Παρασκευή 22 Ιουνίου 2007

Εκείνη

Είναι αργά. Αλλά όμορφο το καλοκαίρι, πώς να κοιμηθείς; Βγαίνω στη βεράντα μου. Μ' αρέσει η βεράντα μου. Κάθομαι στη συνηθισμένη μου θέση, στην πολυθρόνα μου. Με ενοχλούν τα βλέμματα των απέναντι. Με βλέπουν μόνη, αναρωτιέμαι τι να σκέφτονται. Στο αριστερό το τσιγάρο, στο δεξί χέρι το ποτήρι. Να σκέφτονται άραγε τι πίνω; Δεν με νοιάζει. Πού είναι; Όταν βγαίνω στη βεράντα, πάντα έρχεται. Όταν πάω να απλώσω ή να μαζέψω τα ρούχα, είναι εκεί.Τι έπαθε τώρα; Μετά από λίγο βγαίνει.
Εγώ αγναντεύω το τοπίο, τους απέναντι, τα αυτοκίνητα που περνάνε. Δεν είναι πολλά. Ήσυχη είναι η γειτονιά μας. Δεν πλησιάζει. Γιατί; Πάντα έρχεται κοντά μου. Πολλές φορές μάλιστα πιέζεται να καθίσει, δίπλα μου, στην πολυθρόνα και ας μην χωράμε. Τι να τρέχει; Απλά στέκεται στην πόρτα της μπαλκονόπορτας και κοιτάζει. Κάνω νοήματα με το χέρι, αλλά τίποτα. Δεν έρχεται.
Φυσάει σήμερα. Ωραία βραδιά. Κάτι τέτοια βράδια, σκέφτομαι, στην βεράντα. Πολλά. Τη ζωή που πέρασε, πως ήταν, πως είναι, πως μπορεί να είναι. Πάντα με διακόπτει. Λες και ξέρει ότι σκέφτομαι κάτι μελό. Προσπαθεί να με κάνει να μην σκέφτομαι. Όμως σήμερα κάτι έχει. Σαν να μην θέλει να σπάσει, αυτή τη σιωπή.
Σιωπή. Όμορφα που είναι. Ελάχιστοι οι θόρυβοι. Συνήθως ενοχλείται με το παραμικρό, μα όχι σήμερα. Μάλλον τίποτα δεν βρήκε ενδιαφέρον. Ακόμα και η σκέψη μου δεν ακουγέται. Η σιωπή θα φταίει, αφού την απολαμβάνει και η σκέψη μου.
Βλέπω ένα κύριο. Κίτρινο μπλουζάκι, σορτσάκι και μια σακούλα σούπερ μάρκετ στα χέρια. Εκνευριστικός ο θόρυβος. Με ενοχλεί. Κοιτάω προς τα εκεί. Έχει ενοχληθεί το βλέπω. Τον καρφώνει με το βλέμμα, σηκώνει τα αυτιά και γαυγίζει. Όχι πολύ. Τρέχει μέσα. Γελάω. Νυστάζει γι' αυτό, δεν ήρθε. Θέλει να πάμε για ύπνο. Γι' αυτό μπήκε πάλι μέσα.
Μετά από λίγο έρχεται τρέχοντας δίπλα μου. Μου χτυπάει το μπούτι με το πόδι. Βρε χαζούλα, της λέω, θα πάμε για ύπνο, ναι αγάπη μου, μόνες, όπως τόσες φορές. Την παίρνω αγκαλιά και πάμε μέσα. Ξαπλώνουμε. Την χαϊδεύω και προσπαθούμε να βολευτούμε στο κρεβάτι. Το τρίχωμα της με ζεσταίνει, την ενοχλεί το σώμα μου.
Δεν μένουμε πολύ έτσι. Φεύγει, δεν μπορεί να βολευτεί. Εγώ παίρνω τη θέση μου, κανονικά στο κρεβάτι. Εκείνη ξαπλώνει στο πάτωμα, δίπλα μου, όπως πάντα. Γυρνάω μπρούμυτα και απλώνω το χέρι. Την ψάχνω. Όταν την βρίσκω, της χαϊδεύω τη μουσούδα. Ναι αγάπη μου, της λέω, μόνες, όπως τόσες φορές. Μόνο που γέρασες ρε Τερέζα. Και γω όμως. Πόσες θα είναι οι φορές;
Αποκοιμιόμαστε.

3 σχόλια:

orestis είπε...

Never δεν με επηρέσαε η Διβάνη, αλλά η fish-bait, που έκανε ποστ τη σκυλίτσα της.

Το τι παράπονα άκουσα δεν λέγεται.

Της το αφιερώνω λοιπόν, για να εξακολουθήσουμε να κοιμόμαστε ήρεμα τα βράδια οι δυο μας.

Fish-bait είπε...

Αχ αχ αχ πόσα πολλά κοινά βρήκα :0))))))

Και αυτό που σε ακολουθεί παντού και που έρχεται στο κρεβάτι για λίγο αλλά μετά δεν βολεύεται και αυτό... και εκείνο... και το άλλο...

...αλλά και τόσα πολλά ακόμη που δεν αναφέρεις αλλά ξέρω ότι τα ζεις κι εσύ μαζί της όπως κι εγώ ;-)

Υ.Γ. Photos plx plx plx :0)

orestis είπε...

Έτσι έτσι.

Τι ωραίο να σε καταλάβαινει κάποιος στο συγκεκριμένο θέμα.

Αυτό που με ακολουθεί παντού είναι απίστευτο.

Και πολλά άλλα όπως λες.

Αχ

Ρε δεν έχω φώτο στο pc δικιά της.

Θα σκανάρω αύριο και θα επανέλθω.