Ήταν ένα ήσυχο πρωινό του Μαίου. Κάθησε στο συνηθισμένο του παγκάκι στον εθνικό κήπο και σκεφτόταν. Σκεφτόταν όπως έκανε κάθε δεύτερη Παρασκευή, στο ίδιο μέρος και την ίδια ώρα, εδώ και πολλά χρόνια. Στο μυαλό του γυρνούσαν όλα όσα είχαν γίνει με τον ίδιο, τον Μάνο, τον καλύτερο του φίλο και τη Ζιζέλ, τη γυναίκα του.
Όταν ο Λευτέρης κάθισε δίπλα του, ούτε που τον κατάλαβε.Είχε βυθιστεί για τα καλά στις σκέψεις του. Μόνο όταν του είπε "Καλημέρα. Ωραίος καιρός σήμερα ε;" γύρισε και τον κοίταξε με το μελαγχολικό του βλέμμα. "Ναι. Ωραία είναι. Αν μπορείς να την χαρείς. Γιατί εγώ πια δεν μπορώ." είπε και τα μάτια του βούρκωσαν. "Τι σου συμβαίνει; Αν δεν γίνομαι αδιάκριτος φυσικά. Α, Λευτέρης επί τη ευκαιρία." αποκρίθηκε. "Θα σου πω. Θα σου πω την ιστορία μου, αλλά δεν θέλω να σου πω το όνομα μου. Ας πούμε πως επιθυμώ να γίνω ο άγνωστος άντρας με τη θλιβερή ιστορία στα μάτια σου."
Ξεκίνησε να διηγείται αλλά έμοιαζε σαν να μην τον ενδιαφέρει αν κάποιος τον ακούει. Και επαναλάμβανε συνέχεια κατά τη διάρκεια της αφήγησης τη φράση "Δεν θα προλάβω να στα πω. Θα έρθουν εκείνοι. Δεν θα προλάβω.". Δεν του άρεσαν οι προλόγοι, οπότε μπήκε κατευθείαν στο θέμα. Ο Μάνος, ο παιδικός του φίλος, είχε σκοτώσει τη γυναίκα του. Χωρίς λόγο, απλά επειδή την είδε να γυρνάει μέσα στο σπίτι. Ο Λευτέρης χλώμιασε. Απορούσε που το έλεγε με τέτοια ευκολία, αλλά υπέθεσε πως ήταν από το σοκ του γεγονότος και ένα τέτοιο γεγονός δεν το ξεπερνάς εύκολα. Η Ζιζέλ είχε μπει τυχαία από τη ζωή του, μια συννεφιασμένη μέρα μπήκε από το παράθυρο και έκτοτε δεν την άφησε να ξαναβγεί. Όχι ότι ήθελε να την κρατα φυλακισμένη, αλλά επειδή τους ένωνε η κοινή και βαθιά επιθυμία να απομονωθούν από τον υπόλοιπο κόσμο, να απομονωθούν για να ζήσουν τον έρωτα τους.
Δεν ήταν σαρκικό, το αντίθετο μάλιστα. Ήταν σαν να ένωσαν τις μοναξιές τους με μια απέραντη σιωπή. Δεν είχαν ανταλλάξει παρά ελάχιστες λέξεις, που και αυτές τις έλεγε εκείνος ενώ η Ζιζέλ περιοριζόταν να βγάζει ένα παρατεταμένο ζζζζ, σαν να έπαιζε μαζί του, χρησιμοποιούσε μόνο το συγκεκριμένο σύμφωνο. Μοιράστηκαν όμως πολλές σκέψεις και ακόμα περισσότερα αισθήματα. Πόσο όμορφα περνούσαν οι δυο τους. Η Ζιζέλ μπορεί να μην μιλούσε, αλλά ήταν παιχνιδιάρα. Συνεχώς τον πείραζε και τον γαργαλούσε. Το διασκέδασε που ασχολούταν σχεδόν όλη μέρα μαζί του.
Όταν ο Μάνος τον έχασε για μεγάλο χρονικό διάστημα, ανησύχησε. Κάποια στιγμή κανόνισαν να βρεθούν στον εθνικό κήπο. Ήταν η τελευταία τους συνάντηση πριν το φονικό και γι'αυτό εξακολουθούσε να πηγαίνει εκεί τόσα χρόνια μετά. Του θύμιζε ευτυχισμένες στιγμές. Στιγμές που μοιράστηκε τον έρωτα του για τη Ζιζέλ με τον Μάνο, τα δύο σημαντικότερα πρόσωπα στη ζωή του. Όταν αποκάλυψε τα πάντα για τη Ζιζέλ στον Μάνο, εκείνος πέθαινε από περιέργεια να τη γνωρίσει. Αλλά ήταν ανένδοτος. Δεν μπορούσε να γίνει. Τον φόβιζε να συναντηθούν οι δυο τους. Ήθελε εκείνη και τα αισθήματα του να μείνουν κρυμμένα από όλους τους υπόλοιπους. "Πόσο πολύ την αγάπησα. Καταλαβαίνεις το σοκ όταν τον είδα με το άψυχο σώμα της και τον ίδιο μέσα στα αίματα;" έλεγε προσπαθώντας να βρει κατανόηση στο πρόσωπο του συνομιλητή του.
Του ήταν δύσκολο βέβαια και μαρτυρικό να κρατάει τη γυναίκα του και τη ζωή του κρυφή, αλλά το μαρτύριο γλυκαίνει την καρδιά και κείνο που ζητάει τότε κανείς είναι, να τρέξει στο φως. Το μόνο σίγουρο κι αδιαίρετο σ' αυτόν τον θρυμματισμένο κόσμο, είναι το φως. Γι' αυτό άλλωστε η καημένη η Ζιζέλ, είχε τέτοια φωτοφιλία. Όπου έβλεπε φως, ορμούσε ασυλλόγιστα, αψηφώντας κι αυτόν το θάνατο...Τ' όνειρο της ήταν να καεί κάποτε, σε φλόγα κεριού, για να ενσωματωθεί μια για πάντα στο φως. Αυτή η αγάπη της για το φως ήταν ένας ακόμη λόγος που ερχόταν στο ίδιο μέρος αφότου πέθανε. Συνδύαζε το μέρος που συναντήθηκε για τελευταία φορά με τον φίλο του, με το μέρος που το λούζει άπλετα ο ήλιος και το φως που τόσο της άρεσε.
Ξαφνικά ο λόγος του διάκοπηκε. Είχαν έρθει εκείνοι, πριν προλάβει να του τα πει όλα. Ο Λευτέρης είδε τους νοσοκόμους να έρχονται τρέχοντας και να τον παίρνουν. Του έκανε εντύπωση που δεν αντιστάθηκε. Δεν πρόβαλλε καμία αντίσταση. Τους ακολούθησε σαν πειθήνιο κουτάβι. Απλά κάποια στιγμή γύρισε προς τον Λευτέρη "Δεν πρόλαβα να στα πω όλα. Να θυμάσαι όμως πως την άγαπησα όσο τίποτα άλλο." του είπε και μπήκε στο ασθενοφόρο.
"Ρε παιδιά, γιατί τον πήρατε; Εντάξει δεν φαινόταν στα πολύ καλά του, αλλά και μένα αν μου είχε σκοτώσει τη γυναίκα ο καλύτερος μου φίλος, έτσι και χειρότερα θα ήμουν."
"Χαχα, έπεσες και συ στη λούμπα κύριε. Τα καταφέρνει και τους πείθει όλους ο άτιμος. Η Ζιζέλ, που αποκαλεί γυναίκα του, είναι μια μύγα και ο Μάνος, ο καλύτερος του φίλος, όντως ο καλύτερος φίλος, του ανθρώπου, ο σκύλος του, που κάποια μέρα έφαγε τη μύγα και ο καημένος τρελάθηκε. 5 χρόνια τώρα η ίδια ιστορία, τους προσωποποίησε και τους δύο, το σκάει κάθε Παρασκευή σχεδόν και έρχεται στον κήπο και λέει την ιστορία του στους περαστικούς. Μάλλον από ερωτική απογοήτευση θα το πάθε για καμιά γαλλίδα." είπε ο νοσοκόμος στον Λευτέρη που τον άκουγε αμίλητος.
"Και να σκεφτείς ότι βγήκα μια βόλτα για να μην τρελαθώ στο σπίτι από τη γυναίκα μου και τα παιδιά. Πόσο μου έλειψαν ξαφνικά. Θα πάρω λουλούδια και σοκολάτες και θα πάω να τους πω πόσο τους αγαπάω." σκεφτόταν ο Λευτέρης καθώς γυρνούσε στο σπίτι.
( Το κείμενο είναι εμπνευσμένο από το θεατρικό του Βασίλη Ζιώγα, "Η κωμωδία της μύγας" και το πράσινο κομμάτι αυτούσιο απόσπασμα από το έργο)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου