Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2009

Αρχή


Με θυμάμαι να κάθομαι στα παγωμένα σκαλιά της εισόδου, να κοιτάζω τα καυτά μου χέρια και να βυθίζω το πρόσωπό μου σε αυτά. Την όμορφη αίσθηση που ένιωσα, χωρίς να έχω συναίσθηση του τι είχε συμβεί. Έκλαψα πολύ. Κάποια στιγμή πήρα μια βαθιά ανάσα και αποφάσισα πως έπρεπε να μπω στο σπίτι και να αντικρίσω την αλήθεια. Ακόμα και αν μου ήταν παραπάνω από οδυνηρή.
Άνοιξα με τα κλειδιά μου, μα μπήκα διστακτικά σαν τον κλέφτη. Κάρφωσα το βλέμμα μου στον καναπέ. Μου ήρθαν εικόνες από τα ήσυχα βράδια που τα περνούσαμε αγκαλιασμένοι στον καναπέ. Πλησίασα στην αριστερή γωνία του. Εκεί κούρνιαζα συνήθως. Μέχρι που ερχόταν εκείνος. Με έχωνε στην αγκαλιά του και ένιωθα την ανάσα του καυτή. Μετά την ζεστή του γλώσσα να περιτρέχει το λαιμό μου και να κατεβαίνει αργά προς το στήθος. Τα χέρια του να περιεργάζονται τα δικά μου, μέχρι που έφτανε στο ύψος του αφαλού μου. Δεν είχε κουράγιο να πάει παρακάτω. Η έξαψή του άγγιζε πάντα σε εκείνο το σημείο τα όρια του. Μετατρεπόταν σε ζώο μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου. Μου έβγαζε τα ρούχα με μανία και με έπαιρνε εκεί στον καναπέ. Το πρόσωπό του ήταν χωμένο στο δικό μου και τον άκουγα να βαριανασαίνει στο αυτί μου. Μέχρι το τέλος, μέχρι τον τελευταίο και πιο βαθύ στεναγμό του.
Ξαφνικά η εικόνα θόλωσε. Με θυμήθηκα στην ίδια θέση, χωρίς εκείνον, χωρίς ένταση και χωρίς καμία ηδονή. Μόνο ένα παράπονο κάθε φορά που αργούσε και ένα πόνο για κάθε φορά που δεν ερχόταν. Και δεν ήταν ότι σταμάτησα να περιμένω. Που κουράστηκα να μην είναι εκείνος που ήταν, είναι που με ενοχλούσε.
Τον ήξερα περισσότερο από ότι νόμιζε για να μην καταλάβω την διαφορά. Δεν ήταν που ξαφνικά δούλευε πιο πολύ και έμενε μέχρι αργά στο γραφείο. Ήταν που είχε σταματήσει να με επιθυμεί. Εκεί κατάλαβα πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Δεν είχα όμως το σθένος να κάνω μια κουβέντα μαζί του. Δεν ξέρω και γω τι περίμενα τελικά. Ήταν δεδομένο πως αυτή η κατάσταση δεν θα τραβούσε για καιρό. Οι σκηνές ζηλοτυπίας από μεριάς μου είχαν γίνει καθημερινή ρουτίνα. Δεν θα άντεχε σε αυτή την πίεση για καιρό. Και δεν ήταν ότι ήθελα να τον ζορίσω, απλά δεν ήξερα πώς να το χειριστώ. Ένιωθα πως μου είχε κόψει όλες τις διεξόδους επικοινωνίας. Και έμεινα να περιμένω μία κίνηση από εκείνον για να ακολουθήσω.
Δεν άργησε να την κάνει. Είχε μέρες να φανεί από το σπίτι. Ήμουν σε κατάσταση αποσύνθεσης. Όχι πως φοβόμουν μην τον χάσω, αυτό μπορούσα να το προβλέψω. Που θα έφευγε χωρίς εξήγηση ήταν που δεν μπορούσα να διαχειριστώ, γεμίζοντας με αναπάντητα γιατί. Και είχα αρκετά πριν τον γνωρίσω. Μα μου είχε υποσχεθεί πως δεν θα προσθέσει άλλα. Και γω τον πίστεψα. Και τώρα είχα μείνει με μια κενή γωνία στον καναπέ και την σκιά του.
Δεν μπορώ να προσδιορίσω πόσες μέρες βρισκόμουν στην ίδια θέση σε άθλια κατάσταση στον καναπέ. Όταν άκουσα τα κλειδιά στην πόρτα νόμισα πως έχω παραισθήσεις. Μόνο όταν τον είδα μπροστά μου βεβαιώθηκα πως δεν τα είχα χάσει τελείως. Στεκόταν εκεί με το ατσαλάκωτο κοστούμι του και με κοίταζε. Το βλέμμα του είχε ένα ίχνος λύπησης αλλά δεν είχα κουράγιο να το αντιταχθώ. «πρέπει να μιλήσουμε» μου πέταξε κοφτά, πήγε στην κουζίνα, ετοίμασε ποτά και για τους δυο μας και επέστρεψε. Είχα έστω τον ελάχιστο να ανασκουμπωθώ για να τον αντιμετωπίσω.
«Έχω θέμα με τους γονείς μου.» στο άκουσμα αυτής της φράσης μπορούσα με άνεση να μαντέψω τη συνέχεια. Τον πίεζαν να παντρευτεί, να κάνει οικογένεια, παιδιά και να υπερασπισθεί το καλούπι που οι ίδιοι χρόνια προσπαθούσαν να του χτίσουν. Και φυσικά εγώ δεν ανταποκρινόμουν με τίποτα σε αυτό το στυλάκι. Εμένα δεν μπορούσε καν να με εμφανίσει στις οικογενειακές συγκεντρώσεις.
Δεν ήταν όμως αυτό που με πείραξε. Με ενόχλησε που στις δικές τους πιέσεις υπέκυψε στο δικό τους θέλω, ενώ σε ανάλογη δική μου πίεση είχε αρχίσει να τρέπεται να άτακτη φυγή. Ίσως τελικά να μην είχα επίδραση πάνω του. Προσπάθησα να δείξω πως το δέχτηκα αξιοπρεπώς, περιμένοντας να φύγει για να ξεσπάσω σε θρήνο. Μου στέρησε και αυτό το δικαίωμα. Μέσες άκρες μου πρότεινε να μείνουμε μαζί, αλλά να ακολουθήσει το τρυπάκι των γονιών του. Θα παντρευόταν, θα άνοιγε το ωραίο σπιτικό του και εγώ θα έπαιρνα το ρόλο του παράνομου έρωτα. Το παρουσίασε πολύ ωραία. Λες και δεν θα άλλαζε τίποτα, παρά μόνο το ότι δεν θα κοιμόμασταν μαζί κάθε μέρα. Δεν ξέρω ποιόν προσπαθούσε να κοροϊδέψει. Εμένα ή τον εαυτό του.
Δεν μπορούσα να δεχτώ κάτι τέτοιο κι ας ήξερα πως δεν μπορούσα να τον αποχωριστώ τόσο εύκολα. Έφυγε και έμεινα σε ένα έρημο σπίτι με την προοπτική του ότι θα βρισκόμαστε. Το σε ποια βάση είχε μείνει ασαφές και από τους δυο μας. Δεν τον ενόχλησα για αρκετό καιρό. Τον άφησα να με αναζητήσει εκείνος, με πολύ κλάμα διότι θεωρούσα δεδομένο πως δεν θα το έκανε. Διαψεύσθηκα. Το έκανε και αρχικά με γέμισε με μεγαλύτερη χαρά από όση μπορούσα να θυμηθώ όσον καιρό ήμασταν μαζί. Σύντομα όμως διαπίστωσα τις πραγματικές διαστάσεις των πράξεων του.
Η συζυγική ζωή είτε δεν του πήγαινε είτε δεν την ήθελε. Ερχόταν και αφού κάναμε έρωτα, με την ίδια ένταση και το ίδιο πάθος όπως πάντα, κούρνιαζε σαν γατί πλάι μου και έκλαιγε για το πόσο άσχημα περνάει. Ένιωσα ο απόλυτος κυρίαρχος. «Επιτέλους, κατάλαβε το λάθος του.» έλεγα στον εαυτό μου. Μα δεν ήταν έτσι. Με είχε βρει σαν μια διέξοδο στην δική του άσχημη κατάσταση και με χρησιμοποιούσε για πολλοστή φορά. Δυστυχώς δεν το κατάλαβα έγκαιρα. Μου πήρε καιρό να τραβήξω την κουρτίνα της αλήθειας. Μόνο όταν άρχισα να τον ρωτάω για το πώς είχε σκοπό να βγει από αυτήν την κατάσταση κατάλαβα πως δεν είχε καμία πρόθεση να το κάνει.
Το σκέφτηκα πολύ και καλά. Απλά περίμενα πότε θα ερχόταν από το σπίτι. Καθίσαμε και ήπιαμε το ποτάκι μας συζητώντας όπως κάναμε πάντα. «τι γίνεται με μας;» ρώτησα. «Τι εννοείς; Απλά περνάμε καλά. Όπως κάναμε πάντα.» μου απάντησε. «Και εκείνη; Θα είναι για πάντα ανάμεσά μας;» ανταπάντησα με νεύρο. «Δεν είναι ανάμεσα μας. Δεν ήταν ποτέ. άλλο εμείς.» μου είπε με ηρεμία ψυχρού εκτελεστή. Δεν χρειαζόμουν να ακούσω κάτι άλλο. Κατάλαβα τι εννοούσε, όπως και το τι θα γινόταν από δω και πέρα. Αλλά δεν είχα σκοπό να παίξω αυτό το ρολάκι.
Κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. «Τι έπαθες;» με ρώτησε. Δεν απάντησα. Άρχισα να τον φιλάω παθιασμένα. Τον ξάπλωσα στον καναπέ και συνέχισα να του προσφέρω μια ηδονή, που ήξερα πως την επιθυμούσε. Τον φιλούσα στο αυτί ενώ με το χέρι μου πίεζα το λαιμό του. Όταν ένιωσα ότι είχε ανάψει αρκετά σταμάτησα. Κράτησα το κεφάλι στα χέρια μου και έμεινα να τον κοιτάζω. Του έδινα έτσι τη δυνατότητα να πάρει τα ηνία. Πάντα του άρεσε άλλωστε. Μου έβγαλε τη μπλούζα και με πέταξε με δύναμη στην άλλη άκρη του καναπέ.
Λίγο πριν πέσει πάνω μου με δύναμη, του ζήτησα να πάμε στο δωμάτιο. Συμφώνησε σιωπηλά. Βρεθήκαμε στο διπλό κρεβάτι που για καιρό στέγαζε τον έρωτά μας. Αναζητήσαμε ο ένας τον άλλο χωρίς βιασύνη, προτάσσοντας μόνο την επιθυμία. Υπήρχε μόνο ένα πάθος συνδυασμένο με άγχος να προλάβουμε να κάνουμε όλα όσα θέλαμε. Εκείνος δεν ήξερα γιατί το είχε. Για τον εαυτό μου ήξερα πολύ καλά. Ανέβηκα πάνω του και άρχισα να τον φιλάω και να τον δαγκώνω με μανία. Τύλιξα τη ρώγα του στα δόντια μου και δεν σταμάτησα μέχρι να ματώσει. Ξαφνιάστηκε. Ποτέ δεν είχαμε ξεπεράσει τα όρια. Δεν αντέδρασε όμως. Ίσως είχε διαισθανθεί ότι αυτό ήταν το τελευταίο μας βράδυ μαζί.
Τότε έγινε πιο επιθετικός. Με ξάπλωσε ανάσκελα και μπήκε μέσα μου με βία. Ένιωθα το χέρι του να πιέζει την πλάτη μου. Μέχρι που άπλωσε και τα δυο του χέρια στην πλάτη μου και με πίεσε με δύναμη στο στρώμα καθώς τελείωνε. Μείναμε έτσι για ώρα. Εγώ όμως έπρεπε να κάνω αυτό που είχα εξαρχής στο μυαλό μου. Τον ξάπλωσα ανάσκελα και άρχισα να του φιλάω το λαιμό πηγαίνοντας προς τα κάτω. «δεν μπορώ άλλο.» μου είπε, αλλά εγώ δεν άκουγα. Ήξερα πως μπορούσα να τον καυλώσω ξανά.
Όταν ανταποκρίθηκε είχα περάσει σε άλλη διάσταση. Λικνιζόμουν επάνω στο κορμί του. Εκείνος ένιωθε την ηδονή αλλά δεν είχε τρόπο να αντιδράσει. Έγειρα τον κορμό μου στη δεξιά πλευρά του κρεβατιού. Άρπαξα το ψαλίδι που είχα κρύψει κάτω από το κρεβάτι και το κράτησα μπροστά του. Πριν προλάβει να ρωτήσει το οτιδήποτε άρχισα να το καρφώνω με μανία στο κορμί του. Στο στήθος του, στα πλευρά του και τελικά στην καρδιά του. Το αίμα άρχισα να χύνεται καυτό στα σεντόνια μου. Δεν μπορούσα να σταματήσω. Το κρατούσα κλειστό και συνέχισα να το μπήγω πάνω του. Είχε όμως ακόμη τις αισθήσεις του. «Χρήστο γιατί;» κατάφερε να ψελλίσει πριν λιποθυμήσει. «γιατί ποτέ δεν με υπερασπίστηκες ως επιλογή σου.» απάντησα κλαίγοντας.
Συνήλθα και μπήκα στο δωμάτιο με δάκρυα στα μάτια. Το μόνο που μου έμενε να κάνω ήταν να εξαφανίσω κάθε ίχνος όχι του ότι ήταν εδώ, αλλά του ότι υπήρξε.

10 σχόλια:

Hfaistiwnas είπε...

Ο παλιός καλό Ορεστης..
χαχαχαχα!
Αν σου πω ότι περίμενα μαχαίρι;


Καλημέρα!

Wrong Guy είπε...

"γιατί ποτέ δεν με υπερασπίστηκες ως επιλογή σου"



λάτρεψα!

papastrumf είπε...

πολύ ερωτική blogoφονία!
εγώ περίμενα πνιγμό, αλλά κακώς, στο αίμα εκτονώνεται η ένταση...

σκιά στον καναπέ...
το κακό με τις σκιές είναι όταν αντί να σέ ακολουθούν, τι κυνηγάς εσύ...

όλα καλά, το "χρήστος" τι τό ήθελες??? τόσα όνοματα υπάρχουν :P

σε φιλώ γλυκά!

και όποιος δεν υπερασπίζεται τις επιλογές του είναι άξιος της μοίρας του.

papastrumf είπε...

"αρχή"??

KitsosMitsos είπε...

Ίσως καλύτερο από κάθε άλλη φορά...
Καλημέρα

Ανώνυμος είπε...

Άξιζε η αναμονή...

Εκουήλ

orestis είπε...

Ηφαιστιωνάκο και γω μαχαίρι περίμενα αλλά δούλεψε ψαλίδι!!!!

@ Κούκλε μου δεν έχω λόγια!!!!!

orestis είπε...

@ Παπαστρουμφ το όνομα τυχαίο....εντελώς!!!!!!!!

@ Κίτσο αλήθεια;Γιατί αναρωτιόμουν επειδή είναι άλλλο το στυλ από το συνηθισμένο!!!!!

orestis είπε...

Ανώνυμε επώνυμε χαίρομαι που σου άρεσε!!!!!

nayia είπε...

ehi mia trupa to senario...les meksaplose anaskela k mpike mesa mou ktl ktl....mipos ennoeis mproumita? den vgeni allios....