Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2007

Ο Σάκης του μποξ


Η πτήση ήταν ήσυχη. Μου έδωσαν παράθυρο και χάζευα έξω σε όλη τη διάρκεια της. Προσπαθούσα να μην σκέφτομαι. Είχα ένα ανέκφραστο πρόσωπο, που απέκτησε κάποιο ίχνος συναισθήματος, μόνο όταν αντίκρυσα την Παναγή. Ήμουν τόσο χαρούμενη που την έβλεπα και άλλωστε, κοντά της, πάντα ένιωθα ασφαλής. Και η ίδια ήταν ιδίαιτερα ευτυχής, που θα έμενα μαζί της για λίγο καιρό. Δεν μπορώ να πω βέβαια το ίδιο και για τους συγκατοίκους της. Το θεώρησα όμως λογικό. Τέσσερα άτομα στο σπίτι, αποτελούσαμε πλήθος.
Τακτοποιήθηκα και εναρμονίστηκα με το περιβάλλον σχεδόν αμέσως. Το μεγαλύτερο μου πρόβλημα ήταν ότι ενώ είχα αποφασίσει να ξανασχοληθώ με το σκίτσο, δεν είχα ούτε το χωρο, ούτε την ησυχία για να το κάνω. Οι ώρες που μου έμεναν κενές, από την προσωρινή δουλειά που είχα βρει σε ένα καφέ, συνέπιπταν με τις ώρες που ήταν όλοι στο σπίτι. Απόφασισα απλά να περιμένω μέχρι να μπορώ να μείνω κάπου, που τουλάχιστον θα είχα το δικό μου χωρο.
Προσφέρθηκε ο γείτονας να με βοηθήσει. Ο Σάκης, ένα αντιπαθέστατο καμάκι, που άλλη δουλειά δεν είχε, όλη την ώρα στα πόδια μας μπλεκόταν. Ήταν πρόθυμος να μου παραχωρήσει το δεύτερο υπνοδώματιο του, που ήταν άδειο. "Του μύρισε φρέσκο αίμα. Με όλες έτσι κάνει. Μην αγχώνεσαι." μου έλεγε η Παναγής. "Μην μου μυρίσει και μένα όμως, γιατί θα έχουμε πρόβλημα." απαντούσα.
Ένα απόγευμα που καθόμασταν ήσυχα, ήσυχα, με τον Σάκη να μας πρήζει να πάμε σε ένα κοντινό χωριό για σαββατοκύριακο, η Παναγής πετάχτηκε. "Ρε βλάκα. Το σπίτι έχει υπόγειο. Μπορείς να δουλεύεις εκεί. Μόνο ένα μεινέκτημα έχει." είπε. "Ποιό;" τη ρώτησα. "Έχει είσοδο μόνο από τον κήπο. Δεν συνδέεται με το σπίτι." έκανε, σχεδόν απολογητικά. "Και αυτό το λες πρόβλημα;" φώναξα με μυστήριο ύφος και κλείνοντας το μάτι στο Σάκη. Είχα πει, πως θα έκανα καινούρια αρχή εδώ, αλλά με υπόγειο δικό μου και ένα τύπο, που το φώναζε από μακριά, θέλω σκότωμα, δεν μπόρεσα να αντισταθώ.
Τα κανόνισα όλα με επιμέλεια. Εκείνος είπε πως θα φύγει για λίγες μέρες, αλλά στην πραγματικότητα θα του έδινα κατάλυμα στο υπόγειο. "Για να ζήσουμε τον έρωτα μας, ανενόχλητοι." έλεγε ο σαχλός. "Έρωτα, βίτσιο, κοντά είναι. Ανενόχλητοι όμως, αυτό είναι το σημαντικό." του απαντούσα ειρωνικά. Εγώ με τη δικαιολογία της δουλειάς και του γυμναστηρίου, συνήθεια που υιοθέτησα ακριβώς για αυτό το σκοπό, κοιμόμουν πλέον σχεδόν καθημερινά στο υπόγειο. Πίστευα πως δεν θα κινούσα καμία υποψία.
Είχε νυχτώσει για τα καλά όταν χτύπησε συνθηματικά την πόρτα. Του άνοιξα και μπήκε. Δεν τον κέρασα τίποτα. Τα υπνωτικά τα είχα αφήσει πίσω μου προ πολλού. Τον χτύπησα στο κεφάλι με ένα ξύλο, ενώ μου γύρισε πλάτη για να δει το χώρο. Μάτωσε λίγο και τρόμαξα. "Όχι ρε γαμώτο, δεν πρόλαβα να του κάνω τίποτα." σκέφτηκα, αλλά ευτυχώς δεν είχε πάθει τίποτα σοβαρό. Τον έγδυσα και τον κρέμασα στο τσιγκέλι, μετο κεφάλι προς τα κάτω.
Έβαλα τη φόρμα μου, τα γάντια του μποξ και άρχισα την καθιερωμένη γυμναστική. Όταν συνήλθε από το χτύπημα, έκανε μορφασμούς πόνου. "Κρίμα, που είσαι φιμωμένος και δεν ακούω κιόλας." του είπα, αλλά δεν είμαι σίγουρη ότι καταλάβαινε. Πρέπει να τον χτύπαγα αρκετή ώρα, γιατί κάποια στιγμή λιποθύμησε και εγώ ένιωθα εξαντλημένη.
Τις πρώτες μέρες το διασκέδαζα, μετά βαρέθηκα λίγο. Δεν του είχα προκαλέσει μεγάλη ζημιά και δεν ήθελα να πεθάνει από ασιτία. Ήταν ώρα για τα μεγάλα μέσα. Έστρωσα ένα πλαστικό τραπεζομάντηλο από κάτω του και έβαλα τα ειδικά γάντια μου. Τους είχα κολλήσει καρφιά επάνω, για σίγουρα αποτελέσματα. Μετά τις πρώτες μπουνιές, το πρόσωπο του είχε γεμίσει αίματα, γι' αυτό άρχισα να τον χτυπάω στην κοιλιά.
Ένα καρφί από το αριστερό μου γάντι, γαντζώθηκε στο πλευρό του. Κατάφερα να βγάλω το γάντι, αλλά έμεινε κολλημένο το καρφί. Μετά από ώρες έπεσα κάτω εξουθενωμένη και μέσα στα αίματα. Ο Σάκης ζούσε ακόμα. Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι με τις αντοχές του και δεν κρατήθηκα. Τον κατέβασα και τον ξάπλωσα στο τραπεζομάντηλο. Πήρα μια ομπρέλα, από αυτές τις μεγάλες με τη μεταλλική μύτη και την κάρφωσα στην καρδιά του. Πλέον ήταν ζήτημα ωρών.
Όσο περίμενα έπρεπε να σκεφτώ πως θα εξαφάνιζα το πτώμα. Αν τον άφηνα θα μύριζε και θα με καταλάβαιναν. Κατέληξα γρήγορα. Θα τον τεμάχιζα και θα τον έβαζα σε σακούλες σκουπιδιών. Αλλά πως θα δικαιολογούσα τόσες σακούλες; Δεν αγχώθηκα, θα τις πήγαινα τμηματικά. Μου πήρε αρκετές μέρες να καμουφλάρω τα κομμάτια του μέσα στις σακούλες και να τις πετάξω όλες στα σκουπίδια.
Όταν πέταξα και την τελευταία και αφού καθάρισα το υπόγειο, αποφάσισα να γυρίσω σπίτι. Είχα να δω τις άλλες πολλές μέρες, πράγμα που με διεύκολυνε να ρωτήσω για το γείτονα και που εξαφανίστηκε. Ήταν όλες εκεί. Φτιάξαμε καφεδάκια και καθήσαμε στον καναπέ. "Δεν σου είπαμε τα νέα. Ο γείτονας άφαντος, ησυχάσαμε." είπε όλο χαρά η Παναγής. "Έλα ρε, αλήθεια; Όλο τα χάνω τα καλά η γκαντέμω." απάντησα γελώντας. "Μια χαρά σε βρίσκω πάντως." είπε η μία συγκάτοικος. "Είναι που γυμνάζομαι πολύ τελευταία, γι' αυτό."

Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2007

Τείχος



Υψώνεις πάλι τείχος



μα πια δεν με τρομάζει.


Το έκανες διάφανο


αυτό είναι που πειράζει.


Έτσι φαινόμαστε οι δυο


κι αυτό που μας διχάζει.

Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2007

One Big mummy

Έφτασα με το αμάξι κάτω από το σπίτι της. Δεν είχα καταλάβει πως βρέθηκα εκεί. Δεν ήθελα να μπλέξω τον Παπαστρούμφ σε αυτή την ιστορία, αλλά αποφάσισα να ανέβω πάνω. "Αφού έφτασα ως εδώ." σκέφτηκα και χτύπησα το κουδούνι. Ξαφνιάστηκε όταν με είδε, πράγμα που με έκανε να σκεφτώ πως μάλλον απουσιάζα καιρό.
Με τη μικρή συζήτηση μας μπόρεσα να καλύψω την απουσία μου με μια αρκετά πειστική δικαιολογία. Τα απέδωσα όλα σε μια ερωτική απογοήτευση, κάτι που ήταν άλλωστε η σπεσιαλιτέ μου και ευτυχώς για μένα, όλοι γνώριζαν. Με διευκόλυνε και ο Παπαστρούμφ βέβαια, αφού δεν έκανε ερωτήσεις, που θα μπορούσαν να με φέρουν σε δύσκολη θέση. Μόνο μία ερώτηση με δυσκόλεψε. "Τι θα κάνεις τώρα;" με ρώτησε και απάντηση δεν είχα.
Σπίτι μου δεν ήξερα αν ήταν ασφαλές να πάω. Αυτή η σκέψη έδωσε ώθηση στο λόγο μου. "Θα φύγω για ένα διάστημα. Μάλλον θα πάω στο Λονδίνο. Έχω αρκετούς φίλους εκεί. Θα μείνω μέχρι να ορθοποδήσω(χάσουν τα ίχνη μου) και μετά βλέπουμε." απάντησα με τέτοια σιγουριά, που τρόμαξα και εγώ η ίδια. Πρώτα όμως είχα μια υποχρέωση που δεν έπαιρνε άλλη αναβολή.
"Πρέπει όμως να συναντήσω ένα καλό φίλο πρώτα. Και πρέπει να γίνει σπίτι μου." είπα στον Παπαστρούμφ. "Δεν φοβάσαι να πας σπίτι;" με ρώτησε. "Λίγο ναι. Αλλά δεν γίνεται αλλιώς." είπα αποφασιστικά και πήρα τον One Big Dj τηλέφωνο. Τα υπόλοιπα τα είχε αναλάβει ο Παπαστρούμφ. Του έκλεισα ραντεβού σπίτι μου, αργά το βράδυ. Πίστευα ότι ήταν η ώρα που θα κινδύνευα λιγότερο από τα ύποπτα βλέμματα.
Χαιρέτησα τον Παπαστρούμφ και ξεκίνησα για το διαμέρισμα μου. Έπρεπε να ήμουν έτοιμη όταν θα ερχόταν ο Big Dj για να γράψουμε το κοινό κείμενο, που λέγαμε τόσο καιρό. Έφτιαξα το γραφείο, ετοίμασα τους καφέδες για το ξενύχτι και περίμενα. Μου έκανε αναπάντητη, όπως του είπα, αντί να χτυπήσει το κουδούνι. Του άνοιξα και μπήκε μέσα. "Καλά, που χάθηκες;" με ρώτησε. "Έτρεχα." είπα γελώντας, γιατί εγώ ήξερα πως κυριολεκτούσα.
Καθήσαμε πλάϊ πλάϊ και ξεκινησάμε να γράφουμε. Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την πρόταση που έγραφε, όταν το κεφάλι του έπεσε στο τραπέζι. "Αυτά τα υπνωτικά θαύματα κάνουν." μονολόγησα και πήγα στην αποθηκούλα να πάρω τα σύνεργα. Τον ξάπλωσα στο πάτωμα και τον έγδυσα. Δεν ήμουν σίγουρη ότι τα ρούχα θα με εμπόδιζαν, αλλά δεν ήθελα να το ρισκάρω. Έβαλα τα γάντια στα χέρια μου, τη χειρουργική μάσκα στο πρόσωπο μου και άνοιξα το βαρέλι με το υδροχλωρικό οξύ. Η μυρωδιά ήταν έντονη, αλλά η μάσκα θα με προστάτευε να μην εισπνεύσω το αέριο, μέχρι να τελείωνα το έργο μου.
Ξετύλιξα τις γάζες και άρχισα να τις βουτάω στο βαρέλι. Μέτα άρχισα να τις τυλίγω γύρω από το γυμνό σώμα του One Big Dj. Ξεκίνησα με τα πόδια και άρχισα να ανεβαίνω. Όταν τελείωσα και με το θώρακα και μου έμεναν τα χέρια και το κεφάλι, βγήκα στο μπαλκόνι. Με πίεζε ο χρόνος, αλλά έπρεπε να αναπνεύσω λίγο καθαρό αέρα. Έμεινα 5 λεπτά και επέστρεψα. Η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική. Το θέαμα του μουμιοποιημένου Dj όμως μου άρεσε και ήθελα να το τελειώσω.
Μου έμενε μόνο το κεφάλι όταν αναρωτήθηκα αν η διάβρωση που προκαλούσε το οξύ θα επέφερε το θάνατο πριν συνέλθει. Δεν ήθελα να ξυπνήσει και να νιώθει φριχτούς πόνους. Γι' αυτό έσταξα λίγες σταγόνες στο λαιμό του. "Αφού κάνει δουλειά απέξω, ας κάνει και από μέσα." σκέφτηκα και συνέχισα με τις γάζες. Όταν τον τελείωσα ήταν ένα αριστούργημα. "Τύφλα να' χουν οι φαραώ. Αυτά είναι μεγαλεία." φώναξα και βγήκα από το δωμάτιο.
Ήθελα να μείνω να δω τα αποτελέσματα της δημιουργίας μου, αλλά δεν είχα το χρόνο με το μέρος μου. Πήρα τηλέφωνο, κλείδωσα και έφυγα. Το πτώμα δεν με πείραζε πλέον να το βρουν σπίτι μου. Θα ήμουν άλλωστε μακριά όταν και αν γινόταν. Βγήκα από την εισόδο, αλλά ευτυχώς δεν χρειάστηκε να περιμένω. Ο Παπαστρούμφ είχε έρθει εγκαίρως για να με πάει στο αερόδρομιο. Τον αποχαιρέτησα και πέρασα τον έλεγχο των διαβατηρίων.

Δευτέρα 19 Νοεμβρίου 2007

Τρίτη και 13 (μέρος Β')

Είχα αρχίσει να ανακτώ τις αισθησείς μου, μα προτίμησα την ασφάλεια του σκοταδιού. Εξάλλου ένιωθα ότι ήμουν δεμένη χειροπόδαρα, οπότε κάθε προσπάθεια αντίδρασης θα ήταν μάταιη. Δεν άνοιξα τα μάτια μου, πάρα μόνο όταν ένιωσα κάποιον ή κάποιους να μετακινούν το σώμα μου. Υπέθεσα πως νόμιζαν ότι ήμουν ακόμα ναρκωμένη και καλύτερα για όλους να εξακολουθούσαν να το πιστεύουν. Κάποια στιγμή κατάλαβα ότι με άκουμπησαν σε κάποιο κρεβάτι. Έλυσαν τα δεσμά μου και έφυγαν.
Άκουσα την πόρτα να κλείνει και τότε άνοιξα τα μάτια μου. Κοίταξα γύρω μου. Δεν ήμουν σε κάποιο κελί, φυλακής τουλάχιστον. Το δωμάτιο ήταν μικρό και σκοτεινό. Είχε μόνο ένα κρεβάτι και ένα μικρό παραθυράκι, σαν φεγγίτη. Μόνο ο μικρός λευκός νιπτήρας στη μία γωνία του δωματίου δημιουργούσε κάποια αίσθηση φωτός. Τρομοκρατήθηκα. Που στο καλό βρισκόμουν; Και ποιοί με έφεραν εδώ; Εδώ; Δεν ήξερα καν που ή τι ήταν το εδώ.
Αποφάσισα να περιμένω. Όχι ότι είχα και πολλές επιλογές. Ξάπλωσα και άφησα τον χρόνο να κυλήσει. Πρέπει να πέρασαν πολλές ώρες. Ούτε ξέρω πόσες. Άκουσα την πόρτα να ανοίγει. Μα δεν είδα κανέναν. Απλά έναν μεταλλικό δίσκο με φαγητό. "Πουλάς μυστήριο ε; " σκέφτηκα, μα δεν ανησύχησα. Αυτός ήταν ο τομέας μου και τον ήξερα καλά. Καλύτερα από τον καθένα. Ενώ έτρωγα παρατηρούσα ξανά το δωμάτιο. Τότε πρόσεξα για πρώτη φορά τις κάμερες στους τοίχους.
"Και αναρωτιόμουν πότε θα τις παρατηρούσες. Καλησπέρα και καλή διαμονή. Θα παραμείνεις κλεισμένη σε αυτό το δωμάτιο μέχρι να μου δώσεις τις απαντήσεις που θέλω. Τόσο εύκολο είναι." ακούστηκε η φωνή της Αλίκης. Δεν είχα καταλάβει τι εννοούσε στην αρχή. Δεν έκανα και καμία προσπάθεια βέβαια. Παρέμεινα ξαπλωμένη στο κρεβάτι και σκεφτόμουν. Το μοναδικό πράγμα που διατάρασσε την ησυχία μου ήταν ο δίσκος με το φαγητό. Μέρχι εκείνη την ώρα τουλάχιστον. "Οrestis με απογοητεύεις. Είσαι τόσο ήρεμη, που δεν θυμίζεις με τίποτα το αβυσσαλέο ζώο που κατέσφαξε τόσο κόσμο. Δεν θέλω πολλά, απλά να μιλήσεις. Το κίνητρο σου με ενδιαφέρει." είπε και μετά ακολούθησε σιωπή.
Πλησίασα μία από τις κάμερες και της χάρισα το πιο σαρδόνιο χαμόγελο που διέθετα. Στον πρώτο γύρο είχα κερδίσει. Εγώ είχα παραμείνει σιωπηλή, ενώ εκείνη είχε προδώσει τα κίνητρα της. "Ώστε αυτό θέλεις; Γι' αυτό με έκλεισες εδώ. Για να με παρατηρείς να λυγίζω και να αποκαλύπτομαι. Αλλά μετά; Τι θα κάνεις άραγε μετά, αν αυτό υπάρξει;" σκέφτηκα και πήγα να ξαπλώσω. Η σκέψη μου είχε αλλάξει δρόμο, γεγονός που με ανησύχησε. Τόσο καιρό σκεφτομούν, πως και γιατί είχα βρεθεί εκεί. Τώρα ήξερα. Δεν θα άντεχα πολύ ακόμα.
Πράγμα που έγινε και πολύ πιο σύντομα από ότι υπολόγιζα. Σκεφτόμουν όλους όσους σκότωσα και γιατί. Ποτέ πριν δεν το είχα σκεφτεί. Πάντα τους διάλεγα τυχαία. Ένιωσα να πνίγομαι. Δεν ξέρω τι με έπνιγε πιο πολύ, οι κάμερες, οι τοίχοι ή οι ίδιες μου οι σκέψεις. Σε αυτόν τον δεύτερο γύρο, η Αλίκη έμοιαζε να είναι νικήτρια. Εγώ της χάρισα τη νίκη, εξαίτιας ενός εφιάλτη που είδα. Δεν άντεξα, άρχισα να χτυπάω τους τοίχους με τις γυμνές γροθιές μου, ουρλιάζοντας. Οι κάμερες ήταν ψηλά και δεν τις έφτανα. Τι πλησίασα όμως γεμάτη αίματα και λέγοντας, πως θέλω είτε να της μιλήσω είτε να της γράψω. Αρκεί να το έβγαζα από μέσα μου.
Πρέπει να λιποθύμησα κάποια στιγμή, γιατί βρέθηκα καθαρή στο κρεβάτι με ένα μαγνητοφωνάκι στο χέρι. "Μπορείς να μιλήσεις τώρα. Για όλα." μου είπε. Της φώναξα να κλείσει τις κάμερες, δεν ένιωθα άνετα να με παρακολουθεί σε μια τόσο προσωπική εξομολόγηση. Δεν ξέρω αν το έκανε. Πίστεψα όμως πως ναι. Έπρεπε να πιστέψω, για να μπορώ να μιλήσω. Πάτησα το play και άρχισα να μιλάω. Για τα θύματα μου, για το πως έγιναν οι φόνοι, για όλα, εκτός από το γιατί τους έκανα. Γέλασα λίγο πιστεύοντας, πως την είχα εκνευρίσει. Εκείνη όμως δεν αντέδρασε.
Έγραφα την τελευταία μου κασέτα, όταν συνειδητοποίησα πως τόσο καιρό που έγραφα, δεν είχε αντιδράσει, δεν είχε εμφανιστεί καν. Άφησα την πρόταση μισοτελειώμενη. Πλέον είχα καταλάβει. Πλέον ήξερα γιατί τα έκανα όλα. Αλλά δεν θα το αποκάλυπτα ποτέ και σε κανέναν. Ξάπλωσα πολύ κουρασμένη, αλλά με μια δόση ικανοποίησης, πως είχα κερδίσει και αυτόν τον γύρο. Το μόνο που έμενε ήταν να δούμε ποιά θα κέρδιζε το παιχνίδι.
Ξύπνησα από έναν θόρυβο μιας πόρτας που κάποιος την χτυπάει δυνατά. Είδα καθαρά ρούχα στο κρεβάτι μου. Τα φόρεσα κατευθείαν, παρόλο που θα προτιμούσα ένα ζεστό μπάνιο πριν. Η πολυτέλεια όμως ήταν κάτι που είχα αφήσει πίσω μου από τη στιγμή που βρέθηκα σε αυτό το δωμάτιο. Μόλις ντύθηκα πρόσεξα την πόρτα. Ήταν ελαφρώς ανοιγμένη. Πήγα προς τα εκεί και την άνοιξα. Δεν είδα κανέναν και αποφάσισα να βγω στο διάδρομο. Ανέβηκα τις σκάλες στο τέλος του, έχοντας καταλάβει πως βρισκόμουν σε κάποιο υπόγειο. Με έβγαλαν στην κουζίνα. Στο τραπέζι υπήρχε ένα κλειδί αυτοκινήτου και ένα σημείωμα. "Είσαι ελεύθερη. Φύγε."
Άνοιξα την πίσω πόρτα και βρέθηκα στον κήπο. Έφτασα στην καγκελόπορτα και βγήκα έξω. Το αμάξι ήταν παρκαρισμένο μπροστά. Μπήκα μέσα και ξεκινήσα. "Και τώρα; Που πάμε;" αναρωτήθηκα και για μια στιγμή ένιωσα την ανάγκη να γυρίσω στο σπίτι, να δω αν ήταν κανείς μέσα. Κανείς και ζωντανός. Έκλεισα την πόρτα με δύναμη και άρχισα να κατευθύνομαι προς το σπίτι. Το κάτω μέρος ήταν άδειο, οπότε ανέβηκα επάνω. Το πρώτο δωμάτιο που μπήκα ήταν μάλλον της οικοδέσποινας. Ήταν αναισθητοποιημένη και φιμωμένη στο κρεβάτι της. Τα υπόλοιπα δωμάτια ήταν άδεια.
Δεν την πείραξα. Άλλα πράγματα είχαν προτεραιότητα τώρα. Θα μπορούσα βέβαια να πιστέψω στην καλή μου τύχη, μα ποτέ δεν πίστευα σε κυρίες που δεν είχα γνωρίσει. Έφυγα γρήγορα και πήγα στο αυτοκίνητο. Το που θα πήγαινα θα το αποφάσιζα στη διαδρομή. Άνοιξα το ράδιο και κατέβασα το παράθυρο. Ήμουν χαρούμενη. Με προβλημάτιζε η ταυτότητα του "σωτήρα" μου, αλλά εκτός του ότι πίστευα πως θα μου εμφανίζοταν κάποια στιγμή, η ουσία ήταν άλλη. Είχα καταλάβει.
"Γιατί τα έκανα όλα αυτά; Απλά επειδή μπορώ και μου αρέσει. Φαντάσου τι θα κάνω τώρα που το συνειδητοποίησα. " φώναξα και έσκασα στα γέλια.


[Ερώτηση προς το κοινό: το ότι το ανεβάζω σήμερα, για να ανεβάσω ένα με αίμα αύριο με καθιστά άρρωστη ή προβληματική;]

H Orestis αναπολεί

Κάποτε σ' αγάπησα
μα ακόμα σ' αγαπώ.
Κάποτε σου είπα πως ήσουν τα πάντα
μα τώρα το πιστεύω.
Κάποτε σε έχασα
μα ακόμα σε έχω.
Κι αν οι δρόμοι μας δεν διασταυρωθούν ποτέ,
είναι μάλλον γιατί πάντα
ήταν παράλληλοι.
[Με αφορμή "κάτι" αναπόλησα (για την ακρίβεια πήγα πολλά χρόνια πίσω), μελαγχόλησα και τέλος χαμογέλασα. Όχι για εκείνον, μα για την αγάπη, που δεν σβήνεται, δεν χάνεται. Μπορεί να αλλάζει μορφή και κατοικία, μα στην ουσία της παραμένει αναλλοίωτη.]

Τρίτη 13 Νοεμβρίου 2007

Τρίτη και 13

Ξύπνησα σχεδόν χαράματα. Προσπάθησα να ξανακοιμηθώ, μα στάθηκε αδύνατο. Με ξύπνησε μια αίσθηση, που είχα-καιρό τώρα η αλήθεια- ξεχάσει. Η αίσθηση της δίψας για αίμα, συνοδευόμενη από έναν φόβο. Έναν φόβο πως σήμερα έπρεπε να μείνω ήσυχη και άπραγη στο σπίτι. Τελικά σηκώθηκα. Δεν άντεξα την οριζόντια στάση του σώματος μου. Πήγα μηχανικά στην κουζίνα και έβαλα το νερό να ζεσταίνεται. Κοίταξα το ημερολόγιο. "Σύμπτωση θα είναι." σκέφτηκα και πήγα στο μπάνιο.
Με κοίταζα στο μεγάλο καθρέφτη. Οι αναγεννησιακές μου μπούκλες έπεφταν ανέμελα στους ώμους, τονίζοντας το ήρεμο και αθώο μου πρόσωπο. Έβγαλα τα γυαλιά μου, έπιασα τα μαλλιά σε ένα σφιχτό κότσο και ξανακοίταξα στον καθρέφτη, μέχρι να εμφανιστεί η μορφή, που πεισματικά, ήθελα να αντικρύσω. Τότε είδα εκείνο το πλάσμα, με το θολό βλέμμα και τη δίψα να διαγράφεται στο πρόσωπο του. Δίψα να νιώσει τη φοβισμένη σάρκα και το φρέσκο αίμα. Χαμογέλασα με αρκετή δόση ικανοποίησης και πήγα να πιω τον καφέ μου.
Η ημερομηνία εξακολουθούσε να με προβληματίζει. Και αυτό το ρημάδι το ένστικτο, χρόνια συμπαραστάτης μου, μα τώρα είχε έρθει αντιμέτωπο με το πάθος. Πώς να το νικήσει; Ειδικά σήμερα. Ειδικά όταν κατάλαβα ότι το πάθος μου είχε αντικείμενο. Δεν ήθελα να γευτώ οποιδήποτε αίμα, ήθελα το δικό του. Και τίποτα δεν θα με εμπόδιζε. Θα πήγαινα σπίτι του και θα εξαφάνιζα και αυτόν και κάθε συναίσθημα που μου είχε προκαλέσει.
Δεν θα τηλεφωνούσα. Θα ήταν σπίτι. Είχε περάσει το τριήμερο, θα επέστρεφε. Θα γυρνούσε ο Μάνος να θαυμάσει τα έργα του. Πάντα έτσι έκανε. Δημιουργούσε με τα λάδια του και έπειτα έφευγε για 3 μέρες, γιατί δεν άντεχε τη μυρωδιά. Ούτε τους ανθρώπους τους άντεχε βέβαια, για πολύ. Έμπαινε στο πετσί τους και μετά έφευγε, γιατί δεν άντεχε τις δεσμεύσεις. Δεν είχα όμως χρόνο. Έπρεπε να βιαστώ.
Μπήκα με το κλειδί μου. Ποτέ δεν το επέστρεψα. Τον βρήκα στο ατελιέ. Κοιτούσε τους πίνακες να δει αν χρειάζονταν διορθώσεις. Δεν ξαφνιάστηκε, σαν να με περίμενε. Έπινε Σάκε. Λάτρης των ιαπωνικών σε όλες τους τις μορφές. "Θέλεις;" με ρώτησε. "Ναι." είπα και πήγα στην κουζίνα να πάρω ποτήρι. Με τρία ποτηράκια όλα φαίνονταν αλλιώς. Κάπως τρεμάμενα, αλλά όμορφα. Ο Μάνος είχε πιει πολλά περισσότερα. Δεν το σήκωνε. Σύντομα θα έπεφτε για ύπνο. Έτσι έγινε.
Μου φάνηκε σαν δώρο, το ότι δεν θα έπρεπε να τον ναρκώσω εγώ. Το εκμεταλλεύτηκα αμέσως. Τον φίμωσα και τον ξάπλωσα στο πάτωμα. Καθώς τον κοίταζα, σκέφτηκα να του βγάλω τα μάτια με τα πινέλα του. Δεν επιθυμούσα όμως να είναι ένα έγκλημα πάθους, αλλά ένα έγκλημα τέχνης. Δεν ήξερα πως να το κάνω. Τον έγδυσα και άρχισα να τον αλείφω με τα λάδια του. Όντως η μυρωδιά ήταν αφόρητη. Σκέφτηκα πως μπορεί να ήταν η γεύση τους. Κρίμα που δεν θα τα δοκίμαζα εγώ, αλλά εκείνος. Δεν ήμουν σίγουρη αν κατάπιε ή όχι. Δεν με ένοιαζε κιόλας.
Με ενδιέφερε όμως να σταματήσει να αναπνέει. Και γι' αυτό έπρεπε να βεβαιωθώ. Έβαλα λίγο ακόμα Σάκε, άναψα και ένα τσιγάρο και τον κοίταζα. Ξαφνικά είδα το καβαλέτο. Θα τον σταύρωνα πάνω του, αλλά ήταν πολύ ψηλός και θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο. Μπορούσα όμως να κάνω το αντίθετο. Πράγμα που έκανα. Με διευκόλυνε και το καβαλέτο, που ήταν τρίποδο και μεταλλικό. Τα πόδια του καβαλέτου μπήχτηκαν στην κοιλιά του. Το αίμα του σκορπίστηκε παντού. Γέμισα με αίματα, αλλά δεν με πείραξε. Σύντομα θα ήταν νεκρός.
Ενώ απολάμβανα το θέαμα, κάτι τράβηξε την προσοχή μου. Ακόμα και αν είχα αντιληφθεί νωρίτερα την παρουσία της, πάλι δεν θα προλάβαινα να πλυθώ για να ξεφορτωθώ το αίμα. Άλλωστε, υπήρχε και το πτώμα του στο δωμάτιο. Δεν πλησίασε. Στεκόταν στην πόρτα και με κοίταζε. "Υπαστυνόμος Αλίκη Παπαγεωργίου." είπε, αλλά δεν έδωσα σημασία. "Σε παρακολουθώ καιρό Orestis, αλλά ήθελα να σε δω και επί τω έργω." είπε και πάτησε τη σκανδάλη του όπλου της. Βυθίστηκα στο σκοτάδι, αλλά δεν φοβόμουν. Πιο πολύ τρόμαζα στην ιδέα ότι θα άνοιγα τα μάτια μου και θα αντίκρυζα φως.
Τέλος πρώτου μέρους. Η συνέχεια στο επόμενο.
[Αφιερωμένο στον Παπαστρουμφ. Και ναι, δεν σκοτώνουμε πλέον μόνο bloggers.]

Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2007

Φονική χαρά

Ήταν ένα ήρεμο απόγευμα Κυριακής. Όπως πάντα χαλάρωνε στον καναπέ συντροφιά με τις μουσικές της. Καμιά φορά ερχόταν και κανένας φίλος για καφεδάκι. Σήμερα ήταν μία από αυτές τις φορές. Όταν άνοιξε την πόρτα και την είδε η Σούλα, έμεινε κάγκελο. "Δεν περίμενα να σε βρω με τις πυζάμες." της είπε. "Αφού εσένα περίμενα ρε φιλενάδα. Τι να έβαζα;" απάντησε χαμογελαστή η Orestis.
H αλήθεια είναι πως σπάνια επέτρεπε να την δει κάποιος έτσι, αλλά με τη φίλη της δεν είχε τέτοιο πρόβλημα. "Άλλωστε, που θα το πει μετά από αυτόν τον καφέ;" σκέφτηκε και γέλασε. Της ετοίμασε τον καφέ και κάθισαν να τα πουν. Η Σούλα πρόσεξε μια περίεργη γυαλάδα στα μάτια της Orestis, αλλά καθησυχάστηκε όταν της είπε πως απλά έγραφε πριν να έρθει εκείνη. Ούτε τον μισό καφέ της δεν είχε πιει η Σούλα, όταν της έπεσε η κούπα από τα χέρια και η ίδια σωριάστηκε στον καναπέ. "Τι στο καλό, αμέσως την έπιασε;" αναρωτήθηκε η Orestis και της έδωσε δυο χαστούκια να βεβαιωθεί ότι την έπιασε η νάρκωση.
Η μεταφορά στο πίσω σαλόνι ήταν εύκολη. Η Σούλα ήταν ψηλή, αλλά πολύ αδύνατη και δεν την δυσκόλεψε καθόλου. Την έβαλε στην κούνια, την έδεσε και περίμενε να ξυπνήσει. Δεν είχε νόημα άλλωστε αλλιώς. Η Σούλα συνήλθε με τρομερό πονοκέφαλο. Προσπάθησε να σηκωθεί όταν διαπίστωσε πως βρισκόταν δεμένη σε μια κούνια. Κοίταξε γύρω της. Η κούνια κρεμόταν στο κέντρο του δωματίου, από το ταβάνι και οι τοίχοι του ήταν καλυμμένοι με μαύρες σατέν κουρτίνες. "Ρε Orestis τι βλακείες κάνεις; Σου είπε κανείς ότι έχω κανένα απωθημένο με παιδική χαρά;" ούρλιαξε η Σούλα. "Γλυκιά μου, εδώ δεν είναι παιδική, αλλά φονική χαρά." φώναξε η Orestis καθώς τραβούσε τις κουρτίνες αποκαλύπτοντας καρφιά σε διάφορα μεγέθη κατά μήκος των τοίχων.
Η Σούλα χλώμιασε. Δεν είχε καταλάβει όμως ακόμα τι ακριβώς είχε στο μυαλό της η Orestis. Όταν την είδε με το τηλεκοντρόλ στο χέρι και ένιωσε την κούνια να πηγαίνει πέρα δώθε κατάλαβε. Η πρώτη επαφή του σώματος της με τα καρφιά της προκάλεσε απλά κάποιες γρατσουνιές. Στη συνέχεια όμως δυνάμωσε ο ρυθμός με τον οποίο κινούσε την κούνια και άρχισε να πέφτει με ορμή πάνω στους τοίχους. Το πρόσωπο της βρήκε με δύναμη σε κάτι μικρά καρφιά με αποτέλεσμα να μείνει επάνω σε ένα από αυτά το μάτι της. Σφάδαζε από τον πόνο.
Η Orestis όμως δεν έδειξε κανένα οίκτο. Πήγε στο σαλόνι δυνάμωσε τη μουσική και επέστρεψε. Μέσα σε ελάχιστη ώρα το κορμί της Σούλας είχε κατακρεουργηθεί. Τα καρφιά την είχαν γεμίσει με τρύπες από τις οποίες έτρεχε αίμα. Ψιθύρισε σταμάτα κάποια στιγμή, αλλά η απάντηση που πήρε ήταν: "Όλα τα παιδάκια θέλουν να μείνουν κι άλλο, εσύ αντιδραστική όπως πάντα." είπε χαιρέκακα η Orestis. Την ίδια ώρα που το είπε όμως και καθώς την έβλεπε να αργοπεθαίνει πάνω στην κούνια, κάτι ένιωσε. "Ώρα για το τελειωτικό. Κρίμα να πεθάνει πριν το νιώσει." μονολόγησε και ρύθμισε το τηλεκοντρόλ για να κατέβει η κούνια και να έρθει στο ύψος που βρισκόταν το μεγάλο κεντρικό καρφί.
Πάτησε το κουμπί και η Σούλα σφηνώθηκε πάνω του. Την άφησε εκεί για λίγη ώρα και μετά επανέφερε την κούνια με το σώμα της Σούλας ή έστω ό,τι είχε απομείνει από αυτό στο κέντρο του δωματίου. Η καρδιά της έμεινε εκεί να δεσπόζει στο μέσο του τοίχου. Κοίταξε το άψυχο κορμί της, σκέφτηκε πως την αποκαλούσε συνήθως και είπε: " Δεν έχω καρδιά έλεγες Σούλα, θυμάσαι; Γι' αυτό πήρα τη δική σου."

Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2007

Το γράμμα

"Έχει περάσει καιρός. Θα αναρωτιέσαι που είμαι και πως ακριβώς έγινε. Δεν έχει όμως σημασία. Καμία σημασία πλέον. Το μόνο που μετράει είναι εκείνη η πρωτόγνωρη, ηδονική και ταυτόχρονα τρομαχτική εμπειρία. Ήθελα να γίνει γρήγορα, ανώδυνα. Τη θεωρούσα το άλλο σου μισό. Δεν ήθελα να νιώσει πόνο, για να μην πονέσεις και εσύ. Απλά της έδωσα καφέ. Όπως και στους άλλους. Έπεσε στο πάτωμα της κουζίνας σχεδόν αμέσως.
Την κοίταζα ακίνητη και για κάποιο ανεξήγητο λόγο, είχα την επιθυμία να ξαπλώσω δίπλα της. Έγειρα το κορμί μου πάνω της και μείναμε έτσι για ώρα. Δεν με ενοχλούσε το παγωμένο πλακάκι. Η σάρκα της ήταν καυτή και αυτό μου έφτανε. Τρόμαξα. Τρόμαξα πολύ. Δεν είχα νιώσει καμιά έλξη, για κανένα από τα προηγούμενα θύματα μου. Στοργή, θυμό, λύπη, ίσως ναι, αλλά έλξη ποτέ. Νευρίασα με τον εαυτό μου. Ζήτησες να κάνω κάτι με τη Μιρέλα, μα εγώ ήμουν ή τουλάχιστον ένιωθα ανήμπορη απέναντι της. Σηκώθηκα βιαστικά, είχε αρχίσει να συνέρχεται. Δεν την είχα δέσει. Θόλωσα, δεν ήξερα πως να αντιδράσω. Όλα έγιναν σχεδόν ενστικτωδώς. Θυμάμαι αμυδρά το κεφάλι της στα χέρια μου, να το χτυπάω με μανία στο πάτωμα.
Τα χέρια μου πλεγμένα στα ξανθά της μαλλιά γέμισαν με αίμα. Ακούμπησα το κεφάλι της στο πλακάκι και το αίμα άρχισε να χύνεται παντού. Στάθηκα λίγη ώρα να την κοιτάζω. Ήθελα να δω και άλλο αίμα. Πήρα το μαχαίρι από το συρτάρι και άρχισα να την μαχαιρώνω. Σταμάτησα μόνο όταν είχα τυλιχτεί ολόκληρη στο αίμα, στο αίμα της Μιρέλας. Το κόκκινο ποτάμι της είχε αρχίσει να πλημμυρίζει όλο το σπίτι. Πέταξα το μαχαίρι, έβγαλα τα παπούτσια μου και άρχισα να περπατάω με τα πόδια γυμνά στα πλακάκια. Η αίσθηση του κρύου με ενοχλούσε ελαφρώς , αλλά το πηχτό, καυτό της αίμα έμοιαζε με λάβα κάτω από τα πόδια μου και με γέμιζε με μια αίσθηση ευφορίας. Άφησα τα ίχνη από το πέλμα μου σε όλο το σπίτι, προσπαθώντας να πατάω στο κέντρο του πλακακιού και όχι στους αρμούς του.
Μετά από αρκετές βόλτες, το σπίτι θύμιζε έργο τέχνης, που έφερε την σφραγίδα της, αναμειγμένη με την δική μου. Δεν μου έφτανε όμως. Ήθελα να αφήσω και αλλού τα σημάδια της. Βγήκα στο δρόμο όπως ήμουν και άρχισα να περπατάω. Όταν κατάλαβα ότι "την" είχα σκορπίσει παντού, μπήκα στο αυτοκίνητο. Έκλαιγα γοερά. Μέχρι τώρα ήθελα να μην αφήνω ίχνη και να τους εξαφανίζω στα γρήγορα. Μαζί της ήταν διαφορετικά. Μου δημιούργησε την αίσθηση ότι έπρεπε να την μοιραστώ με όλο τον κόσμο. Με κυρίευσε τρόμος. Κάποια αισθήματα δεν θέλεις να τα μοιράζεσαι με κανέναν. Με τα άλλα θύματα μου είχα αυτή ακριβώς τη σχέση. Η Μιρέλα κατάφερε το αντίθετο, να με κάνει να θέλω να μοιραστώ την ηδονή της ύπαρξης της με όλους. Γι' αυτό εξαφανίστηκα Σούλα. Για να κρατήσω τη θύμηση των όσων έγιναν μόνο δική μου. Στα γράφω όμως, γιατί θέλω να πιστεύω πως ήσουν και εσύ μπλεγμένη στον ίδιο ιστό και πως αυτό το ηδονικό πλάσμα, είχε την ίδια επίδραση και σε σένα."
Φιλικά Orestis

Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2007

Πόνος

Χάθηκαν τα φτιασίδια μου
και έγιναν στάχτη.
Απόμεινε η ψυχή, γυμνή
να σε κοιτάει.
Ενώθηκαν τα χείλη σου
μία δεν είπες λέξη.
Και τα δικά μου' μείναν υγρά,
σφιχτά, στο άσπρο μαξιλάρι.