Η πτήση ήταν ήσυχη. Μου έδωσαν παράθυρο και χάζευα έξω σε όλη τη διάρκεια της. Προσπαθούσα να μην σκέφτομαι. Είχα ένα ανέκφραστο πρόσωπο, που απέκτησε κάποιο ίχνος συναισθήματος, μόνο όταν αντίκρυσα την Παναγή. Ήμουν τόσο χαρούμενη που την έβλεπα και άλλωστε, κοντά της, πάντα ένιωθα ασφαλής. Και η ίδια ήταν ιδίαιτερα ευτυχής, που θα έμενα μαζί της για λίγο καιρό. Δεν μπορώ να πω βέβαια το ίδιο και για τους συγκατοίκους της. Το θεώρησα όμως λογικό. Τέσσερα άτομα στο σπίτι, αποτελούσαμε πλήθος.
Τακτοποιήθηκα και εναρμονίστηκα με το περιβάλλον σχεδόν αμέσως. Το μεγαλύτερο μου πρόβλημα ήταν ότι ενώ είχα αποφασίσει να ξανασχοληθώ με το σκίτσο, δεν είχα ούτε το χωρο, ούτε την ησυχία για να το κάνω. Οι ώρες που μου έμεναν κενές, από την προσωρινή δουλειά που είχα βρει σε ένα καφέ, συνέπιπταν με τις ώρες που ήταν όλοι στο σπίτι. Απόφασισα απλά να περιμένω μέχρι να μπορώ να μείνω κάπου, που τουλάχιστον θα είχα το δικό μου χωρο.
Προσφέρθηκε ο γείτονας να με βοηθήσει. Ο Σάκης, ένα αντιπαθέστατο καμάκι, που άλλη δουλειά δεν είχε, όλη την ώρα στα πόδια μας μπλεκόταν. Ήταν πρόθυμος να μου παραχωρήσει το δεύτερο υπνοδώματιο του, που ήταν άδειο. "Του μύρισε φρέσκο αίμα. Με όλες έτσι κάνει. Μην αγχώνεσαι." μου έλεγε η Παναγής. "Μην μου μυρίσει και μένα όμως, γιατί θα έχουμε πρόβλημα." απαντούσα.
Ένα απόγευμα που καθόμασταν ήσυχα, ήσυχα, με τον Σάκη να μας πρήζει να πάμε σε ένα κοντινό χωριό για σαββατοκύριακο, η Παναγής πετάχτηκε. "Ρε βλάκα. Το σπίτι έχει υπόγειο. Μπορείς να δουλεύεις εκεί. Μόνο ένα μεινέκτημα έχει." είπε. "Ποιό;" τη ρώτησα. "Έχει είσοδο μόνο από τον κήπο. Δεν συνδέεται με το σπίτι." έκανε, σχεδόν απολογητικά. "Και αυτό το λες πρόβλημα;" φώναξα με μυστήριο ύφος και κλείνοντας το μάτι στο Σάκη. Είχα πει, πως θα έκανα καινούρια αρχή εδώ, αλλά με υπόγειο δικό μου και ένα τύπο, που το φώναζε από μακριά, θέλω σκότωμα, δεν μπόρεσα να αντισταθώ.
Τα κανόνισα όλα με επιμέλεια. Εκείνος είπε πως θα φύγει για λίγες μέρες, αλλά στην πραγματικότητα θα του έδινα κατάλυμα στο υπόγειο. "Για να ζήσουμε τον έρωτα μας, ανενόχλητοι." έλεγε ο σαχλός. "Έρωτα, βίτσιο, κοντά είναι. Ανενόχλητοι όμως, αυτό είναι το σημαντικό." του απαντούσα ειρωνικά. Εγώ με τη δικαιολογία της δουλειάς και του γυμναστηρίου, συνήθεια που υιοθέτησα ακριβώς για αυτό το σκοπό, κοιμόμουν πλέον σχεδόν καθημερινά στο υπόγειο. Πίστευα πως δεν θα κινούσα καμία υποψία.
Είχε νυχτώσει για τα καλά όταν χτύπησε συνθηματικά την πόρτα. Του άνοιξα και μπήκε. Δεν τον κέρασα τίποτα. Τα υπνωτικά τα είχα αφήσει πίσω μου προ πολλού. Τον χτύπησα στο κεφάλι με ένα ξύλο, ενώ μου γύρισε πλάτη για να δει το χώρο. Μάτωσε λίγο και τρόμαξα. "Όχι ρε γαμώτο, δεν πρόλαβα να του κάνω τίποτα." σκέφτηκα, αλλά ευτυχώς δεν είχε πάθει τίποτα σοβαρό. Τον έγδυσα και τον κρέμασα στο τσιγκέλι, μετο κεφάλι προς τα κάτω.
Έβαλα τη φόρμα μου, τα γάντια του μποξ και άρχισα την καθιερωμένη γυμναστική. Όταν συνήλθε από το χτύπημα, έκανε μορφασμούς πόνου. "Κρίμα, που είσαι φιμωμένος και δεν ακούω κιόλας." του είπα, αλλά δεν είμαι σίγουρη ότι καταλάβαινε. Πρέπει να τον χτύπαγα αρκετή ώρα, γιατί κάποια στιγμή λιποθύμησε και εγώ ένιωθα εξαντλημένη.
Τις πρώτες μέρες το διασκέδαζα, μετά βαρέθηκα λίγο. Δεν του είχα προκαλέσει μεγάλη ζημιά και δεν ήθελα να πεθάνει από ασιτία. Ήταν ώρα για τα μεγάλα μέσα. Έστρωσα ένα πλαστικό τραπεζομάντηλο από κάτω του και έβαλα τα ειδικά γάντια μου. Τους είχα κολλήσει καρφιά επάνω, για σίγουρα αποτελέσματα. Μετά τις πρώτες μπουνιές, το πρόσωπο του είχε γεμίσει αίματα, γι' αυτό άρχισα να τον χτυπάω στην κοιλιά.
Ένα καρφί από το αριστερό μου γάντι, γαντζώθηκε στο πλευρό του. Κατάφερα να βγάλω το γάντι, αλλά έμεινε κολλημένο το καρφί. Μετά από ώρες έπεσα κάτω εξουθενωμένη και μέσα στα αίματα. Ο Σάκης ζούσε ακόμα. Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι με τις αντοχές του και δεν κρατήθηκα. Τον κατέβασα και τον ξάπλωσα στο τραπεζομάντηλο. Πήρα μια ομπρέλα, από αυτές τις μεγάλες με τη μεταλλική μύτη και την κάρφωσα στην καρδιά του. Πλέον ήταν ζήτημα ωρών.
Όσο περίμενα έπρεπε να σκεφτώ πως θα εξαφάνιζα το πτώμα. Αν τον άφηνα θα μύριζε και θα με καταλάβαιναν. Κατέληξα γρήγορα. Θα τον τεμάχιζα και θα τον έβαζα σε σακούλες σκουπιδιών. Αλλά πως θα δικαιολογούσα τόσες σακούλες; Δεν αγχώθηκα, θα τις πήγαινα τμηματικά. Μου πήρε αρκετές μέρες να καμουφλάρω τα κομμάτια του μέσα στις σακούλες και να τις πετάξω όλες στα σκουπίδια.
Όταν πέταξα και την τελευταία και αφού καθάρισα το υπόγειο, αποφάσισα να γυρίσω σπίτι. Είχα να δω τις άλλες πολλές μέρες, πράγμα που με διεύκολυνε να ρωτήσω για το γείτονα και που εξαφανίστηκε. Ήταν όλες εκεί. Φτιάξαμε καφεδάκια και καθήσαμε στον καναπέ. "Δεν σου είπαμε τα νέα. Ο γείτονας άφαντος, ησυχάσαμε." είπε όλο χαρά η Παναγής. "Έλα ρε, αλήθεια; Όλο τα χάνω τα καλά η γκαντέμω." απάντησα γελώντας. "Μια χαρά σε βρίσκω πάντως." είπε η μία συγκάτοικος. "Είναι που γυμνάζομαι πολύ τελευταία, γι' αυτό."