Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2010

Θεσσαλονίκη

Στεκόταν όπως πάντα με το πρόσωπο στο τζάμι, ατενίζοντας προς τα έξω, σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής προς τη δουλειά. Χάζευε τους ανθρώπους να τρέχουν, να συνομιλούν και να κινούνται στους δικούς τους ρυθμούς μέσα στην πόλη. «Πόσοι άνθρωποι συνυπάρχουμε μέσα στις πολύβουες πόλεις;» αναρωτήθηκε «Ξεκινάμε όλοι με την ίδια επιθυμία, να ζήσουμε και καταλήγουμε να χαθούμε στην προσπάθεια.» σκέφτηκε και το πρόσωπό της μελαγχόλησε Καιρό διαχώριζε τον εαυτό της από τους άλλους, αλλά σύντομα διαπίστωσε πως απλώς έτσι ήθελε να πιστεύει. Η πραγματικότητα ήταν άλλη. Και μέρα με τη μέρα τη βιώνει στο πετσί της. Την προσέγγισε αγόγγυστα και μετά έγινε δέρμα της. Παρ όλες τις προσπάθειες της να έλθουν αλλιώς τα πράγματα.
Είχε καταλήξει όπως όλοι αυτοί που παρατηρούσε. Νόμιζε πως ναι μεν θα συμβιβαζόταν, αλλά θα κρατούσε την ουσία και θα ζούσε. Κατέληξε όμως να χαθεί μέσα στην διαδικασία. Κάπου ανάμεσα σε δουλειά, συναισθηματικά ζητήματα και ψυχονευρωτικά που έβγαιναν με ορμή στην επιφάνεια, είχε ξεχάσει γιατί ζούσε. Είχε γίνει όμοια με τους ανθρώπους των δρόμων. Να τρέχει αλαφιασμένη να τα προλάβει όλα, χωρίς να αισθάνεται την παραμικρή ανάγκη να το κάνει και κυρίως χωρίς να νιώθει ότι εισπράττει έστω την παραμικρή ανταμοιβή για όλο αυτό.
Σκούπισε το δάκρυ που πήγε να κυλήσει και κατέβηκε αφού είχε φτάσει στη στάση της. «Ως εδώ ήταν.» είπε φωναχτά και πήρε το δρόμο για το γραφείο. Δεν μίλησε παρά ελάχιστα στη διάρκεια της μέρας. «Πες μας καμιά κουβέντα ρε συ.» άκουσε τη φωνή της συναδέλφου που την έκοψε από το σερφάρισμα στο ίντερνετ. «Δεν έχω κάτι να πω...ακεφιές.» συμπλήρωσε ξέροντας πως δεν θα ξεμπέρδευε εύκολα από μια συζήτηση.
Στον δρόμο της επιστροφής το μυαλό της έπαιρνε πολλές και περίεργες στροφές. Θυμήθηκε την τελευταία φορά που είχε θεωρήσει τον εαυτό της ελεύθερο και αναπόλησε εκείνο που την είχε κάνει να αισθανθεί έτσι.
Ήταν ένα βράδυ που πειθήνια ακολούθησε τους φίλους της σε μια παράσταση κάποιας εναλλακτικής μπάντας. Τους αρχικούς της δισταγμούς είχαν αντικαταστήσει η διασκέδαση και η αίσθηση της ελευθερίας που ένιωθε ακούγοντας αυτά τα εναλλακτικά τυπάκια να δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό επί σκηνής. Και η δική του παρουσία που είχε υπερισχύσει με τη μία.
Τον έλεγαν Ηλία και ήταν ένας ταλαντούχος κιθαρίστας που αποτελούσε και τη μασκότ του συγκροτήματος Με μια αμεσότητα που σε κέρδιζε αμέσως και έναν θεατρινισμό που σε άφηνε με ένα ηλίθιο χαμόγελο, κατάφερε να τη μαγέψει. Και εκείνος όμως τη συμπάθησε από την πρώτη στιγμή. Του φαινόταν πολύ διαφορετική, σε σχέση με τις κοπέλες που συναναστρεφόταν Κύλησε έτσι καιρός. Με εκείνον να υμνεί τη διαφορετικότητά της και εκείνη να πέφτει μέρα με τη μέρα όλο και πιο πολύ στα δίχτυα του.
Φίλους όμως δεν τους έλεγες, ή τουλάχιστον κανείς δεν τους θεωρούσε έτσι. Και η Εύα νιώθοντας τον χρόνο να τρέχει ένιωσε να μην αντέχει. Έπρεπε να κάνει κάτι. Η εμφάνιση τους στη Θεσσαλονίκη την προέτρεψε. Θα πήγαινε και εκείνη. Ήξερε την πόλη καλά και η ίδια δεν θα μπορούσε να σκεφτεί καλύτερο μέρος να του αποκαλύψει τα αισθήματά της. Η διαμονή της εκεί κατά τη διάρκεια των φοιτητικών της χρόνων φάνταζε αν όχι βοηθός σίγουρα οιωνός στα μάτια της. Εκεί στην πόλη της, όπως την αποκαλούσε, θεώρησε πως τα αισθήματα που ένιωθε να την καίνε και να την πνίγουν θα μπορούσαν να βρουν διέξοδο και ανταπόκριση,
Ένα κρύο βράδυ του Νοεμβρίου λοιπόν κατέβηκε από το σπίτι της, όπως συνήθιζε χρόνια πριν, στον λευκό πύργο, κάθισε για λίγο στα σκαλάκια ατενίζοντας τη θάλασσα και έπειτα περπάτησε στην παραλία. Όχι όμως δίχως προορισμό όπως άλλοτε. Το βράδυ εκείνο ο δρόμος την έβγαλε στην πόρτα του μαγαζιού που θα εμφανιζόταν ο Ηλίας.
Το ξημέρωμα τους βρήκε να περπατούν κατά μήκος της παραλίας συζητώντας. Μια αγκαλιά και ένα φιλί τους ένωσε με την προσμονή της επόμενης μέρας. Και εκείνη ήρθε, με χαρά και αμηχανία, με ελπίδα και όνειρα για το μετά. Ένα μετά που τους βρήκε 500 χιλιόμετρα μακριά. Εκείνη να σκέφτεται τρόπους να ξαναζήσουν το μαζί και εκείνον απλά να το αναπολεί σαν μια ωραία ανάμνηση. Γεγονός που της έγινε κατανοητό αρκετό καιρό μετά και με επώδυνο τρόπο.
Με την επάνοδό τους στην Αθήνα ο Ηλίας άλλαξε. Σταδιακά και μεθοδευμένα άρχισε να απομακρύνεται Εκείνη έμεινε να γεμίζει με ερωτηματικά και αμφιβολίες. Δεν πτοήθηκε. Έπαιζε πάντα καλά το παιχνίδι, αρκεί να της ξεκαθάριζαν τους όρους. Και αυτός το έκανε. Καθυστερημένα αλλά το έκανε. Και θεώρησε ότι το ζάρι ήταν πλέον στο δικό της χέρι. Το μόνο που έμενε ήταν να ρίξει τη ζαριά της.
Εμφανίστηκε μετά από καιρό στο μαγαζί που έπαιζε. Συγκαλυμμένη αμηχανία θεώρησε το ότι την είδε μπροστά της. Εκείνη είχε την χαρά του γνωστού προσώπου μέσα σε ένα πλήθος άγνωστα, αλλά δεν της βγήκε. Η χαρούμενη μορφή της κοπέλας που τον πλησίασε, ελάχιστα λεπτά μετά τη συνάντηση τους, κατέστησε σαφές ότι ή δεν ήταν πλέον μόνος ή ότι δεν είχε υπάρξει ποτέ, γεμίζοντάς την με περισσότερες απορίες, πόνο και θυμό. Ειδικά μετά την αμήχανη δήλωση εκείνου «Με την Κατερίνα είμαστε καιρό, απλά κάποιες φορές το χάνουμε και έπειτα το ξαναβρίσκουμε»
Γύρισε σπίτι και έκλαψε, έκλαψε με λυγμούς. Ίσως όχι τόσο για εκείνον, μα για όσα είχαν γκρεμιστεί εκείνο το βράδυ. Ξέσπασε σε θρήνο και αφού ηρέμησε, σκέφτηκε τι ήθελε να κάνει, παραγκωνίζοντας το κομμάτι του πρέπει.
Εκεί η σκέψη της διεκόπη. Είχε φτάσει στον προορισμό της και έπρεπε να κατέβει. Έφτασε σχεδόν σερνάμενη στην είσοδο του σπιτιού. Ετοίμασε τα πράγματα, κάθισε στον υπολογιστή και αποκαμωμένη έπεσε για ύπνο.
Την άλλη μέρα έφτασε χαρούμενη στο γραφείο. Παρέδωσε την παραίτησή της στον προϊστάμενο και αφού τους χαιρέτισε όλους πήρε το δρόμο για το σπίτι. Έκλεισε όπως όταν έφευγε για διακοπές και αναχώρησε για το αεροδρόμιο Λίγο μετά τον έλεγχο, κάνοντας βόλτες στα αφορολόγητα, άκουσε μα γνώριμη φωνή. Έμεινε σαν άγαλμα στη μέση του διαδρόμου. «Εύα τι κάνεις εδώ;» άκουσε τη φωνή του να τη ρωτά. «Ηλία;» απάντησε ανίκανη για οποιαδήποτε άλλη αντίδραση.
Στη διάρκεια του καφέ πριν την πτήση, της είπε ότι πέταγε και εκείνος για Θεσσαλονίκη. Είχαν εμφανίσεις με την μπάντα. «Για σένα δεν ρωτάω. Ταξιδάκι σε γνώριμα εδάφη.» της πέταξε χαμογελώντας «Δεν θα το λεγα Πάω να τακτοποιήσω εκκρεμότητες» απάντησε κοφτά. Το δε ύφος της δεν του άφησε κανένα περιθώριο να συνεχίσουν την κουβέντα. Αποχωρίστηκαν με αμοιβαίες ευχές για καλό ταξίδι και ευχάριστη διαμονή.
Άλλωστε εκείνη περισσότερες πληροφορίες δεν είχε να μάθει. Ήξερε για τις εμφανίσεις, καθώς φρόντιζε να παρακολουθεί τα βήματά του. Το ότι η εμφάνιση στην Θεσσαλονίκη συνέπεσε με τη φυγή της, που ούτως ή άλλως θα ακολουθούσε, το θεώρησε απλώς ευτυχή συγκυρία. Την απουσία της Κατερίνας παραπάνω από τύχη.
Έφτασε στην άνω Τούμπα ευτυχώς γρήγορα. Το σπίτι που της παραχωρούσε η φίλη της ήταν ιδανικό, κυρίως επειδή εκείνη έλειπε τον περισσότερο καιρό και η Εύα έμενε μόνη της μέσα σε απόλυτη ησυχία. Στην προκειμένη όμως περίπτωση βόλευε καθώς ήταν κοντά στην Πυλαία που θα εμφανιζόταν ο Ηλίας και η ίδια είχε μπροστά της ελάχιστες ώρες για να ετοιμαστεί.
Έκανε ένα μπάνιο. Χαλάρωσε λίγο και άρχισε να ετοιμάζεται. Ντύθηκε όμορφα, φόρεσε και το πιο καλό της χαμόγελο και ξεκίνησε για το μαγαζί που γινόταν το live. Κάθισε σε μια γωνιά και παρακολουθούσε χωρίς να αφήσει την παρουσία της να γίνει αντιληπτή. Μόνο στο διάλειμμα τον πλησίασε, για να του γνωστοποιήσει ότι ήταν εκεί και να του ζητήσει μια τελευταία βόλτα στην πόλη της. Να του δείξει όμως μόνο εκείνη ήξερε τη μαγεία της. Δέχτηκε όχι με ευκολία, αλλά με μεγάλη προθυμία.
Μετά το τέλος της παράστασης, χαιρέτισαν τα άλλα μέλη του γκρουπ και έφυγαν. Σταμάτησαν με το ταξί στην Εγνατία στο ύψος της Αγίας Σοφίας και από εκεί άρχισε η περιπλάνηση. Ανέβηκαν όλη την Αγίας Σοφίας, έφτασαν στα σκαλάκια στην αρχή της Άνω πόλης και χάθηκαν μέσα στα στενά. Παρ όλη την κούραση του δεν εξέφρασε την παραμικρή διαμαρτυρία. Άλλωστε η στάση στο ψιλικατζίδικο για κρασί και τσιγάρα τους είχε εφοδιάσει με όλα τα απαιτούμενα.
Κάποια στιγμή το δρομάκι έγινε εξαιρετικά έρημο και σκοτεινό. Ο Ηλίας κοντοστάθηκε Η Εύα συνέχισε απτόητη κι έκανε να στρίψει αριστερά σε ένα στενό που δεν είχε καθόλου φως. «Που πας; Δεν φοβάσαι; Φαίνεται κάπως επικίνδυνο» τη σταμάτησε πιάνοντας την από το μπράτσο. «Μη φοβάσαι. Οδηγεί σε αδιέξοδο αλλά δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας.» τον καθησύχασε η Εύα.
Όντως βρέθηκαν σε αδιέξοδο. Εκεί δίπλα στον κάδο που έστεκε ξεχασμένος ακούμπησε το κρασί και κάθισε οκλαδόν σε κάτι που έμοιαζε με πεζουλάκι. Του έκανε νόημα και κάθισε δίπλα της. Έπιναν, μιλούσαν και ενίοτε γελούσαν, καθισμένοι εκεί, φωτισμένοι μόνο από το αχνό φως του φεγγαριού. Δεν τον ρώτησε τίποτα για εκείνους. Γνώριζε μέσα της πως το μαζί, το δικό της μαζί, είχε χαθεί προ πολλού. Ένιωσε όμως την ανάγκη να τον ευχαριστήσει για τις όμορφες στιγμές που είχε ζήσει έστω για λίγο κοντά του και την αίσθηση της μοναδικότητας που της είχε προσφέρει.
Ξαφνιάστηκε. Δεν περίμενε αυτή την αντίδραση. «Περίμενα να θες τουλάχιστον να με βρίσεις.» απολογήθηκε εκείνος εξηγώντας της με λεπτομέρεια το πως η Κατερίνα υπήρχε στη ζωή του. Απλά ήταν περίεργα τα πράγματα τη στιγμή που γνώρισε την Εύα. Έδειξε μεγάλη κατανόηση. «Είσαι τόσο ήρεμη. Γιατί;» ρώτησε με ένταση στον τόνο της φωνής του. «Δεν θέλω να χαλάσω αυτό το τελευταίο βράδυ.» απάντησε ήρεμα εκείνη.
Η επόμενη ώρα τους βρήκε να έχουν μοιραστεί αποκαλύψεις, σκέψεις και όνειρα. Το μπουκάλι είχε τελειώσει και ο Ηλίας θεώρησε πως ήταν καιρός να πηγαίνουν. «Πίσω στην πραγματικότητα» είπε χαριτολογώντας Μα η δική του πραγματικότητα δεν περιελάμβανε την Εύα. Τα μάτια της άστραψα ν. Δεν πρόλαβε να τη ρωτήσει τίποτα. Αστραπιαία άρπαξε το μπουκάλι και το προσγείωσε στο κεφάλι του. Έπεσε αναίσθητος στο πλάι με μια μικρή αμυχή στο κεφάλι του.
Η Εύα κοίταξε το μπουκάλι στα χέρια της. Το πέταξε και έπεσε προς τα πίσω. Ένιωσε κάτι αιχμηρό να μπήγεται στο χέρι της. Γύρισε και είδε κομμάτια από σπασμένο καθρέφτη πεταμένα διάσπαρτα δίπλα από τον κάδο. Πήρε τότε ένα κομμάτι και άρχισε να το μπήγει στο κορμί του Ηλία. Τα ρούχα του την εμπόδιζαν. Του έβγαλε το μπουφάν και τη μπλούζα και συνέχισε σαν μανιασμένη. Είχε γεμίσει τα χέρια της με αίμα και κομμάτια σάρκας. Το πέταξε και ξέσπασε σε λυγμούς.
Έλυσε τα μακριά μαλλιά του και τα άφησε να χυθούν στο πρόσωπο του. Πόσο ωραίος της φαινόταν ακόμα και τότε, ακόμα και έτσι. Πήρε ένα άλλο κομμάτι καθρέφτη και το πέρασε με μια κίνηση στην ευθεία του λαιμού του. Το αίμα πότισε το λαιμό και τα μαλλιά του. Τύλιξε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του, τον χάιδεψε στο πρόσωπο και τον φίλησε απαλά στα χείλη. Η γεύση του αίματος ενδυνάμωσε την αίσθηση της πίκρας με την όποια ούτως ή άλλως την είχε γεμίσει.
Τον κοίταζε για ώρα. Δεν κουνιόταν. Άνοιξε τότε την τσάντα της και έβγαλε το νυχοκόπτη της. Πήρε το δεξί του χέρι, το κράτησε στα δικά της και άρχισε να κόβει λίγο λίγο τα πετσάκια γύρω από τα δάκτυλα του. Συνέχισε να κόβει μέχρι που μάτωσαν, αλλά δεν αρκέστηκε σε αυτό. Του έφαγε όλη τη σάρκα, μεθοδικά και ήρεμα μέχρι που έφτασε στο κόκκαλο.
Τότε θεώρησε πως του είχε κάνει αρκετή ζημιά και σταμάτησε. Όχι ότι θα ζούσε για να ξαναπαίξει κιθάρα, αλλά ήταν και αυτό μια ικανοποίηση, που θεώρησε πως έπρεπε να πάρει για τον εαυτό της. Το αριστερό χέρι το άφησε ανέπαφο. Δεν είχε ούτε χρόνο, μα κυρίως αντοχή για να ακολουθήσει την ίδια διαδικασία.
Κάθισε για λίγο εκεί, ανάμεσα σε κομμάτια καθρέφτη, σάρκας και αίματος και σκεφτόταν. Το μάτι εστίασε στο μωβ σαλβάρι που φορούσε. «Καλά δεν κρύωνε;» αναρωτήθηκε, τη στιγμή που έκοβε ένα κομμάτι από το δεξί μπατζάκι του, τυλιγοντάς το στο ματωμένο χέρι της.
Έπειτα σκούπισε τα χέρια της από τα αίματα, έψαξε στην τσάντα της και βρηκε το ψαλιδάκι της. Έκοψε μερικές μπούκλες των μαλλιών του, τις έβαλε στην τσέπη της, μαζί με το κομμάτι από το σαλβάρι και άρχισε να κατηφορίζει προς την παραλία.
Εκεί κάνοντας την αγαπημένη της διαδρομή, κατά μήκος της παραλίας άρχισε να σκορπά τις μπούκλες του στον θερμαϊκό. Όταν έφτασε στο ύψος της Τούμπας, που έπρεπε να αρχίσει την ανάβαση προς το σπίτι κοντοστάθηκε. Κράτησε για λίγο μια τούφα στην παλάμη της. Την πλησίασε στη μύτη της και αφού έβγαλε το κομμάτι από το σαλβάρι, την τύλιξε μέσα κι το έδεσε κόμπο. Το έβαλε στην τσέπη και άρχισε να ανεβαίνει, σκεπτόμενη πως και η ίδια ήταν όμοια με αυτό το κομμάτι υφάσματος.
Έτσι την είχε αφήσει ο Ηλίας, ανάμεικτη από χαρά και πίκρα, όπως το αίμα και τα μαλλιά του, τυλιγμένα στην μικρή ανάμνηση πως κάποτε υπήρξε, αφήνοντας στην σκέψη την απόχρωση του μωβ.