"Όχι ρε γαμώτο. Έχει κόσμο, κάνει ζέστη και κάθεται και ο χοντρός δίπλα μου που θέλει δυο καθίσματα. Ευτυχώς μου έδωσε παράθυρο. Γαμώτο πως θα περάσει η ώρα;" για μια ακόμα φορά έκανε ανόητες σκέψεις και για πολλοστή βρισκόταν σε ένα τρένο. Η μόνη διαφορά πως αυτή τη φορά δεν είχε προγραμματίσει το ταξίδι και δεν είχε συγκεκριμένο προορισμό. "Αν η θεία πεθάνει μέσα στο επόμενο δίωρο θα κατέβω Χαλκηδόνα, αν ζήσει θα πάω Θεσσαλονίκη. Γαμώ τη θεια μου και δεν κάνει κιόλας να τη βρίζω ετοιμοθάνατη γυναίκα. Αλλά τώρα βρήκε; Και έχω και το σύμπαν να μου κουρελιάζει τα νεύρα." το μυαλό της γυρνούσε γύρω από ανόητες αλλά αρκετά προβληματικές σκέψεις. Με τη θεία της, την Ευτέρπη, δεν είχαν ποτέ καλές σχέσεις. Στην αρχή κρατούσε τα προσχήματα για χάρη της μάνας της, μετά από συνήθεια, την οποία έκοψε όταν έφυγε μακριά και από το χωριό και από τη θεία. "Γαμημένη επαρχία." είπε μέσα της. Αλλά τώρα έπρεπε να γυρίσει. Μπορεί να μην τα πήγαιναν καλά, αλλά ήταν η μόνη εν ζωή συγγενής της και ένιωθε ότι όφειλε να τη δει. Πάντα έβάζε πρέπει στη ζωή της. Όλη της η ζωή ήταν ένα πρέπει και ένα δεν πρέπει.
"Αν δεν κλάψω, οι άλλες οι κωλόγριες θα νομίζουν ότι πήγα γιατί θέλω μόνο την περιουσία της. Λες και δεν ζω μόνη μου 3 χρόνια τώρα στην Αθήνα. Και έχω και αυτή την περίεργη αίσθηση πάλι. Τι θα γίνει; Α ρε σύμπαν δεν μπορώ να διαβάσω τα σημάδια σου." Ήταν πεπεισμένη πως κάτι αλλόκοτο συνέβαινε τον τελευταίο καιρό. Ότι σκεφτόταν γινόταν και όποιον νοσταλγούσε τον έβλεπε. Την είχε απασχολήσει η ερώτηση "τι μήνυμα στέλνει το σύμπαν;" αλλά δεν είχε κατορθώσει να βγάλει άκρη. Στο μεγάφωνο ακούστηκε ότι έφταναν Τιθορέα και κοίταξε από το παράθυρο. "Που πάει όλος αυτός ο κόσμος ρε παιδί μου πρωί πρωί; Λες να μπει κανένα ενδιαφέρον τυπάκι;" η μόνη ευχάριστη σκέψη που έκανε. "Αλλά τι να το κάνεις; Πάντα ήμουν άτυχη και τέτοια θα παραμείνω. Να χορεύω στις στάχτες μου και να κοιμάμαι με τις αναμνήσεις." η σκέψη της όμως αποσπάστηκε. Ένα έντονο κίτρινο μπλουζάκι τράβηξε την προσοχή της και κοίταξε στην πόρτα του βαγονιού. Τα βλέμματα τους συναντήθηκαν , αλλά το δικό της υποχώρησε πρώτο και το έστρεψε πάλι στο παράθυρο. "Αυτός είναι. Με αναγνώρισε. Και σε σκεφτόμουν ρε Γιάννη αυτές τις μέρες. Α ρε σύμπαν μεγαλούργησες και σήμερα. Τι να κάνω; Να του μιλήσω; Όχι να έρθει εκείνος." όταν κοίταξε πάλι είχε φύγει. Η Έρση όμως έμεινε να χαζεύει την πόρτα. Σύντομα κατάλαβε πως δεν είχε θέση ο Γιάννης και καθόταν στον διάδρομο. Ξαφνικά έπεσε σκοτάδι. Περνούσαν από σήραγγα και δεν λειτούργουσαν τα φώτα του τρένου. Μόνο η φωσφοριζέ επιγραφη WC έδινε έναν υποτυπώδη υπαινιγμό φωτισμού.
"Σύμπαν νομίζω ότι σήμερα το κατάλαβα το μήνυμα σου. Τώρα ξέρω." γέλασε και σηκώθηκε από τη θέση της. Ενόχλησε τον χοντρό κυριούλη που καθόταν δίπλα της, αλλά δεν μπορούσε να περάσει αν δεν σηκωνόταν εκείνος. Στάθηκε στο διάδρομο απέναντι του. Ήταν σε απόσταση αναπνοής αλλά κανείς δεν έβγαλε λέξη. Στο επόμενο τούνελ, το μεγάλο, μέσα στο σκοτάδι τον φιλήσε. Την είχε χαλαρώσει αυτή η συσκότιση. Η έλλειψη φωτός της είχε δώσει ώθηση έκφρασης. Μπορούσε να κινηθεί χωρίς να την νοιάζουν τα ενοχλητικά βλέμματα των γύρω της. Έμειναν αγκαλιασμένοι να φιλιούνται όση ώρα το τρένο διέσχιζε το τούνελ. Στο πρώτο σημάδι φωτός τραβήχτηκε. Παρέμειναν σε απόσταση αναπνοής, αμίλητοι με τα μάτια τους να έχουν τον πιο έντονο διάλογο.
-" Ήταν λάθος που σε άφησα τότε να φύγεις."
-"Ήταν λάθος που εξαφανίστηκες χωρίς μία λέξη."
-"Τι να σου έλεγα; Δεν θα γυρνούσες."
-"Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Το ήξερες άλλωστε ότι έφευγα."
-"Ήταν λάθος που δεν σου είπα τίποτα. Τα κράτησα όλα για μένα."
-" Και γω δεν σου είπα τίποτα. Αλλά και να λέγαμε τι θα γινόταν;"
-"Θα μπορούσαμε να βρούμε μια λύση. Κάποιο τρόπο να βρισκόμαστε."
"Ή να βρούμε προβλήματα. Κάποιο τρόπο να χανόμαστε."
-"Δεν μπορώ να σε αφήσω να φύγεις πάλι. Χωρίς να σου πω κάτι."
-"Δεν μας πάνε τα λόγια. Δεν το έχεις καταλάβει;"
Πήγε και κάθησε στη θέση της. Το σοκ από τη συνάντηση τους ήταν μεγάλο αλλά το κουδούνισμα του κινητού της δεν της επέτρεψε να το σκέφτει. "Ναι; Κατάλαβα. Θα κατέβω στο χωριό. Τα της κηδείας θα το κανονίσω όταν έρθω. Α, τα φροντίσατε. Ευχαριστώ κυρία Λέλα τα λέμε από κοντά." έκλεισε το τηλέφωνο και συνέχισε το ταξίδι της. Αναρωτιόταν που πήγαινε ο Γιάννης, αλλά ήταν σχεδόν σίγουρη ότι επέστρεφε Θεσσαλονική μετά από κάποια δουλειά στην Τιθορέα.
Έκλαψε στην κηδεία της θείας πολύ και όλοι παραξενεύτηκαν. Ήξεραν ότι δεν ήταν δεμένες από αγάπη, αλλά από ανάγκη. Δεν ήξεραν όμως ότι δεν έκλαιγε για το χαμό της Ευτέρπης, αλλά για το χαμό του Γιάννη από τη ζωής της. Έμεινε τελευταία πάνω από την ταφόπλακα να την κοιτάζει. Σκεφτόταν ότι γύρισε σε γνώριμες καταστάσεις, να θρηνεί για το γεγονός πως κάποιος αγαπημένος της έφευγε από τη ζωή, από τη ζωή της. Όλη της η ζωή ένα πρέπει και ένα δεν πρέπει εμπλουτισμένο με κλάματα κάθε φορά που κάποιος έφευγε. Και εκείνη έμενε πίσω, μόνη να θρηνεί για όσους έφυγαν και όσα πρέπει δεν την άφησαν να τους κρατήσει.
Ανάμεσα στα δάκρυα της που έπεφταν πάνω στο μάρμαρο είδε ένα χέρι να αφήνει ένα κόκκινο γαρύφαλλο. Γύρισε και τον είδε. Χαμογέλασε γιατί πίστεψε πως το ονειρευόταν. Όταν την ακούμπησε στον ώμο κατάλαβε ότι ήταν πράγματι εκεί. Έμεινε να τον κοιτάζει δίχως να πει λέξη. Ούτε εκείνος είπε. Για μια ακόμη φορά άφησαν τα βλέμματα τους να μιλήσουν.
-"Πως βρέθηκες εδώ; Γιατί;"
-"Ήρθα να σου πω αυτά που δεν είπα."
-"Σσσ, μην λες τίποτα. Θα φύγω πάλι."
-"Δεν μπορώ να κάνω το ίδιο λάθος ξανά."
-"Είναι μάταιο. Δεν το βλέπεις; Φεύγω."
-" Δεν μπορώ να σε αφήσω να φύγεις."
-"Δεν μπορώ να μείνω."
-"Ούτε εγώ χωρίς εσένα."
Μετά από αρκετά λεπτά γύρισε η Έρση να φύγει. Τα λόγια δεν τους πήγαιναν και το ήξερε, αλλά απορούσε τι έκανε εκεί. Καθώς περπατούσε στα χαλίκια ένιωσε ένα χέρι να πιάνει το δικό της. Είδε δίπλα της το Γιάννη. Έσκυψε τη φίλησε στο μάγουλο και της ψιθύρισε : "Σε βρήκα αγάπη μου. Έχουμε πολλά να πούμε. Τα υπόλοιπα θα τα βρούμε στην πορεία. Μαζί."
12 σχόλια:
αυτές οι συναντήσεις στα τραίνα κάτι μου κάνουν.
Αισιόδοξο κείμενο; θα πέρασες καλά στο ταξιδάκι σου!
Και μένα τα τρένα κάτι μου κάνουν.
Πέρασα....αρκετά καλά αν και κουράστηκα.
Αλλά το κείμενο ουδεμία σχέση είχε με το ταξιδάκι (μας διαβάζουν και άλλοι)
Φιλιαααααα
ναι αλλά εγώ τώλα μπελδεύτηκα.. είναι αληθινή η ιστορία σου ή απλά την γλάφεις;??
@ Άμμε σε ευχαριστώ. Για να το λες εσύ μάλλον είναι όντως καλό. χεχε
Σφιχτή αφήγηση ε; Και να φανταστείς όταν το έγραφα μου φάνηκε να πλαταίνει σε κάποια σημεία.
Όσο για τους διαλόγους...αυτοί ήταν η αιτία για το post. Το υπόλοιπο απλά ήταν το backround για να σταθούν.
@ erisabetsu-chan σημασία δεν έχει αν είναι αληθινή ή όχι, αλλά αν σου άρεσε.
Τώρα αν ρωτάς για να ικανοποιήσεις την περιέργεια σου...είμαι κακό παιζί και ντεν σου λέω.
εμένα μου άρεσε!!!!!!!!!!!
μου άρεσε πολύ!!!!!!!!!!!!
ένιωσα κάπως όταν το διάβασα.
Αυτό μετράει.
Χαίρομαι που σου άρεσε.
Άντε για να δεις τι καλή που είμαι...το μέρος και τα 2 πρόσωπα είναι αληθινά, το ερωτικό στοιχείο και η θεία πλάσματα της φαντασίας μου.
Κι εμένα μου άρεσε πολύ!
Να φανταστείς πως αρχίζω να σκέφτομαι σοβαρά το ενδεχόμενο να σου έρχομαι 2-3 φορές στην Αθήνα!
και που ξέρεις... ίσως πετύχω κι εγώ στη διαδρομή τον μεγάλο, χαμένο, μου έρωτα...
Μ'αρέσει πολύ αυτή η πλευρά σου...
Πάω να πάρω κανά τραίνο...
Από Σταθμό Λαρίσης, λες να μου φέρει κανένα κάρμα; Έστω και φαντασικό?
;)
Ωραίο!!!
@ fermat να έρχεσαι.:-)
Αυτή η πλευρά; Τι εννοείς;
Χαίρομαι πάντως που σου αρέσει.
Πιθανά σημεία όμως να βρεις τον μεγάλο έρωτα είναι: λεωφορεία, μετρό, τηλεγνωριμίες και μικρές αγγελίες.
@ apsoy γενικά πισέύω ότι όλα γίνονται.
Αν και αουτς, η λέξη κάρμα πόνεσε λίγο.
Είμαι σίγουρη πως θα βρεις είτε κάρμα είτε αυτό το φανταστικό που θα θεωρήσεις κάρμα.
Γειά σας. Μια παραγγελία θα ήθελα να κάνω. Θέλω μια μερίδα "ό,τι σκέφτομαι γίνεται και όποιον νοσταλγώ τον συναντάω" και μια δωδεκάδα φιλιά σε σκοτεινά βαγόνια με πρώην που αφού με έχασαν με εκτιμησαν. Πόσο θα κοστίσει παρακαλώ;
Παραγγελία δεκτή.
Παρακαλώ περιμένετε να κοιτάξω στα στοκ και θα σας απαντήσω.
Με εκτίμηση Σύμπαν
Δημοσίευση σχολίου