Τρίτη 29 Μαΐου 2007

Αποχαιρετισμός

Μωρά μου είμαι φευγάτη
αύριο βράδυ θα' μαι Βαγδάτη.
Μωρά μου φεύγω το πρωί
έχω στα χέρια το χαρτί.
Μωρά μου θα περάσω φίνα
φιλάκια έχετε απο' την Κίνα.
Μωρά μου δεν θα σας ξεχάσω
απλά για λίγο θα το σκάσω.
Μώρα μου θα' ρθω πίσω τέζα
είναι στη μέση και η Τερέζα.
Εξάλλου πρέπει να γυρίσω
έχω μετά να σφουγγαρίσω.
[Αύριο φεύγω ταξίδι αναψυχής. Οπότε με ανεβασμένα κέφια το "τραγουδάω" στα "μωρά" μου (τους γονείς μου) που θα τους λείψω και στην Τερέζα μου (ο σκύλος μου) που κοιμάται στη βαλίτσα, γιατί νομίζει πως έτσι θα με εμποδίσει να φύγω.]

Δευτέρα 28 Μαΐου 2007

Κοιμισμένο σ' αγαπώ.

Σε ρώτησα αν μ' αγαπάς,

ανάμεσα σε μεθυσμένα χάδια

κάποια ξενυχτισμένα βράδια.

Δεν μου' πες ότι μ' αγαπάς,

είπες μόνο συγγνώμη

δεν νιώθω έτοιμος ακόμη.

Δεν ξαναρώτησα αν μ 'αγαπάς,

ήσουν σώμα γυμνό και κουρασμένο

όταν ψιθύρισες το σ' αγαπώ σου το κοιμισμένο.


Παρασκευή 25 Μαΐου 2007

Χωρισμός



Ήρθες πάνω στη στιγμή



που μαζί του είχα δεθεί.



Ήρθες και με διέλυσες



και μετά με εγκατέλειψες.



Με το τίποτα με άφησες



τη ζωή μου πάει τη χάλασες.



Ήρθες λες και ήσουν ο θεός



πόθος είπες- ο γνωστός.



Είχες φέρει και παρέα



που περνιόταν για ωραία



"μόνο εγώ και άλλη καμία



ας συστηθούμε- απιστία."



Για καιρό είμασταν τρεις



πιά δεν έμεινε κανείς.

Πέμπτη 24 Μαΐου 2007

Λάθος τύπος

" Έλα μανούλα. Τι κάνεις; Είσαι καλά; Εγώ πολύ καλά, η κατάρα έφυγε. Ο Φώτης μου έκανε πρόταση γάμου. Αχ, δεν είναι καλό το σήμα και σε χάνω. Θα έρθουμε την Κυριακή για φαγητό και για να κανονίσουμε τις λεπτομέρειες." ακούστηκε η χαρούμενη φωνή της Στέλλας. Η κυρία Πανωραία έκλεισε το τηλέφωνο, όχι όμως χαρούμενη, αλλά προβληματισμένη. Αυτό που τόσα χρόνια κρατούσε κρυφό από την κόρη της και της είχε δημιουργήσει την πεποίθηση ότι ευθύνεται για όλες τις προβληματικές της σχέσεις ήταν μάλλον στη φαντασία της. "Χμ, πολύ καλό για να είναι αληθινό." σκέφτηκε η πάντα απαισιόδοξη Πανωραία.
Η Στέλλα πίστευε ότι ήταν "καταραμένη" να μην μπορεί να βρει έναν άντρα να συνεννοηθεί και πάντα σκόνταφτε σε λάθους τύπους. Η ίδια το απέδιδε στο γεγονός ότι μεγάλωσε με την πατρική φιγούρα να υπάρχει μόνο μέσω αφηγήσεων. Αυτό την οδήγησε στην θεοποίηση του πατέρα της και άρα στην δύσκολη μάλλον εύρεση ανάλογου άντρα στον αληθινό κόσμο. Στη παιδική της φίλη, τη Μελίνα (από παιδιά μαζί οι μανάδες τους, από παιδιά και εκείνες), το έλεγε πάντα με παράπονο:"Θέλω κάποια στιγμή να πω ότι βρήκα κάποιον που είναι σαν τον μπαμπά μου." Αλλά αυτή τη δήλωση δεν την είχε κάνει ποτέ..
Μέχρι τη στιγμή που γνώρισε το Φώτη. Αμέτρητα τηλέφωνα και e-mail λάμβανε η Μελίνα, που εκθείαζαν τον ίδιο και το πόσο τέλειος είναι. Φαινομενικά η κατάρα είχε σπάσει. Ακόμα και το ενδεχόμενο να χωρίσουν είχε αποκλειστεί, συνοδευόμενο από μια κοτρώνα δαχτυλίδι και ένα δακρύβρεχτο ναι με αγκαλιές και φιλιά.Μέχρι και η Πανωραία, που φοβόταν ακόμα και την ώρα που πήγαινε την Στέλλα στην εκκλησία, ότι κάτι θα πάει στραβά, έμεινε άφωνη, όταν όλα κύλησαν ομαλά. Μετά βέβαια ήρθε η συζυγική ζωή με τη ρουτίνα, το άγχος και την τριβή.
Και την μετάλλαξη του Φώτη από κύριο Τέλειο σε κύριο Τέρας. Τι ακρίβως συνέβη η Στέλλα δεν αποκάλυψε ποτέ και σε κανένα. Το μόνο που είπε στη μάνα της ήταν ότι άλλο έδειξε στην αρχή και άλλο αποδείχθηκε μετά. Με την απορία πέθανε η έρημη η κυρία Πανωραία. Στην Μελίνα είπε ότι το πλέον ανακουφιστικό στην ιστορία ήταν "ότι ευτυχώς δεν ήταν σαν τον μπαμπά μου." ΄Το αποτέλεσμα όμως ήταν ότι έφυγε το δαχτυλίδι και μπήκε η υπογραφή. Τα μάζεψε και εκείνη και πήγε να μείνει με την μάνα της. Ούτε να ακούσει για άντρες και σχόλια του τύπου "η ζωή είναι μπροστά σου" και τα συναφή.
Μαράζωνε η Στέλλα, έλιωνε από δίπλα και η κυρία Πανωραία. Είχε και την καρδιά της. Δεν ήθελε και πολύ. Όταν κατάλαβε πως ο "Μεγάλος" δεν της αφήνει πολλά χρονικά περιθώρια, πήρε την απόφαση. Θα της τα έλεγε όλα. Τόσα χρόνια που ακολουθούσε κατά γράμμα τους ψυχολόγους τι κατάλαβε. Θα έκανε τώρα αυτό που πίστευε εκείνη. Ένα απόγευμα που δεν δούλευε η Στέλλα, της έκανε ελληνικό καφέ και της έιπε ότι θέλει να τα πούνε. ούτε προλόγους ούτε τίποτα. Κατευθείαν στο ψητό. "Κοίταξε να δεις Στέλλα. Δεν ήμουν συνηθισμένο παιδί, αλλά τρελό νιάτο. Έκανα παρέα με περίεργους τύπους, κάπνιζα χόρτο και γενικά ήμουν κάπως προχωρημένη.΄Δεν είσαι καρπός γάμου, αλλά μιας νύχτας μεθυσμένης, που ο gay κολλητός μου, αποφάσισε να πάει με γυναίκα. Εγώ επειδή τα είχα χρόνια με τη μαμά της Μελίνας και δεν είχα πολλές εμπειρίες με άντρες, σκέφτηκα τότε, γιατί όχι. Επιτυχημένη βραδιά. Σε 9 μήνες γέννησα εσένα και την αδερφή σου, τη Μελίνα. Ευτυχώς είσασταν "ψευδή" δίδυμα και έτσι πήρε το ένα η Λένα. Ήταν πιο εύκολο για την κοινωνία να είμαστε δυο χωρισμένες φίλες με παιδιά.Το ότι σου έλεγα άλλα τόσα χρόνια για μένα και τον πατέρα σου, ήταν αποτέλεσμα των ψυχολόγων, που μου είχαν συστήσει αυτή ως την καλύτερη λύση για να έχεις μια φυσιολογική ζωή."
"Καλά ρε μάνα. Η Μελίνα αδερφή μου και το λες τώρα; Γι' αυτό συνεχώς πέφτουμε σε λάθους τύπους και οι δύο. Τα γονίδια φταίνε όχι εμείς. Πάω να την πάρω τηλέφωνο. Και αύριο κλείνω εισιτήριο να πάω να τη δω. Μην ανησυχείς καλά τα πήρα αυτά που άκουσα. Το πολύ πολύ, αν βαρεθούμε να ψάχνουμε στο σωστό και αντ' αυτού να σκάμε στον λάθος τύπο, να τη βρούμε αλλιώς...μια μεθυσμένη νύχτα."
[Το παραπάνω κείμενο είναι εξαιρετικά αφιερωμένο στον wrong guy, που ήταν η πηγή της έμπνευσης μου.]

Τετάρτη 23 Μαΐου 2007

Ζωή

Η εικόνα σου είναι παντού

μα όταν σε ψάχνω

βρίσκω μόνο σκοτάδια.

Αμέτρητα όνειρα

σκορπισμένα σε χάδια

σε πακέτα άδεια.

Αδειανό μπουκάλι

γεμάτο κεφάλι.

Στη γνώριμη ζάλη

την ψάχνω και πάλι.

Αφετηρία η μεθυσμένη στιγμή

για ν' αρχίσει η ζωή.


[Το βρήκα καθώς έψαχνα τα συρτάρια μου. Δεν θυμάμαι καν πότε το έγραψα, αλλά μπορώ να μαντέψω το γιατί.]

Κοιτάζοντας


Η merawen με κάλεσε να γράψω τις σκέψεις που μου προκαλεί αυτή η φωτογραφία:

Σκέψη πρώτη- η μελαγχολική: Η εικόνα μιας βαλίτσας, που σηματοδοτεί το τέλος μιας εποχής και το ξεκίνημα μιας άλλης. Απογοήτευση από το παρελθόν, λύπη για το παρόν, αγωνία για το μέλλον. Δεν σε χωράει ο τόπος, δεν σε καλύπτουν οι φίλοι, ο/η γκόμενος/α, γενικά δεν....μαζεύεις λοιπόν τα μπογαλάκια σου και πας σε άλλη παραλία με τα κουβαδάκια σου. (με μουσική υπόκρουση" πάλης ξεκίνημα νέοι αγώνες")

Σκέψη δεύτερη- η αισιόδοξη: Λίγο που έρχεται το καλοκαιράκι, πολύ που μου αρέσουν τα ταξίδια, η βαλίτσα μου φέρνει στο μυαλό εικόνες διακοπών. Πολύ τρέλα, πολύ ποτό, πολύ...ξενύχτι. Βασικό στοιχείο το ότι η βαλίτσα είναι ανοιχτή, όπως οι περισσότεροι από εμάς όταν είναι χαλαρά σε διακοπούλες και όχι κλειστή, μέχρι να βρεις τη νέα ζωή για να μπορέσεις επιτέλους να την ανοίξεις. (μουσική υπόκρουση "καλοκαιρινές διακοπές για πάντα, καλοκαιρινές διακοπές με fanta")

Σκέψη τρίτη- η πραγματική: Επειδή σε 7 μέρες (και σήμερα) ΦΕΥΓΩ, σκέφτομαι πως θα γίνει να πάρω λίγα πράγματα, για να μην τιγκάρει η βαλίτσα, γιατί ποιός την κουβάλαει μετά. Άγχος, άγχος. (μουσική υπόκρουση "ετοιμάζω ταξίδι μοναχά για πάρτη μου")

[Τώρα πρέπει να πετάξω το μπαλάκι αλλού; Άν μπορώ να αλλάξω φωτογραφία πολύ ευχαρίστως. Οπότε θα επανέλθω.)

Κυριακή 20 Μαΐου 2007

Σαμμάνε τα κατάφερα

[Μετά τον Προυστ, ο Σαμμάνος ήθελε να πω και 5 τραγουδάκια με την μπάντα. Άργησα γιατί η μπάντα δεν τα έπαιζε καλά και χρειάστηκαν περισσότερες πρόβες από τις αναμενόμενες.]


Αλεξάνδρεια- Γιάννης Κότσιρας: Από τα ελάχιστα πράγματα που απαντώ χωρίς δεύτερη σκέψη, είναι ότι αυτό είναι το αγαπημένο μου τραγούδι. "Για σαλάμ θα πει τόσα χώρεσα, που το δαίμονα μου συγχώρεσα,για όλα του τα πάθη τα άγρια..." η απόλυτη ταύτιση. Αν δε το καταφέρω κάποια στιγμή θα είμαι ένας πολύ χαρούμενος -με αρκετά πάθη βέβαια- άνθρωπος.



Ο Γορίλας- Συνήθεις ύποπτοι: Τραγούδι σήμα κατατεθέν των φοιτητικών μου χρόνων (τσουρέκια τους τα είχα κάνει με αυτό το γορίλα, ήταν όμως μεγάλος έρωτας). "Ξαφνικά το μεγάλο κλουβί που έντρομη ζούσε η κακόμοιρη φύση απότομα ανοίγει, δεν ξέρω γιατί, ίσως να το' χαν άσχημα κλείσει. Προσοχή στο γορίλα." ταύτιση με το κλουβί, ταύτιση και με το γορίλα, με μια δόση ζήλιας που αυτός τελικά τα κατάφερε και βγήκε ενώ εγώ... Αν είναι καλή ή υγιής κάποια από τις δύο το έχω απόρια.



Ο ανθρωπάκος-Τάνια Τσανακλίσου: Το ακούω συνεχώς, το έχω ήχο κλήσης στο κινητό, αλλά...κανείς δεν το πιάνει το μήνυμα."Για δεν μ' αφήνετε ήσυχο, άστε με ήσυχο, όλοι, θέλω να ζήσω ελεύθερος δίχως ταυτότητα πια." Εδώ δεν μιλάμε για απλή ταύτιση, αλλά για the story of my life. Μονίμως στον κόσμο μου, μονίμως να με ξυπνάνε και να φωνάζω" Για δε μ' αφήνετε κτλ κτλ"



The temple of the king- Rainbow: Τα λόγια είναι περιττά. Μουσική, στίχοι απλά υπέροχοι. "There in the middle of the circle he stands. searching, seeking, with just one touch of his trembling hand, the answer will be found." ταύτιση ως φύση που ψάχνει τα πάντα, ρωτάει για τα πάντα, αλλά στην απάντηση μάλλον θα τα χαλάσουμε. Οπότε... " There in the middle of the people he stands, seeing, feeling, with just a wave of the strong right hand, hes gone, to the temple of the king." τουλάχιστον μας μένει το temple με ή χωρίς απαντήσεις.



Believe- Savatage: Τι να πρωτοπώ; Μου θυμίζει αγαπημένη φίλη, λατρεμένη πόλη και μου δημιουργεί ένα υπέροχο αίσθημα "μιζέριας" κάθε φορά που το ακούω. "And for all the roads you followed, and for all you did not find, and for all the things you had to live behind." ταύτιση για τις απαντήσεις που δεν έρχονται, για όλα όσα έρχονται χωρίς να τα θες και όσα θες αλλά τα αφήνεις -πίσω σου, μέσα σου, στο ντουλάπι.. "And for all the years you borrowed, and for all the tears you cried, and for all the fears you had to keep inside." ασχολίαστο. Κάποια πράγματα δεν λέγονται(στην δική μου περίπτωση τα περισσότερα) μένεις με το believe και μη ερεύνα.

Δανείζω την μπάντα στους: merawen, wrong guy καί fermat.

Παρασκευή 18 Μαΐου 2007

Γαμημένα ταρώ

Ήταν Παρασκευή και όπως πάντα πήγαινε να συναντήσει τις φίλες της για καφεδάκι και κουβεντούλα στο στέκι τους. Στην διαδρομή σκεφτόταν την αντίδραση τους όταν θα τους έλεγε τα νέα. "Ε ρε γέλια που θα κάνουμε. Μόνο να μην με πάρουν με τις ντομάτες." έλεγε μέσα της. Μπήκε στο καφέ και αναζήτησε τις άλλες. Αφού τις εντόπισε, αντάλλαξαν τα καθιερωμένα φιλιά ως ένδειξη χαράς και χαιρετισμού και κάθισε να απολαύσει τον καφέ της. Άρχισαν λοιπόν μία μία να λένε τα νέα της εβδομάδας που πέρασε. Η Ελίνα καθόταν σιωπηλή και φανερά προβληματισμένη.
"Τι έχεις εσύ αγάπη; Γιατί είσαι κατσούφα;" ρώτησε η Βίκυ. "Τίποτα μωρέ. Να...γιορτάζει ο Νίκος και προβληματίζομαι τι να του πάρω. Δεν είναι και το κλασικό είδος άντρα και έχω μπερδευτεί." προσπάθησε να κάνει μια όσο το δυνατό πιο κατατοπιστική εισαγωγή στο θέμα που την έκαιγε. "Ελά μωρέ. Υπερβολική όπως πάντα. Άντρας είναι. Υπάρχουν πολλές λύσεις. Αν θέλεις πάμε μαζί να σε βοηθήσω." είπε πάντα πρόθυμη η Κάλλια. Είχε έρθει η ώρα. Έπρεπε να το ξεστομίσει. "Βασικά ξέρω τι θέλει, αλλά να...δεν ξέρω πως θα ακουστεί.΄Ξέρετε ότι έχει διάφορα περίεργα ενδιαφέροντα έτσι; Ε, θέλει μια τράπουλα ταρω." και προσπαθώντας να μην του δώσουν πολλλή σημασία συνέχισε "Ιδέα δεν έχω που να την βρω. Αλήθεια δεν ήξερα ότι τόσο δύσκολο." φυσικά είχε αποτύχει." Ααα, δεν πάμε καλά μου φαίνεται. Έχει τρελαθεί ο κόσμος." φώναξε η Βίκυ. "Βρε γλυκιά μου, ανέχεσαι που ανέχεσαι τόσα; Αλλά τράπουλα ταρώ; Τι να πω;" σχεδόν απολογήθηκε η Κάλλια.
"Το ξέρω ρε κορίτσια. Είναι κάπως. Αλλά γενικά ασχολείται με τέτοια. Όλοι δεν έχουμε ασυνήθιστα γούστα μερικές φορές;" είπε και περίμενε μια καταφατική απάντηση, την οποία δεν πήρε ποτέ. Στο δρόμο για το σπίτι σκέφτηκε ότι τα κορίτσια είχαν δίκιο. Το πρόβλημα δεν ήταν η τράπουλα, αλλά το άτομο. Ήταν όμως χρόνια μαζί και καλά και είχε μάθει να υποχωρεί στις ιδιοτροπίες του. Το πάρτυ που του έκανε ήταν φοβερό. Όταν δε είδε την τράπουλα πέταξε από τη χαρά του ο Νίκος. "Μωρό μου τώρα θα ξέρουμε το μέλλον πριν να έρθει." της έλεγε όλο χαρά. Γέλασε εκείνη, γέλασαν και τα κορίτσια. Αλλά καταβάθος ήξεραν πως θα χανόταν για αρκετό καιρό για να ασχοληθεί με την τράπουλα ανενόχλητος.
Η μέρα της πήγαινε από το κακό στο χειρότερο. ΄Τον Νίκο είχε να τον δει μια βδομάδα, γιατί έριχνε τα ταρώ, η εταιρία που δούλευε ήταν στα πρόθυρα της χρεοκοπίας και η διάθεση της χάλια. Στον κουδούνισμα του κινητού αναγνώρισε τον ήχο που είχε βάλει στον Νίκο και χαμογέλασε. Το σήκωσε όλο χαρά πιστεύοντας πως επιτέλους θα βρισκόντουσαν. "Έλα μωρό μου. Τι κάνεις;" του είπε. "Βασικά Ελίνα μου θέλω να σου πω κάτι. Μέρες τώρα δηλαδή, αλλά δεν ήξερα τον τρόπο. Δεν μου αρέσει που το κάνω από το τηλέφωνο, αλλά δεν μπορώ να σε αντικρύσω. Βλέπεις τα ταρώ μου έδειξαν πως εμείς δεν μπορούμε να είμαστε μαζί, γιατί σύντομα θα γνωρίσω τον έρωτα της ζωής μου. Λυπάμαι πολύ, αλλά δεν γίνεται αλλιώς. Ελπίζω να μην με μισήσεις. Για τα πράγματα μου από το σπίτι σου θα στείλω τον Μπάμπη. Να προσέχεις τον εαυτό σου." Ούτε μα δεν πρόλαβε να ψελλίσει, απλά άκουσε το τουτ τουτ του τηλεφώνου όταν κλείνει.
"Γαμημένα ταρώ. Και σκέψου ότι εγώ τα πήρα." ούρλιαξε στη μέση του δρόμου. Λίγα μέτρα πιο κάτω ξέσπασε σε γέλια.
"Χαχα. Καλά μου το είχε πει η καφετζού ότι η σχέση μου δεν έχει μέλλον γιατί θα με αφήσει για κάποια που το όνομα της αρχίζει από Τ. Τράπουλα Ταρώ με ονοματεπώνυμο."

Τετάρτη 16 Μαΐου 2007

Η συνάντηση

"Όχι ρε γαμώτο. Έχει κόσμο, κάνει ζέστη και κάθεται και ο χοντρός δίπλα μου που θέλει δυο καθίσματα. Ευτυχώς μου έδωσε παράθυρο. Γαμώτο πως θα περάσει η ώρα;" για μια ακόμα φορά έκανε ανόητες σκέψεις και για πολλοστή βρισκόταν σε ένα τρένο. Η μόνη διαφορά πως αυτή τη φορά δεν είχε προγραμματίσει το ταξίδι και δεν είχε συγκεκριμένο προορισμό. "Αν η θεία πεθάνει μέσα στο επόμενο δίωρο θα κατέβω Χαλκηδόνα, αν ζήσει θα πάω Θεσσαλονίκη. Γαμώ τη θεια μου και δεν κάνει κιόλας να τη βρίζω ετοιμοθάνατη γυναίκα. Αλλά τώρα βρήκε; Και έχω και το σύμπαν να μου κουρελιάζει τα νεύρα." το μυαλό της γυρνούσε γύρω από ανόητες αλλά αρκετά προβληματικές σκέψεις. Με τη θεία της, την Ευτέρπη, δεν είχαν ποτέ καλές σχέσεις. Στην αρχή κρατούσε τα προσχήματα για χάρη της μάνας της, μετά από συνήθεια, την οποία έκοψε όταν έφυγε μακριά και από το χωριό και από τη θεία. "Γαμημένη επαρχία." είπε μέσα της. Αλλά τώρα έπρεπε να γυρίσει. Μπορεί να μην τα πήγαιναν καλά, αλλά ήταν η μόνη εν ζωή συγγενής της και ένιωθε ότι όφειλε να τη δει. Πάντα έβάζε πρέπει στη ζωή της. Όλη της η ζωή ήταν ένα πρέπει και ένα δεν πρέπει.
"Αν δεν κλάψω, οι άλλες οι κωλόγριες θα νομίζουν ότι πήγα γιατί θέλω μόνο την περιουσία της. Λες και δεν ζω μόνη μου 3 χρόνια τώρα στην Αθήνα. Και έχω και αυτή την περίεργη αίσθηση πάλι. Τι θα γίνει; Α ρε σύμπαν δεν μπορώ να διαβάσω τα σημάδια σου." Ήταν πεπεισμένη πως κάτι αλλόκοτο συνέβαινε τον τελευταίο καιρό. Ότι σκεφτόταν γινόταν και όποιον νοσταλγούσε τον έβλεπε. Την είχε απασχολήσει η ερώτηση "τι μήνυμα στέλνει το σύμπαν;" αλλά δεν είχε κατορθώσει να βγάλει άκρη. Στο μεγάφωνο ακούστηκε ότι έφταναν Τιθορέα και κοίταξε από το παράθυρο. "Που πάει όλος αυτός ο κόσμος ρε παιδί μου πρωί πρωί; Λες να μπει κανένα ενδιαφέρον τυπάκι;" η μόνη ευχάριστη σκέψη που έκανε. "Αλλά τι να το κάνεις; Πάντα ήμουν άτυχη και τέτοια θα παραμείνω. Να χορεύω στις στάχτες μου και να κοιμάμαι με τις αναμνήσεις." η σκέψη της όμως αποσπάστηκε. Ένα έντονο κίτρινο μπλουζάκι τράβηξε την προσοχή της και κοίταξε στην πόρτα του βαγονιού. Τα βλέμματα τους συναντήθηκαν , αλλά το δικό της υποχώρησε πρώτο και το έστρεψε πάλι στο παράθυρο. "Αυτός είναι. Με αναγνώρισε. Και σε σκεφτόμουν ρε Γιάννη αυτές τις μέρες. Α ρε σύμπαν μεγαλούργησες και σήμερα. Τι να κάνω; Να του μιλήσω; Όχι να έρθει εκείνος." όταν κοίταξε πάλι είχε φύγει. Η Έρση όμως έμεινε να χαζεύει την πόρτα. Σύντομα κατάλαβε πως δεν είχε θέση ο Γιάννης και καθόταν στον διάδρομο. Ξαφνικά έπεσε σκοτάδι. Περνούσαν από σήραγγα και δεν λειτούργουσαν τα φώτα του τρένου. Μόνο η φωσφοριζέ επιγραφη WC έδινε έναν υποτυπώδη υπαινιγμό φωτισμού.
"Σύμπαν νομίζω ότι σήμερα το κατάλαβα το μήνυμα σου. Τώρα ξέρω." γέλασε και σηκώθηκε από τη θέση της. Ενόχλησε τον χοντρό κυριούλη που καθόταν δίπλα της, αλλά δεν μπορούσε να περάσει αν δεν σηκωνόταν εκείνος. Στάθηκε στο διάδρομο απέναντι του. Ήταν σε απόσταση αναπνοής αλλά κανείς δεν έβγαλε λέξη. Στο επόμενο τούνελ, το μεγάλο, μέσα στο σκοτάδι τον φιλήσε. Την είχε χαλαρώσει αυτή η συσκότιση. Η έλλειψη φωτός της είχε δώσει ώθηση έκφρασης. Μπορούσε να κινηθεί χωρίς να την νοιάζουν τα ενοχλητικά βλέμματα των γύρω της. Έμειναν αγκαλιασμένοι να φιλιούνται όση ώρα το τρένο διέσχιζε το τούνελ. Στο πρώτο σημάδι φωτός τραβήχτηκε. Παρέμειναν σε απόσταση αναπνοής, αμίλητοι με τα μάτια τους να έχουν τον πιο έντονο διάλογο.
-" Ήταν λάθος που σε άφησα τότε να φύγεις."
-"Ήταν λάθος που εξαφανίστηκες χωρίς μία λέξη."
-"Τι να σου έλεγα; Δεν θα γυρνούσες."
-"Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Το ήξερες άλλωστε ότι έφευγα."
-"Ήταν λάθος που δεν σου είπα τίποτα. Τα κράτησα όλα για μένα."
-" Και γω δεν σου είπα τίποτα. Αλλά και να λέγαμε τι θα γινόταν;"
-"Θα μπορούσαμε να βρούμε μια λύση. Κάποιο τρόπο να βρισκόμαστε."
"Ή να βρούμε προβλήματα. Κάποιο τρόπο να χανόμαστε."
-"Δεν μπορώ να σε αφήσω να φύγεις πάλι. Χωρίς να σου πω κάτι."
-"Δεν μας πάνε τα λόγια. Δεν το έχεις καταλάβει;"
Πήγε και κάθησε στη θέση της. Το σοκ από τη συνάντηση τους ήταν μεγάλο αλλά το κουδούνισμα του κινητού της δεν της επέτρεψε να το σκέφτει. "Ναι; Κατάλαβα. Θα κατέβω στο χωριό. Τα της κηδείας θα το κανονίσω όταν έρθω. Α, τα φροντίσατε. Ευχαριστώ κυρία Λέλα τα λέμε από κοντά." έκλεισε το τηλέφωνο και συνέχισε το ταξίδι της. Αναρωτιόταν που πήγαινε ο Γιάννης, αλλά ήταν σχεδόν σίγουρη ότι επέστρεφε Θεσσαλονική μετά από κάποια δουλειά στην Τιθορέα.
Έκλαψε στην κηδεία της θείας πολύ και όλοι παραξενεύτηκαν. Ήξεραν ότι δεν ήταν δεμένες από αγάπη, αλλά από ανάγκη. Δεν ήξεραν όμως ότι δεν έκλαιγε για το χαμό της Ευτέρπης, αλλά για το χαμό του Γιάννη από τη ζωής της. Έμεινε τελευταία πάνω από την ταφόπλακα να την κοιτάζει. Σκεφτόταν ότι γύρισε σε γνώριμες καταστάσεις, να θρηνεί για το γεγονός πως κάποιος αγαπημένος της έφευγε από τη ζωή, από τη ζωή της. Όλη της η ζωή ένα πρέπει και ένα δεν πρέπει εμπλουτισμένο με κλάματα κάθε φορά που κάποιος έφευγε. Και εκείνη έμενε πίσω, μόνη να θρηνεί για όσους έφυγαν και όσα πρέπει δεν την άφησαν να τους κρατήσει.
Ανάμεσα στα δάκρυα της που έπεφταν πάνω στο μάρμαρο είδε ένα χέρι να αφήνει ένα κόκκινο γαρύφαλλο. Γύρισε και τον είδε. Χαμογέλασε γιατί πίστεψε πως το ονειρευόταν. Όταν την ακούμπησε στον ώμο κατάλαβε ότι ήταν πράγματι εκεί. Έμεινε να τον κοιτάζει δίχως να πει λέξη. Ούτε εκείνος είπε. Για μια ακόμη φορά άφησαν τα βλέμματα τους να μιλήσουν.
-"Πως βρέθηκες εδώ; Γιατί;"
-"Ήρθα να σου πω αυτά που δεν είπα."
-"Σσσ, μην λες τίποτα. Θα φύγω πάλι."
-"Δεν μπορώ να κάνω το ίδιο λάθος ξανά."
-"Είναι μάταιο. Δεν το βλέπεις; Φεύγω."
-" Δεν μπορώ να σε αφήσω να φύγεις."
-"Δεν μπορώ να μείνω."
-"Ούτε εγώ χωρίς εσένα."
Μετά από αρκετά λεπτά γύρισε η Έρση να φύγει. Τα λόγια δεν τους πήγαιναν και το ήξερε, αλλά απορούσε τι έκανε εκεί. Καθώς περπατούσε στα χαλίκια ένιωσε ένα χέρι να πιάνει το δικό της. Είδε δίπλα της το Γιάννη. Έσκυψε τη φίλησε στο μάγουλο και της ψιθύρισε : "Σε βρήκα αγάπη μου. Έχουμε πολλά να πούμε. Τα υπόλοιπα θα τα βρούμε στην πορεία. Μαζί."

Κυριακή 13 Μαΐου 2007

Χτίζοντας

Μου λες να πάμε για καφέ

μα η φωνή μου λέει άστο μωρέ.

Μου λες να πάμε σινεμά

μα πάντα λέω, άλλη φορά.

Μου λες να βγούμε να τα πιούμε

μα εγώ φοβάμαι, τι θα πούμε.

Χτίζοντας τα όνειρα μου

σε έχω προσλάβει μοναξιά μου.

Είσαι εργολάβος περιωπής

να η μαγεία της στιγμής.

Είμαστε χτισμένες σε ένα τοίχο

λευκό το χρώμα σ'αυτό το μύθο.



Ο φίλος μου ο fermat έγραψε μια πολύ καλή απάντηση στο υπάρχον ποιήμα, οπότε σκέφτηκα ότι θα έπρεπε να τη δημοσιεύσω. Κρίμα τόσο ταλέντο να πάει χαμένο στα σχόλια.

Θα γκεμίσω εγώ τα τείχη

να σε βγάλω από τη ληθη

Δικηγόροι κι εργολάβοι

μάγκες, φουσκωτοί και μπράβοι

αν έρθουνε και μου την πούνε

τον μπελά τους θα τον βρούνε!

Σήκω, πάμε σινεμά

Δεν ακούω μη και μα...

Α, και πες στη μοναξιά

να φορέσει τα καλά

γιατί μετά απ'τό "ΠΛΑΤΕΙΑ"

θα της κάνουμε κηδεία.

Παρασκευή 11 Μαΐου 2007

Από τη Βραζιλία με αγάπη

"Όλα τα ζευγάρια περνάνε κρίση οπότε δεν με ανησυχεί πολύ. Αυτό που με προβληματίζει...Ακούω κλειδιά. Αννούλα μου τα λέμε μετά. Σας περιμένω το βραδάκι όπως πάντα." έκλεισε το τηλέφωνο βιαστικά, αλλά δεν άντεχε την σκέψη να την πει ο Μάνος κουτσομπόλα. Έκτος του ότι δεν ίσχυε, η Ράνια ήταν τόσο ευερέθιστη που θα πυροδοτούσε καυγά μεταξύ τους. "Ράνια, γύρισα. Που είσαι;" ακούστηκε η φωνή του Μάνου. "Εδώ στο γραφείο."
Όπως πάντα έφτιαξε 2 ποτάκια και κάθισαν να τα πουν μέχρι να έρθει η Άννα με τον Τάκη για φαγητό. Κάθε Παρασκευή είτε έρχονταν εκείνοι είτε πήγαιναν αυτοί σπίτι τους. Ήταν μια συνήθεια που είχαν αποκτήσει από τα φοιτητικά τους χρόνια. Παλιότερα συζητούσαν με τις ώρες οι δυο τους. Έίχαν "δέσει" από την πρώτη στιγμή της γνωριμίας τους. Μοιραζόνταν τα ίδια όνειρα, είχαν τα ίδια γούστα. Έμοιαζαν λες και ήταν γεννημένοι ο ένας για τον άλλο. Όλοι πίστευαν πως θα κατέληγαν μαζί, παντρεμένοι και ευτυχισμένοι. Και είχαν μαντέψει σωστά, εκτός βέβαια από το ευτυχισμένοι, μου έμοιαζε πλέον ξεθωριασμένο χρώμα στον καμβά της ζωής τους. Έτσι το περιέγραφε τουλάχιστον η Ράνια στην καλύτερη της φίλη, την Άννα. Η ίδια το είχε σκεφτεί αρκετά, για τον Μάνο δεν ήξερε. Απέφευγαν συστηματικά να το κουβεντιάζουν. Εκείνη το απέδιδε στην μεταμόρφωση του Μάνου σε γιάπη, ενώ η ίδια είχε παραμείνει πιστή ιδεολόγος. Ταίριαζε και στο "επάγγελμα" της, ζωγράφος και μάλιστα ταλαντούχα. Ο δε Μάνος το είχε γυρίσει στη γραφιστική και δούλευε σε διαφημιστική εταιρία. ΄
Ευτυχώς δεν τσακώθηκαν μέχρι να έρθουν τα παιδιά και η υπόλοιπη νύχτα κύλησε αναίμακτα. Μετά το φαγητό, το καθιερωμένο ουισκάκι τους και οι άντρες στο γραφείο για πούρο. Έτσι τα έλεγαν και εκείνες πιο άνετα. "Λοιπόν; Τώρα που μπορείς ολοκλήρωσε τον προβληματισμό σου." ξεκίνησε η Άννα την κουβέντα. "Αχ Άννα μου. Δεν είναι ένας απλός προβληματισμός. Μάλλον μια βεβαιότητα. Το ξέρω καιρό, αλλά πίστευα πως αν δεν μιλήσω γι'αυτο, δεν θα υπάρχει. Πόσο αφελής είμαι τελικά. Στην αρχή ήταν μόνο ένα συναίσθημα. Ένιωθα πως ο Μάνος δεν με υπολογίζει στη ζωή του. Ότι δεν ήμουν πια κομμάτι της, αλλά ένα διάλειμμα από αυτήν. Με τον καιρό έπαψε να είναι απλά ένα συναίσθημα και έγινε βεβαιότητα.Όχι μόνο δεν ήμουν κομμάτι της ζωής του, αλλά ανάκαλυψα πως είχε και μια άλλη ζωή. Δούλευε πολύ και με έβλεπε ακόμα λιγότερο. Μετά ήρθαν τα ταξίδια και τα περίεργα "επαγγελματικά" τηλεφωνήματα μέσα στη νύχτα. Δεν θέλει και πολύ μυαλό έτσι δεν είναι;" μονολόγησε η Ράνια. "Καλα είσαι σίγουρη; Θέλω να πω ότι ο Μάνος δεν είναι ο τύπος του άντρα που θα σε απατούσε. Είσαι σίγουρη;" ρωτούσε έκπληκτη η Άννα. "Ναι, μην με ρωτήσεις, αλλά ναι . Και πίστεψε με του έδωσα πολλές ευκαιρίες ή για να μου το πει ή για να αλλάξει κάτι. Αλλά ο κύριος έχει βολευτεί. Ξέρω τι σκέφτεσαι τώρα. Τι θα κάνω ε; Θα φύγω για κανά μήνα περίπου. Με περιμένει η Αγάθη στην Αγγλία. Και καλά για ένα σεμινάριο τεχνικής για το χρώμα. Όταν με το καλό γυρίσω βλέπουμε. Πιθανόν μια συζήτηση εφ' όλης της ύλης και μετά βλέπουμε." απάντησε εκείνη.
Όταν έμειναν μόνοι τους, του ανακοίνωσε ότι έφευγε. Περισσότερο ανακουφισμένος έδειξε παρά λυπημένος που θα έλειπε για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα. Της είπε μόνο ότι πίστευε πως λίγος καιρός χώρια θα τους έκανε καλό, θα ανανέωνε τη σχέση τους. "Ναι καλά. Εγώ αλλιώς τα έχω σκεφτεί μωρό μου." σκεφτόταν η Ράνια όταν της το έλεγε. Η μέρα της αναχώρησης της έφτασε. Την πήγε μέχρι το αερόδρομιο, ευγενικός πάντα και για να βεβαιωθεί ότι θα φύγει.
Η Άννα κοίταξε το ρολόι της. "Πρέπει να κοντεύει να φτάσει. Πόσο μου έλειψε η φιλενάδα μου. Προλαβαίνω να πεταχτώ να της πάρω κάτι και να γυρίσω, σε περίπτωση που τηλεφωνήσει. Κατεβαίνοντας στην είσοδο κοίταξε το γραμματοκιβώτιο. Τίποτα για την ίδια, μόνο φυλλάδια για delivery και μια card-postal. Ζήλευε όταν έβλεπε κάρτες, γιατί της άρεσαν αλλά ποτέ καμία δεν ήταν για εκείνη. "Βραζιλία ε; Ποιός τυχερός πήγε και σε ποιον την στέλνει; Δεν είναι κακό να δω." σκέφτηκε και πήρε να την διαβάσει. Στήλη άλατος έμεινε. Η κάρτα ήταν για εκείνη και ήταν από την Ράνια. "Καλά τι κάνει εκεί;" είπε μέσα της και έσπευσε να διαβάσει το περιεχόμενο. " Αγαπημένη μου Άννα. Είσαι η πρώτη που μαθαίνει τα νέα μου. Θα σου στείλω και γράμμα με τις λεπτομέρειες. Στο αεροπλάνο για το Λονδίνο γνώρισα τον Τζόε και ερωτευτήκαμε παράφορα. Το ταξίδι στην Βραζιλία το είχα προγραμματίσει, στην Αγγλία θα έμενα μόνο μία εβδομάδα. Ο Τζόε απλά αποφάσισε να με ακολουθήσει. Είμαστε καλά και σύντομα θα έρθουμε Ελλάδα. Το αν θα μείνουμε ή όχι θα φανεί στην πορεία. Ααα, ο Τζόε είναι γλύπτης και θα ανοίξουμε μαζί το ατελιέ που λέγαμε με τον Μάνο και δεν κάναμε ποτέ. Σε φιλώ Ράνια." γέλασε η Άννα, αλλά πιο πολύ με το υστερόγραφο, που έλεγε να πάρει τηλέφωνο τον Μάνο να δει αν είναι καλά,γιατί είχε λάβει μια παρόμοια κάρτα.
Όντως ο Μάνος είχε λάβει το ίδιο πρωί μια κάρτα που έγραφε: "Μάνο. Σε περίπτωση που δεν το κατάλαβες σε άφησα, σε άφησα για να φύγω με τον Τζόε. ΄Στην Αγγλία θα πήγαινα μόνο μία εβδομάδα για να δω την Αγάθη και να συναντήσω τον Τζόε για να φύγουμε μαζί. Θα ανοίξουμε ατελιέ, το κάποτε δικό μας ατελιέ αν θυμάσαι. Ελπίζω όλα να σου πάνε καλά. Από την Βραζιλία με αγάπη Ράνια."
Το γεγονός ότι η συνάντηση με τον Τζόε ήταν τυχαία δεν το ανέφερε φυσικά στον Μάνο. Έτσι θα πονούσε περισσότερο.

Τετάρτη 9 Μαΐου 2007

Ο χορός

"Κορίτσια εγώ πάω πάνω. Πρέπει να αρχίσω να ετοιμάζομαι δεν θα προλάβω." είπε η Έλη αφήνοντας τον κήπο και την λιακάδα για να μπει στο κτίριο. Τον απολάμβανε τον πρωινό καφέ με τις φιλενάδες της στον κήπο, ήταν άλλωστε μια συνήθεια ετών, αλλά σήμερα ήταν μια ξεχωριστή μέρα. Ήταν ο χορός και έπρεπε να ετοιμαστεί από νωρίς. Τον περίμενε με ανυπομονησία κάθε χρόνο. Θα έφτιαχνε τα μαλλιά της κότσο, που πίστευε ότι της πάνε πολύ, θα βαφόταν όπως έκανε όταν ήταν νέα (γιατί μπορεί να ένιωθε νέα, αλλά ο χρόνος είχε αφήσει έκδηλα τα σημάδια του στο πρόσωπο της) και το σημαντίκοτερο θα έβαζε το αγαπημένο της φόρεμα. Στην πραγματικότητα δεν ήταν φόρεμα, αλλά το νυφικό της. Της άρεσε τόσο πολύ που το είχε τροποποιήσει για να μπορεί να το φοράει στο χορό. "Πρέπει να βιαστώ." σκέφτηκε καθώς ανέβαινε τη σκάλα για το δωμάτιο της.
"Μα καλά κάθε χρόνο τα ίδια. Δεν βαρέθηκε αναρωτιέμαι; Κάθε φορά η ίδια ιστορία. Και άντε, πες το να ντύνεται από τόσο νωρίς να το δεχτώ. Το ότι φοράει τα ίδια ρούχα κάθε χρόνο;" η Κατερίνα ξέσπασε σε παραλήρημα.
" Δεν έχεις προσέξει πόσο όμορφη και λαμπερή είναι όταν την τυλίγει αυτό το λευκό κομμάτι υφάσματος; Λες και έχει κλέψει τη λάμψη από το χρώμα του. Δεν φοράει ένα απλό φόρεμα, αλλά όλες τις αναμνήσεις και τα συναίσθηματα που τη συνδέουν μαζί του." αναστέναξε η Φλώρα.
"Τι να πεις και συ; Αθεράπευτα ρομαντική δεν είσαι; Εγώ πάντως..." δεν πρόλαβε η Κατερίνα να ολοκληρώσει τη φράση της (ευτυχώς δηλαδή γιατί πάντα χολή έσταζε) καθώς είδε τη νεανική φιγούρα της Μάνιας να ξεπροβάλει.
"Κυρίες μου. Τέλος η κουβεντούλα. Ώρα γιανα πάμε μέσα για τα φαρμακάκια σας." πάντα καλοσυνάτη η Μάνια και αν και καινούρια είχε εναρμονιστεί πλήρως με το περιβάλλον.
"Τι καλή η εγγονή σου." είπε η Φλώρα καθώς έμπαιναν μέσα.
"Το' χετε χάσει όλες με αυτό το χορό μου φαίνεται." η Κατερίνα όπως πάντα ήθελε να πει την τελευταία κουβέντα.
Η Κορίνα περίμενε αρκετή ώρα την Έλη στο δωμάτιος της. Είχε άφθονο χρόνο να περιεργαστεί το χώρο. Της φαινόταν περίεργο που ήταν εκεί και την περίμενε. "Της θα της πω και πώς; Δεν με ξέρει καν. Από που να ξεκινήσω;" πολλές σκέψεις στροβιλίζονταν στο κεφάλι της, οπότε προτίμησε να χαζέψει το δωμάτιο για να ξεχαστεί. Ο χώρος έμοιαζε πλημμυρισμένος από ρομαντισμό και αγάπη. Παντού λουλουδάκια, οι αποχρώσεις του ροζ και του κόκκινου στις κουρτίνες, στα καλύμματα, χαριτώμενα φωτιστικά, λούτρινα ζωάκια και φωτογραφίες δικές του. Απίστευτο πόσες φωτογραφίες του Παύλου υπήρχαν στο δωμάτιο. "Ωραίος ο πατέρας στα νιάτα του τελικά." σκέφτηκε φωναχτά η Κορίνα.
" Θέλετε κάτι;" η φωνή της Έλης διέκοψε τη σκέψη της.
" Γεια σας. Είμαι...(η στιγμή που φοβόταν είχε έρθει) μια γνωστή του Παύλου. Του Παύλου Αποστόλου αν θυμάστε." ΄
"Να'σαι καλά κορίτσι μου. Με έκανες και γέλασα. Άκου εκεί αν θυμάστε. Λες να μην θυμάμαι τον άντρα μου; Και τον θυμάμαι και τον βλέπω. Κοίτα, όχι κοίτα πόσες φωτογραφίες του έχω γύρω μου. Δεν είναι όμορφος; Όμως πες μου λίγο γρήγορα τι θέλεις γιατί έχουμε χορό σήμερα και πρέπει να ετοιμαστώ. Αλήθεια; Γνωστή είπες; Από που; Πως σε λένε; Δεν μου έχει πει ποτέ για σένα." μονολόγησε για λίγο η Έλη και μετά άρχισε να ψάχνει την ντουλάπα της.
Η Κορίνα δίστασε στην αρχή, αλλά ήταν πεπεισμένη ότι έπρεπε να της πει για ποιο λόγο ήταν εκεί. Πήρε μια βαθιά ανάσα και πάνω που ήταν έτοιμη να μιλήσει είδε το νυφικό να βγαίνει από την ντουλάπα. Χλώμιασε."Αυτό θα βάλετε;" ρώτησε με τρεμάμενη φωνή.
"Ναι. Μην γελιέσαι όμως. Δεν είναι φόρεμα. Είναι το νυφικό μου. Από τότε που "έφυγε" ο Παύλος το φοράω σαν φόρεμα. Είναι ένας τρόπος να τον νιώθω κοντά μου. Αυτόν και όλα όσα ζήσαμε μαζί. Λοιπόν; Σου αρέσει;" δεν είχε δει τα δάκρυα που κυλούσαν στο πρόσωπο της Κορίνας.
"Είναι πολύ όμορφο κυρία Έλη. Να σας βοηθήσω με τα μαλλιά και το βάψιμο; Θα μου έδινε μεγάλη χαρά." η απόφαση της Κορίνας ήταν γεγονός. Θα τη βοηθούσε να ετοιμαστεί και θα έφευγε, χωρίς να της πει τίποτα.
Καθώς βοηθούσε την Έλη να ετοιμαστεί τα μάτια της βούρκωναν και ένιωθε να βράζει από οργή."Πώς γίνεται; Πώς γίνεται να τον αγαπάει ακόμα; Αυτός την εγκατέλειψε την παραμονή του γάμου τους για την μητέρα μου, για τα λεφτά της μητέρας μου και είναι υπεύθυνος που βρίσκεται εδώ μέσα. Της κατέστρεψε τη ζωή και αυτή τον έχει σαν θεό. Είχε δίκιο η διευθύντρια τελικά." σκεφτόταν η Κορίνα καθώς έβαζε την τελευταία φουρκέτα στον κότσο της Έλης.
"Είστε έτοιμη. Και πολύ όμορφη. Θα κάψετε καρδιές σήμερα." είπε και της ΄χαρισε ένα χαμόγελο.
" Ευχαριστώ κορίτσι μου. Εγώ όμως μόνο μια καρδιά ήθελα και θέλω. Του Παύλου μου. Με συγχωρείς τώρα πρέπει να πάω στα κορίτσια. Χάρηκα πολύ που σε γνώρισα." και έφυγε από το δωμάτιο.
Η Κορίνα βγήκε στο διάδρομο και ξέσπασε σε κλάματα. Όταν συνήλθε πήγε να βρει την διευθύντρια.
" Κυρία Γεωργιάδου είχατε δίκιο. Ήταν μάταιο που ήρθα. Δεν μπόρεσα να της πω για το θάνατο του πατέρα. Ζει στην δική της πραγματικότητα και το μόνο που θα κατάφερνα, αν το κατάφερνα δηλαδή, θα ήταν να την ταράξω. Άλλωστε και η ίδια ζει με την εντύπωση ότι είναι νεκρός. Τώρα αν πέθανε τότε για εκείνη ή τώρα τη διαφορά έχει; Σας ευχαριστώ πάντως για το χρόνο σας."
" Δεσποινίς Αποστόλου γι' αυτό σας είχα προειδοποιήσει. Δεν έχει καμία επαφή με την πραγματικότητα. Το μυαλό της έχει μείνει κολλημένο εκεί. Την εποχή που ήταν αρραβωνιασμένη με τον πατέρα σας. Λυπάμαι που μπήκατε σε τόσο κόπο χωρίς λόγο." της απάντησε η διευθύντρια.
" Κάτι τελευταίο. Μια ερώτηση. Είναι τουλάχιστον ευτυχισμένη εδώ;" ρώτησε η Κορίνα που είχε συμπαθήσει την Έλη πολύ και την λυπήθηκε ακόμα περισσότερο.
" Είναι αρκετά ευτυχής εδώ. Ειδικά όταν έχουμε τον χορό. Λάμπει με το λευκό της φόρεμα. Πάντα κλέβει την παράσταση." απάντησε η διευθύντρια.
Βγαίνοντας η Κορίνα από το ίδρυμα σκέφτηκε ότι ήταν καλύτερα έτσι. Μπορεί η Έλη να ζει στον κόσμο της αλλά τουλάχιστον δεν θυμάται πόσο κάθαρμα ήταν ο πατέρας της. " Άντε να ζήσουμε να τον θυμόμαστε όπως η Έλη." ειρωνέυτηκε τον εαυτό της.

Δευτέρα 7 Μαΐου 2007

Οι 29 πληγές του Σαμμάνου

Σαμμάνος με προσκάλεσε να απαντήσω στο ερωτηματόλογιο του Προυστ. Αν και δεν τα πάω καλά με τις απαντήσεις, είπα να το προσπαθήσω. Το αποτέλεσμα θα φανεί στην νεκροψία.]


1) Η απόλυτη ευτυχία για σας είναι;
Ένα σαββατοκύριακο χωρίς τις Ερινύες.


2) Τι σας κάνει να σηκώνεστε το πρωί;
Τίποτα και απορώ γιατί σηκώνομαι.


3)Η τελευταία φορά που ξεσπάσατε σε γέλια;
Χθες το μεσημέρι.


4) Το βασικό γνώρισμα του χαρακτήρα σας;
Το χιούμορ και ότι πάντα λέω το λάθος πράγμα τη λάθος στιγμή.


5) Το βασικό ελάττωμα σας;
Είναι πολλά και δεν θα ήθελα να αδικήσω κάποιο.


6) Σε ποιά λάθη δείχνετε την μεγαλύτερη επιείκια;
Στων άλλων


7) Με ποιά ιστορική προσωπικότητα ταυτίζεστε περισσότερο;
Με το Ναπολέοντα. Βιώνω κάθε μέρα το δικό μου Βατερλώ.


8) Ποιοί είναι οι ήρωες σας σήμερα;
Όλοι όσοι παλεύουν για να υπάρχουν.


9) Το αγαπημένο σας ταξίδι;
Στη Χώρα του Ποτέ. Αν είναι και ο Πίτερ Παν εκεί και ρίξει κανένα καυγά με τον Κάπταιν Χουκ ακόμα καλύτερα.


10) Οι αγαπημένοι σας συγγραφείς;
Ζίσκιντ, Μπαλζάκ, Λόουρι, Μάρκες- είναι και άλλοι ρε γμτ αλλά αν αρχίσω δεν θα τελειώσω ποτέ.


11) Ποιά αρετή προτιμάτε σε έναν άντρα;
Έχει βγει μοντέλο άντρα με αρετές; Λυπάμαι δεν είμαι ενημερωμένη.


12) ...και σε μια γυναίκα;
Να βλέπει ποδόσφαιρο.


13) Ο αγαπημένος συνθέτης;
Μότσαρτ, Χατζηδάκης, Μικρούτσικος, ενδεικτικά πάντα γιατί υπάρχουν και άλλοι πολλοί μην λέμε τα ίδια.


14) Το τραγούδι που σφυρίζετε κάνοντας μπάνιο;
Το "Βασιλιά" του Μανώλη Φάμελου. Δεν ξέρω γιατί. Αλλά πάντα αυτό λέω. Το ότι αυτή είναι η μόνη ερώτηση που δεν χρειάστηκε καν να σκεφτώ, έστω και λίγο, την απάντηση δεν το σχολιάζω.


15) Το βιβλίο που σας σημάδεψε;
Ο Αστερίξ και οι Βίκινγκς


16) Η ταινία που σας σημάδεψε;
Requiem for a dream και Lilia for ever.


17) Ο αγαπημένος σας ζωγράφος;
Van Gogh, Munch, Kokoschka, Schiele.


18) Το αγαπημένο σας χρώμα;
Μπλε και κόκκινο.


19) Ποιά θεωρείται τη μεγαλύτερη επιτυχία σας;
Το ότι άντεξα και αντέχω την καθημερινότητα.


20) Το αγαπημένο σας ποτό;
Βότκα λεμόνι κ.α.


21) Για ποιο πράγμα μετανιώνετε περισσότερο;
Για όλα όσα δεν έκανα.


22) Τι απεχθάνεστε περισσότερο απ' όλα;
Την αχαριστία no doubt.


23) Όταν δεν γράφετε. ποια είναι η αγαπημένη σας ασχολία;
Τανίες, διάβασμα, βόλτες, να παίζω με το σκύλο και ποτά,ποτά, ποτά, αυτά μάλλον αν και κατα καιρούς καταπιάνομαι με διάφορα.


24) Ο μεγαλύτερος φόβος σας;
Να γεράσω μόνη - αλλά όχι πια,τα ψυχιατρεία δεν θα αδειάσουν ποτέ.


25) Σε ποια περίπτωση επιλέγετε να πείτε ψέμματα;
Σε κάθε περίπτωση... που η αλήθεια πονάει, είναι σκληρή, δεν μπορώ να την πω και άλλα τέτοια ευχάριστα.


26) Ποιο είναι το μότο σας;
Τίποτα δεν είναι τυχαίο.


27) Πώς θα επιθυμούσατε να πεθάνετε;
Ανώδυνα στον ύπνο μου.


28) Εάν συνέβαινε να συναντήσετε το θεό, τι θα θέλατε να σας πει;
Επιτέλους γνωριζόμαστε και συγγνώμη για την καθυστέρηση.


29) Σε ποια πνευματική κατάσταση βρίσκεστε αυτόν τον καιρό;
Σε αυτή που είμαι σχεδόν πάντα - το απόλυτο μπάχαλο.


[Ουφ...επιτέλους τέλος. Και μου έμοιαζε εύκολο στην αρχή. Ελπίζω να μην υποτίθεται ότι πρέπει να το κάνω πάσα σε άλλους, είμαι καλός άνθρωπος κατα βάθος. Ή μάλλον όχι...οπότε θα καλέσω τον καλό μου "φίλο" fermat να απαντήσει. Αλλά σε άλλο δεν λέω. Είναι prive το παρτάκι.]

Παρασκευή 4 Μαΐου 2007

Επιστροφή

Στο δρόμο περπατούσα

μα κάπου αλλού κοιτούσα.

Τρύπια η τσέπη γλίστρησε

κάτω στο δρόμο χτύπησε.

Γύρισα σπίτι μόνη

σαν το ξινό λεμόνι.

Έκλαψα και χτυπήθηκα

Θεέ πόσο φοβήθηκα

Τοκ τοκ ακούω η πόρτα

-κοιτάω απ' το ματάκι-

ωχ, η γριά κοκότα.

"Δικό σου είναι;" μου είπε

Καλά αυτή το βρήκε;

"Σου είχε πέσει στα σκαλιά

μα έχω άριστα σκυλιά."

Θα το ψάχνα στο δρόμο

όμως δεν είχα χρόνο.

Την πόρτα βρόντηξα

και με τη μία βόγγηξα:

Αυτή η γραία τι μαλακίες έφη

-το μόνο θετικό-

μου επέστρεψε το κέφι.

[ Και να θέλω να πέσω σε μαύρη κατάθλιψη, με τη μαλακία που με δέρνει.... Δεν γίνεται, δεν γίνεται.]

Τετάρτη 2 Μαΐου 2007

Ωδή στη νοικοκυρά

Ψάχνω να με βρω

ανάμεσα στις κατσαρόλες

ψήνοντας μπριζόλες.

Ψάχνω να με βρω

τηγανίζοντας πατάτες

κόβοντας σαλάτες.

Ψάχνω να με βρω

πλένοντας τα πιάτα

σκουπίζοντας τα μάτια.

Με βρήκα κάποτε

μες στις αυταπάτες

στις λιαστές τομάτες.

Έμεινα εκεί

ρούχο απλώμένο

για πάντα τσαλακωμένο.

[ Νοικοκυρές σε απόγνωση ενωθείτε. Πειραματίζομαι και σε ένα βαθμό ίσως και να μαλακίζομαι. Όποιος έχει αντίθετη άποψη...ας την κρατήσει για τον εαυτό του.]

Τρίτη 1 Μαΐου 2007

Κατάθλιψη

Ο Μάρκος είχε σπάσει τα τηλέφωνα. Την είχε στήσει και έξω από το σπίτι της για πολλές ώρες, μα αποτέλεσμα κανένα. Ήταν άφαντη. Λες και άνοιξε η γη και την κατάπιε. Μετά από λίγες μέρες μίλησε και στους δικούς της. " Παιδί μου, μας είπε ότι θέλει να σκεφτεί και πήγε διακοπές. Δεν ξέρουμε πότε θα γυρίσει. Τηλεφώνησε και στη δουλειά. "Α, η δεσποινίς Αργυρίου; Άδεια άνευ αποδοχών για 10 μέρες." Ακόμα ψάχνεται ο φουκαράς. Πώς είπατε; Γιατί; Αυτό ήταν, έπρεπε να λάβει δραστικά μέτρα. Η καλύτερη του φίλη αγνοούνταν και όφειλε να το ψάξει. Πήγε στο σπίτι της πήρε κλειδαρά για να του ανοίξει και μπήκε μέσα. Το σπίτι ήταν ωραιότατο. Σαν να μην είχε λείψει ούτε μία μέρα. Ψάχνοντας βρήκε ένα ιδιόχειρο σημείωμα της. Το διάβασε και έγραφε τα εξής:

"Δεν ξέρω αν έχω, αν πιστεύω πως έχω ή αν δεν θα έχω,

ξέρω όμως πως αυτό δηλώνω.

Σε όποιον με ψάξει, σε όποιον θέλει να με δει αυτό λέω.

Έχω κατάθλιψη δεν βγαίνω παρά μόνο για να δω τον ψυχολόγο μου.

Όποιος θέλει να έχει κάποια επικοινωνία μαζί μου, ας με πάρει μετά από ένα μήνα.

Χρονικό όριο πέραν του οποίου αν δεν είμαι καλά θα έχω βάλει τέλος στη ζωή μου οπότε.....

Μετά ας μην με ψάξει καθόλου."

Άφωνος έμεινε. Τι να σκεφτεί και τι να κάνει έπειτα από αυτό. "Λες να έπεσε από το μπαλκόνι; Και το πτώμα; Δεν το βρήκε κανείς; Αποκλείεται. Κάτι άλλο τρέχει." έλεγε και ξαναλέγε στον εαυτό του.
Μια μέρα τον πήρε τηλέφωνο κάποιος αστυνομικός. Πήγε στο τμήμα. Αναγνώρισε το πτώμα. "Από τι πέθανε;" ρώτησε. "Ασιτία. Πρέπει να ήταν μέρες έτσι. Εμείς τη βρήκαμε στο κρεβάτι."
Έτσι ήταν, για μέρες. Πήγε να πεθάνει σπίτι του, ενώ αυτός έλειπε. Ξάπλωσε και έμεινε εκεί. Μέχρι να την βρει κάποιος.
Ο Μάρκος δεν το έχαφτε. Κάτι έλειπε στο γρίφο. Και θα το έβρισκε. Πράγμα το οποίο και έγινε. Βρήκε ένα σημείωμα κάτω από το κρεβάτι.

"Δεν επέλεξα να "φύγω" από εδώ για να τον γεμίσω με ενοχές. Απλά ήθελα στο μέρος που τα δυο μου κομμάτια έγιναν ένα, να αφήσω το μισό μου που μένει πίσω. Αυτό που όλοι θα αναγνωρίσουν. Το δικό μου, το "εγώ" μου, που έγινε 'Εμείς" με το πρώτο κοίταγμα. Γι' αυτό αναχωρώ από εδώ. Για να ξέρει ότι πάντα ήταν η αρχή μου και το τέλος μου."

Δάκρυσε ο Μάρκος στα λόγια αυτά. Άλλα μέσα του ήξερε. Και η ίδια το ήξερε άλλωστε. Το τι έπρεπε να κάνει της ήταν πολύ ξεκάθαρο. Και αυτό έπραξε.

Δεν μπορώ

Όλοι ζητάνε και θέλουν

παίρνουν και δίνουν μα...

πάντα φεύγουν.

Όλοι δίνουν συμβουλές,

τι είπες και τι θες...

πάντα να το λες.

Όλοι αγαπάνε

μιλάνε και κοιτάνε

μα στο τέλος...

πονάνε.

Μην χτυπάς δεν μπορώ

μην ζητάς δεν μπορώ

με πονάς, δεν μπορώ...

έχω φύγει.

[Ελεύθερος ή όχι. Με ρίμα ή χωρίς. Δεν έχει σημασία. Εκφραστικός να είναι. Να εκφράζει τα μέσα μας που δύσκολα βγαίνουν έξω μας.]