Τετάρτη 1 Δεκεμβρίου 2010

Συνάντηση

Πάτησε το κουμπί να κλείσει την τηλεόραση. Έπρεπε να βιαστεί εάν δεν ήθελε να αργήσει. Όχι ότι η προετοιμασία θα της έπαιρνε ιδιαίτερο χρόνο. Έβαλε βιαστικά ένα τζιν και μια μπλούζα, πήρε το μπουφάν της και μπήκε στο αυτοκίνητο. Άναψε και κάπνισε ένα τσιγάρο πριν βάλει μπροστά τη μηχανή. Δεν της άρεσε να καπνίζει ενώ οδηγεί. Πάντα άναβε ένα πριν ξεκινήσει ή σταματούσε κατά τη διάρκεια της διαδρομής. Σήμερα όμως δεν ήθελε τίποτα να την αποσπάσει από τον δρόμο. Ήθελε να κάνει τη διαδρομή μονομιάς. Χωρίς στάσεις.
Έβαλε μπροστά και ξεκίνησε λίγο πριν αρχίσει να σουρουπώνει. Σίγουρα θα έφτανε νύχτα. Αυτός όμως ήταν και ο αρχικός σκοπός, διαφορετικά θα το είχε κανονίσει νωρίτερα.
Την απόλαυσε την διαδρομή. Δεν είχε κίνηση και το αυτοκίνητο κυλούσε ομαλά στο οδόστρωμα, γεγονός που την χαλάρωσε μιας και πάντα είχε μια φοβία με την παραλιακή. Για μια στιγμή σκέφτηκε να σταματήσει κοντά στα λιμανάκια να αγναντέψει το τοπίο. Είχε υποσχεθεί όμως στον εαυτό της πως θα πήγαινε κατευθείαν στο γνωστό σημείο. "Δεν είναι καιρός για παρεκκλίσεις" μονολόγησε και συνέχισε την πορεία της.
Άναψε τη μεσαία σκάλα στα φώτα λίγο πριν παρκάρει. Αναστέναξε με ανακούφιση. Η νύχτα είχε έρθει εγκαίρως για να κάνει τη δουλειά της, όπως ακριβώς και εκείνη, που είχε φροντίσει να βρεθεί στο συγκεκριμένο μέρος τη συγκεκριμένη στιγμή. Κλείδωσε και άρχισε να περπατά προς την παραλία. Δεν είχε κόσμο.
Περιπλανήθηκε λίγο κατά μήκος του μικρού λιμανιού και έπειτα κάθισε στο παγκάκι. Κοιτούσε τις μικρές βάρκες ενώ άναβε ένα ακόμα τσιγάρο. "Και τώρα περιμένουμε" σκέφτηκε και αναπάντεχα τις ήρθαν στο μυαλό οι μνήμες από την προηγούμενη φορά που είχε βρεθεί σε αυτό το μέρος.
Ήταν και πάλι μόνη. Και πάλι περίμενε. Έχοντας όμως συνοδεία μια θλίψη για αυτό που ήξερε πως θα επακολουθούσε. Τώρα είχε επίγνωση των πραγμάτων. Ήξερε πως δεν μπορούσε να αδειάσει άλλο. "Ότι ήταν να μου πάρει το πήρε. Δεν έμεινε τίποτε." σκέφτηκε και σε αυτήν την σκέψη αναθάρρησε. Στην τελική της είχε μείνει ο εαυτός της και αυτό ήταν όχι απλά σημαντικό, αλλά ο λόγος που καθόριζε πλέον την ύπαρξή της. Δεν είχε μάθει απλά να υπάρχει χωρίς εκείνον, είχε μάθει να υπάρχει για την ίδια. Και αυτό ήταν που μετρούσε.
Άκουσε τα βήματά του και κατάλαβε πως πλησίαζε. Τον χαιρέτησε με ένα νεύμα. Δεν τον άφησε καν να την ρωτήσει τι κάνει. "Γιατί εδώ;" τον ρώτησε και στο πρόσωπό του σχηματίστηκε μια έκφραση απορίας.
"Ήθελα να σε δω, σε έναν τόπο γνώριμο για μας." απάντησε με τρεμάμενη φωνή.
"Γιατί τώρα;" συνέχισε με την ίδια σταθερή φωνή εκείνη.
Εκείνος τότε ξέσπασε σε ένα παραλήρημα άνευ προηγουμένου. Άρχισε να εξιστορεί το πώς και το γιατί. Το πόσο λάθος ήταν και πως το μόνο που είχε σημασία ήταν το μαζί. Το μαζί της. Και εκείνη τον άκουγε, μόνο που δεν είχε την δυνατότητα να πατήσει το κουμπί και να κλείσει την τηλεόραση.
Τον άφησε να ολοκληρώσει και σηκώθηκε από το παγκάκι για να πλησιάσει τη θάλασσα.
"Φεύγοντας, με άφησες μόνη με μια θλίψη που δεν θέλησα ποτέ. Την αποδέχτηκα όμως και έμαθα να ζω μαζί της. Τώρα έχω εκείνη και εμένα και δεν χρειάζομαι κάτι άλλο." του απάντησε με ένα τρόπο που ήξερε πως δεν θα του άφηνε περιθώριο ελιγμών.
Του ζήτησε να φύγει, ενώ κοιτούσε ήρεμη το πέλαγος. Εκείνος αρνήθηκε λέγοντάς της πως θα έφευγαν μαζί γιατί φοβόταν να την αφήσει μόνη.
Γελώντας έβγαλε το σουγιαδάκι από την τσέπη της και το πέρασε κατά μήκος της παλάμης της.
"Τι πας να κάνεις;" της φώναξε.
"Μην τρομάζεις. Απλά δεν μπορείς να με πληγώσεις πια. Μόνο εγώ μπορώ να με πληγώσω και αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να πειστώ πως όλα αυτά συμβαίνουν στα αλήθεια." του απάντησε ενώ οι καυτές σταγόνες αίματος χύνονταν στη θάλασσα.
Ξύπνησε με το στόμα ξεραμένο από τη δίψα, νιώθοντας το χέρι της υγρό. Η πληγή στην παλάμη της είχε ανοίξει. Έτρεξε έντρομη στο δωμάτιο. Κοιτούσε μια την πληγή της και μια τη φωτογραφία τους στο λιμανάκι. Τη φωτογραφία από την τελευταία τους εκείνη συνάντηση.
Έβαλε μια γάζα στο χέρι της και ξάπλωσε στον καναπέ. Πατώντας το κουμπί για κλείσει την τηλεόραση, υποσχέθηκε στον εαυτό της πως θα πάψει να πηγαίνει στη θάλασσα.
[έτσι γιατί δεν με αρέσει να χρωστάω]

Τρίτη 12 Οκτωβρίου 2010

Ματίνα



"Ματίνα ξύπνα, θα αργήσουμε."

Τώρα. Σε 5 λεπτά σηκώνομαι. Μη φωνάζεις."

"Έτσι είπες και την τελευταία φορά και αργήσαμε στο μάθημα. Και τον ξέρεις τον Παπασταματίου. Δεν θα μας αφήσει πάλι να παρακολουθήσουμε. Εάν δεν σηκωθείς θα φύγω χωρίς εσένα."

Ξύπνησε με την απορία εάν είχε ψελλίσει "φύγε" ή "τώρα έρχομαι" μέσα στον ύπνο της. Όχι ότι είχε καμία σημασία. Η Νόρα είχε φύγει χωρίς εκείνη. Πάλι θα έχανε το μάθημα και ήξερε πως αυτό μόνο κακό μπορεί να ήταν.
Μπορεί να ήταν καλή στο σχεδιασμό και τα χρώματα, αλλά στην κοπτική- ραπτική υστερούσε και το να χάνει ουσιώδη μαθήματα μόνο ανασταλτικός παράγοντας θα ήταν για τις σπουδές της. Ή τέλος πάντων αυτό που οι άλλοι είχαν ονομάσει σπουδές για εκείνη.
Έφτιαξε τον καφέ της και ενώ περίμενε να κρυώσει - πάντα τον έπινε κανά δεκάλεπτο αφότου τον κατέβαζε από το μάτι της κουζίνας- μπήκε στο δωμάτιο που χρησιμοποιούσαν με την Νόρα σαν εργαστήριο. Κοίταξε τα πατρόν που ήταν αραδιασμένα επάνω στο σχεδιαστήριο για εξάσκηση και ενστικτωδώς τα έσκισε και τα πέταξε στο πάτωμα. Τα έβαλε με επιμέλεια στον κουβά και πήγε στην κουζίνα να απολαύσει τον καφέ της.
Ένα τσιγάρο και αρκετές γουλιές καφέ μετά, αφού είχε ξυπνήσει και το μάτι έβλεπε πια καθαρά, πήρε τον κουβά και βγήκε στο μπαλκόνι. Άναψε τσιγάρο με ένα σπίρτο και πριν το σβήσει, το πέταξε στον κουβά, που λαμπάδιασε αμέσως. Χάζεψε για λίγη ώρα τη φωτιά που μαινόταν και αφού βεβαιώθηκε πως δεν προκαλούσε ζημιά, μπήκε στο σπίτι.
Κοίταξε το πρόγραμμα και είδε πως δεν είχαν άλλο μάθημα σήμερα. "Ωραία. Ρεπό." σκέφτηκε και το μυαλό της πήγε αμέσως στη Νόρα, που εκτός του ότι θα γύριζε εσπευσμένα να εφαρμόσει όλα όσα θα τους είχε πει ο Παπασταματίου, από φόβο μην τα ξεχάσει -στην πρακτική εφαρμογή τους, γιατί θεωρητικά είχε έναν τρόπο να στα εντυπώνει ο πούστης- θα της άρχιζε το κήρυγμα. Που είναι αμελής και ανεύθυνη. Που δεν υπολογίζει όλα όσα ξοδεύουν οι γονείς της για εκείνη.

Ποιοι γονείς αλήθεια;

Η Ματίνα δεν είχε πει ποτέ ξεκάθαρα στη Νόρα τίποτα για την οικογένειά της. Ακόμα και για τον ίδιο της εαυτό ελάχιστα είχε πει και εκείνη από τη δική της πλευρά ελάχιστα είχε ρωτήσει. Απορούσε ώρες ώρες πως την δέχτηκε για συγκάτοικο και δεν φοβήθηκε. Η άγνοια τρομάζει. Και αυτό η Ματίνα το ήξερε καλά.
Άφησε για λίγο κατά μέρος τις σκέψεις και επικεντρώθηκε στις λίγες ώρες ελευθερίας που της απέμειναν μέχρι να γυρίσει η Νόρα. Πόσο καιρό είχε να νιώσει αυτό το συναίσθημα.
Κι όμως τη στιγμή εκείνη που το είχε νιώσει δεν κράτησε πολύ. Ήταν πολύ μικρή. Θυμάται όμως τον εαυτό της να στέκεται στην αυλή του μικρού σπιτιού τους και να κοιτάζει το πεσμένο σώμα της μητέρας της, έξω από την αποθηκούλα, δίπλα στον κασμά που είχαν για τα παρτέρια. Τα χέρια της ήταν ελαφρώς λυγισμένα παράλληλα με το σώμα της. Τα μάτια της είχαν μείνει ορθάνοιχτα. Νόμιζε πως την άκουγε ακόμα να της φωνάζει και να την κυνηγάει.
Και εκείνη έμεινε να την κοιτάζει. Ήταν τότε που οι φωνές είχαν σωπάσει, που δεν φοβόταν μην την προλάβει και την δείρει. Τότε που πήρε βαθιά ανάσα για να αφουγκραστεί το αίσθημα της ελευθερίας. Μα δεν κράτησε. Ένιωσε δυο χέρια γύρω από το σώμα της. Το ένα να την τυλίγει και το άλλο να της κλείνει τα μάτια. Θυμάται τη θεία της να φωνάζει "Πάμε μέσα. Αυτά δεν είναι πράγματα να τα βλέπει ένα παιδί." και να την τραβάει κρατώντας της τα μάτια κλειστά.
Μα αυτό που η θεία της αγνοούσε, ήταν πως δεν χρειαζόταν να δει κάτι άλλο. Γιατί είχε δει τη μάνα της να σκοντάφτει και τρέχοντας επιμελώς πρόλαβε να σπρώξει τον κασμά προς το μέρος της. Προς το μέρος που προσγειώθηκε το δεξί μέρος του κεφαλιού της και η μία άκρη του κασμά μπήχτηκε κοντά στο δεξί μηνίγγι της. Και όλοι το θεώρησαν ατύχημα. Η Ματίνα από την άλλη ήταν σίγουρη πως επίτηδες έστρεψε το κεφάλι για να της ρίξει το τελευταίο θανατηφόρο βλέμμα της.
Και νόμισε πως γλίτωσε. Πως επιτέλους θα μπορούσε να ζήσει. Όμως ο πατέρας της δεν πήρε καλά τον χαμό της μάνας. Και από φόβο πως δεν θα μπορούσε να αντεπεξέλθει για τον ίδιο και κυρίως για την κόρη του, έδωσε στην αδερφή του -όντας χήρα- τη θέση της μητέρας. "Τα παιδιά χρειάζονται μάνα, περισσότερο από πατέρα." της είχε πει την ημέρα που η Τασούλα ήρθε να εγκατασταθεί στο σπίτι τους.
Στην αρχή δεν της κακοφάνηκε. Θεώρησε ότι σε μια δεύτερη απόπειρα να αποκτήσει μητέρα ίσως ήταν πιο τυχερή. Όμως η Τασούλα αποδείχτηκε χειρότερη. Ήταν κακιά, στριμμένη και αυταρχική. Οι μόνες λέξεις που πρόφερε με ευχαρίστηση ήταν το όχι, μη και δεν πρέπει. "Για να κρατάμε τα προσχήματα. Ο κόσμος είναι κακός." της έλεγε και την αγκάλιαζε και της φαινόταν τόσο φτηνό και υποκριτικό που αντί για προσευχή στον ύπνο της ψιθύριζε "Στο διάολο τα προσχήματα, στο διάολο και συ."
Και όσο μεγάλωνε η Ματίνα, μεγάλωναν και οι καυγάδες μεταξύ τους. Πλησίαζε τα δεκαοχτώ όταν κρυφάκουσε να λέει στον πατέρα της πως έπρεπε να την στείλουν στην Αθήνα να σπουδάσει. Πως το χωριό είναι μικρό και ο κόσμος κουτσομπόλης. Να γλιτώσουμε και εμείς και το παιδί από τις κακές γλώσσες, είχε πει. Και ο πατέρας πείστηκε πως ήταν για το καλό της.
Όχι ότι θα της έκανε κακό να φύγει. Για την ίδια όμως, όχι για το καπρίτσιο της Τασούλας. Την βόλευε όμως το αποτέλεσμα και δεν έφερε αντίρρηση. Βέβαια, αποφάσισαν να σπουδάσει αυτό που ήθελε η Τασούλα και της Ματίνας δεν της άρεσε. "Κποτική- ραπτική; Από πού και ως που; Κανονικά εγώ έπρεπε να ερωτηθώ για το τι θέλω να σπουδάσω." ούρλιαζε το βράδυ που της το ανακοίνωσαν, αλλά αποφάσισε να συμφωνήσει. Στο κάτω κάτω έπρεπε να ευχαριστεί για την καλή της τύχη. Τουλάχιστον θα έφευγε από το χωριό και την Τασούλα.
Έτσι βρέθηκε στην Αθήνα, έτσι συγκατοίκησε με την Νόρα. Το δωματιάκι εκείνης της γνωστής από το χωριό ήταν άθλιο και η Τασούλα θα είχε έναν άνθρωπο δικό της συνέχεια από κοντά. Κατάφερε και τους συμφώνησε πως εάν έβρισκε σπίτι αλλού με τα ίδια λεφτά θα μετακόμιζε. Όρος απαράβατος η Τασούλα να μην κατέβαινε ποτέ να δει το σπίτι. "Ξέρω εγώ πατέρα. Έχε μου εμπιστοσύνη και ξέρω εγώ." του είχε πει και ο άμοιρος, μιας και το κοριτσάκι του ποτέ δεν είχε φέρει αντίρρηση στο οτιδήποτε, δέχτηκε.
Κάπως έτσι ξεκίνησε την καινούρια της ζωή. Μακριά από δαίμονες, φαντάσματα και καταπιέσεις. Ή τουλάχιστον έτσι πίστευε. Μέχρι που γύρισε η Νόρα σπίτι με ένα γράμμα για τη Ματίνα από τον Παπασταματίου.
Το διάβασε για να καταλάβει πως είχε αποδειχτεί χειρότερος καταπιεστής και από την μάνα της και από την Τασούλα. Την απείλησε πως εάν δεν συμμορφωθεί με τους όρους της σχολής και τους δικούς του, θα στείλει γράμμα στους δικούς της και θα την διώξει από την σχολή. Και αυτό η Ματίνα δεν το ήθελε. Ήξερε τι θα σήμαινε κάτι τέτοιο. Επιστροφή στο χωριό με όσα αυτό συνεπαγόταν.
Την επόμενη κιόλας μέρα πήγε στη σχολή να τον βρει. Της άρχισε τα δικά του. Ότι έχει χάσει πολλά μαθήματα, ότι δύσκολα θα μπορέσει να συντονιστεί και διάφορα άλλα μέχρι να καταλήξει εκεί που πραγματικά ήθελε.
Γυρνώντας σπίτι δεν είπε λέξη στη Νόρα. Προφασίστηκε αδιαθεσία και δεν βγήκε μαζί της με τα άλλα παιδιά από τη σχολή. Μόνο όταν για πολλοστή φορά τη ρώτησε επιτακτικά τι της είπε ο Παπασταματίου, απάντησε "Θα το σκεφτεί." για να την καθησυχάσει. Όμως δεν ήταν τόσο απλό.
Ο Παπασταματίου της είχε πει εμμέσως πλην σαφώς πως έπρεπε να συμμορφωθεί με τους κανόνες τους , που σήμαινε πως εάν δεν περνούσε το σαββατοκύριακο μαζί του στο εξοχικό του, δεν θα της επέτρεπε να συνεχίσει τη σχολή. Η μάνα του ήταν καρδιακή φίλη της Τασούλας και ήξερε έτσι τα πάντα γι αυτήν. Και είχε πιστέψει η χαζή πως η επιλογή σχολής ήταν τυχαία. Τίποτα δεν ήταν τυχαίο για την Τασούλα. Ευτυχώς είχε κάποιες μέρες περιθώριο να το σκεφτεί. Το γεγονός ότι η Νόρα θα έφευγε εκείνο το ίδιο σαββατοκύριακο την διευκόλυνε στο να βρει μια λύση και να δώσει μια απάντηση.
Το αυτοκίνητό του σταμάτησε κάτω από το σπίτι αρκετή ώρα αφότου είχε φύγει η Νόρα. Ευτυχώς ο Ωρωπός δεν ήταν πολύ μακριά.
Το σπίτι ήταν όμορφο, αλλά από τη διακόσμηση η Ματίνα κατάλαβε πως προοριζόταν για τις περίεργες ορέξεις του δασκάλου της. Τακτοποιήθηκε στο δωμάτιο, προσπαθώντας να βρει τρόπο να κερδίσει χρόνο. Ένα ποτήρι κρασί μπροστά από το τζάκι θεώρησε ότι ήταν καλή ιδέα και εξυπηρετούσε το σκοπό της. Το δεύτερο όμως τον ζάλισε και άρχισε να γίνεται πιο διεκδικητικός.
"Μου υποσχέθηκες να μου δείξεις το σχεδιαστήριο." του είπε με φωνή προσποιητά λάγνα, που όμως τον έπεισε.
Πριν μπουν μέσα ήπιε το δικό της μονορούφι. Θα χρειαζόταν όλη της τη δύναμη και λίγο αλκοόλ στον οργανισμό θα της έκανε σίγουρα καλό.
Άρχισε να περιεργάζεται το χώρο. Η ραπτομηχανή δέσποζε στο κέντρο και γύρω της ένα τεράστιο τραπέζι που πάνω του ήταν αραδιασμένα κάθε λογής πατρόν. Έκανε πως τα κοιτάει με ενδιαφέρον, ώσπου τον ένιωσε να έρχεται από πίσω της με ορμή και να την ξαπλώνει πάνω στο τραπέζι, σαν αβυσσαλέο ζώο. Προσπάθησε να τον απομακρύνει με τα χέρια της αλλά ήταν πιο δυνατός. "Περίμενε. Πάνω στη ραπτομηχανή να πάμε." είπε και χαμογέλασε. Εκείνος νομίζοντας πως της άρεσαν τα περίεργα δέχτηκε.
Με δυο έξυπνες κινήσεις τον έριξε πάνω στη ραπτομηχανή και ξάπλωσε πάνω του. Του άρεσε που έπαιρνε το πάνω χέρι. Χαϊδεύοντας τον άρχισε να απομακρύνεται από το σώμα του και ακούμπησε στο πάτωμα. Συνέχισε να τον χαϊδεύει ενώ με το αριστερό της πόδι έψαχνε το πετάλι της ραπτομηχανής. Άπλωσε το δεξί του χέρι προς τη μεριά της βελόνας και πάτησε με δύναμη το πετάλι. Την κλώτσησε με μανία, ουρλιάζοντας από τον πόνο, καθώς τράβηξε το χέρι του αφήνοντας ένα μικρό κομματάκι σάρκα στην άκρη της βελόνας.
Δεν πτοήθηκε. Όσο καθόταν κοιτώντας το χέρι του μέσα στα αίματα, εκείνη άρπαξε το σίδερο από το τραπέζι και το προσγείωσε με ορμή στο κεφάλι του. Έπεσε αναίσθητος στο πάτωμα. Τον ξαναχτύπησε για να βεβαιωθεί πως δεν θα συνερχόταν και τον ξάπλωσε στο πάτωμα.
Έπειτα πήγε στο τραπέζι. Είχε δει ένα ύφασμα που της τράβηξε την προσοχή. Καρό μπλε. Μάλλον προοριζόταν για κουρτίνες.
Άρχισε να κόβει το ύφασμα σε λωρίδες. Μετά πήρε το ξυράφι και έκοψε σε λωρίδες το δέρμα από το θώρακά του. Πήρε την ραπτομηχανή, ήταν από εκείνες που μπορούσες να επιλέξεις την ταχύτητα γαζώματος και έραψε το ύφασμα πάνω στο δέρμα του.
Αφού είχε ετοιμάσει αρκετές λωρίδες σταμάτησε. Πήγε στο δωμάτιο που είχε την τσάντα της, πήρε τη σακοράφα που κουβαλούσε πάντα μαζί της -ενθύμιο από το χωρίο- και άρχισε να ράβει τα ανάμεικτα κομμάτια υφάσματος και σάρκας επάνω στο δέρμα του.
Η σκληρή επιφάνεια του δέρματός του την παίδεψε και κατάφερε να διακοσμήσει μόνο τον θώρακα και τα χέρια του. Οι μηροί του της φάνηκαν αρκετά γυμνασμένοι για να μπορέσει να περάσει τη βελόνα.
Έπειτα πήρε το κόκκινο νήμα, το πέρασε στη σακοράφα και άρχισε να ράβει τα χείλη του μεταξύ τους. Έτσι δεν θα μπορούσε να πει σε άλλες τις ίδιες ανοησίες που είχε ακούσει η ίδια.
Σηκώθηκε και τον κοίταζε. Ένιωσε και πάλι αυτό το, έστω και φευγαλέο, αίσθημα ελευθερίας που θυμόταν. Αυτή τη φορά θα προσπαθούσε να το κάνει να διαρκέσει παραπάνω.
Έκλεισε την πόρτα του σπιτιού αναστενάζοντας, σκεπτόμενη πως και η Τασούλα θα φαινόταν εξίσου ωραία. Πάντα της πήγαινε το κόκκινο. Ειδικά στα χείλη.


Τρίτη 31 Αυγούστου 2010

Η φυγή

Οι κινήσεις της ήταν σχεδόν μηχανικές. Μπήκε αλαφιασμένη, τακτοποίησε τα πράγματα της και αφέθηκε στο κάθισμα. Δεν πρόλαβε να σκεφτεί παρά ελάχιστα, πριν πέσει σε έναν ύπνο βαθύ. Η φυγή είχε αρχίσει. Ή μήπως τώρα τελείωνε;

Ξύπνησε ενστικτωδώς. Συνειδητοποιώντας πως πλησίαζε, άνοιξε ανόρεχτα τα μάτια της, φανερά ενοχλημένη για την διακοπή του ύπνου της και περίμενε υπομονετικά να φτάσει στον τελικό προορισμό της. Το καταπράσινο τοπίο την χαλάρωσε από την ένταση που ένιωθε να διατρέχει το κορμί της. Λίγο πριν την ανακοίνωση, η σκέψη της πλανήθηκε κοντά του. Δεν ήταν η καλύτερη στιγμή να συμβεί κάτι τέτοιο. Ευτυχώς ο ήχος του τρένου που σφύριζε πριν το τελικό φρενάρισμα την επέστρεψε στην πραγματικότητα.

Κατέβηκε κουβαλώντας τα μπαγκάζια και κοιτώντας τριγύρω έως ότου το βλέμμα της τον συνάντησε. Η χαρωπή φιγούρα του κυρίου Στέλιου δεν της είχε αφήσει περιθώρια ελιγμών.
- «Καλώς το κορίτσι. Ήταν καλό το ταξίδι;» την ρώτησε, βάζοντάς την σε μία διαδικασία διαφορετική από εκείνη που είχε στο μυαλό της.
- «Μια χαρά.» απάντησε γελαστή, ξέροντας πως θα ακολουθούσε ένας διάλογος απλός και ανθρώπινος μεταξύ τους.

Και η αλήθεια είναι πως καιρό τώρα είχε ξεχάσει όχι μόνο τι σημαίνει ανθρωπιά, αλλά ακόμα και αυτό το απλό, η ανθρώπινη επαφή.

Μίλησαν αρκετά μέχρι να την πάει στο σπίτι. Διακριτικός όπως πάντα δεν ρώτησε τίποτα. Την άφησε στην πόρτα, την ρώτησε μήπως χρειαζόταν κάτι και μετά την αρνητική της απάντηση έφυγε, λέγοντάς της πως για οτιδήποτε χρειαζόταν να μην δίσταζε και εκείνος θα την βοηθούσε.

Μπήκε στο σπίτι, με ένα αίσθημα όχι φόβου, αλλά με την ιδέα πως έμπαινε στο καταφύγιό της. Τακτοποίησε βιαστικά τις αποσκευές της και κάθισε στην κουνιστή πολυθρόνα της γιαγιάς. Ακούμπησε το κεφάλι της στο ξύλο και αφέθηκε στις αναμνήσεις. Δεν ήταν ξεκάθαρο εάν ονειρευόταν ή απλώς ονειροπολούσε. Πετάχτηκε όμως με την ηχώ μιας λέξης που νόμιζε πως αντηχούσε στα αυτιά της. «Μοναχική». Το ήξερε πως έτσι την αποκαλούσαν στο χωριό. Τους είχε ακούσει και η ίδια να το ψιθυρίζουν αγνοώντας πως τους ακούει. Ποτέ δεν της φάνηκε κακό. Τώρα όμως την τάραξε. Ούτε εκείνη μπόρεσε να καταλάβει το γιατί.

Μερικά ποτά και τσιγάρα μετά, νόμιζε πως είχε την απάντηση. Όταν η σκέψη της πάλι πλανήθηκε σε εκείνον. Όταν η στιγμή ήταν η κατάλληλη.

Θυμήθηκε τις προηγούμενες φορές που είχε έρθει. Μια απόδραση στο ύπαιθρο. Έτσι αποκαλούσε τις μέρες που περνούσε στο χωριό. Απόδραση από την καθημερινότητα και το άγχος της πόλης. Μια ευκαιρία να χαλαρώσει, να σκεφτεί και να γράψει. Και έπειτα με γεμάτες μπαταρίες επέστρεφε για να συνεχίσει, ακόμη και τις φορές που δεν ήθελε ή που νόμιζε πως δεν μπορούσε. Πάντα όμως επέστρεφε.

Και μετά ήρθε ο Παύλος. Και οι ισορροπίες ανατράπηκαν. Ευχάριστη μεν, ανατροπή δε. Άλλαξαν και τα δεδομένα και οι συνθήκες. Αυτή τουλάχιστον έτσι το βίωνε. Και στην αρχή, και μετά. Στο μυαλό της. Όλα τελικά ήταν στο μυαλό της.

Όχι πως ο Παύλος ήταν κακός. Διαφορετική αντίληψη είχαν. Το πίστευαν βέβαια το μαζί. Και οι δυο τους το πίστευαν. Και αγαπήθηκαν αληθινά, με όσα αυτό συνεπάγεται. Μα το δικό του μαζί, απείχε από το δικό της.

Στην αρχή δεν το είχε καταλάβει. Της έφτανε που ένιωθε. «Είμαστε προορισμένοι να παράγουμε συναισθήματα. Να νιώθουμε επειδή αυτό μας συμβαίνει και όχι επειδή το θεωρούμε υποχρέωση ή επειδή περιμένουμε ανταπόδοση. Η αγάπη πηγάζει από μέσα μας και γι’ αυτό ακριβώς είναι ανιδιοτέλεια.» έλεγε και εκείνος συμφωνούσε.

Στην αγάπη, στην ανιδιοτέλεια και στο μαζί. Μα το δικό του μαζί ήταν χαλαρό. Το ζω και μου φτάνει. Το δικό της μαζί ήταν πιο απαιτητικό. Μοιράζομαι, για να μπορώ να το ζήσω. Και κάπου έχασαν την επαφή. Και εκείνη ολοένα βυθιζόταν σε μια θλίψη που ο Παύλος αδυνατούσε να καταλάβει. Γιατί για κείνον ήταν αρκετό. Ζούσε το δικό του μαζί. Για εκείνη ήταν διαφορετικά. Αφού δεν μπορούσε να το μοιραστεί, θεωρούσε πως δεν μπορούσε και να το ζήσει.

Ποτέ δεν του είπε τίποτα. Πίστευε πως καταλάβαινε. Εκείνος όμως ήταν αδύνατο να κατανοήσει κάτι που αγνοούσε. Και ένιωσε να πνίγεται. Μέσα στην χαλαρότητα με την οποία η ίδια του είχε επιτρέψει να την περιβάλει.

Και η ανάγκη να αποδράσει έγινε πιο έντονη. Όχι πια μόνο από την καθημερινότητα και το άγχος. Μα απόδραση από εκείνον. Από τη θλίψη και την πίκρα με την όποια την πότιζε. Και εκείνος αδυνατώντας να καταλάβει, γινόταν πιο πιεστικός, μέσα στο χαλαρό μαζί που ο ίδιος είχε διαμορφώσει. Μα όχι διεκδικώντας αυτό το παραπάνω που εκείνη ήλπιζε, αλλά απαιτώντας όλα όσα συνέβαιναν όσο καιρό ήταν μαζί.

Και ένα βράδυ σταμάτησαν όλα. Και εκείνος, και το μαζί και το άγχος. Βρέθηκε στο χωριό την επόμενη κιόλας μέρα. Κάθισε λίγες μέρες και έπειτα ξαναπήγε στην πόλη να τακτοποιήσει κάποιες εκκρεμότητες.

Μα όλα αυτά ανήκαν στο παρελθόν. Τώρα ήταν εκεί. Στην κουνιστή της πολυθρόνα, στις σκέψεις της, σε όσα απέφευγε συστηματικά τόσο καιρό.

Πήγε μια βόλτα από το καφενείο. Οι ψίθυροι και τα κουτσομπολιά της χάλασαν τη διάθεση. Έφυγε σχεδόν αμέσως για να γυρίσει στο σπίτι.

Κάπνιζε και έπινε στη βεράντα. Οι αναμνήσεις ήταν έντονες σαν να τα έβλεπε όλα σαν ταινία. Να πηγαίνει σπίτι του, να λογομαχούν, να τσακώνονται, να τον χτυπάει με το τηγάνι. Θυμόταν το αίμα να τρέχει σαν ποτάμι και την ίδια ανήμπορη αρχικά να αντιδράσει.

Την δύναμη που έδειξε. Να τον μαζεύει. Να καθαρίζει τα αίματα. Να τον μεταφέρει στο χωριό. Να περιμένει να πλησιάσει το σούρουπο. Να σκάβει στην αυλή, δίπλα στον παλιό αχυρώνα. Να τον σκεπάζει με χώμα. Να πηγαίνει τακτικά και πάντα να αφήνει ένα κερί αναμμένο δίπλα στον αχυρώνα.

Να φεύγει και να ξαναέρχεται αναζητώντας τη λύτρωση. Τώρα όμως το είχε αποφασίσει. Όσο και να προσπαθούσε δεν μπορούσε να ξεφύγει από τον εαυτό της.
Έστειλε μήνυμα στον κύριο Στέλιο. Να ερχόταν να την έπαιρνε το επόμενο πρωί. Αυτή τη φορά όμως το είχε αποφασίσει. Δεν θα επέστρεφε.

Την βρήκε ξαπλωμένη, δίπλα σε ένα αναμμένο κερί στον αχυρώνα. Είχε ένα γράμμα τυλιγμένο στο χέρι της. Το διάβασε. Φώναξε την αστυνομία. Έψαξαν, έσκαψαν, δεν βρήκαν τίποτα.

Πηγαίνει ο κυρ Στέλιος και της ανάβει κανά κερί. Την θυμάται. Μόνο που δεν κατάλαβε ποτέ αν τελικά ο εκείνος ο Παύλος υπήρξε ή ήταν δημιούργημα της φαντασίας της.

Ο λαγός

Καθόταν όπως πάντα στο δεύτερο σκαλί στην αριστερή πλευρά της κεντρικής εισόδου του μετρό στο Σύνταγμα. Κοίταζε επίμονα το μεγάλο καντράν του ρολογιού του και έπαιζε νευρικά το πόδι του. «Δεν θα προλάβω. Πρέπει να βιαστώ.» μονολόγησε και σηκώθηκε απότομα. Καβάλησε το πατίνι του και άρχισε να κατηφορίζει την Ερμού. Μέχρι που συνάντησε την οδό Αθηνάς και στρίβοντας δεξιά βρέθηκε στην πλατεία Ομονοίας. Περιεργαζόταν από απόσταση τον κόσμο και τις συναλλάγες που λάβαιναν χώρα μπροστά στα μάτια του.
Θυμήθηκε την πρώτη φορά που είχε κάνει αυτή, την ίδια διαδρομή, χωρίς τότε να ξέρει πως αυτό θα γινόταν μια ιεροτελεστία που θα κρατούσε χρόνια. Και τότε καθόταν στην ίδια θέση, ανέμελος όμως για τον χρόνο που περνούσε. Μέχρι που την είδε να περνάει από μπροστά του. Του φάνηκε βιαστική, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί. Όπως αποδείχτηκε για κανένα λόγο από όσους θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί. Ήταν ψιλόλιγνη, με μακριά ξανθά μαλλιά που έπεφταν ανέμελα στους ώμους. Αυτό που τον αιχμαλώτισε όμως ήταν το βλέμμα της. Μελαγχολικό και απόκοσμο, το ένιωσε να τον τραβάει σαν μαγνήτης. Και εκείνος πειθήνια την ακολούθησε.
Κρατήθηκε σε κάποια απόσταση και απόμεινε αμήχανος να κοιτάζει από την απέναντι πλευρά της πλατείας. Εκείνη πάλι, έμοιαζε να έχει εξοικείωση με τον χώρο. Κινήθηκε νωχελικά και πλησίασε τον τύπο με το περίεργο σκουφί. Του είπε κάτι στο αυτί και έβαλε το χέρι της στην τσέπη. Εκείνος απομακρύνθηκε για λίγο. Έπειτα επέστρεψε. Την περίμενε να βγάλει πρώτη το χέρι από την τσέπη, τύλιξε στο δεξί του τη δέσμη με τα χαρτονομίσματα και με το αριστερό της προέτεινε το σακουλάκι, που έκρυψε βιαστικά στο μπουφάν της. Ο Ηλίας σπρωγμένος από περιέργεια είχε πλησιάσει πολύ. «Τι συμβαίνει;» τον ρώτησε αγριεμένος ο τύπος. «Θέλω και εγώ.» απάντησε με τόνο που ευτυχώς για εκείνον προδιδε πρωτάρη και όχι κάποιον μπάτσο, ταυτότητα που θα τον έβαζε σε κίνδυνο. «Μόνο κουμπιά μου έχουν μείνει.» απάντησε και ο Ηλίας γνέφοντας θετικά πήρε το ένα και μοναδικό που μπορούσε να πληρώσει.
Το έβαλε στην τσέπη του και συνειδητοποιώντας ότι την είχε χάσει για ώρα από τα μάτια του, άρχισε σαν τρελός να την ψάχνει. Την εντόπισε λίγα μέτρα πιο πέρα να τον κοιτάει γελώντας. Την πλησίασε σχεδόν μηχανικά. «Μην τον φοβάσαι τον Λούκας. Κατά βάθος είναι καλός.» του είπε. «Πώς σε λένε;» τη ρώτησε αμήχανα. Εκείνη σκύβοντας στο αυτί του, του ψιθύρισε Αλίκη. Ήταν σίγουρος όμως πως του είπε ψέμματα φοβούμενη για το μέρος που γινόταν η γνωριμία τους. Στάθηκαν αμίλητοι για λίγα λέπτα, ωσπού την είδε έτοιμη να φύγει και δεν κρατήθηκε. «Θέλεις να πάμε να πιούμε ένα τσάι;» τη ρώτησε και η Αλίκη έσκασε στα γέλια. Λογικό, δεδομένου ότι δεν γνώριζε την μικρή ιδιαιτέροτητα του Ηλία. Δεν έπινε καφέ γιατί ήταν αλλεργικός, οπότε είχε καταφύγει στο τσάι. Εκείνη το απέφυγε με τρόπο και έκανε να φύγει. Έπρεπε να δοκιμάσει αυτό που αγόρασε. «Πες μου μόνο αυτό τότε. Γιατί είσαι εδώ;» τη ρώτησε. «Γιατί έπρεπε να βρω ένα τρόπο να μπω στη χώρα των θαυμάτων.» απάντησε με νάζι και εξαφανίστηκε.
Ήταν η πρώτη και τελευταία φορά στη ζωη του που δοκίμασε κουμπί ή οποιοδήποτε είδος ναρκωτικού. Συνέχισε όμως να πηγαίνει στην πλατεία με την προσμονή να την δει. Εκείνη όμως ήταν άφαντη. Και ο καιρός περνούσε και η επιθυμία να τη συναντήσει έγινε εμμονή. Το άλλοτε χαρούμενο παιδί που έπαιζε με το πατίνι του στην πλατεία Συντάγματος έγινε ένας τρελός που κοιτούσε επίμονα το ρολόι του, περιμένοντας να έρθει η ώρα για τη συνηθισμένη του βόλτα.
Και ο άλλοτε ανέμελος «λαγός» όπως τον αποκαλούσαν στην πλατεία εξαιτίας του σκίτσου που δέσποζε στο κέντρο του πατινιού του έγινε ένα μίζερο πλάσμα, που το μόνο που έκανε ήταν να κοιτάζει το ρολόι και το ημερόλογιο. «Θα ξανάρθει. Δεν μπορεί.» έλεγε στον εαυτό του, αλλά εδώ και καιρό ούτε αυτό μπορούσε να του δώσει παρηγοριά.
΄Ήταν ένα από τα πολλά ανιερά απογεύματα, που καθόταν και περίμενε ο μεγάλος δείκτης του ρολογιού να πάει στο έξι για να ξεκινήσει τη γνωστή διαδρομή, όταν την είδε να περνάει από μπροστά του. Τα μάτια του έλαμψαν και ενστικτωδώς πριν καν κοιτάξει το ρολόι του είχε καβαλήσει το πατίνι και κατέβαινε την Ερμού.
Η διαδρομή ήταν ακριβώς η ίδια. Όταν έφθασε στην Ομόνοια, στάθηκε στο ίδιο, γνώριμο σημείο απέναντι από την πλατεία, το μόνο κοινό που τους είχε μείνει μετά από εκείνη την μακρινή πρώτη τους συνάντηση, για να μπορεί να την παρακολουθεί και περίμενε. Το βλέμμα του περιεργάστηκε γρήγορα το χώρο, προσπαθώντας να μην την χάσει από τα μάτια του. Χρειάστηκε μόνο ένα ανοιγόκλεισμα των βλεφάρων, απόρροια του χτυπήματος στην πλάτη και το άκουσμα μιας γνώριμης φωνής να του λέει «Ρε λαγέ; Πάλι από τα μέρη μας;» για να τον εκνευρίσουν και να την χάσει από το οπτικό του πεδίο.
Στη θέα του Λούκας δεν χάρηκε, αλλά ήξερε πως έπρεπε έστω από ευγένεια να απαντήσει. «Ναι, πάλι από δω. Αλλά ήρθα επειδή ψάχνω κάποιον. Δεν ενδιαφέρομαι για το οτιδήποτε.» απάντησε με μια ανάσα, ελπίζοντας πως αυτό θα αποθάρρυνε τον Λούκας. Τον κοίταξε περίεργα. Έπειτα κούνησε το κεφάλι και έκανε να φύγει. Περνώντας δίπλα του, του ψιθύρισε στο αυτί «Η Αλική δεν είναι πια εδώ.» του έβαλε κάτι στην τσέπη και έφυγε.
Ο Ηλίας ξαφνιασμένος, την έψαξε με το βλέμμα του. Αφού δεν μπόρεσε να την εντοπίσει άρχισε να ψάχνει στα στενά γύρω από την Ομόνοια. Σε ένα από αυτά, που το φως έπεφτε ελάχιστα σε ένα κάδο σκουπιδιών, του φάνηκε πως την είδε. Να κάθεται πλάι στον κάδο με τα γόνατα λυγισμένα και το κεφάλι χωμένο μέσα τους. Χαμένη στον κόσμο της. Τον κόσμο των θαυμάτων όπως αποκαλούσε.
Την πλησίασε και κάθισε δίπλα της. Ήταν χαμένη για να τον καταλάβει. Της χάιδευε ώρα τα μάλλια, όταν γύρισε και τον κοίταξε. «Τι θες;» ρώτησε επιθετικά. «Να σε βηθήσω» της απάντησε σχεδόν απολογούμενος για την παρουσία του εκεί. «Εδώ και καιρό δεν χρειάζομαι βοήθεια. Μόνο ένα θάυμα. Και το έχω ήδη βρει.» του απάντησε.
Θόλωσε. Σε αυτή της φράση ένιωσε ότι περιεκλειόταν μια ολόκληρη ζωή. Η δική της, που τόσο αβίαστα την πέταγε στα σκούπιδια.
Έκλεισε το πρόσωπό της στο στήθος του. Η Αλίκη άρχισε να κλαίει. Δεν ήταν σίγουρος γιατί. Ίσως να καταλάβαινε τι γινόταν. Ίσως απλά να βυθιζόταν σε μια ακόμα ψευδαίσθηση. Δεν άντεχε να την βλέπει έτσι.
Τη φιλησε στο μάγουλο λέγοντας πως όλα θα πάνε καλά. Μα ήξερε πως δεν θα γινόταν έτσι. Εκείνη δεν αντέδρασε. Τα ναρκωτικά είχαν αρχίσει να ενεργούν. Το εκμεταλλεύτηκε. Την πήρε αγκαλιά, τύλιξε τα χέρια του στο λαιμό της και άρχισε να σφιγει με όλη του τη δύναμη. Οι πνιχτές κραυγές της δεν τον σταμάτησαν. Σε λίγη ώρα άφησε το αναίσθητο κορμί της να πέσει δίπλα στον κάδο. Σηκώθηκε, κοίταξε το πατίνι του που το είχε παρατήσει πιο δίπλα και έπειτα εκείνη. Δεν μπορούσε να την αφήσει έτσι. Θα ανακτούσε τις αισθήσεις της και θα συνέχιζε όπως πριν.
Έπαιξε μηχανικά με τις τσέπες του μπουφάν του. Τότε βρηκε το χαπάκι που του είχε βάλει ο Λούκας. Το μάσησε χωρίς δεύτερη σκέψη. Σύντομα τον είχε κυρίευσει. Άρχισε να κλωτσά τον κάδο. Μετά πήρε το πατίνι, το χτύπησε με μανία στον τοίχο σπάζοντας το στη μέση. Κρατούσε το μισό κομμάτι στα χέρια του όταν είδε το σώμα της να σαλεύει. Δεν το σκέφτηκε. Έπεσε πάνω της με δύναμη και κάρφωσε το πατίνι στο λαιμό της. Κρατούσε τα παγωμένα χέρια της με τα δικά του και το αίμα που έτρεχε ζεστό από το λαιμό της ήταν το μόνο σημάδι πως ήταν ζωντανή. Έστω κάποτε.
Όταν τα πόδια της σταμάτησαν να κλωτσάνε, κατάλαβε πως ήταν νεκρή. Ξάπλωσε δίπλα της και αποκοιμήθηκε. Όταν συνήλθε είχε αρχίσει να ξημερώνει. Το θέαμα του νεκρού σώματός της δίπλα του τον πάγωσε. Με μια γρήγορη ματιά στο σκηνικό κατάλαβε τι είχε κάνει. Έφυγε τρέχοντας.
Αφού συνειδητοποίησε τι είχε συμβεί, πήγε στο αστυνομικό τμήμα. Δήλωσε κλοπή για το πατίνι ελπίζοντας πως δεν θα τον συνέδεαν με τον αποτρόπαιο φόνο.
Για μέρες διάβαζε εφημερίδες και έβλεπε ειδήσεις μήπως ακούσει τίποτα. Για μέρες περίμενε μήπως η αστυνομία ερχόταν στο σπίτι του. Τίποτα δεν συνέβη. Και εκείνος συνέχιζε να πηγαίνει στο Σύνταγμα, όχι για να προποιηθεί πως όλα ήταν φυσιολογικά, αλλά μήπως μάθει κάτι.
Ένα βράδυ μετά από μπύρες με τα φιλαράκια, δεν άντεξε. Κατηφόρισε προς την Ομόνοια. Στάθηκα και πέριμενε να δει τον Λούκας. Όταν τον εντόπισε έτρεξε προς τα εκεί. Εκείνος δεν χάρηκε που τον είδε. «Τι θες εδώ; Νόμιζα πως τελείωσες με όλα αυτά, εάν υποτεθή ποτέ ότι είχες αρχίσει.» του είπε. «Να σου πω τι έκανα. Τι της έκανα.» φώναξε ξεσπώντας σε λυγμούς. «Ρε μαλάκα πάλι τα ίδια; Στο ξανάπα η Αλίκη έφυγε. Εκείνη την πρώτη φορά που την είδες. Νοθευμένη δόση. Την βρήκαν πλάι σε ένα κάδο. Εσύ δεν έκανες τίποτα παρά να παραλογίζεσαι μαζί της.» του απάντησε, τον σκούντησε στον ώμο και του έχωσε ένα χαπάκι στην τσέπη.
Πήγε στο ίδιο σημείο. Κάθισε δίπλα στον κάδο και προσπαθούσε να σκεφτεί αν ήταν αλήθεια ή απόρροια της φαντασίας του. Ενώ σκεφτόταν κρατούσε σφιχτά το χάπι στο χέρι του. Ώρα μετά και ενώ αμφιταλαντευόταν ανάμεσα στην πραγματικότητα και την φαντασία κατάπιε το χάπι.
Βρέθηκε στην ίδια σκηνή, με την ίδια ένταση, τους ίδιος φόβους, το ίδιος πάθος. Να τη σώσει. Μόνο που αυτή τη φορά δεν της κάρφωσε το πατίνι, αλλά ανέβηκαν μαζί και έφυγαν. Για τον δικό της κόσμο. Τον κόσμο των θαυμάτων.

Τρίτη 4 Μαΐου 2010

Βροχή


Βρέχει, μα δεν με κινητοποίησε η βροχή. Μέρες τώρα σε νιώθω να τρέχεις μέσα μου. Σαν το αίμα στις φλέβες μου. Δίνεις το στίγμα σου πως υπάρχεις. Και προς θεού, ποτέ σου δεν δέχτηκες την αδιαφορία. Θα έκανες τα πάντα για να έχεις την αμέριστη προσοχή μου.
Σε κοιτώ στις φωτογραφίες. Βλέπω τα χέρια σου να ακουμπούν τα δικά μου. Να με κυκλώνουν απαλά και εγώ να χάνομαι μέσα τους. Ακόμα δεν ξέρω, ή μάλλον δεν μπορώ να καταλάβω αν το έκανες για να κοιμήσεις τη δική μου ανασφάλεια ή αν απλά τόνωνες τη δική σου κτητικότητα. Τις στιγμές που αποτύπωσε ο φακός σε κλάσματα του δευτερολέπτου, εμάς, μας πήρε αρκετό χρόνο για να τους επιτρέψουμε να συμβούν.
Ήταν τότε, που όλα φάνταζαν απλά. Εγώ, εσύ και ο χρόνος, κι ας μην ήταν πάντα με το μέρος μας. Έπειτα πάψαμε να είμαστε εμείς με το δικό του. Και παρόλο που κανείς δεν έδινε σημασία στην συγκεκριμένη μάχη, ήταν η σημαντικότερη όσων είχαμε να δώσουμε. Τώρα πια δεν έχει σημασία. Εκείνος πέρασε όπως όφειλε να πράξει και εμείς απομείναμε με τα κομμάτια ενός παζλ που αφήσαμε στη μέση. «Ποτέ μην υποτιμάς τους αντιπάλους σου.» μου έλεγες. Μα δεν καταλάβαινα. Όχι ότι ήμουν μικρή, απλά αφελής.
Ο καιρός και τα γεγονότα με έναν τρόπο που μπορούσα να κατανοήσω αλλά όχι να δεχτώ, είχαν γίνει το δέρμα μας και τελικά η ίδια η ζωή μας. «Πρέπει να παλέψουμε..» επαναλάμβανες. Και δεν ήταν αυτό που έλεγες, αλλά εκείνα τα χέρια σου, που τύλιγαν απαλά τα δικά μου, που μ’ έμαθαν να μετράω τα πράγματα και να τα βλέπω θετικά, ακόμα και εκείνα που αδυνατούσα να διαχειριστώ. Τα περικύκλωνε όλα το μαζί, το μαζί σου και αυτό μου έδινε τότε την ψευδαίσθηση ότι μπορώ να αντέξω τα πάντα. Και έτσι η μάχη είχε ξεκινήσει μέσα μου, χωρίς να το σκεφτώ, χωρίς να το καταλαβαίνω και χωρίς καμία διάθεση να πράξω αλλιώς.
Η δύναμη και το θάρρος με τα οποία με είχες οπλίσει δεν μου ήταν όμως αρκετά. Σε έβλεπα να αλλάζεις μέρα με τη μέρα. Ήξερα πως δεν είχες παραιτηθεί, απλά είχες κουραστεί. Και εγώ απλός παρατηρητής να σε διαβεβαιώνω πως όλα θα πάνε καλά, όχι χωρίς να το πιστεύω, μα χωρίς πια να το ελπίζω. Αυτό ήταν που πονούσε. Αυτό ήταν που με αλλοίωνε. Και εσύ να μου λες: «Εσύ πρέπει να συνεχίσεις. Πρέπει να ζήσεις.» με χείλη σφιχτά και φωνή αδύναμη, χωρίς τα χέρια σου να ακουμπάνε πια τα δικά μου, μα αδύναμα να πέφτουν στα σκεπάσματα. Όχι γιατί δεν ήθελες, μα γιατί δεν μπορούσες. Και το μαζί, το μαζί σου χάθηκε κάπου εκεί.
Όταν τα χέρια σου αδυνατούσαν πια να κρατήσουν τα δικά μου. Όταν τα άφησα παγωμένα να πέσουν στο πλάι του κορμιού σου. Τότε, που εσύ ξεκίνησες το ταξίδι σου χωρίς εμένα.
Δεν ήταν που δεν με ήθελες μαζί, ήταν που εγώ έπρεπε να μείνω πίσω. Να συνεχίσω. Και κάθε φορά που αποζητώ εκείνο το μαζί σου, έστω για στιγμή, το συναντώ με μάτια κλαμένα, χείλη σφιγμένα και πόδια να τρέμουν, ακουμπώντας σε ένα μάρμαρο κρύο και από τον καιρό κιτρινισμένο. Όπως την τελευταία φορά που άγγιξα τα χέρια σου. Σηκώνομαι με μια ανάσα, μια απόφαση που την παίρνω εδώ και καιρό.
Παγωμένη γυρίζω σπίτι. Μα δεν σε ψάχνω πια, γιατί υπάρχεις. Σε εκείνες τις φωτογραφίες, σε εκείνα τα μικρά κλάσματα του δευτερολέπτου που αποτύπωσε ο φακός. Μόνο που τώρα, ξέρω, έχω καταλάβει, πως ο χρόνος που χρειάστηκαν για να συμβούν είναι δικός μου, γιατί ήταν ο χρόνος που είχα μαζί σου.
[Γιατί είναι καλό μερικές φορές να θυμόμαστε.]

Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2010

Θεσσαλονίκη

Στεκόταν όπως πάντα με το πρόσωπο στο τζάμι, ατενίζοντας προς τα έξω, σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής προς τη δουλειά. Χάζευε τους ανθρώπους να τρέχουν, να συνομιλούν και να κινούνται στους δικούς τους ρυθμούς μέσα στην πόλη. «Πόσοι άνθρωποι συνυπάρχουμε μέσα στις πολύβουες πόλεις;» αναρωτήθηκε «Ξεκινάμε όλοι με την ίδια επιθυμία, να ζήσουμε και καταλήγουμε να χαθούμε στην προσπάθεια.» σκέφτηκε και το πρόσωπό της μελαγχόλησε Καιρό διαχώριζε τον εαυτό της από τους άλλους, αλλά σύντομα διαπίστωσε πως απλώς έτσι ήθελε να πιστεύει. Η πραγματικότητα ήταν άλλη. Και μέρα με τη μέρα τη βιώνει στο πετσί της. Την προσέγγισε αγόγγυστα και μετά έγινε δέρμα της. Παρ όλες τις προσπάθειες της να έλθουν αλλιώς τα πράγματα.
Είχε καταλήξει όπως όλοι αυτοί που παρατηρούσε. Νόμιζε πως ναι μεν θα συμβιβαζόταν, αλλά θα κρατούσε την ουσία και θα ζούσε. Κατέληξε όμως να χαθεί μέσα στην διαδικασία. Κάπου ανάμεσα σε δουλειά, συναισθηματικά ζητήματα και ψυχονευρωτικά που έβγαιναν με ορμή στην επιφάνεια, είχε ξεχάσει γιατί ζούσε. Είχε γίνει όμοια με τους ανθρώπους των δρόμων. Να τρέχει αλαφιασμένη να τα προλάβει όλα, χωρίς να αισθάνεται την παραμικρή ανάγκη να το κάνει και κυρίως χωρίς να νιώθει ότι εισπράττει έστω την παραμικρή ανταμοιβή για όλο αυτό.
Σκούπισε το δάκρυ που πήγε να κυλήσει και κατέβηκε αφού είχε φτάσει στη στάση της. «Ως εδώ ήταν.» είπε φωναχτά και πήρε το δρόμο για το γραφείο. Δεν μίλησε παρά ελάχιστα στη διάρκεια της μέρας. «Πες μας καμιά κουβέντα ρε συ.» άκουσε τη φωνή της συναδέλφου που την έκοψε από το σερφάρισμα στο ίντερνετ. «Δεν έχω κάτι να πω...ακεφιές.» συμπλήρωσε ξέροντας πως δεν θα ξεμπέρδευε εύκολα από μια συζήτηση.
Στον δρόμο της επιστροφής το μυαλό της έπαιρνε πολλές και περίεργες στροφές. Θυμήθηκε την τελευταία φορά που είχε θεωρήσει τον εαυτό της ελεύθερο και αναπόλησε εκείνο που την είχε κάνει να αισθανθεί έτσι.
Ήταν ένα βράδυ που πειθήνια ακολούθησε τους φίλους της σε μια παράσταση κάποιας εναλλακτικής μπάντας. Τους αρχικούς της δισταγμούς είχαν αντικαταστήσει η διασκέδαση και η αίσθηση της ελευθερίας που ένιωθε ακούγοντας αυτά τα εναλλακτικά τυπάκια να δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό επί σκηνής. Και η δική του παρουσία που είχε υπερισχύσει με τη μία.
Τον έλεγαν Ηλία και ήταν ένας ταλαντούχος κιθαρίστας που αποτελούσε και τη μασκότ του συγκροτήματος Με μια αμεσότητα που σε κέρδιζε αμέσως και έναν θεατρινισμό που σε άφηνε με ένα ηλίθιο χαμόγελο, κατάφερε να τη μαγέψει. Και εκείνος όμως τη συμπάθησε από την πρώτη στιγμή. Του φαινόταν πολύ διαφορετική, σε σχέση με τις κοπέλες που συναναστρεφόταν Κύλησε έτσι καιρός. Με εκείνον να υμνεί τη διαφορετικότητά της και εκείνη να πέφτει μέρα με τη μέρα όλο και πιο πολύ στα δίχτυα του.
Φίλους όμως δεν τους έλεγες, ή τουλάχιστον κανείς δεν τους θεωρούσε έτσι. Και η Εύα νιώθοντας τον χρόνο να τρέχει ένιωσε να μην αντέχει. Έπρεπε να κάνει κάτι. Η εμφάνιση τους στη Θεσσαλονίκη την προέτρεψε. Θα πήγαινε και εκείνη. Ήξερε την πόλη καλά και η ίδια δεν θα μπορούσε να σκεφτεί καλύτερο μέρος να του αποκαλύψει τα αισθήματά της. Η διαμονή της εκεί κατά τη διάρκεια των φοιτητικών της χρόνων φάνταζε αν όχι βοηθός σίγουρα οιωνός στα μάτια της. Εκεί στην πόλη της, όπως την αποκαλούσε, θεώρησε πως τα αισθήματα που ένιωθε να την καίνε και να την πνίγουν θα μπορούσαν να βρουν διέξοδο και ανταπόκριση,
Ένα κρύο βράδυ του Νοεμβρίου λοιπόν κατέβηκε από το σπίτι της, όπως συνήθιζε χρόνια πριν, στον λευκό πύργο, κάθισε για λίγο στα σκαλάκια ατενίζοντας τη θάλασσα και έπειτα περπάτησε στην παραλία. Όχι όμως δίχως προορισμό όπως άλλοτε. Το βράδυ εκείνο ο δρόμος την έβγαλε στην πόρτα του μαγαζιού που θα εμφανιζόταν ο Ηλίας.
Το ξημέρωμα τους βρήκε να περπατούν κατά μήκος της παραλίας συζητώντας. Μια αγκαλιά και ένα φιλί τους ένωσε με την προσμονή της επόμενης μέρας. Και εκείνη ήρθε, με χαρά και αμηχανία, με ελπίδα και όνειρα για το μετά. Ένα μετά που τους βρήκε 500 χιλιόμετρα μακριά. Εκείνη να σκέφτεται τρόπους να ξαναζήσουν το μαζί και εκείνον απλά να το αναπολεί σαν μια ωραία ανάμνηση. Γεγονός που της έγινε κατανοητό αρκετό καιρό μετά και με επώδυνο τρόπο.
Με την επάνοδό τους στην Αθήνα ο Ηλίας άλλαξε. Σταδιακά και μεθοδευμένα άρχισε να απομακρύνεται Εκείνη έμεινε να γεμίζει με ερωτηματικά και αμφιβολίες. Δεν πτοήθηκε. Έπαιζε πάντα καλά το παιχνίδι, αρκεί να της ξεκαθάριζαν τους όρους. Και αυτός το έκανε. Καθυστερημένα αλλά το έκανε. Και θεώρησε ότι το ζάρι ήταν πλέον στο δικό της χέρι. Το μόνο που έμενε ήταν να ρίξει τη ζαριά της.
Εμφανίστηκε μετά από καιρό στο μαγαζί που έπαιζε. Συγκαλυμμένη αμηχανία θεώρησε το ότι την είδε μπροστά της. Εκείνη είχε την χαρά του γνωστού προσώπου μέσα σε ένα πλήθος άγνωστα, αλλά δεν της βγήκε. Η χαρούμενη μορφή της κοπέλας που τον πλησίασε, ελάχιστα λεπτά μετά τη συνάντηση τους, κατέστησε σαφές ότι ή δεν ήταν πλέον μόνος ή ότι δεν είχε υπάρξει ποτέ, γεμίζοντάς την με περισσότερες απορίες, πόνο και θυμό. Ειδικά μετά την αμήχανη δήλωση εκείνου «Με την Κατερίνα είμαστε καιρό, απλά κάποιες φορές το χάνουμε και έπειτα το ξαναβρίσκουμε»
Γύρισε σπίτι και έκλαψε, έκλαψε με λυγμούς. Ίσως όχι τόσο για εκείνον, μα για όσα είχαν γκρεμιστεί εκείνο το βράδυ. Ξέσπασε σε θρήνο και αφού ηρέμησε, σκέφτηκε τι ήθελε να κάνει, παραγκωνίζοντας το κομμάτι του πρέπει.
Εκεί η σκέψη της διεκόπη. Είχε φτάσει στον προορισμό της και έπρεπε να κατέβει. Έφτασε σχεδόν σερνάμενη στην είσοδο του σπιτιού. Ετοίμασε τα πράγματα, κάθισε στον υπολογιστή και αποκαμωμένη έπεσε για ύπνο.
Την άλλη μέρα έφτασε χαρούμενη στο γραφείο. Παρέδωσε την παραίτησή της στον προϊστάμενο και αφού τους χαιρέτισε όλους πήρε το δρόμο για το σπίτι. Έκλεισε όπως όταν έφευγε για διακοπές και αναχώρησε για το αεροδρόμιο Λίγο μετά τον έλεγχο, κάνοντας βόλτες στα αφορολόγητα, άκουσε μα γνώριμη φωνή. Έμεινε σαν άγαλμα στη μέση του διαδρόμου. «Εύα τι κάνεις εδώ;» άκουσε τη φωνή του να τη ρωτά. «Ηλία;» απάντησε ανίκανη για οποιαδήποτε άλλη αντίδραση.
Στη διάρκεια του καφέ πριν την πτήση, της είπε ότι πέταγε και εκείνος για Θεσσαλονίκη. Είχαν εμφανίσεις με την μπάντα. «Για σένα δεν ρωτάω. Ταξιδάκι σε γνώριμα εδάφη.» της πέταξε χαμογελώντας «Δεν θα το λεγα Πάω να τακτοποιήσω εκκρεμότητες» απάντησε κοφτά. Το δε ύφος της δεν του άφησε κανένα περιθώριο να συνεχίσουν την κουβέντα. Αποχωρίστηκαν με αμοιβαίες ευχές για καλό ταξίδι και ευχάριστη διαμονή.
Άλλωστε εκείνη περισσότερες πληροφορίες δεν είχε να μάθει. Ήξερε για τις εμφανίσεις, καθώς φρόντιζε να παρακολουθεί τα βήματά του. Το ότι η εμφάνιση στην Θεσσαλονίκη συνέπεσε με τη φυγή της, που ούτως ή άλλως θα ακολουθούσε, το θεώρησε απλώς ευτυχή συγκυρία. Την απουσία της Κατερίνας παραπάνω από τύχη.
Έφτασε στην άνω Τούμπα ευτυχώς γρήγορα. Το σπίτι που της παραχωρούσε η φίλη της ήταν ιδανικό, κυρίως επειδή εκείνη έλειπε τον περισσότερο καιρό και η Εύα έμενε μόνη της μέσα σε απόλυτη ησυχία. Στην προκειμένη όμως περίπτωση βόλευε καθώς ήταν κοντά στην Πυλαία που θα εμφανιζόταν ο Ηλίας και η ίδια είχε μπροστά της ελάχιστες ώρες για να ετοιμαστεί.
Έκανε ένα μπάνιο. Χαλάρωσε λίγο και άρχισε να ετοιμάζεται. Ντύθηκε όμορφα, φόρεσε και το πιο καλό της χαμόγελο και ξεκίνησε για το μαγαζί που γινόταν το live. Κάθισε σε μια γωνιά και παρακολουθούσε χωρίς να αφήσει την παρουσία της να γίνει αντιληπτή. Μόνο στο διάλειμμα τον πλησίασε, για να του γνωστοποιήσει ότι ήταν εκεί και να του ζητήσει μια τελευταία βόλτα στην πόλη της. Να του δείξει όμως μόνο εκείνη ήξερε τη μαγεία της. Δέχτηκε όχι με ευκολία, αλλά με μεγάλη προθυμία.
Μετά το τέλος της παράστασης, χαιρέτισαν τα άλλα μέλη του γκρουπ και έφυγαν. Σταμάτησαν με το ταξί στην Εγνατία στο ύψος της Αγίας Σοφίας και από εκεί άρχισε η περιπλάνηση. Ανέβηκαν όλη την Αγίας Σοφίας, έφτασαν στα σκαλάκια στην αρχή της Άνω πόλης και χάθηκαν μέσα στα στενά. Παρ όλη την κούραση του δεν εξέφρασε την παραμικρή διαμαρτυρία. Άλλωστε η στάση στο ψιλικατζίδικο για κρασί και τσιγάρα τους είχε εφοδιάσει με όλα τα απαιτούμενα.
Κάποια στιγμή το δρομάκι έγινε εξαιρετικά έρημο και σκοτεινό. Ο Ηλίας κοντοστάθηκε Η Εύα συνέχισε απτόητη κι έκανε να στρίψει αριστερά σε ένα στενό που δεν είχε καθόλου φως. «Που πας; Δεν φοβάσαι; Φαίνεται κάπως επικίνδυνο» τη σταμάτησε πιάνοντας την από το μπράτσο. «Μη φοβάσαι. Οδηγεί σε αδιέξοδο αλλά δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας.» τον καθησύχασε η Εύα.
Όντως βρέθηκαν σε αδιέξοδο. Εκεί δίπλα στον κάδο που έστεκε ξεχασμένος ακούμπησε το κρασί και κάθισε οκλαδόν σε κάτι που έμοιαζε με πεζουλάκι. Του έκανε νόημα και κάθισε δίπλα της. Έπιναν, μιλούσαν και ενίοτε γελούσαν, καθισμένοι εκεί, φωτισμένοι μόνο από το αχνό φως του φεγγαριού. Δεν τον ρώτησε τίποτα για εκείνους. Γνώριζε μέσα της πως το μαζί, το δικό της μαζί, είχε χαθεί προ πολλού. Ένιωσε όμως την ανάγκη να τον ευχαριστήσει για τις όμορφες στιγμές που είχε ζήσει έστω για λίγο κοντά του και την αίσθηση της μοναδικότητας που της είχε προσφέρει.
Ξαφνιάστηκε. Δεν περίμενε αυτή την αντίδραση. «Περίμενα να θες τουλάχιστον να με βρίσεις.» απολογήθηκε εκείνος εξηγώντας της με λεπτομέρεια το πως η Κατερίνα υπήρχε στη ζωή του. Απλά ήταν περίεργα τα πράγματα τη στιγμή που γνώρισε την Εύα. Έδειξε μεγάλη κατανόηση. «Είσαι τόσο ήρεμη. Γιατί;» ρώτησε με ένταση στον τόνο της φωνής του. «Δεν θέλω να χαλάσω αυτό το τελευταίο βράδυ.» απάντησε ήρεμα εκείνη.
Η επόμενη ώρα τους βρήκε να έχουν μοιραστεί αποκαλύψεις, σκέψεις και όνειρα. Το μπουκάλι είχε τελειώσει και ο Ηλίας θεώρησε πως ήταν καιρός να πηγαίνουν. «Πίσω στην πραγματικότητα» είπε χαριτολογώντας Μα η δική του πραγματικότητα δεν περιελάμβανε την Εύα. Τα μάτια της άστραψα ν. Δεν πρόλαβε να τη ρωτήσει τίποτα. Αστραπιαία άρπαξε το μπουκάλι και το προσγείωσε στο κεφάλι του. Έπεσε αναίσθητος στο πλάι με μια μικρή αμυχή στο κεφάλι του.
Η Εύα κοίταξε το μπουκάλι στα χέρια της. Το πέταξε και έπεσε προς τα πίσω. Ένιωσε κάτι αιχμηρό να μπήγεται στο χέρι της. Γύρισε και είδε κομμάτια από σπασμένο καθρέφτη πεταμένα διάσπαρτα δίπλα από τον κάδο. Πήρε τότε ένα κομμάτι και άρχισε να το μπήγει στο κορμί του Ηλία. Τα ρούχα του την εμπόδιζαν. Του έβγαλε το μπουφάν και τη μπλούζα και συνέχισε σαν μανιασμένη. Είχε γεμίσει τα χέρια της με αίμα και κομμάτια σάρκας. Το πέταξε και ξέσπασε σε λυγμούς.
Έλυσε τα μακριά μαλλιά του και τα άφησε να χυθούν στο πρόσωπο του. Πόσο ωραίος της φαινόταν ακόμα και τότε, ακόμα και έτσι. Πήρε ένα άλλο κομμάτι καθρέφτη και το πέρασε με μια κίνηση στην ευθεία του λαιμού του. Το αίμα πότισε το λαιμό και τα μαλλιά του. Τύλιξε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του, τον χάιδεψε στο πρόσωπο και τον φίλησε απαλά στα χείλη. Η γεύση του αίματος ενδυνάμωσε την αίσθηση της πίκρας με την όποια ούτως ή άλλως την είχε γεμίσει.
Τον κοίταζε για ώρα. Δεν κουνιόταν. Άνοιξε τότε την τσάντα της και έβγαλε το νυχοκόπτη της. Πήρε το δεξί του χέρι, το κράτησε στα δικά της και άρχισε να κόβει λίγο λίγο τα πετσάκια γύρω από τα δάκτυλα του. Συνέχισε να κόβει μέχρι που μάτωσαν, αλλά δεν αρκέστηκε σε αυτό. Του έφαγε όλη τη σάρκα, μεθοδικά και ήρεμα μέχρι που έφτασε στο κόκκαλο.
Τότε θεώρησε πως του είχε κάνει αρκετή ζημιά και σταμάτησε. Όχι ότι θα ζούσε για να ξαναπαίξει κιθάρα, αλλά ήταν και αυτό μια ικανοποίηση, που θεώρησε πως έπρεπε να πάρει για τον εαυτό της. Το αριστερό χέρι το άφησε ανέπαφο. Δεν είχε ούτε χρόνο, μα κυρίως αντοχή για να ακολουθήσει την ίδια διαδικασία.
Κάθισε για λίγο εκεί, ανάμεσα σε κομμάτια καθρέφτη, σάρκας και αίματος και σκεφτόταν. Το μάτι εστίασε στο μωβ σαλβάρι που φορούσε. «Καλά δεν κρύωνε;» αναρωτήθηκε, τη στιγμή που έκοβε ένα κομμάτι από το δεξί μπατζάκι του, τυλιγοντάς το στο ματωμένο χέρι της.
Έπειτα σκούπισε τα χέρια της από τα αίματα, έψαξε στην τσάντα της και βρηκε το ψαλιδάκι της. Έκοψε μερικές μπούκλες των μαλλιών του, τις έβαλε στην τσέπη της, μαζί με το κομμάτι από το σαλβάρι και άρχισε να κατηφορίζει προς την παραλία.
Εκεί κάνοντας την αγαπημένη της διαδρομή, κατά μήκος της παραλίας άρχισε να σκορπά τις μπούκλες του στον θερμαϊκό. Όταν έφτασε στο ύψος της Τούμπας, που έπρεπε να αρχίσει την ανάβαση προς το σπίτι κοντοστάθηκε. Κράτησε για λίγο μια τούφα στην παλάμη της. Την πλησίασε στη μύτη της και αφού έβγαλε το κομμάτι από το σαλβάρι, την τύλιξε μέσα κι το έδεσε κόμπο. Το έβαλε στην τσέπη και άρχισε να ανεβαίνει, σκεπτόμενη πως και η ίδια ήταν όμοια με αυτό το κομμάτι υφάσματος.
Έτσι την είχε αφήσει ο Ηλίας, ανάμεικτη από χαρά και πίκρα, όπως το αίμα και τα μαλλιά του, τυλιγμένα στην μικρή ανάμνηση πως κάποτε υπήρξε, αφήνοντας στην σκέψη την απόχρωση του μωβ.