Η Άννυ και ο Σαμ, γεννήθηκαν με δυο μέρες διαφορά. Πάντα την αποκαλούσε μικρή, εξαιτίας των δύο αυτών ημερών. Καθώς μεγάλωναν όμως, άλλαξε γνώμη και την αποκαλούσε "αγάπη μου". Τους είχαν δέσει πολλά πράγματα. Η γειτονιά, τα διπλανά τους σπίτια και κυρίως το σπιτάκι του κήπου, όπως αποκαλούσαν μία παράγκα, στο ξέφωτο του δάσους που βρισκόταν κοντά στο χωριό.
Εκεί πήγαιναν να χαρούν τον έρωτα τους, μόνοι και ανενόχλητοι. Εκεί αντάλλαξαν τις τελευταίες τους λέξεις. "Γιατί φεύγεις;" σπάραζε εκείνη. "Πρέπει να σπουδάσω, να βγάλω χρήματα για να είμαστε μαζί. Μα θα γυρίσω, μην κλαις." προσπαθούσε να την ηρεμήσει εκείνος. Εκεί συνέχιζε να πηγαίνει η Άννυ και να τον περιμένει.
Στο χωριό νόμιζαν πως της είχε σαλέψει. Κάθε βράδυ, έτρεχε αλαφιασμένη στο δάσος, τα ρούχα της σκίζονταν από τα κλαδιά, τα πόδια της γέμιζαν πληγές και αίμα, μα εκείνη συνέχιζε να τρέχει. Η ανάσα της γινόταν βαριά, ο ιδρώτας πλημμύριζε το πρόσωπο της, οι παλμοί της ανέβαιναν, μα δεν σταματούσε. Μόνο λίγο πριν το ξέφωτο σταμάταγε, άπλωνε το χέρι της και ακουμπούσε σε ένα δέντρο, που είχαν χαράξει τα αρχικά τους. Έπαιρνε λίγες ανάσες και με αργά βήματα προχωρούσε στο ξέφωτο. Τον αναζητούσε με το βλέμμα της. Αλλά δεν ήταν ποτέ εκεί. Έπεφτε με τα γόνατα στο έδαφος και έκλαιγε με λυγμούς.
Χρόνια η ίδια ιστορία. Για να ξαναφτιάξει τη ζωή της ούτε λόγος. Υποστήριζε πως της έφταναν τα λουλούδια της, τα παιδιά της γειτονιάς, που τους διάβαζε παραμύθια στην αυλή και να πηγαίνει στο σπιτάκι να τον περιμένει. Έτσι ήρεμα κυλούσε η ζωή της και οι μέρες της. Οι νύχτες της όμως ήταν πάντα λαχανιασμένες. Ελπιδοφόρες, μα λαχανιασμένες. Και πέρασαν τα χρόνια. Μα δεν άλλαξαν πολλά.
Μόνο που δεν έτρεχε για να πάει στο ξέφωτο. Το περπάτημα της είχε γίνει αργό και δεν έφταιγαν μόνο τα χρόνια που την είχαν βαρύνει. Δεν ήλπιζε πια να τον βρει. Πήγαινε για να επιβεβαιώσει την απουσία του. Σταματούσε όμως ακόμα στο δέντρο με τα αρχικά, την μόνη απόδειξη που είχε μείνει, ότι κάποτε ήταν μαζί και αγαπημένοι. Ύστερα έμπαινε στο ξέφωτο χωρίς να τον ψάχνει με τα μάτια της. Στεκόταν όρθια, τα έκλεινε, άπλωνε τα χέρια της και μύριζε τον αέρα. Τότε ένιωσε ένα χέρι να την ακουμπάει στον ώμο και τρόμαξε. Άνοξε τα μάτια και τον είδε.
"Γιατί ήρθες;"
"Γιατί ποτέ δεν είναι αργά."
Πιασμένοι χέρι χέρι γύρισαν στο σπιτάκι του κήπου, μαζί.
11 σχόλια:
Πολύ τρυφερό. Όντως, ποτέ δεν είναι αργά...
Ευχαριστώ...
Ναι και εγώ το πιστεύω.
Ποτέ δεν είναι αργά και για τίποτα.
Νομίζω ότι είσαι έτοιμη να γράψεις το πρώτο σου σενάριο. :)
(Με το "αργά" έχουμε κάκιστες σχέσεις! Πάντα μπροστά μου το βρίσκω.)
Λες;
Μην με μπερδέψουν με τπ μικρό σπίτι στο λειβάδι φοβάμαι.
εγώ λέω να το αφήσεις πίσω σου, για να μην το βρίσκεις μπροστά σου.
h agaph arghse mia mera..alla irthe
Ax!
Ανώνυμη, που σε τσάκωσα...
Ήρθε από μακριά γι' αυτό άργησε.
Ξέρεις πόσα μέσα μεταφοράς πήρε;χεχε
Φιλάκια
h anwnumh apo edw kai pera v.
filakia mikrh mou...me aeroplana kai vaporia
Άσε...
εγώ να δεις πόσα μέσα θα πάρω.
Αχ, πως μο 'χαν λείψει οι ιστορίες σου!
:)
ΣΜΑΚ σου.
Και μένα τα σχόλια σου.
Σμακ άπειρα
Δημοσίευση σχολίου