Τρίτη 15 Απριλίου 2008

Για τον Equilibrium


"Tου φευγιού μου όνειρα και άγνωστες φωνές",

που έγιναν γνώριμα ουρλιαχτά μέσα στη νύχτα,

που άλλο τι δεν είχε απομείνει,

παρά μονάχα η επιθυμία.

Άλλος τη σάρκα σου να μη γευτεί,

άλλος με τη μορφή σου να μην ξημερωθεί.

Και αυτό το "κόκκινο θολό φεγγάρι,

μες στα όνειρα μου ξενυχτά",

ξυπνώντας μνήμες και εικόνες.

Μα δεν με τρόμαξε "ετούτο το μαχαίρι εδώ"

αλλά η κόκκινη αντανάκλαση μου επάνω του.

Και αν είναι αλήθεια πως,

"η λησμονιά είναι η μόνη συγγνώμη και η μόνη εκδίκηση η λησμονιά."

τούτο μονάχα θα σου πω,

συγγνώμη που σε εκδικήθηκα!

[Δεν το δούλεψα όμορφε όπως ήθελα, αλλά βγήκε αβίαστα. Ελπίζω να σου αρέσει και σύντομα θα επανέλθω. Είναι στίχοι από διάφορα τραγούδια, που με κάποιο τρόπο μου μιλάνε.]

Πέμπτη 10 Απριλίου 2008

Λάθος ή πάθος

Δεν ήταν χαζή. Καιρό τώρα τα είχε καταλάβει όλα και απλά έκανε υπομονή. Θεωρούσε πως ήταν μια φάση και θα την ξεπέρναγε. Μα οι νύχτες που ο Άκης πέρναγε μακριά από το κρεβάτι τους άρχισαν να πυκνώνουν και η αντοχή της να λιγοστεύει. Έκανε κάποιες μικρές συζητήσες μήπως βρει κάποια λύση, μα μάταιος κόπος. Και τα σημάδια ότι η σχέση του με την άλλη δεν ήταν περιστασιακή γίνονταν ολοένα και πιο εμφανή.
Ένα βράδυ που η Παπαστρουμφ άργησε να γυρίσει από τη δουλειά, βρήκε το σπίτι άδειο κι ένα σημείωμα δικό του. "Θέλω να σκεφτώ. Μην με ψάξεις." στριφογύριζε στο μυαλό της αυτή η φράση και δεν ήξερε πως να αντιδράσει. Αποφάσισε να μιλήσει σε κάποιον ανοιχτά. Σχημάτισε το νούμερο του τηλεφώνου της και περίμενε να ακούσει τη φωνή της. Μια ώρα μίλαγε με την Orestis. Δεν ήταν σίγουρη ότι είχε καταλήξει κάπου, όταν έκλεισε το τηλέφωνο. Ήταν όμως σίγουρη ότι δεν θα το άφηνε να περάσει έτσι.
Έκανε υπομονή αρκετό καιρό. Ήξερε πως κάποια στιγμή θα εμφανιζόταν ο Άκης, πράγμα που έγινε. Την πήρε τηλέφωνο να συναντηθούν. Του είπε να περάσει από το σπίτι. Έκλεισε το τηλέφωνο και το βλέμμα της είχε μια περίεργη θολούρα. Χαμογέλασε ειρωνικά και σκέφτηκε, αυτό που είχαν πει με την Orestis στο τηλέφωνο "Στο παιχνίδι δεν κερδίζει πάντα η τεχνική, αλλά και η ζαριά." Πήγε σπίτι και άρχισε τις ετοιμασίες.
Ο Άκης εμφανίστηκε στις 21.30 εγγλέζος όπως πάντα στα ραντεβού του. Στη θέα του στρωμένου τραπεζιού με τα κεριά χλώμιασε. "Μάλλον δεν έκανα σαφές το γιατί ήρθα." της είπε. "Όχι, όχι. Το έκανες απόλυτα σαφές, αλλά δεν υπάρχει λόγος να φύγεις σαν κλέφτης. Ας φάμε πρώτα και μαζεύεις μετά." απάντησε η Παπαστρουμφ με περίσσια ψυχραιμία. Όταν τελείωσαν το δείπνο ο Άκης προσφέρθηκε να τη βοηθήσει να μαζέψουν το τραπέζι και να μεταφέρουν τα πιάτα στην κουζίνα από την τραπεζαρία. Μετά θα έπιναν ένα ποτό, καθώς θα έφτιαχνε τη βαλίτσα του και θα χώριζαν σαν δυο καλοί φίλοι.
Είχε σκύψει ελαφρά για να ακουμπήσει το πιάτο στο τραπέζι της κουζίνας. Τότε η Παπαστρουμφ πήγε πλάι του τον έπιασε από το σβέρκο και του χτύπησε το κεφάλι στα πλακάκια. Καθώς ο Άκης έγερνε προς τα πίσω το μέτωπο του ήταν γεμάτο αίματα και μια κόκκινη κηλίδα είχε αφήσει τη στάμπα της στο τετράγωνο μπεζ πλακάκι. Δεν το σκέφτηκε πολύ, τον ξαναχτύπησε με δύναμη στον τοίχο και τον άφησε αιμόφερτο να σωριαστεί στο πάτωμα.
Το αίμα έτρεχε πλέον και στο πρόσωπο του και στα πλακάκια, σχηματίζοντας δύο ρυάκια με διαφορετική πορεία, αλλά την ίδια όμορφη αίσθηση. Τον άφησε εκεί, καθώς φοβόταν πως αν τον έσερνε στο σαλόνι θα γέμιζε όλο το σπίτι.Πήγε μετά μέσα, πήρε το πακέτο με τα τσιγάρα και επέστρεψε στην κουζίνα. Ο Άκης είχε μισοσυνέλθει και την κοίταγε. "Μα εσύ δεν καπνίζεις." είπε με φωνή που έτρεμε. "Ποτέ δεν είναι αργά." του απάντησε και άναψε ένα τσιγάρο. Εκείνος έκανε μια προσπάθεια να σηκωθεί και εκείη με μία κίνηση άρπαξε το καπάκι της κατσάρολας, που ήταν δίπλα της και τον χτύπησε στο κεφάλι.
Τον έβλεπε πεσμένο στο πάτωμα για αρκετή ώρα, μέχρι να ανακτήσει ξανά τις αισθήσεις του. Όταν άνοιξε τα μάτια του, του έσβησε το τσιγάρο στο μπράτσο. Πέρασε αρκετή ώρα έτσι, με εκείνον που και που να συνέρχεται, εκείνη να του σβήνει τσιγάρα σε όλο το σώμα και κάπου κάπου όταν φώναζε τον χτυπούσε με το καπάκι για να μην κάνει θόρυβο. Όταν τελείωσε το πακέτο, σκέφτηκε πως έπρεπε να τελειώνει με αυτή την υπόθεση. Μα δεν είχε αποφασίσει ακόμη το πως.
Τότε το βλέμμα της έπεσε πάνω στο μίξερ. Θυμήθηκε πόσο την τρόμαζαν τα "ποδαράκια" όταν το χρησιμοποιούσε και εκεί πήρε την απόφαση. Το πήρε του έβαλε τα εξαρτήματα, το έβαλε στην πρίζα και το κράτησε σταθερά πάνω από το θώρακα του. Σε ελάχιστη ώρα, όλα έγιναν κόκκινα. Το μίξερ έβρισκε αντίσταση και δεν έμπαινε σε μεγάλο βάθος, και όταν το πίεζε εκείνη κομμάτια κρέατος πετάγονταν παντού. Όταν σταμάτησε, λόγω κούρασης, δεν ήταν σίγουρη αν ζούσε ή όχι, αλλά θα άφηνε την αιμοραγία να ολοκληρώσει το έργο της.
Πήγε στο σαλόνι και την πήρε τηλέφωνο. Σε μισή ώρα βρισκόταν στο σπίτι. Στο θέαμα της κούζινας έφριξε. "Καλά τι έκανες εδώ;" φώναξε η Orestis. "Ατσαλιά ε;" απάντησε η Παπαστρουμφ. "Ε μα ναι. Είπαμε έγκλημα πάθους, αλλά το παράκανες." είπε η Orestis. "Όχι, δεν ήταν έγκλημα πάθους, αλλά λάθους. Βλέπεις τα πάθη καταστρέφουν, ενώ τα λάθη συγχωρούνται. Και αυτός, ως λάθος, συγχωρέθηκε."

Τρίτη 1 Απριλίου 2008

Kαλό μήνα


Ο Wrong Guy έπινε αμέριμνος τον καφέ του κατά τη διάρκεια του διαλείμματος του. Άναψε το τσιγάρο του, ήπιε την πρώτη γουλιά και έριξε μια ματιά στο κινητό του. Είχε λάβει δύο μηνύματα. "Ποιός να είναι αναρωτήθηκε;" και άνοιξε να τα διαβάσει. Το νούμεο ήταν άγνωστο, γεγονός που κέντρισε την περίεργεια του. Όταν όμως είδε το περιέχομενο άλλαξε γνώμη.
Στο πρώτο μήνυμα που έλεγε, "Δεν με ξέρεις. Είμαι ένας φίλος, που θα σου διηγηθεί μια ιστορία." γέλασε, αλλά η συνέχεια τον τάραξε. "Αυτή τη στιγμή είμαι σπίτι σου και...μάντεψε τι κάνω". Πήρε αμέσως τηλέφωνο στον αριθμό που εμφανίστηκε ως αποστολέας αλλά δεν απάντησε κανείς. Πήρε και στο σπίτι να βεβαιωθεί από το Φάτσα ότι πρόκειται για πλάκα, αλλά πάλι δεν απάντησε κανένας. "Θα βγήκε για ψώνια." σκέφτηκε, όταν άκουσε και πάλι τον ήχο του μηνύματος.
"Εδώ είναι ο Φάτσας σου, μην ανησυχείς είναι σε καλά χέρια. Σε λίγο θα μάθεις και την συνέχεια." Χλώμιασε. Δεν ήξερε αν ήταν όντως αστείο όλο αυτό ή αν έπρεπε να ανησυχήσει. Τα επόμενα μηνύματα τον έβγαλαν από αυτή την απορία. Τα διάβαζε έντρομος ένα ένα με τη σειρά που στέλνονταν. "Τον έχω αναίσθητο στον καναπέ. Τον έχω φιμώσει και σκέφτομαι τι ακριβώς να του κάνω. Λέω για αρχή να του κόψω το αριστερό χέρι. Μετά θα πάρω τον τρίφτη για το κεφαλοτύρι, θα βάλω μια λεκάνη από κάτω για να μην λερώσω και θα το τρίψω. Τα δάχτυλα λέω να τα κόψω σε μικρά κομματάκια και να τα κάνω κολιέ. Πιστεύω θα φορεθεί πολύ τώρα που ανοίγει ο καιρός.
Αν μου αρέσει η φάση με τον τρίφτη θα τη συνεχίσω και με άλλα μέρη του σώματος του. Όταν θα τον έχω ακρωτηριάσει, θα ασχοληθώ με το υπόλοιπο ενιαίο κομμάτι σώματος, που θα έχει απομείνει. Θα πάρω εκείνο το ειδικό εργαλείο που ξεφλουδίζουμε τις πατάτες και τα φασολάκια, για να περιποιηθώ τον θώρακα και την πλάτη του. Θα γίνουν όλα χάλια βέβαια και ζητώ συγγνώμη για τη μοκέτα. Πολύ καλόγουστη επί τη ευκαιρία. Το κεφάλι το άφησα για το τέλος. Θα το κόψω και δεν θα το πειράξω. Θα το ακουμπήσω στο προσκεφάλι του κρεβατιού για να τον δεις για μια τελευταία φορά. Τώρα τι άλλο θα το κάνεις, το αφήνω στην κρίση σου. Υπογραφή : Ο σχιζοφρενής δολοφόνος με τον τρίφτη."
Ο Wrong περίμενε λίγα λεπτά ακόμη. Ήταν σίγουρος πως ήταν φάρσα. Πήρε τον Φάτσα στο κινητό αλλά δεν το σήκωσε. Είδε και πως δεν ερχόταν άλλο μήνυμα και αποφάσισε πως δεν μπορούσε να αφήσει τα πράγματα στην τύχη τους. Ζήτησε άδεια και έφυγε τρέχοντας για το σπίτι. Όταν έφτασε στην εξώπορτα κοντοστάθηκε για λίγο. Αν υπήρχε έστω και μια περίπτωση να ήταν αλήθεια όσα έγραφαν τα μηνύματα έπρεπε να είναι προετοιμασμένος για ό,τι θα αντίκρυζε. Έβαλε δειλά το κλειδί και άνοιξε. Μπήκε στο σαλόνι και στη θέα της κόκκινης μοκέτας λιποθύμησε.
Όταν συνήλθε είδε την Orestis με τον Φάτσα να τον κοιτάνε. "Φάτσα μου είσαι καλά." φώναξε. "Ναι καλά είμαστε, αλλά λερώσαμε τη μοκέτα με κρασί." απάντησε ο Φάτσας. "Δεν πειράζει, αφού είσαι καλά δεν πειράζει η μοκέτα. Όσο για σένα αγαπητή, ωραίο αστείο. Τι να σου πω." είπε και σηκώθηκε. Τους ζήτησε να του βάλουν και εκείνου ένα ποτήρι κρασί και πήγε στο μπάνιο. "Στο ειπα ρε Orestis. Καλά θα το έπαιρνε, δεν χρειαζόταν να του κάνουμε τέτοια πλάκα, δεν θα σου έβαζε τις φωνές." είπε ο Φάτσας. "Καλά, αλλά αν ρωτήσει εσύ τη λέρωσες, γιατί αλλιώς εγώ την έβαψα." απάντησε η Orestis.