το σύμπαν μου παίζει περίεργα παιχνίδια.Γελάω το ομολογώ, αλλά επειδή τίποτα δεν είναι τυχαίο....νομίζω ήρθε και η δική μου σειρά να γελάσω.....με το σύμπαν! Είστε λοιπόν όλοι καλεσμένοι στο κάτι σαν stand up commedy μου!
Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2007
Συνέβη φέτος τα Χριστούγεννα
Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2007
Χριστουγεννιάτικη ιστορία
Επεισοδιακή υπήρξε η γνωριμία τους, ταραχώδης ήταν η σχέση τους. Παραδόθηκαν ανευ όρων και χάθηκαν στη μαγική δύνη των συναισθημάτων τους. Μα δεν θα μπορούσαν να μείνουν έτσι για πάντα. Η Υβόννη ήθελε όπως πάντα, να καταγράψει αυτά που ένιωθε, να τους δώσει μορφή στο χαρτί. Ο Στέφανος απλά προτιμούσε να το απολαμβάνει και για καιρό τα έβρσκαν έτσι. Εκείνη να γράφει σκόρπιες λέξεις και εκείνος να τη χαζεύει.
Θέλησε όμως, κάποια στιγμή, να μπει στο χώρο της και να διαβάσει αυτά που έγραφε. Η Υβόννη όμως δεν ήθελε κανείς, ούτε καν ο Στέφανος να γίνει θεατής των σκέψεων της. "Όταν ολοκληρωθεί θα είσαι ο πρώτος που θα το διαβάσει." του έλεγε. Δεν ήταν αρκετό και ένα πρωί που ξύπνησε εκείνος είχε φύγει. Τόσο απλά, τόσο αθόρυβα. Μέρες τον έψαχνε, μήνες τον περίμενε, μα εκείνος πουθενά. Απόμεινε μόνη, με τις σκέψεις της, που προσπαθούσε να της κάνει λέξεις, προτάσεις. Πέρασαν χρόνια, άλλαξαν μέσα της πολλά, μα η καρδιά της παρέμεινε ίδια. Να τον περιμένει και να φαντάζεται την επιστροφή του μέσα από τις ηρωίδες της στα γραπτά της.
Δεν έβγαινε πια από το σπίτι, πάρα μόνο μια φορά το μήνα και πήγαινε στο βιβλιοπωλείο τους. Στεκόταν στο σταντ και περίμενε, περίμενε μήπως φανεί. Αλλά εκείνος ήταν άφαντος. Γύρναγε σπίτι, καθόταν στο γραφείο της και έγραφε, το διαφορετικό τέλος που θα ήθελε να είχε αυτή η μέρα, αυτή η ίδια μέρα του κάθε μήνα. Και αποκοιμιόταν , με την ελπίδα πως θα έρθει η στιγμή, που δεν χρειαστει ούτε να το φανταστεί, ούτε να το γράψει, γιατί θα το ζήσει.
Το ιδανικότερο τέλος της είχε μεγάλη επιτυχία και κυκλοφόρησε. Ένιωσε μια μικρή ικανοποιήση, πως και κάποιοι άλλοι ζούσαν μέσα από τη γραφή της. Ντύθηκε ζεστά και βγήκε στο δρόμο. Σήμερα είχε αποφασίσει πως θα περπατούσε μέχρι το βιβιοπωλείο. Πλησίασε το σταντ, είδε το βιβλίο της και άπλωσε το χέρι της να το πιάσει. Το κρατούσε, όταν ένιωσε ένα χέρι να πλησίαζει το δικό της. Το κύκλωσε και άνοιξε το βιβλίο στην πρώτη σελίδα. Το δάκρυ της που κύλησε, πότισε την αφιέρωση, "Για τον Στέφανο....".
[Στην Ιζόλδη, που της το είχα υποσχεθεί. Και μην ξεγελιέστε. Δολοφονία είναι και αυτή.... Καλά Χριστούγεννα, για όλους αυτούς, που μας κάνουν ακόμα να πιστεύουμε, πως ναι....είναι ΚΑΛΑ.]
Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2007
Mάθημα σολφέζ
Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2007
Για τη μαμά μου
κλάμα για σένα,
για μένα,
μα κυρίως για κείνη.
Αγκαλιαζόμαστε,
πονάμε,
μα πάντα ελπίζουμε.
Εκείνο δεν ήρθε,
είναι μακριά,
άραγε εμείς θα το γράψουμε;
εκείνο...το τέλος.
Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2007
Ένα μπουκέτο για τη μουσίτσα
Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2007
Τρίτη 4 Δεκεμβρίου 2007
Έχω μια δίψα
Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2007
Για εκείνον...τον πόνο
Ήταν ένα απόγευμα. Το ψιλόβροχο δεν με απέτρεψε από το να βγω. Ούτε η δυνατή βροχή που έπιασε ελάχιστη ώρα από την στιγμή, που έκλεισα την πόρτα πίσω μου. Βγήκα στο δρόμο και απλά ήθελα να περπατήσω. Μακριά από όλα και όλους, με την φαντασίωση πως δεν ξαναγυνάω. Δεν είχα σκεφτεί καν, πως ετούτη θα ήταν η μέρα. Όχι που θα συναντιόμασταν, αλλά που εγώ θα ήθελα να συναντηθούμε. Στην κατηφόρα τον ένιωσα να έρχεται πίσω μου. Επιτάχυνα ενστικτωδώς το βήμα μου. Άρχισε να τρέχει για να με προλάβει. Χαλάρωσα το ρυθμό μου. Ανόητε, τόσο καιρό δεν κατάλαβες τίποτα. Πάντα ήθελα να είμαι μαζί σου, ποτέ δεν θέλησα να σου ξεφύγω. Η ύπαρξη μου ήταν πάντα συνυφασμένη με τη δική σου.
Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2007
Ο Σάκης του μποξ
Η πτήση ήταν ήσυχη. Μου έδωσαν παράθυρο και χάζευα έξω σε όλη τη διάρκεια της. Προσπαθούσα να μην σκέφτομαι. Είχα ένα ανέκφραστο πρόσωπο, που απέκτησε κάποιο ίχνος συναισθήματος, μόνο όταν αντίκρυσα την Παναγή. Ήμουν τόσο χαρούμενη που την έβλεπα και άλλωστε, κοντά της, πάντα ένιωθα ασφαλής. Και η ίδια ήταν ιδίαιτερα ευτυχής, που θα έμενα μαζί της για λίγο καιρό. Δεν μπορώ να πω βέβαια το ίδιο και για τους συγκατοίκους της. Το θεώρησα όμως λογικό. Τέσσερα άτομα στο σπίτι, αποτελούσαμε πλήθος.
Τακτοποιήθηκα και εναρμονίστηκα με το περιβάλλον σχεδόν αμέσως. Το μεγαλύτερο μου πρόβλημα ήταν ότι ενώ είχα αποφασίσει να ξανασχοληθώ με το σκίτσο, δεν είχα ούτε το χωρο, ούτε την ησυχία για να το κάνω. Οι ώρες που μου έμεναν κενές, από την προσωρινή δουλειά που είχα βρει σε ένα καφέ, συνέπιπταν με τις ώρες που ήταν όλοι στο σπίτι. Απόφασισα απλά να περιμένω μέχρι να μπορώ να μείνω κάπου, που τουλάχιστον θα είχα το δικό μου χωρο.
Προσφέρθηκε ο γείτονας να με βοηθήσει. Ο Σάκης, ένα αντιπαθέστατο καμάκι, που άλλη δουλειά δεν είχε, όλη την ώρα στα πόδια μας μπλεκόταν. Ήταν πρόθυμος να μου παραχωρήσει το δεύτερο υπνοδώματιο του, που ήταν άδειο. "Του μύρισε φρέσκο αίμα. Με όλες έτσι κάνει. Μην αγχώνεσαι." μου έλεγε η Παναγής. "Μην μου μυρίσει και μένα όμως, γιατί θα έχουμε πρόβλημα." απαντούσα.
Ένα απόγευμα που καθόμασταν ήσυχα, ήσυχα, με τον Σάκη να μας πρήζει να πάμε σε ένα κοντινό χωριό για σαββατοκύριακο, η Παναγής πετάχτηκε. "Ρε βλάκα. Το σπίτι έχει υπόγειο. Μπορείς να δουλεύεις εκεί. Μόνο ένα μεινέκτημα έχει." είπε. "Ποιό;" τη ρώτησα. "Έχει είσοδο μόνο από τον κήπο. Δεν συνδέεται με το σπίτι." έκανε, σχεδόν απολογητικά. "Και αυτό το λες πρόβλημα;" φώναξα με μυστήριο ύφος και κλείνοντας το μάτι στο Σάκη. Είχα πει, πως θα έκανα καινούρια αρχή εδώ, αλλά με υπόγειο δικό μου και ένα τύπο, που το φώναζε από μακριά, θέλω σκότωμα, δεν μπόρεσα να αντισταθώ.
Τα κανόνισα όλα με επιμέλεια. Εκείνος είπε πως θα φύγει για λίγες μέρες, αλλά στην πραγματικότητα θα του έδινα κατάλυμα στο υπόγειο. "Για να ζήσουμε τον έρωτα μας, ανενόχλητοι." έλεγε ο σαχλός. "Έρωτα, βίτσιο, κοντά είναι. Ανενόχλητοι όμως, αυτό είναι το σημαντικό." του απαντούσα ειρωνικά. Εγώ με τη δικαιολογία της δουλειάς και του γυμναστηρίου, συνήθεια που υιοθέτησα ακριβώς για αυτό το σκοπό, κοιμόμουν πλέον σχεδόν καθημερινά στο υπόγειο. Πίστευα πως δεν θα κινούσα καμία υποψία.
Είχε νυχτώσει για τα καλά όταν χτύπησε συνθηματικά την πόρτα. Του άνοιξα και μπήκε. Δεν τον κέρασα τίποτα. Τα υπνωτικά τα είχα αφήσει πίσω μου προ πολλού. Τον χτύπησα στο κεφάλι με ένα ξύλο, ενώ μου γύρισε πλάτη για να δει το χώρο. Μάτωσε λίγο και τρόμαξα. "Όχι ρε γαμώτο, δεν πρόλαβα να του κάνω τίποτα." σκέφτηκα, αλλά ευτυχώς δεν είχε πάθει τίποτα σοβαρό. Τον έγδυσα και τον κρέμασα στο τσιγκέλι, μετο κεφάλι προς τα κάτω.
Έβαλα τη φόρμα μου, τα γάντια του μποξ και άρχισα την καθιερωμένη γυμναστική. Όταν συνήλθε από το χτύπημα, έκανε μορφασμούς πόνου. "Κρίμα, που είσαι φιμωμένος και δεν ακούω κιόλας." του είπα, αλλά δεν είμαι σίγουρη ότι καταλάβαινε. Πρέπει να τον χτύπαγα αρκετή ώρα, γιατί κάποια στιγμή λιποθύμησε και εγώ ένιωθα εξαντλημένη.
Τις πρώτες μέρες το διασκέδαζα, μετά βαρέθηκα λίγο. Δεν του είχα προκαλέσει μεγάλη ζημιά και δεν ήθελα να πεθάνει από ασιτία. Ήταν ώρα για τα μεγάλα μέσα. Έστρωσα ένα πλαστικό τραπεζομάντηλο από κάτω του και έβαλα τα ειδικά γάντια μου. Τους είχα κολλήσει καρφιά επάνω, για σίγουρα αποτελέσματα. Μετά τις πρώτες μπουνιές, το πρόσωπο του είχε γεμίσει αίματα, γι' αυτό άρχισα να τον χτυπάω στην κοιλιά.
Ένα καρφί από το αριστερό μου γάντι, γαντζώθηκε στο πλευρό του. Κατάφερα να βγάλω το γάντι, αλλά έμεινε κολλημένο το καρφί. Μετά από ώρες έπεσα κάτω εξουθενωμένη και μέσα στα αίματα. Ο Σάκης ζούσε ακόμα. Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι με τις αντοχές του και δεν κρατήθηκα. Τον κατέβασα και τον ξάπλωσα στο τραπεζομάντηλο. Πήρα μια ομπρέλα, από αυτές τις μεγάλες με τη μεταλλική μύτη και την κάρφωσα στην καρδιά του. Πλέον ήταν ζήτημα ωρών.
Όσο περίμενα έπρεπε να σκεφτώ πως θα εξαφάνιζα το πτώμα. Αν τον άφηνα θα μύριζε και θα με καταλάβαιναν. Κατέληξα γρήγορα. Θα τον τεμάχιζα και θα τον έβαζα σε σακούλες σκουπιδιών. Αλλά πως θα δικαιολογούσα τόσες σακούλες; Δεν αγχώθηκα, θα τις πήγαινα τμηματικά. Μου πήρε αρκετές μέρες να καμουφλάρω τα κομμάτια του μέσα στις σακούλες και να τις πετάξω όλες στα σκουπίδια.
Όταν πέταξα και την τελευταία και αφού καθάρισα το υπόγειο, αποφάσισα να γυρίσω σπίτι. Είχα να δω τις άλλες πολλές μέρες, πράγμα που με διεύκολυνε να ρωτήσω για το γείτονα και που εξαφανίστηκε. Ήταν όλες εκεί. Φτιάξαμε καφεδάκια και καθήσαμε στον καναπέ. "Δεν σου είπαμε τα νέα. Ο γείτονας άφαντος, ησυχάσαμε." είπε όλο χαρά η Παναγής. "Έλα ρε, αλήθεια; Όλο τα χάνω τα καλά η γκαντέμω." απάντησα γελώντας. "Μια χαρά σε βρίσκω πάντως." είπε η μία συγκάτοικος. "Είναι που γυμνάζομαι πολύ τελευταία, γι' αυτό."
Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2007
Τείχος
Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2007
One Big mummy
Δευτέρα 19 Νοεμβρίου 2007
Τρίτη και 13 (μέρος Β')
H Orestis αναπολεί
Τρίτη 13 Νοεμβρίου 2007
Τρίτη και 13
Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2007
Φονική χαρά
Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2007
Το γράμμα
Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2007
Πόνος
Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2007
Ταπετσαρία
Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2007
Εσύ
Έσκυψες στο χώμα
και το φίλησες,
μα δεν γίνατε ένα.
Φύσηξε ο αέρας
και σε σκόρπισε,
γιατί εκεί ανήκεις!
Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2007
Πάρτυ γενεθλίων
Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2007
Δανεικό
Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2007
Orestis-Equilibrium 1-1
Τρίτη 16 Οκτωβρίου 2007
Ο Φοίβος, ο σκύλος και η Βαρκελώνη
Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2007
Λόγια
Σου μιλώ
μα τα λόγια μου κρυστάλλινοι ήχοι.
Σε κοιτώ
μα τα μάτια μου πέτρινοι τοίχοι.
Μου μιλάς
μα τα λόγια σου θλιμμένη μελωδία.
Με κοιτάς
μα τα μάτια σου θυμίζουν τραγωδία.
Τρίτη 9 Οκτωβρίου 2007
Bloody Wrong
Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2007
Αδιέξοδο
Πέμπτη 4 Οκτωβρίου 2007
Αλκμήνη
Ακούμπησε το κεφάλι της στην παλάμη της και έγειρε έξω από το ανοιχτό παράθυρο. Δεν χάζευε το τοπίο, αλλά φαντασιωνόταν την εικόνα, που είχε στο μυαλό της καιρό τώρα. Την πρώτη αμήχανη χειραψία και μετά τους δυο τους αγκαλιασμένους και χαμογελαστούς, να ανταλλάσσουν όρκους αιώνιας αγάπης.
"Ψιτ κοπελιά. Ξύπνα φτάσαμε. Τι σκέφτεσαι;" τη διέκοψε η φωνή της Μυρτώς. "Τίποτα μωρέ. Είχα μια ιδέα για ένα κόμικ, αλλά είναι λίγο χαζορομαντικό και δεν μου βγαίνει κιόλας." απάντησε η Αλκμήνη. "Δηλαδή;" ρώτησε εκείνη. "Απλά, έχω στο μυαλό μου την πρώτη εικόνα και την τελευταία, αλλά μου λείπει όλο το ενδιάμεσο στόρυ." απάντησε κάπως επιφυλακτική.
"Πάντα αυτό ήταν το πρόβλημα σου νομίζω. Ερωτεύεσαι ιδέες και..." δεν ολοκλήρωσε τη φράση της, καθώς είδε το πρόσωπο της Αλκμήνης να συννεφιάζει. Εκείνη δεν μίλησε. Ήξερε ότι είχε δίκιο. Πάντα έτσι έκανε, έπαιρνε την πρώτη ύλη και την φανταζόταν στην τελική της μορφή. Χάνοντας την όλη διαδικασία, που την έφτανε εκεί. Ξαφνικά της ήρθε στο μυαλό ο Λάμπρος. Με αυτόν είχε δει τη διαδικασία και ως ένα βαθμό την έβλεπε ακόμη. Αλλά δεν τον ανέφερε.
Έκλεισε την πόρτα του αυτοκινήτου και ανέβηκε στο σπίτι της. Όταν μπήκε στο διαμέρισμα, τον βρήκε στον καναπέ, όπως πάντα. Προχώρησε για να πάει μέσα, αλλά την άρπαξε από το χέρι και την κάθισε στα γόνατα του. "Δεν έχω όρεξη. Άσε με." είπε κοφτά η Αλκμήνη και πήγε στο δωμάτιο. Έβαλε τις πυζάμες της, έκανε κάτι να φάει και έπεσε να ξαπλώσει.Κουλουριάστηκε στην κουβέρτα της, έσφιξε το μαξιλάρι και άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Ένιωθε τον πόνο, τον πόνο της απώλειας να πλημμυρίζει τις φλέβες της, το σώμα της, το είναι της.
Πετάχτηκε από το κρεβάτι και άναψε το φως. Πήρε τη φωτογραφία του από τη βιβλιοθήκη και κάθισε ανάμεσα στα μαξιλάρια. "Πρέπει να γυρίσεις εδώ μέσα. Η ιδέα σου, πρέπει να σταματήσει να με στοιχειώνει. Η Μυρτώ έχει δίκιο." είπε και αφού ηρέμησε την πήρε ο ύπνος.
Τον Λάμπρο δεν τον ξαναείδε από τότε. Μόνο κάποια μοναχικά βράδια, ένιωθε το χέρι του να της χαϊδεύει απαλά τα μαλλιά. Ήταν τα βράδια, που κοιμόταν με βαθιά ριζωμένη μέσα της την ιδέα, πως κοντά του είχε υπάρξει ασφαλής.
Τρίτη 2 Οκτωβρίου 2007
G αλα κρεμ
Δευτέρα 1 Οκτωβρίου 2007
Περιπλάνηση
Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2007
Χωρίς πολλά λόγια
Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2007
Λεωφορείο
Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2007
Πανσέληνος και;
Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου 2007
Μagic bus
Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2007
Για τον Ορέστη
Χρόνια περιπλανιόσουν μέσα στη νύχτα
άλλοτε άσκοπα
και άλλοτε παρέα με κείνο το σκοπό
λύτρωση νομίζω τ' όνομα του.
Άπλωνες το χέρι να πιαστείς
από ένα μικρό ίχνος αλήθειας,
όμως στις άκρες των δαχτύλων σου
έβρισκες μόνο στάχτη,
από την κάφτρα του τσιγάρου σου...
αυτή υπήρξε η μόνη αληθινή σου ερωμένη.
[Στον πραγματικό Ορέστη, που μου είχε πει να μην αφήσω το χαρτί.]