Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2007

Χωρίς πολλά λόγια


Για να θεωρηθεί μια βραδιά επιτυχημένη, χρειάζεται: καλή διάθεση, καλή παρέα, ωραίο χώρο και πολλά ποτά. Δεν έχω να πω κάτι άλλο. Ήταν όλα εκεί.

Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2007

Λεωφορείο

Πάντα τρέχω να σε φτάσω


μα φοβάμαι μήπως σκάσω.


Έφτασε η ψυχή στο στόμα


μου' χεις λιώσει και τη σόλα.


Μπαίνω μέσα όλο τρέλα


όμορφη, παστή σαρδέλα.


Που θα πάμε ω ρε θείο;


Βόλτα με λεωφορείο.


[Αφιερωμένο στη διάθεση, που μοιάζει με λεωφορείο. Πολύς κόσμος, πολλές στάσεις, πολλές διαδρομές και κανένας ελεγκτής.]

Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2007

Πανσέληνος και;


Η πανσέληνος του σήμερα

θα γίνει πανσέληνος του χτες.

Τι μένει ίδιο;

Τα μάτια που τις κοιτάνε.

Οι ελπίδες που μένουν.

Οι ευχές που σκορπίζουν ανάμεσα στ' αστέρια.

Τα όνειρα που πέρασαν στο σήμερα

και δεν έμειναν στο χτες.

Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου 2007

Μagic bus

Έγραψε το email και πάτησε αποστολή. Έγειρε στην μαύρη, δερμάτινη καρέκλα της και γέλασε ειρωνικά. "Τώρα θα δείτε." είπε η Orestis και έκλεισε τον υπολογιστή της.
Πρώτος έλαβε το email ο Apsoy, ο οποίος διαβάζοντας το περιέχομενο του, "Σύντομα θα είστε νεκροί." γέλασε καθώς το θεώρησε αστείο. Στο διάβασμα του δεύτερου εmail, "Εάν θέλετε να μάθετε ποιός είναι ο δολοφόνος παρακαλώ περιμένετε." δεν αντέδρασε. Σκέφτηκε ότι απλά η Orestis τραβούσε το αστείο. Στο τρίτο email, "Η αποκάλυψη του δολοφόνου, θα γίνει στο εξοχικό μου, στην Μαλακάσα. Αναχώρηση την Παρασκευή στις 9 μμ από την Ομόνοια.", τα είχε καταλάβει όλα και άρχισε τις απαραίτητες διαδικασίες για να δει, ποιοί άλλοι ήταν καλεσμένοι.
"Έλα Never. Ρε είναι τα γενέθλια της το σάββατο. Απλά μας κάλεσε στο διήμερο πάρτυ με πρωτότυπο τρόπο. Ξέρεις ποιοί άλλοι θα είναι;" ρώτησε ο Apsoy. "Ναι, ο Wrong και ο Ethan. Δεν ξέρω για κάποιον άλλο." απάντησε εκείνος. "Και ο Diage θα είναι. Αλλά τη Veloz γιατί δεν την κάλεσε;" αναρωτήθηκε, αλλά απάντηση δεν πήρε. Δεν το κούρασε όμως. Έπρεπε να μιλήσει με όλους για να κανονίσουν τις τελευταίες λεπτομέρειες.
Η Veloz δεν είχε καλεστεί, γιατί η Orestis δεν μπόρεσε να της συγχωρήσει το γεγονός, πως τα έφτιαξε με το μπάτσο, που γνώρισε την μέρα της εξαφάνισης της. Γεγονός βέβαια, που ανοιχτά η ίδια δεν είχε παραδεχτεί ποτέ και σε κανέναν, αλλά ο Apsoy το είχε καταλάβει.
Η μεγάλη μέρα ήρθε και όλοι μαζεύτηκαν στην Ομόνοια και περίμεναν την Orestis. Όταν έσκασε μύτη με το πουλμανάκι, όλοι έσκασαν στα γέλια. "Ε την τρελόγκα. Τι σκαρφίστηκε πάλι." σχολίασαν μεταξύ τους. Πάρκαρε, άνοιξε την πόρτα, κατέβηκε και τους χαμογέλασε. "Έτοιμοι αγόρια μου;" είπε και τους έκανε νόημα να ανέβουν. "Τι; Μόνο εμείς θα είμαστε;" ούρλιαξε ο Never. "Μόνο εσείς θα έχετε τιν τιμή να πάτε μαζί μου. Οι υπόλοιποι είναι έκπληξη. Θα δείτε. Άντε όμως, μην καθυστερείτε, πρέπει να φύγουμε." είπε και άρχισαν να επιβιβάζονται.
"Σίγουρα ξέρεις να το οδηγείς αυτό το πράγμα;" είπε ο Wrong. "Θα φανεί στην πορεία γλυκέ μου." απάντησε η Orestis και έβαλε μπροστά. Όλα πήγαιναν όπως έπρεπε. Λίγο πριν το 90 η Orestis είπε ότι κάτι έπαθε το αμάξι και το έβγαλε από το δρόμο σε κάτι χωράφια. "Τι έγινε; Αφού καλά το πήγαινες." φώναξε ο Ethan. "Τίποτα, ανέβασε θερμοκρασία και καλό είναι να σταματήσουμε για λίγο." ακούστηκε ήρεμη η φωνή της. "Καλά και θα μείνουμε εδώ στην ερημιά; Δεν είναι επικίνδυνο; Άσε να δω και γω λίγο." πετάχτηκε ο Diage. "Πίσω καλέ μου. Όλα είναι υπό έλεγχο. Δεν θα βγούμε από μέσα άλλωστε." απάντησε εκείνη, ενώ τον έσπρωχνε με το χέρι της.
Μετά από λίγα λεπτά η Orestis τους είπε πως μπορούσαν να ξεκινήσουν. "Μόνο δώστε μου 5 λεπτά. Πρέπει να ικανοποιήσω μια ανάγκη μου." είπε και έκανε να βγει από το πούλμαν. " Είναι επικίνδυνα έξω. Που πας;" είπε ανάστατος ο Apsoy. "Μην ανησυχείς για μένα. Άλλωστε είναι κάτι που δεν γίνεται με κοινό και προϋποθέτει δεντράκι." είπε γελώντας και του έκλεισε το μάτι. Βγήκε από το πούλμαν, 'εκανε μια βόλτα γύρω από αυτό και μετά κατευθύνθηκε προς κάτι θάμνους. Σταμάτησε όμως, έβγαλε ένα τσιγάρο και τον αναπτήρα της. Οι άλλοι την κοιτούσαν από μέσα και δεν καταλάβαιναν. Ο Never πήγε στην πόρτα για να βγει και αυτός έξω. "Δεν πάει καλά. Μα να βγει για να καπνίσει;" είπε και πήγε να ανοίξει την πόρτα. "Παιδιά, μας κλείδωσε μέσα." είπε και τους κοίταξε έντρομος.
Όμως τα μάτια όλων ήταν καρφωμένα πάνω της. Γύρισε τους κοίταξε με μάτια που γυάλιζαν, άναψε το τσιγάρο της και έπειτα πέταξε τον αναπτήρα στο πούλμαν, το οποίο είχε περιχύσει με βενζίνη. Σε λίγα λεπτά τυλίχτηκε στις φλόγες. Έμεινε να τους κοιτάζει να καίγονται, με τα χέρια και τα πρόσωπα κολλημένα στο τζάμι, φωνάζοντας για βοήθεια. Έβγαλε το κινητό της από την τσέπη και σχημάτισε τον αριθμό της.
" Εγώ. Τα έσβησα τα κεράκια της τούρτας μου. Σε περιμένω." είπε η Orestis και έκλεισε το τηλέφωνο.
"Έρχόμαστε." είπε η Veloz και έκανε νόημα στον μπατσούλη της να ξεκινήσουν.
" Πως βρέθηκε είπαμε στο 90;" απάντησε ο μπάτσος.
"Έχασε το λεωφορείο αγάπη μου. Έχασε το λεωφορείο."
[Apsoy μου, πολύ καλή η εκδοχή σου για τα γενέθλια μου, αλλά αυτά είναι για μένα τα ιδανικά.]

Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2007

Για τον Ορέστη


Χρόνια περιπλανιόσουν μέσα στη νύχτα

άλλοτε άσκοπα

και άλλοτε παρέα με κείνο το σκοπό

λύτρωση νομίζω τ' όνομα του.

Άπλωνες το χέρι να πιαστείς

από ένα μικρό ίχνος αλήθειας,

όμως στις άκρες των δαχτύλων σου

έβρισκες μόνο στάχτη,

από την κάφτρα του τσιγάρου σου...

αυτή υπήρξε η μόνη αληθινή σου ερωμένη.

[Στον πραγματικό Ορέστη, που μου είχε πει να μην αφήσω το χαρτί.]

Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2007

Μαγική κλωστή


Έβαλε το κλειδί στην πόρτα. Μπήκε μέσα, πέταξε την τσάντα στο πάτωμα, προχώρησε στο σαλόνι και κάθισε στην μπερζέρα. Ένιωσε τις σκέψεις να πολιορκούν τον εγκέφαλο της. Σηκώθηκε, πήγε στην κουζίνα και έβαλε ένα ποτό. Το άφησε στο τραπεζάκι δίπλα της, άναψε το φωτιστικό και πήγε στο υπνοδωμάτιο.
Ήταν μεγάλο και ακατάστατο. Παντού σκόρπια βιβλία, μουσαμάδες και σχέδια, πεταμένα στο πάτωμα. Δεν χρειάστηκε όμως να ψάξει καθόλου. Ήξερε που να βρει αυτό που ήθελε. Κατευθύνθηκε μηχανικά στη βιβλιοθήκη, πήρε το τετράδιο και κουρνιάστηκε στην πολυθρόνα. Ήπιε μια γουλιά από το ποτήρι της, άναψε ένα τσιγάρο και άρχισε να διαβάζει. Στην πρώτη φράση γέλασε : "7 Απριλίου 2005, τότε άρχισαν όλα". Όντως τότε είχαν αρχίσει όλα και σήμερα εν έτη 2017 δεν ήταν σίγουρη αν είχαν τελειώσει.
Χρόνια προσπαθούσε, όχι να τον ξεχάσει, αλλά να τον χάσει. Πάντα όμως τον έβρισκε μπροστά της. "Μας δένει μια μαγική κλωστή εμάς τους δύο. Δεν το έχεις καταλάβει;" της έλεγε συχνά. "Α ναι; Και τι χρώμα έχει;" απαντούσε εκείνη ειρωνικά. "Μαύρο γιατί μας ενώνουν τα σκοτάδια μας." ήταν η απάντηση που της έδινε.
Ο ήχος του τηλεφώνου την διέκοψε και ταυτόχρονα την ενόχλησε. "Εμπρός." είπε με φωνή κοφτή και απότομη. "Ναι, είμαι έτοιμη. Απ' όλες τις απόψεις." είπε, έκλεισε το τηλέφωνο και βυθίστηκε στη σκέψη της. Δεν καταλάβαινε γιατί αγχωνόταν ο Αντώνης. Η έκθεση είχε στηθεί μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Κόσμο θα μάζευε, το μόνο που δεν ήξεραν, ήταν το πως θα πήγαιναν οι πωλήσεις.
Την Ηλέκτρα όμως δεν την άγχωνε αυτό. Είχε αγχωθεί υπερβολικά για το γεγονός, πως για πρώτη φορά, θα περιλάμβανε σε έκθεση τον πίνακα του. Το μόνο έργο της, που για χρόνια κρατούσε αθέατο, παρόλο που όλοι-θεωρώντας το, το καλύτερο της- την πίεζαν να το εκθέσει. Ποτέ πριν δεν το είχε θελήσει και κανείς δεν κατάλαβαινε τι είχε αλλάξει.
"Τώρα νομίζω πως ξέρω τι πρέπει να κάνω." σκέφτηκε, έκλεισε το τετράδιο και έπεσε να ξεκουραστεί.
Η αίθουσα ήταν γεμάτη κόσμο.Όλοι περίμεναν να δείξουν 10 οι δείχτες του ρολογιού. Τότε θα άνοιγε η αίθουσα, με τον highlight πίνακα της έκθεσης, τον "Μαύρο Άγγελο". Όταν έφτασε η ώρα, η Ηλέκτρα πλησίασε, αγνόησε τα έκπληκτα βλέμματα, μπροστά στην ασυνήθιστη μαύρη κορδέλα και την έκοψε, βγάζοντας ένα επιφώνημα ανακούφισης. Ήλπιζε να μην ήταν μόνο συμβολικό το κόψιμο της "μαγικής κλωστής".
Ο κόσμος είχε αρχίσει να αραιώνει. Ελάχιστοι είχαν απομείνει στην αίθουσα. η Ηλέκτρα στεκόταν μπροστά από τον πίνακα και σκεφτόταν πως μόνο η ίδια και εκείνος θα καταλάβαιναν το εικονιζόμενο πρόσωπο, όταν η φωνή τη διέκοψε.
-Συγγνώμη, δεν υπάρχει τιμή στον κατάλογο για αυτόν τον πίνακα.
Γύρισε και τον είδε, μα παρέμεινε ψύχραιμη.
-Δεν είναι προς πώληση ο συγκεκριμένος.
-Γιατί; Είναι τόσο όμορφος.
-Γιατί εικονίζει μια σκιά και μετά την έκθεση θα γυρίσει στην αποθήκη. Όπως όλες οι σκιές ζουν στα σκοτάδια, θα επιστρέψει και αυτή στα δικά της.
Έφυγε ξέροντας, πως αν και έκοψε την κλωστή, η σκιά πάντα θα την ακολουθεί.

Τρίτη 18 Σεπτεμβρίου 2007

Κοντσέρτο-Γκρόσο

Ανέβηκε τα σκαλιά της εισόδου και έψαξε όπως πάντα για τα κλειδιά της. Άνοιξε, μπήκε μέσα και ανέβηκε ως τον τρίτο όροφο που βρισκόταν το διαμέρισμα της. Όλη την ώρα που η Merawen έκανε αυτή τη διαδικασία, τα μάτια του ήταν καρφωμένα πάνω της. Όταν είδε να ανάβει το φως του διαμερισμάτος της, έφυγε ήρεμος, ξέροντας πως σε λίγο θα έπεφτε για ύπνο.
Μήνες είχε γίνει η σκιά της, ο Wrong guy, αλλά εκείνη δεν το είχε καταλάβει. Η παρουσία του, αν και γοητευτική, ήταν πολύ διακριτική. Ήξερε τα πάντα γι' αυτήν. Τι ώρα ξυπνάει, τι ώρα κοιμάται, τι ώρα είχε πρόβα, τα πάντα. Και ήταν πάντα εκεί, στο κατάλληλο σημείο να παρακολουθεί, χωρίς όμως να γίνεται αντιληπτός. Δεν το συνέφερε άλλωστε. Αν τον έβλεπε θα τον αναγνώριζε αμέσως.
Της είχε τραβήξει την προσοχή, από την πρώτη στιγμή της γνωριμίας τους και ας μην κατέληξε όπως θα ήθελε εκείνος. Το ψηλό του ανάστημα, η αρρενωπότητα του και το όμορφο πρόσωπο του, σε συνδυασμό με το σκούρο κοστούμι του, που το συμπλήρωνε ένα κόκκινο βελούδινο μαντήλι στην τσέπη του σακακιού του, του έδιναν μια μυστηριώδη γοητεία, στην οποία, τουλάχιστον τότε η Merawen, δεν είχε μπορέσει να αντισταθεί. Μετά τα πράγματα άλλαξαν.
Ο Wrong ήταν πολύ κτητικός και οι απαιτήσεις της ορχήστρας για την Merawen ιδιαίτερα αυξημένες, με αποτέλεσμα ομηρικούς καυγάδες μεταξύ τους. Θεωρούσε ότι το τσέλο ήταν πιο σημαντικό από τον ίδιο. Εκείνη δεν άντεχε άλλο και όταν έπρεπε να ξεκινήσει επιπλέον πρόβες για το κοντσέρτο, βρήκε αφορμή και χώρισαν. Εκείνος δεν το πήρε καλά, αλλά μετά από λίγο εξαφανιστήκε από τη ζωή της. Δυστυχώς όμως, όχι γιατί το είχε πάρει απόφαση, όπως νόμιζε εκείνη.
Αντίθετα η μυστηριώδης φιγούρα, που κρυβόταν στα σκοτάδια κάτω από το σπίτι της, ετοίμαζε την αντέπιθεση της. Ένα βράδυ που ήξερε πως θα γύριζε αργά από την πρόβα, την περίμενε. Την άφησε να ανέβει πάνω, να μπει στο διαμέρισμα και έπειτα από ελάχιστα λεπτά της χτύπησε το κουδούνι. Αν και ρώτησε ποιός ήταν, δεν δίστασε να του ανοίξει. "Τι θέλεις εδώ;" είπε η Merawen όταν μπήκε μέσα ο Wrong.
"Ήθελα να μιλήσουμε απλά." απάντησε εκείνος, παρόλο που ήταν σίγουρος για την απάντηση που θα του έδινε. Πως πλέον δεν υπήρχε κάτι να πουν. Κατάφερε όμως να την πείσει, πως δεν υπήρχε λόγος να μην μιλιούνται καθόλου και της ζήτησε να πιούν ένα ποτό. Μετά θα έφευγε, έτσι ήρεμα, όπως είχε έρθει. Όσο εκείνη ετοίμαζε τα ποτά, εκείνος έβαζε μουσική.
Αφού ήπιε μια γουλιά, η Merawen, σηκώθηκε και πήγε να αλλάξει την μουσική. Την ώρα που στεκόταν μπροστά από το σύνθετο, ο Wrong σηκώθηκε, την έπιασε από τους ώμους και την έριξε με δύναμη στο γυάλινο τραπεζάκι του σαλονιού. Χιλιάαδες κομμάτια γυαλιού άρχισαν να μπήγονται στη σάρκα της, ενώ έβγαζε κραυγές πόνου. Φώναζε για βοήθεια, αλλά εκείνος δεν την άκουσε. Είχε πάει ήδη στο μέσα δωμάτιο. Όταν γύρισε κρατούσε στα χέρια του, το τσέλο της. Την κοίταξε, ήταν μισολιπόθυμη και το αίμα είχε ποτίσει το λευκό της φόρεμα. Δεν δίστασε στιγμή. Έμπηξε με δύναμη τη μεταλλική ράβδο στήριξης του τσέλου στην καρδιά της.
Σπαρτάρισε για λίγο σαν το ψάρι και μετά ξεψύχησε. Ο Wrong στάθηκε απέναντι της, κοντά στην είσοδο του διαμερισμάτος. Έστρωσε λίγο τα μαλλιά του, ίσιωσε το βελούδινο μαντήλι του και άνοιξε την πόρτα. Βγαίνοντας γύρισε να την δει μια τελευταία φορά. " Αν σε άφηνα να ζήσεις, θα κυνηγούσες το όνειρο σου, χωρίς εμένα. Καλύτερα λοιπόν, να χαθούν τα όνειρα και των δυο μας, μαζί σου." είπε, άναψε το πούρο του και χάθηκε στη σκάλα.
[Μerawen όλο δικό σου. Και να θυμάσαι, πως τα όνειρα χάνονται μόνο όταν χαθούν αυτόι που τα κάνουν.]

Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2007

Μορφές

"Σε φαντάζομαι χωρίς να μπορώ να σε δω. Σε σκέφτομαι χωρίς πραγματικά να υπάρχεις στη ζωή μου. Κι όμως είναι τόσο σημαντική η μορφή σου." δίστασε λίγο αλλά μετά πάτησε το enter. Είχαν μοιραστεί τόσα πολλά, γιατί όχι και μια ανησυχία. Δεν περίμενε απάντηση. Έκλεισε τον υπολογιστή και κοιμήθηκε.
Σηκώθηκε νωρίς. Η συνάντηση στην εταιρία ήταν πολύ σημαντική και έπρεπε να δώσει τον καλύτερο εαυτό της. Μετά το meeting, το αρκετά επιτυχημένο, πήγαν για ένα καφέ, να συζητήσουν τα παραλειπόμενα. Η Χριστίνα δεν κρατήθηκε και ρώτησε ευθέως, " Ακόμα τραβιέσαι με αυτόν στο internet ε;" Την ξάφνιασε η ευθύτητα της την Μάνια. Σε ένα βαθμό την θεώρησε και θρασύτατη. "Νομίζω πως επεμβαίνεις στην προσωπική μου ζωή χωρίς να σου έχω δώσει αυτό το δικαίωμα." είπε και η κουβέντα διακόπηκε εκεί.
Κανένας από του φίλους της δεν συμφωνούσε με αυτό που έκανε. "Η αληθινή ζωή είναι έξω, όχι σε μια οθόνη." της έλεγαν. Η Μάνια σώπαινε κι ας ήθελε να τους πει, πως κανένας, δεν μπορούσε να κατάλαβει τι μοιράζονταν τόσο καιρό με τον Alex. Παρόλο που και η ίδια αναρωτιόταν που θα έβγαζε όλη αυτή η κατάσταση. Το είχε προσπαθήσει, να έχει μια ζωή εκτός οθόνης, αλλά παντά επέστρεφε σε αυτή και τον Alex.
Στην βδομάδα της άδειας της χάθηκε τελείως. Ένα βράδυ πήρε την Χριστίνα τηλέφωνο. "Να έρθω από κει;" της είπε και σε λίγη ώρα βρισκόταν στον καναπέ της. Δεν περίμενε εκείνη να ρωτήσει τίποτα, άρχισε μόνη της να μιλάει. "Είμαι αιχμάλωτη του. Δεν μπορώ να φανταστώ, να σκεφτώ και να δω τη ζωή μου χωρίς αυτόν. Τι θα κάνω;" είπε και ξέσπασε σε λυγμούς. Η Χριστίνα, δεμένη σε ένα συμβατικό γάμο, της έδωσε μια απάντηση που ποτέ δεν περίμενε να ακούσει, " Κυνήγα το όνειρο ρε. Τι άλλο μας έχει μείνει άλλωστε;"
Με αυτά τα λόγια κοιμήθηκε και αυτό έκανε. Έζησε με το όνειρο, πως οι μορφές της οθόνης θα γίνουν κάποια στιγμή πραγματικότητα, η δική της πραγματικότητα. Και ας μην τα ζούσε ποτέ. Ας έμεναν μια εικόνα στο μυαλό της. Εκείνη θα το κυνηγούσε. Όμως και εκείνο την κυνήγησε.
"Θέλω να σε δω επιτέλους." είδε η Μάνια να αναβοσβήνει στην οθόνη του υπολογιστή της. Έγραψε "Και εγώ." και πάτησε αποστολή. Και ήρθε η στιγμή, που βρέθηκαν. Οι μορφές απέκτησαν υπόσταση. Το όνειρο έγινε πια καθημερινότητα, μια καθημερινότητα που τη μοιράζονταν οι δυο τους.

Τετάρτη 12 Σεπτεμβρίου 2007

Ο εγκέφαλος του εγκλήματος

Ο υπεύθυνος για το χαμό αυτής της πολύπλευρης και πολυτάλαντης προσωπικότητας, (εμένα εννοώ) δεν είναι άλλος από τον Apsoy, τον οποίο ευχαριστώ θερμά για το υπέροχο κείμενο.


Προειδοποίηση: Δεν έχω πει ακόμα την τελευταία μου κουβέντα.


Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2007

Το πετρωμένο φυγήν αδύνατο

Το ραντεβού ήταν στις 6 στο γνωστό παρκάκι. Όταν ο Apsoy είδε την Merawen πήδηξε από τη χαρά του, είχαν καιρό να τα πουν.
"Λοιπόν τι έγινε; Τα θέλω όλα με λεπτομέρειες." του είπε.
Τότε ο Apsoy άναψε ένα τσιγάρο και άρχισε να αφηγείται:
"Δεν είχα προλάβει καλά-καλά να ετοιμαστώ και χτύπησε το κουδούνι.
Κοίταξα στα κλεφτά το ρολόι... Είχα πάει 10.30! Ίσιωσα λίγο τη γραβάτα μου και πήγα να ανοίξω την πόρτα!
Στην είσοδο στέκονταν ο Wrong με τον Φάτσα του!!! Ήταν και οι δύο κουστουμαρισμένοι και με ένα μπουκάλι βότκα στο χέρι - σκέτα κουκλιά! Αφού χαιρετηθήκαμε, τους έδειξα το δρόμο για το σαλόνι και κατευθύνθηκα προς την κουζίνα με το ποτό ανά χείρας.
Κοιτάζοντας το μπουκάλι φαντάστηκα την έκφραση της Orestis όταν θα έρθει. Σίγουρα θα ζητήσει να το γιορτάσουμε με βότκες, σκέφτηκα, τοποθετώντας το στο καινούριο μπαρ που μόλις είχα διακοσμήσει στο σαλόνι μου!!! Είχα κάνει μια μικρή ανακαίνιση στο σπίτι και με είχε βοηθήσει και σε αυτό η Ορεστάκος και γι' αυτό όφειλα να κάνω μια γιορτή για χάρη της...
Πάνω που σέρβιρα ποτά στο ευτυχές ζευγαράκι, χτύπησε πάλι η πόρτα. Αυτή τη φορά ήταν ο Ethan με τον Enrico. Τους καλωσόρισα και τους εξήγησα ακριβώς πως θα γίνει το σκηνικό.
Είχα κλείσει ραντεβού με την Ορεστάκο στις 11 για να έρθει να καθίσουμε να γιορτάσουμε οι διό μας τα γεννέθλια της. Όλοι οι υπόλοιποι θα κρυβόντουσαν στο χολ με σβηστά τα φώτα και θα της κάναμε έκπληξη. Είχα φροντίσει από νωρίς να μαγειρέψω ένα σωρό εδέσματα και η τούρτα βρισκόταν στο πρώτο ράφι του ψυγείου. Ήταν όλα προγραμματισμένα μέρες πριν και τίποτα δε θα χάλαγε τα σχέδια... Αρκεί να ερχόντουσαν όλοι στην ώρα τους.
Μέχρι να τακτοποιηθούν και τα παιδιά, πρόλαβε και ήρθε και η Veloz με τον Diage , που συναντηθήκαν στην εξώπορτα. Μόνο ο Never δεν είχε έρθει ακόμα και είχαμε αρχίσει να αναρρωτιόμαστε μήπως τελικά δε φανεί...
"Μα ρε συ, αν δεν έρθει θα τον πιάσω απ το μαλλί και θα του πω "που πας ρε ξυπόλητη στα αμπέλια??? " είπε ο Wrong στους άλλους και συμφώνησαν. "Ε, μα το βλάκα, είπε θα φέρει και μουσική - όχι τίποτ' άλλο... μη μας κρεμάσει / θα μας χαλάσει την έκπληξη" συμπλήρωσε ο Ethan...
Στις 11 παρά πέντε χτύπησε η πόρτα. Αθόρυβα και με νεύματα, όλοι τρέξανε προς το χολ , έσβησα τα φώτα και για να είμαι σίγουρος, ρώτησα να δω ποιός είναι.
" Ο Never είμαι ρε. Άνοιξε και έχω πουντιάσει..." Άνοιξα και όλοι πέσαμε να τον φάμε (μεταφορικά).
"Που είσαι ρε Never; Λίγο ακόμα και θα ερχόταν πρώτη η Orestis... " του επιτέθηκε η Veloz...Μας έβρισε ομαδικώς και μας απείλησε πως αν δε σκάσουμε, θα βάλει αντί για το Happy Birthday, κάποιο τραγούδι των A*Teens...
Σκάσαμε!!!!!!!!!
Μετά από λίγη ώρα, το ρολόι έδειχνε 11.20! Προκειμένου να δω αν έρχεται η Orestis , την πήρα δήθεν αδιάφορα στο κινητό με την πρόφαση να μου φέρει τσιγάρα. Όσες φορές κι αν προσπάθησα, δεν το απάντησε... Μέχρι να αρχίσουμε τα σενάρια για το ότι μπορεί να έχει αποκοιμηθεί, ή να το έχει στο αθόρυβο και να το έχει ξεχάσει, πήγε περασμένες μεσάνυχτα και αρχίσαμε να ανησυχούμε...
Δοκίμασα να καλέσω στο πατρικό της, αλλά τζίφος. Πετάχτηκε και ο Diage μέχρι το σπίτι της να δει αν είναι αναμμένα τα φώτα, αλλά η πόρτα της ήταν τριπλοκλειδωμένη και δε φαινόταν να είναι κανείς μέσα.
Οι δύο ώρες που είχαν περάσει και ακόμα δεν είχε φανεί ήταν αρκετές και επειδή όλοι είχαν αγχωθεί και με το δίκιο τους, σέρβιρα το φαγητό για να φάνε και να ξεχαστούνε...
Εγώ συνέχισα την προσπάθεια... Πήρα τηλέφωνο σε όλα τα νοσοκομεία της Αττικής, αλλά μάταια. Δε μπορούσα να μείνω άπραγος και έτσι κάλεσα την αστυνομία!!! Λίγο μετά 2 αστυνομικοί ήταν στην πόρτα μου.
"Μιλήσαμε νωρίς το πρωί...μούμπλε, μούμπλε, ...είχαμε κανονίσει να έρθει από εδώ...μούμπλε, μούμπλε,... έχει γεννέθλια...μούμπλε, μούμπλε,... από δω τα παιδιά είναι φίλοι και θα της κάναμε έκπληξη... μούμπλε, μούμπλε,...έχει πάει 02.00 και είναι άφαντη... μούμπλε, μούμπλε,...όχι, από τις 11.20 δεν απαντάει το τηλέφωνο...μούμπλε, μούμπλε,... ανησυχούμε..."
Κάμποσες διευκρινιστικές ερωτήσεις αργότερα και αφού μίλησαν με τον καθένα μας χωριστά οι αστυνομικοί, έστειλαν μια μονάδα στο σπίτι της Orestis για να κάνει έρευνα.
"Σε λίγη ώρα θα μας ανημερώσουν αν έχουμε κάτι νεότερο..." είπε ο ένας αστυνομικός..."Ευχαριστούμε, ... ξέρω πως σας ταλαιπωρούμε κι εσάς... Αλήθεια; Καθίστε. Να σας σερβίρω κάτι;"Ήξερα πως της Veloz της γυάλισε ο ένας και τη σκούντηξα να βάλει 2 πιάτα με φαγητό για τα μπατσάκια...!!!
Λίγη ώρα μετά, όλοι είχαν απογοητευτεί και εξαντληθεί από το άγχος. Ο Never προσπαθούσε να μας ανεβάσει με τις μουσικές επιλογές του, ο Wrong με τον Φάτσα χάζευαν το καινούριο αγαλμάτινο μπαράκι με τη μορφή της Αφροδίτης της Μήλου και το σχολιάζανε , ο Εthan προσπαθούσε να μεταφράσει στον Enrico τις ερωτήσεις που έκανε ο αστυνομικός στον Diage, ενώ η Veloz αντάλλαζε φιλοφρονήσεις και τάιζε με νάζι τον άλλο αστυνομικό...
Κατά τις 03.00 το μυστήριο λύθηκε...Μέσω ασυρμάτου, μάθαμε πως σπάσανε την πόρτα στο σπίτι της Orestis και το βρήκανε άδειο. Υπήρχε μόνο ένα σημείωμα, που έλεγε " έφυγα. μη με ψάξετε".
Χωρίς να μπορούμε να κάνουμε πλέον τίποτα, αποχαιρετιστήκαμε αμήχανα... με το Never να σχολιάζει "Μου αρέσει που κατά τ' άλλα εγώ άργησα...Αχμφ! Τσάμπα πέσατε να με φάτε..." Αφού μάζεψα λίγο το χώρο, έκατσα να βάλω ένα πιάτο φαί... Είχε μείνει ακόμα μία μερίδα, σερβιρίστηκα και κάθισα στην τραπεζαρία ξεκινόντας να μασουλάω...Ήταν ομολογουμένως νόστιμο το κρέας. Βέβαια, ήταν σκληρό απ' έξω αλλά ήταν πολύ μαλακό μέσα... Χαμογέλασα... "Το ξερα..." σκέφτηκα..."Και σου το χα πει Orestako πως όσο κι αν θες να δείχνεις σκληρή, κατά βάθος είσαι ευαίσθητη... " ,ενώ πηρούνιζα λίγο ακόμα ψαχνό...και συνέχισα..."Ίσα ίσα έφτασαν τα δυο σου χέρια για να φάμε 10 άτομα..."Τρώγοντας και την τελευταία μπουκιά, άνοιξα το ψυγείο και έβγαλα το κουτί με την τούρτα...
"Δεν έσβησες το κεράκι..." μονολόγησα...
Άνοιξα το κουτί και μέσα ήταν το κεφάλι της Orestis ...Το τοποθέτησα στο μπαρ μου που πλέον ήταν το υπόλοιπο βαλσαμωμένο και πετρωμένο σώμα της με τη μορφή της Αφροδίτης της Μήλου...
Λίγα λεπτά μετά χτύπησε η πόρτα...
Όλοι μπήκαν μέσα... Χρειάστηκε να πάνε συνοδεία με τους αστυνομικούς μέχρι το σπίτι τους για να μην κινήσουν υποψίες... αλλά είχαμε κανονίσει να γυρίσουν μετά όλοι μαζί να σβήσουμε την "τούρτα"!... Σταθήκαμε όλοι γύρω απ το μπαρ...
" Θα τραγουδήσουμε;" ρώτησε ο Never...
"Θα τραγουδήσουμε, βέβαια..." αποκρίθηκε ο Wrong...
"Και γιατί ντυθήκαμε επίσημα; " ρώτησε η Veloz...
"Δεν παύει να είναι γιορτή σήμερα..." της απάντησε ο Ethan ...
"Και περκέ το κάνατε όλο αυτό;" ρώτησε ο Enrico...
"Έτσι... για μας... και για εκείνη... ήταν πάντα φευγάτη και πλέον όλος ο κόσμος έτσι θα τη θυμάται..." τον αποστόμωσε ο Diage...
Μέσα στο μισάνοιχτο της στόμα έβαλα ένα κεράκι και το άναψα...
"Τσσσσσαφφφφφφφ" ...
Καθίσαμε όλοι γύρω-γύρω και τραγουδήσαμε το Happy Birthday...
Όταν τελείωσε φυσήξαμε όλοι για να σβήσει...
"Φουουουουουου"...
Έτσι... για να μάθεις..."
[Το κείμενο δεν είναι δικό μου. Κάποιος άλλος είναι ο έγκεφαλος αυτής της στυγερής δολοφονίας και βρίσκεται ανάμεσα στα θύματα μου. Βρείτε ποιός είναι...διαφορετικά, υπομονή μέχρι αύριο που θα γίνει η αποκάλυψη.]

Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 2007

Το κρυφτό

Μια μέρα συγκεντρώθηκαν σε κάποιο μέρος της γης όλα τα συναισθήματα και όλες οι αξίες του ανθρώπου. Η Τρέλα αφού συστήθηκε 3 φορές στην Ανία της πρότεινε να παίξουν κρυφτό. Το Ενδιαφέρον σήκωσε το φρύδι και περίμενενα ακούσει ενώ η Περιέργεια χωρίς να μπορεί να κρατηθεί ρώτησε:
"Τι είναι το κρυφτό;"
Ο Ενθουσιασμός άρχισε να χορεύει παρέα με την Ευφορία και η Χαρά άρχισε να πηδάει πάνω κάτω για να καταφέρει να πείσει το Δίλημμα και την Απάθεια -την οποία δεν την ενδιέφερε ποτέ τίποτα- να παίξουν κι αυτοί. Αλλά υπήρχαν πολλοί που δεν ήθελαν να παίξουν:
Η Αλήθεια δεν ήθελε να παίξει γιατί ήξερε ότι ούτως ή άλλως κάποια στιγμή θα την αποκάλυπταν, η Υπεροψία έβρισκε το παιχνίδι χαζό και η Δειλία δεν ήθελε να ρισκάρει.
'Ένα, δύο, τρία, άρχισε να μετράει η Τρέλα.
Η πρώτη που κρύφτηκε ήταν η Τεμπελιά. Μιας και βαριόταν κρύφτηκε στον πρώτο βράχο που συνάντησε. Η Πίστη πέταξε στους ουρανούς και η Ζήλια κρύφτηκε στην σκιά του Θριάμβου ο oποίος με την δύναμη του κατάφερε να σκαρφαλώσει στο πιο ψηλό δέντρο.
Η Γενναιοδωρία δεν μπορούσε να κρυφτεί γιατί κάθε μέρος που έβρισκε της φαινόταν υπέροχο μέρος για να κρυφτεί κάποιος άλλος φίλος της οπότε την άφηνε ελεύθερη. Και έτσι η Γενναιοδωρία κρύφτηκε σε μια ηλιαχτίδα. Ο Εγωισμός αντιθέτως βρήκε αμέσως κρυψώνα ένα καλά κρυμμένο και βολικό μέρος μόνο για αυτόν. Το Ψέμα πήγε και κρύφτηκε στον πάτο του ωκεανού.Το Πάθος και ο Πόθος κρύφτηκαν μέσα σε ένα ηφαίστειο. Ο Έρωτας δεν είχε βρει ακόμη κάπου να κρυφτεί. Έβρισκε όλες τις κρυψώνες πιασμένες, ώσπου βρήκε ένα θάμνο από τριαντάφυλλα και κρύφτηκε εκεί. ....1000, μέτρησε η Τρέλα και άρχισε να ψάχνει. Την πρώτη που βρήκε ήταν η Τεμπελιά αφού δεν είχε κρυφτεί και πολύμακριά. Μετά βρήκε την Πίστη που μίλαγε στον ουρανό με τον Θεό για θεολογία. Ένιωσε τον ρυθμό του Πόθου και του Πάθους στο βάθος του ηφαιστείου και αφού βρήκε την Ζήλια δεν ήταν καθόλου δύσκολο να βρει και τον Θρίαμβο. Βρήκε πολύ εύκολα το Δίλημμα που δεν είχε ακόμη αποφασίσει που να κρυφτεί.
Σιγά-σιγά τους βρήκε όλους εκτός από τον Έρωτα. Η Τρέλα έψαχνε παντού, πίσω από κάθε δένδρο, κάτω από κάθε πέτρα, σε κάθε κορφή βουνού, μα τίποτα. Όταν ήταν σχεδόν έτοιμη να τα παρατήσει βρήκε ένα θάμνο από τριαντάφυλλα και άρχισε να τον κουνάει νευρικά ώσπου άκουσε ένα βογκητό πόνου. Ήταν ο Έρωτας που τα αγκάθια από τα τριαντάφυλλα του είχαν πληγώσει τα μάτια.
Η Τρέλα δεν ήξερε πως να επανορθώσει, έκλαιγε, ζήταγε συγνώμη και στο τέλος υποσχέθηκε να γίνει ο οδηγός του Έρωτα. Κι έτσι από τότε ο Έρωτας είναι πάντα τυφλός και η Τρέλα πάντα τον συνοδεύει.
[Δεν είναι δικό μου, αλλά μια ευγενική χορηγία του παπαστρουμφ.]

Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2007

Απόφαση


Ήρθα να λάμψω λίγο στον κόσμο σου

κι ας ήξερα πως μετά θα σβήσω.

Ήταν το τίμημα που θα πλήρωνα για μια στιγμή,

που δεν θα την έφερνε κανείς,

ούτε καν εκείνος, ο χρόνος.

Μονάχα η απόφαση

και αυτή ήτανε ολότελα δικιά μου.

Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2007

Εγώ και ο Κούκος

Το τηλέφωνο χτύπησε την ίδια ώρα, όπως κάθε μέρα. Το ραντεβού κανονίστηκε για τις 10 το βράδυ. Έτσι έκαναν πάντα. Ακόμα και αν είχαν δουλειά, ακόμα και αν ήταν κουρασμένοι, ο Κούκος και ο Diage, πάντα έβρισκαν χρόνο να τα πουν, σαν καλοί φίλοι που ήταν. Η ισορροπία δεν ανατράπηκε όταν μπήκε στη ζωή τους η Orestis. Η φιλία ετών που την έδενε με τον Κούκο, ήταν αρκετή για να την καταστήσει το τρίτο μέλος της παρέας. Με τα απαραίτητα διαλείμματα βέβαια, για τις καθαρά αντρικές στιγμές μεταξύ των δυο τους.
Τίποτα δεν φαινόταν ικανό να μπει ανάμεσα τους, ή σχεδόν τίποτα. Όταν ο Κούκος έμαθε ότι η Orestis και ο Diage είχαν συμφωνήσει να παντρευτούν στα 30 τους, θόλωσε το μάτι του. Απομακρύνθηκε ξαφνικά χωρίς εξήγηση. Χιλιάδες τηλεφωνήματα και μηνύματα που τον ρωτούσαν τι έπαθε και που χάθηκε, έμειναν αναπάντητα. Η Orestis, που είχε καταλάβει τι είχε πάθει, δεν ήξερε τι να κάνει, ο Diage μάλλον είχε βρει την λύση. Θα βρίσκονταν δυο τους, να μιλήσουν σαν άντρες.
"Ρε μαλάκα τι έπαθες; Πλάκα κάναμε. Γιατί στράβωσες έτσι;" του είπε ο Diage. "Πλάκα ε; Κοίτα να δεις σύμπτωση τώρα. Είχαμε κάνει και εμείς την ίδια πλάκα με την μικρή πριν χρόνια, αλλά μάλλον θα το ξέχασε." απάντησε ο Κούκος. "Τι εννοείς;" απόρησε ο Diage. "Πριν χρόνια είχαμε συμφωνήσει με την Οrestis, πως αν στα 30 μας είμασταν ακόμα μόνοι, θα παντρευόμασταν μεταξύ μας." έκανε φανερά λυπημένος ο Κούκος. Που δεν κρατήθηκε και είπε όλη την αλήθεια στον φίλο του. Η συμφωνία ήταν ένας τρόπος να κρατήσει την Orestis κοντά του, γιατί τα αισθήματα του για εκείνη ήταν αληθινά και όχι για πλάκα, όπως πίστευε η ίδια.
Όταν της αποκάλυψε την αλήθεια ο Diage, δεν ήξερε πως να αντιδράσει. Ευτυχώς για εκείνη, ο Κούκος τα είχε φροντίσει όλα. Μετά από αρκετές μέρες που είχαν να μιλήσουν, κανόνισε μαζί τους να βγουν για να γιορτάσουν τη επανασύνδεση τους. "Κουκάκι μου; Ναι; Το βράδυ. Φυσικά και μπορώ. Στο στέκι μας; Όχι; Καλά, ό,τι πεις." είπε η Orestis. "Θα πάμε παραλία με μπύρες, φωτιά και κιθάρα. Πρέπει να είναι κάτι ιδιαίτερο το αποψινό μας βράδυ." της απάντησε και έκλεισε το τηλέφωνο.
Πράγματι τα είχε οργανώσει όλα τέλεια. Η βραδιά ήταν ιδανική για να αράξουν στην παραλία. Μόνο που εκείνος είχε και άλλα στο μυαλό του. Μετά από αρκετές μπύρες, έβγαλε ένα μπουκάλι βότκα. Είχε έρθει η ώρα για σκληρά ποτά. Δεν χρειάστηκαν καν δεύτερο ποτήρι. Το πρώτο είχε αρκετή δόση υπνωτικού. Όταν συνήλθε η Orestis ήταν δεμένη και φιμωμένη. Αναζήτησε τον Κούκο με το βλέμμα της. Τον είδε στην αμμουδιά να βάζει το σώμα του Diage σε μια σχεδία, που είχε φτιάξει και να την σπρώχνει προς τη θάλασσα. Έπειτα άναψε ένα σπίρτο και το πέταξε στη σχεδία. "Αυτός είναι θάνατος για ένα μαχητή." φώναξε ο Κούκος κα προχώρησε προς εκείνη.
Κάθησε δίπλα της και έβλεπαν τη φλεγόμενη σχεδία να χάνεται στη θάλασσα. Δυστυχώς η επίδραση του υπνωτικού είχε περάσει και το όμορφο κατά τα άλλα θέαμα, διαταράχτηκε από τα εκκωφαντικά ουρλιαχτά του Diage που ένιωθε τη σάρκα του να καίγεται. Ώρες μετά η σχεδία είχε χαθεί και έμειναν να κοιτάζουν τη θάλασσα και τους καπνούς. Τότε της έβγαλε το μαντήλι από το στόμα και τη ρώτησε. "Λοιπόν, τι έχεις να πεις τώρα;"
"Τι να πω; Μείναμε εγώ και ο Κούκος"

Σάββατο 1 Σεπτεμβρίου 2007

Όταν ο άνθρωπος κάνει σχέδια...ο Θεός γελάει

Είχε καιρό τώρα που ασχολούνταν μαζί της. Η περίπτωση της, τον είχε απασχολήσει και σε ένα σημείο εξοργίσει. Όταν στα συμβούλια των θεών, τον ρωτούσαν γιατί τέτοια εμμονή με το άτομο της, απαντούσε πως ήταν ενδιαφέρουσα περίπτωση. Όταν τον ζόριζαν πολύ ότι έπρεπε να ασχοληθεί και με κάποιον άλλο τους έκοβε απότομα, ο Μάος. "Δεν μπορεί ένας απλός άνθρωπος να μην υπολογίζει καθόλου στη δύναμη μας και να μας αμφισβητεί, νομίζοντας πως επειδή προγραμματίζει τη ζωή του, δεν θα του σταθεί τίποτα εμπόδιο."
Είχε δίκιο. Η Έρση είχε πολύ κακή σχέση με τη θεϊκή δύναμη και πίστευε, πως μόνος του ο άνθρωπος, βασιζόμενος στις δυνάμεις του, μπορεί να κατορθώσει τα πάντα. Ρομποτερσάκι την κορόιδευαν οι φίλοι και οι γνωστοί. Όλα βάση προγράμματος, που τηρούνταν αυστηρά. Μπορεί να πίστευε στην ανθρώπινη δύναμη, αλλά όχι στην ελεύθερη βούληση. Την δική της την είχε χρόνια φυλακισμένη. Φρόντισε βέβαια, να υπάρχει κάποιος χρόνος για διασκέδαση και προσωπική ζωή. Ποτέ όμως δεν το ζούσε όπως ήθελε, αλλά όπως είχε προγραμματίσει ότι ήθελε.
Ακόμα και ο έρωτας ένα καλοστημένο σχέδιο ήταν. Βρήκε το καλό παιδί, που πληρούσε τις προδιαγραφές της και νόμιζε πως ήταν ευτυχισμένη. Όχι πως δεν ερωτεύτηκε στα αλήθεια. Οι θεοί σε μια απόπειρα να την συναιτήσουν, της έστειλαν τον έρωτα. Αλλά εκείνη, δεν πτοήθηκε. Τον έπνιξε βαθιά μέσα της και δεν τον ξανασκέφτηκε ποτέ τον Μάνο από τότε. Συνέχισε τη ζωή της, ώσπου βρήκε τον Παναγιώτη, που σύμφωνα με το πρόγραμμα ήταν ο ιδανικός γι' αυτήν. Κάτι που επιβεβαιώθηκε με τον γάμο τους, που θα γινόταν σε λίγο καιρό.
Γι' αυτό είχε αγχωθεί ο Μάος. Έπρεπε να κάνει κάτι και μάλιστα σύντομα. Είχε έρθει η ώρα να βάλει σε εφαρμογή το σχέδιο του. Η Έρση περπατούσε ανέμελη στο δρόμο και πήγαινε στην πρόβα νυφικού της. Δεν πρόσεξε στο δρόμο και το αυτοκίνητο την χτυπήσε τόσο δυνατά, που την εκσφενδόνισε στο πεζοδρόμιο. Στο νοσοκομείο είπαν πως ήταν σε κρίσιμη κατάσταση. Χρειαζόταν επειγόντως αίμα. Ο νεαρός γιατρός προσφέρθηκε αμέσως να βοηθήσει και ευτυχώς ήταν συμβατός. Έτσι σώθηκε η Έρση και αναβλήθηκε για λίγο ο γάμος.
Όταν συνήλθε στο δωμάτιο του νοσοκομείου δεν θυμόταν πολλά. Μόνο τη φιγούρα του γιατρού που την έσωσε και ας μην τον είχε δει ποτέ, όπως νόμιζε. Την επισκεφτόταν κάθε βράδυ στα όνειρα της. Μόνο όταν μπήκε στο δωμάτιο να την δει, κατάλαβε ότι ήταν εκείνος. Όταν την αντίκρυσε ο Μάνος χλώμιασε. Δεν είχαν χωρίσει με τον καλύτερο τρόπο. Φοβήθηκε για την αντίδραση της. Αλλά βρέθηκε προ εκπλήξεως. Η Έρση είχε αλλάξει. Δεν ευθυνόταν μόνο το δυστύχημα, αλλά και η ανάμειξη του αίματος της με του Μάνου και κυρίως η παρέμβαση των θεών.
Τη μέρα που θα έβγαιναν από το νοσοκομείο, μαζί, η Έρση θα ξεκινούσε να ζει. Να ζει κανονικά και ελεύθερα, όπως όλοι. Στο επόμενο συμβούλιο των θεών, ο Μάος ήταν ήρεμος. Όταν αναφέρθηκαν στην Έρση και την εξέλιξη της γέλασε δυνατά. "Γιατί γελάς; Αυτό δεν ήθελες; Να την συνετίσεις;" τον ρώτησαν. "Γελάω, γιατί αυτή η κοπέλα δεν θα σταματήσει ποτέ να κάνει σχέδια."
[Αφιερωμένο στον παπαστρουμφ, που το ζήτησε και σήμερα γιορτάζει.]