένους και χαμογελαστούς, να ανταλλάσσουν όρκους αιώνιας αγάπης.
"Ψιτ κοπελιά. Ξύπνα φτάσαμε. Τι σκέφτεσαι;" τη διέκοψε η φωνή της Μυρτώς. "Τίποτα μωρέ. Είχα μια ιδέα για ένα κόμικ, αλλά είναι λίγο χαζορομαντικό και δεν μου βγαίνει κιόλας." απάντησε η Αλκμήνη. "Δηλαδή;" ρώτησε εκείνη. "Απλά, έχω στο μυαλό μου την πρώτη εικόνα και την τελευταία, αλλά μου λείπει όλο το ενδιάμεσο στόρυ." απάντησε κάπως επιφυλακτική.
"Πάντα αυτό ήταν το πρόβλημα σου νομίζω. Ερωτεύεσαι ιδέες και..." δεν ολοκλήρωσε τη φράση της, καθώς είδε το πρόσωπο της Αλκμήνης να συννεφιάζει. Εκείνη δεν μίλησε. Ήξερε ότι είχε δίκιο. Πάντα έτσι έκανε, έπαιρνε την πρώτη ύλη και την φανταζόταν στην τελική της μορφή. Χάνοντας την όλη διαδικασία, που την έφτανε εκεί. Ξαφνικά της ήρθε στο μυαλό ο Λάμπρος. Με αυτόν είχε δει τη διαδικασία και ως ένα βαθμό την έβλεπε ακόμη. Αλλά δεν τον ανέφερε.
Έκλεισε την πόρτα του αυτοκινήτου και ανέβηκε στο σπίτι της. Όταν μπήκε στο διαμέρισμα, τον βρήκε στον καναπέ, όπως πάντα. Προχώρησε για να πάει μέσα, αλλά την άρπαξε από το χέρι και την κάθισε στα γόνατα του. "Δεν έχω όρεξη. Άσε με." είπε κοφτά η Αλκμήνη και πήγε στο δωμάτιο. Έβαλε τις πυζάμες της, έκανε κάτι να φάει και έπεσε να ξαπλώσει.Κουλουριάστηκε στην κουβέρτα της, έσφιξε το μαξιλάρι και άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Ένιωθε τον πόνο, τον πόνο της απώλειας να πλημμυρίζει τις φλέβες της, το σώμα της, το είναι της.
Πετάχτηκε από το κρεβάτι και άναψε το φως. Πήρε τη φωτογραφία του από τη βιβλιοθήκη και κάθισε ανάμεσα στα μαξιλάρια. "Πρέπει να γυρίσεις εδώ μέσα. Η ιδέα σου, πρέπει να σταματήσει να με στοιχειώνει. Η Μυρτώ έχει δίκιο." είπε και αφού ηρέμησε την πήρε ο ύπνος.
Τον Λάμπρο δεν τον ξαναείδε από τότε. Μόνο κάποια μοναχικά βράδια, ένιωθε το χέρι του να της χαϊδεύει απαλά τα μαλλιά. Ήταν τα βράδια, που κοιμόταν με βαθιά ριζωμένη μέσα της την ιδέα, πως κοντά του είχε υπάρξει ασφαλής.